Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Το αιώνιο πένθος του Ελληνισμού

Πανοραμική τοιχογραφία της τελευταίας ήμέρας της πολιορκίας της Πόλης μπροστα από τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο μωάμεθ ο Β’ Ο »Πορθητής» παρακολουθεί τη διεξαγωγή της μάχης ενώ τα βάρβαρα στίφη του ταπεινώνουν τον Χριστιανισμό… Οι δύο πύργοι πού προστατεύουν τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού με το »Περιτείχιον», έχουν καταληφθεί από τους Γενίτσαρους πού έχουν ήδη μπήξει επάνω τις εχθρικές σημαίες (φλάμπουρα). Μιά σκισμένη ελληνική σημαία με το δικέφαλο αετό κρέμεται ακόμα από το δεξιό πύργο (βαμμένη κίτρινη και όχι κόκκινη όπως ήσαν οι κρατικές βυζαντινές σημαίες με το δικέφαλο, αλλά σκόπιμα κίτρινη από το τούρκο τοιχογράφο ώστε να θιγεί η Ορθοδοξία)…Εν μέσω αυτού του δράματος κεντρικός πρωταγωνιστής η παραδομένη στις φλόγες πύλη του Ρωμανού. Πολεμικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως, Δώμα με τρισδιάστατη παράσταση της »Πολιορκίας της Πόλης». Ιστορικά ο Μεχμέτ (Μωάμεθ ο Β’) δεν εισήλθε από τη πύλη του Ρωμανού στην αλωμένη Πόλη, αλλά από τη Πύλη του Χαρίσιου μερικά μέτρα πιό πάνω, γιατί αυτή ήταν ελεύθερη από πτώματα και γκρεμισμένα κτίσματα. Μπήκε στη Πόλη (με μεγάλο φόβο και δέος, μην πιστεύοντας ακόμα ότι πράγματι την είχε αλώσει!). Ήταν επτά το πρωΐ της 29ης Μαΐου 1453…
Είναι βράδι της 28ης Μαΐου 1453. Μόλις έχει τελειώσει η δοξολογία μπροστά από την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας φτιαγμένης από τον Απόστολο Λουκά, αφού όλοι έψαλλαν – ωΐμέ! – για τελευταία φορά τον Ακάθιστο Ύμνο, αναχωρούν για τις επάλξεις αυτοί πού θα υπερασπίζονταν τα Θεοφύλακτα Τείχη πού προστάτεψαν για 1000 χρόνια τη Πόλη των Κωνσταντίνων. Όλοι έλαβαν τη Θεία Ευχαριστία, κοινώνησαν μέσα στην Πορφυρογέννητο Ιουστινιανή της του Θεού Σοφίας την μεγάλη Εκκλησιά τη καρδιά του παγκόσμιου Χριστιανισμού! Το σύμβολο του μεσαιωνικού ελληνισμού! Ζήτησαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλον χιλιάδες κόσμος όσο ορθόδοξοι και καθολικοί ιερείς τελούσαν τη Θεία Λειτουργία μέσα στο Ναό.
Ο αυτοκράτορας έγινε αντιληπτός μόλις για λίγα λεπτά από το θεοσεβούμενο πλήθος. Το βάρος της ευθύνης του να σώσει ένα έθνος, μιά τιμή, μιά χιλιόχρονη ιστορία, τη μνήμη των Κωνσταντίνων, τον ελληνικό πολιτισμό, όλα αυτά μαζί με το γρίφο της υπεράσπισης της πόλης και την επίλυση του σχεδίου άμυνας φορτώνουν τον έσχατο αυτοκράτορα με ”Ακάνθινο Στέφανο” όμοιον με εκείνον του Χριστού…
Πανοραμική τοιχογραφία της τελευταίας ήμέρας της πολιορκίας της Πόλης μπροστα από τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο μωάμεθ ο Β’ Ο ”Πορθητής” παρακολουθεί τη διεξαγωγή της μάχης ενώ τα βάρβαρα στίφη του ταπεινώνουν τον Χριστιανισμό… Οι δύο πύργοι πού προστατεύουν τη Πύλη του Αγίου Ρωμανού με το ”Περιτείχιον”, έχουν καταληφθεί από τους Γενίτσαρους πού έχουν ήδη μπήξει επάνω τις εχθρικές σημαίες (φλάμπουρα). Μιά σκισμένη ελληνική σημαία με το δικέφαλο αετό κρέμεται ακόμα από το δεξιό πύργο (βαμμένη κίτρινη και όχι κόκκινη όπως ήσαν οι κρατικές βυζαντινές σημαίες με το δικέφαλο, αλλά σκόπιμα κίτρινη από το τούρκο τοιχογράφο ώστε να θιγεί η Ορθοδοξία)…Εν μέσω αυτού του δράματος κεντρικός πρωταγωνιστής η παραδομένη στις φλόγες πύλη του Ρωμανού. Πολεμικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως, Δώμα με τρισδιάστατη παράσταση της ”Πολιορκίας της Πόλης”. Ιστορικά ο Μεχμέτ (Μωάμεθ ο Β’) δεν εισήλθε από τη πύλη του Ρωμανού στην αλωμένη Πόλη, αλλά από τη Πύλη του Χαρίσιου μερικά μέτρα πιό πάνω, γιατί αυτή ήταν ελεύθερη από πτώματα και γκρεμισμένα κτίσματα. Μπήκε στη Πόλη (με μεγάλο φόβο και δέος, μην πιστεύοντας ακόμα ότι πράγματι την είχε αλώσει!). Ήταν επτά το πρωΐ της 29ης Μαΐου 1453…
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τη συναισθηματική φόρτιση αυτού του υπερήφανου λαού πού η ελπίδα του προς το Θεό του αποτρέπει φρικαλέες σκέψεις του τι πρόκειται να επακολουθήσει! Στη Πόλη βασιλεύει σιγή.. Μιά νεκρική σιγή πού παγώνει το αίμα όλων αυτών πού μέσα τους αρχίζει μιά αγωνία πού θα μετατραπεί σε επιθανάτιο ρόγχο…
Ο Αυτοκράτορας αφού έφυγε από την Αγία Σοφία κατευθύνεται στο ανάκτορο των Βλαχερνών πάνω στο άλογό του. Δεν υπάρχει χρόνος γιά χάσιμο. Το κεφάλι του πάει να σπάσει από τη τρομερή σκέψη. ”Είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει;”…Αφού φτάνει στο ανάκτορο, εκεί συγκεντρώνει την οικογένειά του και όλους όσους υπηρέτησαν πιστά το σπίτι του. Με πατρική στοργή τους αγκαλιάζει έναν έναν και τους ζητά να τον συγχωρέσουν. Αφού βαθειά συγκινημένοι τον χαιρετούν όλοι για τελευταία φορά ο ίδιος φεύγει με το άλογό του και ευσπευσμένα πάει στις επάλξεις για τη τελευταία επιθεώρηση των αμυντικών θέσεων. Είναι αργά τη νύχτα. Τα άγρυπνα μάτια των σκοπών χαμογελούν πού τον βλέπουν. Υπάρχει ακόμα ελπίδα πιστεύουν. Ο Θεός, ο Αυτοκράτορας, ο λαός, το Δίκαιο είναι μαζί τους!
