Ο Άγιος Ιάκωβος,έζησε τον 4ο μ.Χ.αι.επί βασιλέως Αρκαδίου.Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος.Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών,Ισδιγέρδη.Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του,ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό.για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη,άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του,οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση,μαζί του.Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε.Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.Μετά από την απόφαση αυτή,πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό.Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι'αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει.Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι'αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Απολυτίκιο.Ήχος δ’.Ταχύ προκατάλαβε.
Ο Μάρτυς Ιάκωβος,ο της Περσίδας βλαστός, τον δόλιον δράκοντα,τοις των αιμάτων κρουνοίς,αθλήσας απέπνιξε,πίστει γαρ αληθείας,μεληδόν τετμημένος,ώφθη τροπαιοφόρος, του Σωτήρος οπλίτης,πρεσβεύων αδιαλείπτως,υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον.Ήχος β’.Τα άνω ζητών.
Πεισθείς τη καλή,συζύγω καρτερόψυχε, και το φοβερόν,κριτήριον φοβούμενος,των Περσών το φρόνημα και τον φόβον Ιάκωβε κατέπτυσας,και ανεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός,το σώμα ως κλήμα τεμνόμενος.