Μεσάνυχτα, φρενετικά κτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών της Βασιλεύουσας, της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων, ακούγονται όλες από τις εκκλησιές κατά μήκος του δρόμου του Επτάσκαλου. Ποιός άραγε μιά τέτοια στιγμή θα είχε ύπνο όταν πυκνά σύννεφα μαύρα έχουν κάνει τη νύχτα, τη τελευταία, σκοτάδι κόλασης με απαίσια όρνια να πλανώνται πάνω από την υπερήφανη Πόλη;


Η ΜΑΧΗ ΣΤΥ ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ -7- YΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ


Η Οθωμανική επίθεση ξεκινάει μετά τα μεσάνυχτα. Είναι πιά η 29η Μαΐου 1453. Κύματα γενίτσαρων πού το ένα ακολουθεί το άλλο επιτίθονται με πολεμικές κραυγές, ήχους ταμπούρλων, σαλπίγγων, πίπιζων, πού γεμίζουν με το θόρυβό τους τον αέρα τού πέπλου της σκοτεινής νύχτας. Ο στρατός του Μεχμέτη (όπως ήθελε να τον αποκαλούν οι έλληνες) είναι πάνω κάτω 250 χιλιάδες διοικούμενος από τον Ζαγανός Πασά. Άντρας με πείρα στα πολεμικά και βαθύς γνώστης των βυζαντινών όπλων, συγγενής, γυναικάδελφος του Μεχμέτη. Στον στρατό αυτό βρίσκονται αποβράσματα μισθοφόρων χριστιανών ευρωπαίων, γενουατών, 25 χιλιάδων ελλήνων της Θράκης πού ο Μεχμέτης τους έταξε αξιώματα και μάλαμα και κάθε λογής λιμάρικη ψυχή, για φαΐ, για πιοτό, για βιασμό και φόνο…Προσελκύονταν από τη μεγάλη λεία πού ήταν η μεγάλη πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, καθόλοκληρίαν ΕΛΛΗΝΙΚΟ! Όλοι αυτοί μαζί με τους ατάκτους δολοφόνους τυχοδιώκτες επιτέθηκαν στη οχυρωματική γραμμή των σιδηρόφρακτων σκληρών επαγγελματιών πού ήσαν υπό τας διαταγάς του Ιωάννη Ιουστινιάνη (γενοβέζου ευγενούς από τη Χίο, πιστού συμμάχου του αυτοκράτορα και φιλέλληνος) όλοι κι όλοι καμμιά εκατοστή, όχι παραπάνω. Όλοι οι αμυνόμενοι της Πόλης πού μπορούσαν να κρατήσουν όπλο ήσαν 5 χιλιάδες ψυχές άντε με τους βοηθητικούς 7 χιλιάδες. Όλοι μεγάλοι στην ηλικία ενώ οι εχθροί όλοι νέοι λίγο πάραπάνω από τα είκοσι. Η μάχη κράτησε δύο ώρες έως τις τρείς τη νύχτα…Το σώμα των ατάκτων υποχώρησε σε πλήρη διάλυση πατώντας ο ένας τον άλλον ”τούρλου μπούγδου”, αφήνοντας μεγάλο αριθμό νεκρών και τραυματιών.
Δίχως παύση έρχεται η σειρά να επιτεθεί η στρατιά της Ανατολίας (Αναντολού Ασκερί) υπό τον Ισχάκ Πασά. Αυτοί προσπαθούν να γκρεμίσουν τους πασσαλοφράκτες. Πολεμούν με λύσσα αποφασισμένοι να σπάσουν την γραμμή των αμυνομένων. Η αποδυνάμωση των επιτιθέμενων βοήθησε τους αμυνόμενους. Με τις σπάθες τους και τους κεφαλοθραύστες τους κομματιάζουν εύκολα τον εχθρό και εκτοξεύουν βλήμματα στη πολυάριθμη μάζα χωρίς καν να σκοπεύσουν. Μιά ομάδα πολεμιστών του Ισχάκ Πασά ρίπτεται σε ένα ρήγμα των τειχών και προς στιγμήν φαίνεται να εισβάλλουν στη Πόλη. Αλλά ο αυτοκράτορας και οι άντρες του τους ορμούν και τους σφάζουν γρήγορα. Η δεύτερη τουρκική επίθεση επίσης απέτυχε.
Κατόπιν έρχονται οι γενίτσαροι. Είναι ειρωνικό ότι γεννήθηκαν έλληνες ορθόδοξοι. Ήσαν πειθαρχημένοι, επαγγελματίες, άγριοι πολεμιστές, τέλεια εκπαιδευμένοι και έτοιμοι να πεθάνουν για το Σουλτάνο τους. Πρίν την έναρξη των εχθροπραξιών, της τελευταίας ημέρας για τη Πόλη, ο Μεχμέτης ζήτησε από το στρατό του, ”Σήμερα δεν θέλω να πολεμήσετε για μένα. Θέλω να ΠΕΘΑΝΕΤΕ γιά μένα”!!! Οι γενίτσαροι όρμηξαν με μένος ανοίγοντας δρόμο από τα στιβαγμένα νεκρά κορμιά χριστιανών και μουσουλμάνων επιτίθοντας στους εξαντλημένους υπερασπιστές της Πόλης. Με τεράστια προσπάθεια οι έλληνες, οι ενετοί, οι γενουάτες και άλλοι ιταλοί σύμμαχοι απέκρουσαν στέλνοντας πίσω τον εχθρό.
Τότε μιά ομάδα εχθρών απροσδόκητα μπήκε στη Πόλη από μιά αφύλακτη μικρή πύλη εξόδου (είχε ανοιχθεί το προηγούμενο βράδι από προδότες πού είχε διαφθείρει ο Μεχμέτης). Η πύλη αυτή γνωστή ως ”Κερκόπορτα” βρισκόταν στα τείχη των Βλαχερνών. Μάχη ξέσπασε σώμα με σώμα στη μικρή αυτή πύλη.
Ο Καρατζά Πασάς και οι ευρωπαίοι μισθοφόροι του περιβάλλουν το εξωτερικό τείχος της Πόλης στο Χρυσό Κέρας (Κεράτιο Κόλπο) στο χείλος του νερού. Περισσότεροι γενίτσαροι προσεγγίζουν τα τείχη των Βλαχερνών. Τα υπολείμματα των ενετών περικυκλώνονται από τους στρατιώτες της Ανατολίας πού επιτίθονται από το εξωτερικό τείχος και από αυτούς πού βρίσκονται ήδη στο ”Παρατείχιον”. Ένας θανατηφόρος οθωμανικός μύδρος από κανόνι με ακρίβεια κτυπά τους βυζαντινούς και οι έλληνες κόβονται στα δύο ενώ οι Χιώτες-Ρόδιοι και τα απομεινάρια των ενετών έχουν αμφότεροι διαλυθεί. Το βυζαντινό πύρ αυτή τη στιγμή διαλύει δύο αύτανδρες οθωμανικές μονάδες γενιτσάρων στα τείχη των Βλαχερνών, αποτρέποντας τους να μπούν στη Πόλη. Οι έλληνες υπό τη διοίκηση του ενετού Φιλίππο Κονταρίνι, η Παπική μονάδα του Καρδιναλίου Ισιδώρου και οι γενοβέζοι του Ιωάννη Ιουστινιάνη, όλοι μαζί επιτίθονται και διαλύουν τους γενιτσάρους στο Νέο Αυτοκρατορικό Ανάκτορο χωρίς όμως να μπορέσουν να τους απωθήσουν έξω. Οι Γενίτσαροι του τείχους των Βλαχερνών απωθούνται από τους εναπομείναντες Χιώτες-Ροδίους, όμως οι έλληνες σπρώχνονται προς τα πίσω και μιά μονάδα γενιτσάρων εισβάλλει στη Πόλη. Πολυάριθμα στίφη της Ανατολίας πιέζουν τους ενετούς να βγούν έξω από το ”Παρατείχιον” και να εγκλωβιστούν σε έναν από τους πύργους της Πόλης. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος σκοτώνεται, αφήνοντας τον Τρεβιζάνο μόνο του επικεφαλής των Ενετών…
Λίγο προτού χαράξει η μέρα, ένα βέλος τρυπάει τον σιδερένιο θώρακα του Ιουστινιάνη και τον πληγώνει στο στήθος. Κλονισμένος από το τραύμα του και φυσικά εξαντλημένος η μαχητική του διάθεση κατέρρευσε…Παρόλες τις παρακλήσεις του αυτοκράτορα να μην εγκαταλείψει τη θέση του, ο Ιουστινιάνης έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να τον πάρουν έξω από το πεδίο μάχης. Οι άλλοι στρατιώτες του πού πολεμούσαν στη περιοχή βλέποντας το στρατηγό τους να μεταφέρεται λαβωμένος, υποπτεύτηκαν ότι είχε σπάσει η γραμμή άμυνας και σπεύδουν και αυτοί στη πύλη για να φύγουν μαζί του. Ο αυτοκράτορας και οι έλληνες μένουν μόνοι τους. Τότε οι οθωμανοί διοικητές βλέποντας αυτό διατάσσουν χιλιάδες γενίτσαρους να επιτεθούν στην αποδυναμωμένη αυτή πλέον άμυνα. Οι γενίτσαροι ορμούν και σπάνε το πασσαλοφράκτη στριμώχνωντας τους έλληνες στο τείχος.
Στο μεταξύ εισβάλλουν περισσότεροι στη Κερκόπορτα, όπου οι αμυνόμενοι δεν μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τους πρώτους εισβολείς. Σύντομα οι πρώτες εχθρικές σημαίες κυματίζουν στα τείχη. Ο αυτοκράτορας και οι διοικητές του προσπαθούν απεγνωσμένα να συναθροίσουν τους στρατιώτες τους και να ωθήσουν πίσω τον εχθρό. Μάταια όμως, ήταν πιά πολύ αργά. Κύματα γενιτσάρων, ακολουθούμενοι από άλλες τακτικές μονάδες του Οθωμανικού στρατού ρίπτονται στις ανοιχτές πύλες της Πόλης γεμάτες από τρομοκρατημένους υπερασπιστές πού τρέχουν αλαφιασμένοι για να σωθούν και από σωρούς πτωμάτων σφαγμένων χριστιανών στρατιωτών.
Τότε ο αυτοκράτορας αντιλαμβανόμενος ότι τα πάντα έχουν χαθεί γυμνώνεται από τα αυτοκρατορικά του διακριτικά και σαν απλός στρατιώτης με το αίμα και τον ιδρώτα να ρέει ποτάμι από το μέτωπο και το σώμα του ακολουθούμενος από τον εξάδελφό του Θεόφιλο Παλαιολόγο, τον άρχοντα Βρανά, τον Καστιλιανό (ισπανό) Δον Φρανσίσκο Ντε Τολέδο, τον Κατακουζηνό, τον Ματθαίο Σγουρομάλη και τον Ιωάννη Δαλματό – και οι επτά τους κρατώντας τα ξίφη τους – επιτίθονται στα μιλιούνια των εχθρών, χτυπώντας ζερβά δεξά σε μιά ύστατη πράξη ηρωϊκου θάρρους. Κανείς δεν τους ξαναείδε πιά….
Πάνε από τότε 558 χρόνια… Η ροή ενός έθνους είναι αναλώσιμη, η γλώσσα και η Ιστορία του ποτέ! Εμείς και ελληνικά μιλάμε και η Αγιά Σοφιά υπάρχει!
http://blogs.sch.gr

Η Τραγική Άλωση, 29-30-31 Μαίου 1453

Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου.
Ο Σουλτάνος για να εξάψει και φανατίσει το φρόνημα του στρατού είχε υποσχεθεί τριήμερη διαρπαγή της πόλεως κι’ ιδιοποίηση όλων των κινητών πραγμάτων, εφόσον η Κωνσταντινούπολη θα περιερχόταν στους Τούρκους ύστερα από αγώνα. Ο Μωάμεθ είχε πει την προηγούμενη μέρα στους στρατιώτες: «Ήθελα μόνον να θυμίσω σε σας τις έκτακτες αμοιβές, που θα τύχετε, έκτος από την τιμή και τη δόξα, κατόπιν από τη νικηφόρα έφοδο. Και πρώτα μέσα στην Πόλη υπάρχει πλούτος πολύς και παντοδαπός, ο μεν στα βασίλεια, ο δε στους οίκους, ο δε καλλίτερος και περισσότερος στα ιερά, βρισκόμενος από αναθήματα από χρυσό κι’ άργυρο κατασκευασμένα κι’ από λίθους πολύτιμους. Αυτά όλα σεις θα τα πάρετε. Έπειτα θα βρείτε ευγενείς και επίσημους άντρες, που οι περισσότεροι θα γίνουν δούλοι σας, οι άλλοι θα πουληθούν από σας και γυναίκες πλείστες κι’ ωραιότατες, νέες ευπρόσωπες και παρθένες στην ώρα γάμου, ευγενείς από ευγενείς. Από αυτές μερικές θα γίνουν γυναίκες σας και τις άλλες θα πουλήσετε· θα κερδίσετε πολλά σε απόλαυση και σε πλούτο, θα είναι δε στη διάθεσή σας τα παιδιά και πλείστοι και ωραιότατοι των καθώς πρέπει.
Προσφέρω σε σας τώρα τη διαρπαγή πόλεως μεγάλης και πολυάνθρωπης, βασίλισσας των πάλαι Ρωμαίων και σε ύψος ευδαιμονίας και τύχης υπάρξασα, κεφαλήν συμπάσης της οικουμένης, θα έχετε ως λεία πλούτον άπειρον, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πάντα τον άλλον αυτής κόσμον και την καταστασιν» (Κριτόβαυλος σελ. 89-90, Δούκας, σελ. 288).
Το τουρκικό έθνος, λέει ο Μόρτμαν, είναι φιλοχρήματο και φιλάργυρο και η φυσική αυτή ιδιότητα ενήργησε πολύ ισχυρότερα παρά κάθε διαταγή του Σουλτάνου. Τα ίδια αναφέρει κι’ ο Δούκας: «Φιλοχρήματον γαρ το γένος τούτο, ει και φονεύς πατρικός εμπέσει εν ταις χερσίν αυτών, διά χρυσού απολύουσι». Τίποτε άλλο δεν σκέπτονταν οι στρατιώτες του Μωάμεθ παρά με τι τρόπο ν’ αρπάξουν αιχμαλώτους και λάφυρα. Εκείνοι που μπήκαν πρώτοι από την Ξυλόκερνη πύλη και κατόπιν οι άλλοι, αφού ο Κωνσταντίνος έπεσε, ρίχτηκαν ακάθεκτοι και φωνάζοντας. Στιγμές απογνώσεως και φρίκης για τους κατοίκους. Και στην αρχή σκότωναν, όσους εύρισκαν στους δρόμους αδιάκριτα γυναίκες, γέροντες, παιδιά. Κατόπιν επιδόθηκαν στη λεηλασία τα πληρώματα του στόλου. Μόλις είδαν τις τούρκικες σημαίες στα τείχη, άφηναν τα πλοία, έριχναν τα όπλα και έβγαιναν στη ξηρά, για να κουρσέψουν. Αυτοί που έβοσκαν τα ζώα τα άφηναν για να τρέξουν για κούρσος. Άλλοι έμπαιναν κι’ άλλοι έβγαιναν. Οι τελευταίοι ήσαν Έλληνες, που έτρεχαν προς το Γαλατά για να σωθούν. Όσοι πολεμούσαν ακόμη στους πύργους υποχρεώθηκαν να βγουν και να καταφύγουν στα πλοία τους, όπως οι Κρητικοί, που πολεμούσαν στον πύργο Βασιλείου και Κωνσταντίνου, κατά ανώτερη διαταγή του Σουλτάνου. Άλλοι έσπευδαν στις πλούσιες μονές της Χώρας και του Αγίου Ιωάννου στις Βλαχέρνες. Οι αδελφοί Μποκιάρδοι, κλεισμένοι σ’ ένα πύργο, τους απώθησαν προς στιγμή, μα κατόπιν αναγκάστηκαν να καταπαύσουν τον αγώνα και παραδόθηκαν. Ύστερα προχώρησαν στα ενδότερα. Η πόλη πλέον τους άνηκε. Στις 8 το πρωί ξεχύθηκαν σε όλες τις συνοικίες, αρπάζοντας, σκοτώνοντας, αιχμαλωτίζοντας. Ιδίως επέμειναν στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει οι περισσότεροι, νομίζοντας πως θα τις σεβαστούν, ως άσυλα. Αλλά είχαν διαψευσθεί. Οι Τούρκοι συστηματικά λήστευαν τα πάντα κι’ αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους μη λογαριάζοντας, αν ήσαν εκκλησιές ή κοινά σπίτια. Η αιχμαλωσία γενικώς ήταν ο κανόνας. Στο ναό της Αγίας Θεοδοσίας, η οποία γιόρταζε εκείνη την ήμερα κι’ οπού είχαν προσέλθει πολλοί και μάλιστα πολλές, αιχμαλωτίστηκαν όλοι.
Στους ναούς, ιδίως σ’ εκείνον της Αγίας Σοφίας, είχαν καταφύγει οι περισσότεροι κάτοικοι. Παράδοση παλαιά υπήρχε πως η Πόλη θα κυριευθεί, αλλά μόλις οι εχθροί θα έφθαναν στον κίονα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κάποιος Άγγελος θα κατέβαινε από τα ουράνια και θάδινε στον πρώτο τυχόντα μια ρομφαία και θάλεγε : «Λάβε την ρομφαία ταύτη και εκδικήσου τον λαόν του Κυρίου». Τότε οι Τούρκοι θα έφευγαν μέχρι των ορίων της Περσίας και η Πόλη θα σωζόταν. Τέτοιες ελπίδες τρέφοντας οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Αγία Σοφία πολλές χιλιάδες. Σε μια στιγμή ο ναός γέμισε από πιστούς. Οι Τούρκοι αφού πλησίασαν στην Αγία Σοφία κι’ ακούγοντας πως μέσα εκεί δεν είχαν μόνο καταφύγει πολλές χιλιάδες χριστιανών, αλλ’ είχαν κρυφτεί από χρόνια οι θησαυροί της πόλεως, όρμησαν και με τα τσεκούρια έριξαν κάτω τις πόρτες. Μπήκαν μέσα κι’ επιδόθηκαν στη λεηλασία και προ πάντων στην αιχμαλωσία. Οι θρήνοι και κοπετοί, οι παρακλήσεις και ικεσίες δεν έφθαναν για να μετριάσουν τη λύσσα και τη μανία των Τούρκων στρατιωτών. Νήπια, παιδιά μικρά και μεγάλα δεν γλύτωσαν από τη σφαγή, οι δε παρθένες, οι γυναίκες κι’ οι άντρες όλοι έγιναν έρμαια της θηριωδίας ή της αιχμαλωσίας των Τούρκων.
Κι’ οι θηριωδίες αυτές κι’ οι αιχμαλωτισμοί μέσα στην Αγία Σοφία βάσταξαν ως το μεσημέρι και πλέον. Εικόνες, ιερά σκεύη, αφιερώματα, δισκοπότηρα, όλα, όλα αρπάχτηκαν. Ο πορθητής, αφού πείστηκε πως η Κωνσταντινούπολη είχε οριστικά πια πέσει στα χέρια των Τούρκων, μπήκε μέσα στην Πόλη, ακολουθούμενος από πασάδες, μπέηδες, δερβίσηδες κι’ άλλους και περικυκλωμένος από σημαίες κι’ άλλα σήματα των Τούρκων, επί τέλους έφθασε θριαμβευτής στην εκκλησιά γύρω στις 12. Αφού ξεπέζεψε, μπήκε στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε. Μετέβαλε δε το ναό σε τζαμί. Αυτός ήταν ο θρίαμβος του Μωάμεθ. Η ψυχή του είχε μαλαχτεί κάπως και φέρθηκε μ’ επιείκεια. Στην είσοδο του ναού είδε κάποιο μουσουλμάνο να σπάει ένα μάρμαρο. Ο πορθητής τον πλησίασε και τον επίπληξε, τείνοντας το χέρι στο σπαθί του. «Μας αρκεί ο θησαυρός και η αιχμαλωσία· αι δε οικοδομαί της πόλεως εμοί τυγχάνουσι». Οι ακόλουθοί του τον έπιασαν και τον έριξαν έξω. Κατόπιν ο Σουλτάνος ανέβηκε στην Αγία Τράπεζα κι’ έκανε την προσευχή του. Αλλ’ αν ο Μωάμεθ είχε δειχθεί επιεικής, οι Τούρκοι συνέχισαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία. Ο Σουλτάνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Είχε υποσχεθεί την τριήμερη λεηλασία , το περίφημο «κούρσος».
Οι Τούρκοι συστηματοποίησαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία απ’ αυτή την ημέρα της αλώσεως : έμπαιναν σε ένα σπίτι και σήκωναν αμέσως σημαία, δείγμα του πως το σπίτι εκείνο είχε κουρσευτεί και καταληφθεί, και δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν άλλοι. Εκεί συγκέντρωναν τα κούρσα και συγχρόνως οργίαζαν μέχρις ότου περάσει το τριήμερο. Συνήθως καταλάμβαναν και το σπίτι κι’ έμεναν διαρκώς εκεί, αν και τα σπίτια χωρίς εξαίρεση, άνηκαν στο Σουλτάνο. Πολλές φορές, επειδή δεν είχαν προφθάσει να το καταλάβουν έρχονταν στα χέρια με τους κατέχοντες και πολλοί φόνοι σημειώθηκαν από την αφορμή αυτή. Η αιχμαλωσία ήταν καθολική και κανείς δεν τη διέφυγε είτε επίσημος είτε ανεπίσημος. Είχε οργανωθεί κι’ ο στρατός αποτελούσε συμμορία, που λήστευε τα πάντα και αιχμαλώτιζε. Δεν διέκρινε κανείς τάξη. Ο Καρδινάλιος Ισίδωρος πιάστηκε αιχμάλωτος, πουλήθηκε και κατόρθωσε να φύγει. Ο ιστοριογράφος Φραντζής αιχμαλωτίσθηκε με όλη του την οικογένεια, αλλ’ αγοράστηκε από τον αρχιιπποκόμο του Σουλτάνου. Τα παιδιά του παρέμειναν στο γυναικωνίτη του Μωάμεθ. Ήσαν νέα κι’ ωραία. Ο Λιμενάρχης Α. Διέγος κατέφυγε στο Γαλατά, καθώς κι’ ο Βάρβαρος, ο συγγραφέας ενδιαφέροντος ημερολογίου για την άλωση. Ο Ιερώνυμος Μινώτος κι’ ο Πέτρος Γουλιανός, ο ένας πρέσβης της Ισπανίας, ο άλλος δε πρόξενος της Βενετίας αιχμαλωτίστηκαν. Ο Οχράν ο ξάδελφος του Μωάμεθ σκοτώθηκε. Άλλοι έφυγαν με πλοία από το Γαλατά, γιατί οι Τούρκοι ναύτες είχαν επιδοθεί στη λεηλασία και αιχμαλωσία και τους άφησαν κι’ αναχώρησαν. Επίσης ο Νοτα­ράς που ευχόταν την είσοδο των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, συνελήφθηκε αιχμάλωτος, αλλ’ αφέθηκε ελεύθερος κατά προσταγή του Σουλτάνου.
Kων/νος Παλαιολόγος. Έργο Φ. Κόντογλου
Ο Σουλτάνος, αφού προσκύνησε στην Αγιά Σοφιά, βγήκε από την πόλη και γύρισε στη σκηνή του. Αλλά την άλλη μέρα, στις 30 Μαΐου, ίππευσε κι’ ήρθε να επισκεφθεί και πάλι την Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να τη δει λεπτομερέστερα: «Ο δε Σουλτάνος εισελθών εις την πόλη, έβλεπε το πλήθος των απολυμένων και την ερήμωση των οικιών και την παντελή φθορά αυτής και τον όλεθρο. Και οίκτος κατέλαβε αυτόν ευθύς και …δάκρυο αφήκε των οφθαλμών και, εκβαλών μέγα και περιπαθή στεναγμόν, είπε : «Οποίαν πόλιν παρεδώκαμεν εις διαρπαγήν και ερήμωσιν !» (Κριτοβούλου σελ. 98). Τότε ζήτησε πληροφορίες για τους άρχοντες της πόλεως και τότε είπε να ελευθερωθεί και παρουσιασθεί μπροστά του ο Νοταράς. Αφού τον ήλεγξε, γιατί κράτησε τόσα χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα, ζήτησε πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο και που βρισκόταν τώρα. Ερευνούσε από το πρωί. Όταν εμφανίστηκε η κεφαλή του κομμένη, τον ρώτησε αν είναι αυτή του Βασιλέως και στην καταφατική του απάντηση, έσκυψε και τη φίλησε. Κατόπιν πρόσταξε οι χριστιανοί να τον κηδέψουν με βασιλικές τιμές. Και πραγματικά οι χριστιανοί πήραν το ακέφαλο πτώμα και το έθαψαν, όπως άλλοτε τους Αυτοκράτορες τιμητικά, αφού έτσι είχε προστάξει ο Σουλτάνος. Τον έθαψαν κατ’ αρχάς στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου ήταν η βασιλική εκκλησία, με τους τάφους των Αποστόλων και άλλων Αυτοκρατόρων. Όταν όμως κατόπιν ο ναός γκρεμίστηκε, το 1456 μ. Χ. και χτίστηκε το περίφημο τέμενος του Σουλτάνου Φετιχέ Τζαμί, τότε ο αρχιτέκτονας Χριστοδούλου, που ήταν χριστιανός, μετακόμισε και τα οστά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην εκκλησιά της Αγίας Θεοδοσίας και τ’ απόθεσε στην κρύπτη κάτω από τον δεξιό πενσό. Αυτή είναι η μόνη, πιθανώς η μόνη, αλήθεια για τον τάφο του τελευταίου Κωνσταντίνου, για τον οποίο γράφτηκαν πάρα πολλά. Ο Σουλτάνος εξέθεσε κατόπιν το κεφάλι του αυτοκράτορα κάτω από τη στήλη του Αυγουσταίου, για να το δουν οι χριστιανοί και να πεισθούν πως αυτός είναι πλέον ο διάδοχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είχε στιγμές επιείκειας, γενναιοδωρίας και μεγαλείου και αφού απόλυσε τον Νοταρά, που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, ύστερα, έφθασε στα Ανάκτορα των Βλαχερνών, τα οποία ήσαν κενά.
Την τρίτη μέρα πάλι περιηγήθηκε το Γαλατά, όπου έδωσε τα γνωστά προνόμια στην Πόλη, γιατί οι Γενουάτες τον είχαν βοηθήσει κατά την πολιορκία. Το έγγραφο των προνομίων δόθηκε την 31 Μαΐου. Τους υποχρέωνε όμως να γκρεμίσουν τα τείχη κι’ εκείνοι που αναχώρησαν να γυρίσουν πίσω, αλλιώς θα έχαναν τις περιουσίες τους. Το βράδυ κάλεσε σε μεγάλο γεύμα όλους τους αξιωματούχους κι’ όσους είχαν διαπρέψει κατά την άλωση. Κατά το γεύμα μέθυσε και λέγεται πως ζήτησε το γιο του Νοταρά, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Ο Σουλτάνος, θανατώνοντας τον Νο­ταρά και τους γιους του εφάρμοζε την νέα πολιτική του, που ήταν η πολιτική της δημιουργίας νέας τάξεως διά της εξοντώσεως όλων των παλαιών αρχόντων. Το τριήμερο κούρσος είχε τελειώσει πια και το τρομερό κι’ αιματόβρεκτο δράμα της αλώσεως, ένα από τα δραματικότερα που γνώρισε ο κόσμος, είχε πάρει τέλος.
Ο Σουλτάνος την άλλη μέρα απέλυσε το στρατό, ο οποίος είχε καταντήσει ορδή μέσα στην Κωνσταντινούπολη παρά στρατός πειθαρχημένος κι’ ακούγοντας τον αρχηγό του. Ο στρατιωτικός όχλος είχε καταντήσει ανυπόφορος και ο Σουλτάνος πολλές φορές εξοργίστηκε για τα όργια, τα οποία έκανε. Λύσσαξε κυριολεκτικώς, βλέποντας τα τόσα έκτροπα, τις τόσες ακολασίες, τους τόσους αιχμαλωτισμούς. Αλλ’ ήρθε ο καιρός της αναχωρήσεως. Έβλεπες τότε τους στρατιώτες ντυμένους περίεργα, με ιερατικά ενδύματα και πετραχήλια, άλλους με πολυτελή γυναικεία φορέματα, άλλους φορώντας χρυσά κι’ ασημένια κοσμήματα, άλλους μεταφέροντας πολύτιμα αντικείμενα των εκκλησιών, μέσα στα πλοία, με άπειρες γυναίκες και παιδιά, που οδηγούσαν στην αιχμαλωσία και την ατίμωση. Δεν έμεινε σχεδόν τίποτε στην Κωνσταντινούπολη, και καθένας μπορούσε να πάρει οτιδήποτε. Ο στόλος μετέφερε στα λιμάνια της Ανατολής, όλο εκείνο το φορτίο, πραγμάτων και προσώπων για να πουληθεί ή κρατηθεί από τους κατόχους. Πόσοι ήσαν οι αιχμάλωτοι δεν είναι δυνατό να καθαρισθεί ακριβώς.
Ο Βάρβαρος, σημειώνει στο Ημερολόγιο του πως οι αιχμάλωτοι, επίσημοι κι’ ανεπίσημοι ανέβηκαν συνολικά σε 60.000 ίσοι σχεδόν ήσαν οι κάτοικοι της πόλεως, έξω από κείνους που σκοτώθηκαν ή δραπέτευσαν. Τα δε λάφυρα ανήλθαν σε 300.000 δουκάτα, εξόν από κείνα που χάθηκαν ή κρύφτηκαν στη γη ώστε, αν πιστέψουμε στο Βάρβαρο, όλοι οι κάτοικοι σχεδόν αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στις αγορές των δούλων της Ανατολής. Η ιδέα αυτή φαίνεται πως είναι αληθινή. Είναι γνωστό πως μετά την άλωση, η Κωνσταντινούπολη έμεινε για καιρό έρημη. Εξαιρούμε εκείνους που αγοράστηκαν από το Σουλτάνο, οι οποίοι σχετικά ήσαν λίγοι. Ο αστικός και εργατικός πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως σχεδόν εξαφανίστηκε, όσος ήταν αδύνατο να εξαγορασθεί. Από τους άλλους τα μεν κορίτσια και τα παιδιά πουλήθηκαν στην Ανατολή και γέμισαν τα χαρέμια των Τούρκων, οι δε άνδρες εξοντώθηκαν από τις κακουχίες ή πέθαναν στα χωράφια των Τούρκων, ως δουλοπάροικοι. Αυτός υπήρξε ο απολογισμός της αλώσεως από απόψεως αιχμαλωτισμού.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν πια τουρκική. Η αρχαία λαμπρή πρωτεύουσα του Μεγάλου Κωνσταντίνου άνηκε στο Μωάμεθ το Β’, το μεγαλοφυή και δαιμόνιο, αλλά βάρβαρο κατακτητή, που κατόρθωσε να πάρει την πρωτεύουσα και να κλείσει ιστορικό βίο ένδεκα αιώνων. Το Οθωμανικό κράτος με την άλωση, εδραιώθηκε πια οριστικά στην Ευρώπη και μέχρι σήμερα κατέχει τα εδάφη της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν έχασε την Αίγυπτο, τα Νησιά, και τη Βαλκανική, όμως παραμένει στην Μικρά Ασία και σε άλλα μέρη. Η δε πολιτική, την οποία εφάρμοσε ο Μωάμεθ ο Β’ στους λαούς που κατέκτησε, η κάπως ανεξίθρησκη κι’ ανεκτική από άποψη συμφέροντος, επέτρεψε σε αυτούς την μελλοντική αναγέννηση. Με τα προνόμια, που χορήγησε σε αυτούς κι’ ιδίως στον Πατριάρχη των Ελλήνων, είχε ενεργήσει σχεδόν σαν φιλέλληνας, χωρίς να το εννοήσει. Κράτος θρησκευτικό, το Οθωμανικό, που μέσα στη Θρησκεία ενυπάρχει κι’ η πολιτική, είχε δώσει στους Έλληνες μαζί με την εκκλησιαστική ανεξαρτησία και τη δύναμη της πολιτικής αναγεννήσεως, να δημιουργήσουν και πάλι νέο ιστορικό βίο. Ο Πατριάρχης έγινε, καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, ο εθνάρχης του ελληνικού Γένους. Το Βυζαντινό κράτος συντρίβεται. Ο λαός μένει όρθιος διά της εκκλησίας.
http://blogs.sch.gr/

Για το ότι πρέπει να επιδιώκουμε την «ησυχία» με κάθε δυνατό τρόπο (Μέγα Γεροντικό A', B')

Τόμος Α' Κεφάλαιο Β'
1. Όταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό:
“Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ΄ αφήνουν οι λογισμοί μου.
Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;”
Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο.
Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν,
και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του.
Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή.
Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά και άκουσε τον άγγελο να του λέει: “Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς”.
Και ο Αντώνιος όταν τ΄ άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.
16. Κάποτε κάποιοι Γέροντες πήγαν στον αββά Αρσένιο και τον παρακάλεσαν θερμά να τους μιλήσει για τους ερημίτες μοναχούς, και μάλιστα γι αυτούς που δεν έχουν συναπαντήματα με άλλους ανθρώπους.
Τότε ο Γέροντας είπε:
“Όταν η παρθένος μένει στο σπίτι του πατέρα της, πολλοί ζητούν να τη μνηστευθούν, όταν όμως παντρευθεί, δεν αρέσει σε όλους, άλλοι τη βρίσκουν ψεγάδια και άλλοι την επαινούν, και δεν τιμάται, όπως πρώτα, όταν ήταν κρυμμένη.
Το ίδιο και με τα θέματα της ψυχής, από τη στιγμή που κοινοποιούνται, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν όλους”.17.Ο αββάς Βιτίμης διηγήθηκε το εξής:
“Κάποτε καθώς κατέβαινα στη Σκήτη, κάποιοι μου έδωσαν λίγα μήλα, για να τα μεταφέρω στους Γέροντες.
Και εγώ κτύπησα την πόρτα του κελιού του αββά Αχιλλά, για να του τα δώσω.
Μου είπε τότε εκείνος:
“Αλήθεια, αδελφέ μου, δεν θα ήθελα τούτη την ώρα να μου κτυπήσεις την πόρτα, κι αν ακόμη μου μετέφερες το μάννα.
Μην πάς και σε κανένα άλλο κελί”.
Εγώ τότε ανεχώρησα για το κελί μου και πρόσφερα τα μήλα στην εκκλησία”.
11. Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ησαϊα:
“Πώς πρέπει να ησυχάζει κανείς μέσα στο κελί; ”
Και αποκρίθηκε ο Γέροντας:
“Το να ησυχάζει κανείς στο κελί σημαίνει να εκθέτει συνεχώς τον εαυτό του ενώπιον του Θεού και να επιστρατεύει όλη του τη δύναμη για να αντιστέκεται σε κάθε λογισμό που σπέρνει ο εχθρός, γιατί αυτό σημαίνει αναχώρηση από τον κόσμο”.
Και είπε ο αδελφός:
“Τι σημαίνει κόσμος; ”
- “Κόσμος είναι -απάντησε ο Γέροντας- το να διασπάται κανείς σε πολλές και διάφορες υποθέσεις.
- Κόσμος είναι το να ενεργούν οι άνθρωποι τα αντίθετα προς την ανθρώπινη φύση και να ικανοποιούν τα σαρκικά τους θελήματα.
- Κόσμος είναι το να νομίσει κανείς ότι μένει παντοτινά στη ζωή αυτή.
- Κόσμος είναι να φροντίζει για το σώμα προς βλάβην της ψυχής και να καυχιέται γι αυτά που αφήνει πίσω του.
Κι αυτά δεν τα είπα από μόνος μου, αλλά ο Ιωάννης ο Απόστολος είναι που τα λέει:
Μην αγαπάτε τον κόσμο μήτε όσα είναι του κόσμου”.
23.Ένας αδελφός τον ρώτησε:
“Τι χρειάζεται να κάνει ο ησυχαστής; ”
Κι αυτός είπε:
“Ο ησυχαστής είναι ανάγκη να κάνει τις τρεις αυτές εργασίες:
- να έχει φόβο Θεού συνεχώς,
- να ζητάει υπομονετικά
- και να μη χαλαρώσει στην καρδιά του η μνήμη του Θεού”.
28.Είπε η αμμάς Θεοδώρα:
“Καλό πράγμα είναι η ζωή της ησυχίας, ο συνετός άνθρωπος ησυχάζει, αληθινά, είναι σπουδαίο να ζει τον ησύχιο βίο η μοναχή ή ο μοναχός και προπάντων οι νέοι. Να ξέρεις όμως ότι, αν κάποιος έχει την πρόθεση να ζήσει τη ζωή της ησυχίας, έρχεται αμέσως ο πονηρός και βαρύνει την ψυχή με ακηδία, με αδιαφορία, με λογισμούς, βαρύνει και το σώμα με αρρώστιες,
με ατονία, με λύσιμο των γονάτων και όλων των μελών, γενικά παραλύει τη δύναμη της ψυχής και του σώματος, οπότε λέει κανείς “είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να κάνω την ακολουθία μου”. Όμως αν είμαστε νηφάλιοι, όλα αυτά διαλύονται.
Ήταν ένας μοναχός που μόλις άρχιζε να κάνει την ακολουθία του, τον έπιανε ρίγος και πυρετός, πονούσε το κεφάλι του και τότε έλεγε στον εαυτό του: “Να, είμαι άρρωστος και κάποια ώρα μπορεί να πεθάνω, λοιπόν ας σηκωθώ πριν πεθάνω και ας κάνω την ακολουθία μου”. Με αυτόν τον λογισμό πίεζε τον εαυτό του και έκαμνε την ακολουθία του και μόλις σταματούσε η προσευχή, σταματούσε και ο πυρετός, και πάλι την ώρα της ακολουθίας ερχόταν ο πυρετός, και πάλι την ώρα της ακολουθίας ερχόταν ο πυρετός, και ξανά μ΄ αυτόν τον λογισμό αντιστεκόταν ο αδελφός και έκαμνε την ακολουθία του και τελικά νίκησε τον αρνητικό λογισμό”.
30. Ένας αδελφός ζούσε σε κοινόβιο, κρατώντας αυστηρή άσκηση.
Όταν μερικοί αδελφοί της Σκήτης άκουσαν γι αυτόν, ήρθαν να τον δουν και μπήκαν στον τόπο, όπου ο ίδιος εργαζόταν.
Εκείνος αφού τους ασπάστηκε, στράφηκε πίσω και άρχισε να εργάζεται.
Οι αδελφοί βλέποντας αυτό που έκανε του λένε:
“Ιωάννη, ποιος σου έδωσε το σχήμα ή ποιος σε έκανε μοναχό και δεν σου δίδαξε να παίρνεις απ΄ τους αδελφούς το επανωφόρι και να τους λες:
ευχηθείτε ή καθίστε; ”
Τους απαντά:
“Ο Ιωάννης ο αμαρτωλός δεν ευκαιρεί γι αυτά”.
32. Ζούσε κάποτε στην Αλεξάνδρεια ένας μορφωμένος άνθρωπος που τον έλεγαν Κοσμά. Ήταν αξιοθαύμαστος και πολύ ενάρετος, με ταπεινό φρόνημα, σπλαχνικός, εγκρατής, παρθένος, άνθρωπος της ησυχίας, φιλόξενος, φίλος των φτωχών.
Επειδή εγώ του είχα μεγάλη οικειότητα, μια φορά του λέω:
“Κάνε αγάπη, πόσο χρόνο ζεις τη ζωή της ησυχίας; ”
Επειδή σώπαινε και δεν μου έδινε κα μια απάντηση, πάλι του λέω:
“Για χάρη του Κυρίου πες μου”.
Κι εκείνος, αφού για λίγο κρατήθηκε, μου λέει:
“Έχω τριάντα τρία χρόνια”.
Πάλι του λέω:
“Κάνε τέλεια την αγάπη, γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι για ωφέλεια της ψυχής σε ρωτώ, πες μου, τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα της ησυχαστικής σου ζωής τι κατόρθωσες;”
Εκείνος, αφού αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς, μου λέει:
“Ένας άνθρωπος κοσμικός τι μπορεί να κατορθώσει και μάλιστα τη στιγμή που κάθεται στο σπίτι του;”
Όμως εγώ τον παρακαλούσα:
“Για χάρη του Κυρίου πες μου και ωφέλησέ με”.
Και επειδή τον πίεσα πολύ, είπε:
“Συγχώρεσέ με, αυτά τα τρία ξέρω ότι κατόρθωσα: να μη γελώ, να μην ορκίζομαι και να μη λέω ψέματα”.
Εγώ όταν τ΄ άκουσα, δόξασα τον Θεό ”.
36. Είπε ο αββάς Ησαϊας στον αββά Μακάριο:
“Πες μου έναν λόγο”.
Και ο Γέροντας του λέει:
“Να αποφεύγεις τους ανθρώπους”.
Τον ρωτάει ο αββάς Ησαϊας:
“Τι σημαίνει να αποφεύγει κανείς τους ανθρώπους; ”
Και ο Γέροντας του απαντά:
“Σημαίνει να καθίσεις στο κελί σου και να κλάψεις τις αμαρτίες σου”.
38. Ένας αδελφός επισκέφτηκε στη Σκήτη τον αββά Μωυσή και του ζήτησε να του πει κάποιον λόγο.
Και ο Γέροντας του λέει:
“Πήγαινε, κάθισε στο κελί σου, και το κελί σου θα σου τα διδάξει όλα”.
45. Ο αββάς Ιωσήφ λέει στον αββά Νισθερώο:
“Τι να κάνω με τη γλώσσα μου, που δεν μπορώ να τη συγκρατήσω; ”
Του λέει ο Γέροντας:
“Βρίσκεις ανάπαυση, αν μιλήσεις; ”
“Όχι”, του απαντά.
Τότε λέει ο Γέροντας:
“Αφού δεν έχεις ανάπαυση, γιατί μιλάς; Καλύτερα να σιωπάς και, αν γίνεται συζήτηση, προτιμότερο πολλά να ακούς παρά να λες”.
60. Διηγήθηκε κάποιος ότι τρεις φιλόπονοι άνθρωποι, φίλοι μεταξύ τους, έγιναν μοναχοί.
Ο πρώτος διάλεξε σαν έργο του να ειρηνεύει τους ανθρώπους, που είχαν εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα με τον Ευαγγελικό λόγο:
“Μακάριοι οι ειρηνοποιοί”.
Ο δεύτερος να επισκέπτεται τους αρρώστους και ο τρίτος έφυγε για να ησυχάσει στην έρημο.
Ο πρώτος λοιπόν, αν και κόπιασε για να σταματήσει τις διαμάχες των ανθρώπων, δεν μπόρεσε να τους θεραπεύσει όλους και, επειδή έπεσε σε ακηδία, πήγε σ΄ αυτόν που υπηρετούσε τους αρρώστους και τον βρήκε κι αυτόν να παραμελεί το έργο του, καθώς δεν επαρκούσε να εφαρμόσει πλήρως την εντολή.
Συμφώνησαν λοιπόν και οι δύο και πήγαν να δουν τον ερημίτη.
Του εξέθεσαν τη θλίψη τους και τον παρακάλεσαν να τους πει τι κατόρθωσε αυτός.
Εκείνος, αφού έμεινε αμίλητος για λίγο, έριξε κατόπιν νερό στη λεκάνη και τους λέει:
“Προσέξτε το νερό”.
Ήταν βέβαια ταραγμένο.
Μετά από λίγο τους λέει πάλι:
“Προσέξτε και τώρα πώς έγινε το νερό”.
Και μόλις πρόσεξαν το νερό, βλέπουν σαν σε καθρέπτη τα πρόσωπά τους.
Τους λέει λοιπόν τότε:
“Έτσι είναι κι αυτός που ζει ανάμεσα σε ανθρώπους.
Εξαιτίας της ταραχής δεν βλέπει τα σφάλματά του.
Όταν όμως ησυχάσει και προπαντός στην έρημο, τότε βλέπει τα ελαττώματα του εαυτού του”.
62. Είπε ένας Γέροντας:
“Όπως ακριβώς σ΄ έναν δρόμο, όπου πηγαινοέρχονται πολλοί πεζοί, ποτέ δεν φυτρώνει χορτάρι ούτε κι αν το σπείρεις, γιατί πατιέται το χώμα, έτσι συμβαίνει και με μας.
Παραιτήσου από κάθε φροντίδα και θα δεις να φυτρώνουν αυτά, που δεν γνώριζες, ότι βρίσκονταν μέσα σου, επειδή πάνω σ΄ αυτά περπατούσες”.
65. Ένας Γέροντας είπε:
“Εκείνος που αμάρτησε στον Θεό, οφείλει να ξεκόψει τον εαυτό του από κάθε ανθρώπινη αγάπη, έως ότου πληροφορηθεί ότι ο Θεός έγινε φίλος του.
Γιατί η αγάπη των ανθρώπων μας εμποδίζει από την αγάπη του Θεού”.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Παραίνεση των αγίων πατέρων για προκοπή στην τελειότητα (Μέγα Γεροντικό A', A')

ΤΟΜΟΣ Α' ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
1. Ρώτησε κάποιος τον αββά Αντώνιο:
“Τι αν φυλάξω, θα είμαι αρεστός στον Θεό;”
Και απάντησε ο Γέροντας:
“Τήρησε αυτά που θα σου παραγγείλω:
- Όπου κι αν πάς, τον Θεό να΄ χεις μπρος στα μάτια σου πάντοτε.
- Ό,τι κι αν κάνεις, να στηρίζεται στη μαρτυρία των θείων Γραφών.
- Και σ΄ όποιον τόπο κι αν κατοικείς, μη μετακινείσαι εύκολα από κει.
Αυτές τις τρεις παραγγελίες κράτησέ τες και σώζεσαι”.
8. Ο αββάς Βενιαμίν πεθαίνοντας είπε στα πνευματικά του παιδιά:
“Κάντε αυτά που θα σας πω και θα μπορέσετε να σωθείτε:
Να είστε πάντοτε χαρούμενοι, να προσεύχεστε αδιάκοπα και να ευχαριστείτε τον Θεό για το κάθε τι”.
10. Είπε ο αββάς Γρηγόριος ο Θεολόγος:
“Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαφτισμένος αυτά τα τρία ζητάει:
Από την ψυχή ορθή πίστη, από τη γλώσσα την αλήθεια και από το σώμα τη σωφροσύνη”.
13. Ο μακάριος Επιφάνιος έλεγε:
“Είναι απαραίτητο να αποκτούν, όσοι μπορούν, τα χριστιανικά βιβλία.
Και μόνο που τα βλέπουμε τα βιβλία, μας κάνουν πιο διστακτικούς προς
την αμαρτία, αλλά και μας παρακινούν να ανοίγουμε τα μάτια όλο και περισσότερο προς το θέλημα του Θεού”.
14. Είπε πάλι:
“Μεγάλη ασφάλεια για την αποφυγή της αμαρτίας είναι η ανάγνωση της αγίας Γραφής”.
15. Είπε επίσης:
“Η άγνοια της αγίας Γραφής είναι μεγάλος γκρεμός και βαθύ χάσμα”.
16. Είπε ακόμη:
“Το να αγνοούν οι άνθρωποι εντελώς τους θείους νόμους είναι μεγάλη προδοσία της σωτηρίας”.
8. Είπε ο ίδιος πάλι:
“Ο Θεός στους αμαρτωλούς χαρίζει και το κεφάλαιο, όταν μετανοούν, όπως στην πόρνη και τον τελώνη, ενώ από τους δικαίους ζητάει και τόκους. Και αυτό είναι ακριβώς εκείνο που έλεγε ο Κύριος στους Αποστόλους:
Εάν η ευσέβειά σας δεν ξεπεράσει την ευσέβεια των Γραμματέων και των Φαρισαίων, δεν θα μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών”.
9. Είπε ο αββάς Ευπρέπιος:
“Εφόσον παραδέχεσαι ότι ο Θεός είναι αξιόπιστος και δυνατός, πίστευέ Τον και θα μετέχεις στις ευλογίες Του.
Αν όμως το παίρνεις αψήφιστα το πράγμα, σημαίνει ότι δεν πιστεύεις”.
Και πρόσθεσε:
“Όλοι πιστεύουμε ότι είναι δυνατός ο Θεός, επίσης πιστεύουμε ότι τα πάντα μπορεί να κάνει, αλλά είναι ανάγκη να έχεις πίστη μέσα σου και για τις προσωπικές σου υποθέσεις, ότι δηλαδή και σε σένα θα κάνει θαυμαστά σημεία”.
10. Ένας αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα: “Πώς έρχεται στην ψυχή ο φόβος του Θεού;”
Και ο Γέροντας είπε:
“Εάν ο άνθρωπος έχει την ταπείνωση και την ακτημοσύνη, έρχεται μέσα του ο φόβος του Θεού”.
22. Στις αρχές της μοναχικής του ζωής ο ίδιος ο αββάς Ευπρέπιος επισκέφθηκε κάποιον Γέροντα και του είπε:
“Αββά, πες μου κάποιον λόγο, πώς θα μπορέσω να σωθώ;”
Κι εκείνος του είπε:
“Εάν θέλεις να σωθείς, όπου κι αν πάς, μη βιαστείς να πάρεις τον λόγο, πριν σε ρωτήσει κάποιος”.
Αυτός ένιωσε συντριβή για τον λόγο που του είπε και έβαλε μετάνοια λέγοντας:
“Αλήθεια, πολλά βιβλία διάβασα και τέτοια ωφέλεια ποτέ δε γνώρισα”. Κι έφυγε πολύ ωφελημένος.
23. Είπε η αμμάς Ευγενία: “Μας συμφέρει σαν ζητιάνοι να ζούμε, αρκεί μόνο να είμαστε μαζί με τον Ιησού.
Γιατί όποιος είναι μαζί με τον Ιησού, είναι πλούσιος κι αν ακόμη υλικά είναι φτωχός.
Αυτός ο οποίος προτιμά τα γήινα από τα πνευματικά, θα χάσει και τα δύο, ενώ εκείνος που επιθυμεί τα ουράνια, θα βρει οπωσδήποτε και επίγεια αγαθά”.
28. Είπε ο αββάς Ησαϊας ο ιερέας:
“Κάποιος από τους Πατέρες έλεγε πως ο άνθρωπος οφείλει, πάνω απ΄ όλα, να αποκτήσει πίστη στον Θεό και ν΄ αναζητεί συνεχώς και με πόθο τον Θεό. Να επιδιώκει επίσης την κακοπάθεια, την ταπεινοφροσύνη, την αγνότητα, τη φιλανθρωπία και την αγάπη σ΄ όλους. Την υποταγή και την πραότητα, τη μακροθυμία και την υπομονή, την επιθυμία για τον Θεό, και να παρακαλεί συνεχώς τον Θεό με πόνο καρδιάς και αληθινή αγάπη για να μην κοιτάξει ποτέ προς τα πίσω, αλλά να έχει στραμμένη την προσοχή του σ΄ αυτά που ακολουθούν. Να μην έχει πεποίθηση στα καλά του έργα, δηλαδή στη διακονία του, και να ζητάει από τον Θεό αδιάκοπα τη βοήθεια
για ό,τι φέρνει η κάθε μέρα”.
32. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ησαϊα για τη φράση της προσευχής που υπάρχει στο Ευαγγέλιο:
“Τί σημαίνει το: Αγιασθήτω το όνομά σου;”
Και εκείνος αποκρίθηκε:
“Αυτό αφορά τους τελείους. Είναι αδύνατο να αγιασθεί το όνομα του Θεού από εμάς, εφόσον μας εξουσιάζουν τα πάθη”.
44. Είπε ο μακάριος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
“Όταν κάθεσαι να διαβάσεις λόγο Θεού, να επικαλείσαι στην αρχή τον Θεό ν΄ ανοίξει τα μάτια της ψυχής σου, ώστε να μην περιοριστείς στο να διαβάζεις μόνο αυτά που γράφτηκαν αλλά και να τα εκτελείς, και έτσι να μη γίνει καταδίκη μας η μελέτη του βίου και των λόγων των αγίων”.
48. Ανηφορίζοντας από τη Γεθσημανή στο όρος των Ελαιών, συναντά κανείς το μοναστήρι του αββά Αβραμίου.
Σ΄ αυτό το μοναστήρι ηγούμενος ήταν ο αββάς Ιωάννης ο Κυζικηνός. Τον ρωτήσαμε λοιπόν κάποια μέρα: “Αββά, πώς μπορεί να αποκτήσει κανείς αρετή;”
Και μας απάντησε ο Γέροντας:
“Αν θέλει κανείς ν΄ αποκτήσει μια αρετή, δεν μπορεί να την κάνει κτήμα του, αν δεν μισήσει την κακία που είναι ο αντίποδάς της.
-Αν λοιπόν θέλεις να έχεις πάντοτε πένθος στην ψυχή σου, μίσησε το γέλιο.
- Θέλεις να έχεις ταπείνωση; Μίσησε την υπερηφάνεια.
- Θέλεις να είσαι εγκρατής; Μίσησε τη λαιμαργία.
- Θέλεις να είσαι σώφρων; Μίσησε την ακόλαστη ζωή.
- Θέλεις να είσαι ακτήμων; Μίσησε τη φιλαργυρία.
- Αυτός που θέλει να είναι κάτοικος της ερήμου, μισεί τις πόλεις εξαιτίας των πειρασμών.
- Αυτός που θέλει να έχει ησυχία, μισεί την παρρησία.
- Αυτός που θέλει να ζει άγνωστος, μισεί την τάση για επίδειξη.
- Αυτός που θέλει να κυριαρχεί στην οργή, μισεί να περνάει τις ώρες του μαζί με πολλούς.
- Αυτός που θέλει να έχει αμνησικακία, αποφεύγει να κακολογεί τους άλλους.
- Αυτός που θέλει να είναι απερίσπαστος, μένει στη μοναξιά.
- Αυτός που θέλει να κυριαρχεί στη γλώσσα, ας κλείνει τ΄ αυτιά του να μην ακούει πολλά.
- Αυτός που θέλει να έχει τον φόβο του Θεού πάντοτε,
θα μισήσει τη σωματική ανάπαυση και θα αγαπήσει τη θλίψη και τη στενοχώρια”.
56. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Μακάριο τον μέγα σχετικά με την τελειότητα. Και απάντησε ο Γέροντας τα εξής:
“Δεν μπορεί να είναι κανείς τέλειος, εάν δεν αποκτήσει ταπείνωση μεγάλη στην καρδιά και στο σώμα, εάν δεν μάθει δηλαδή:
- Nα μην υπολογίζει τον εαυτό του σε καμιά περίπτωση αλλά να προτιμά να βάζει ταπεινά τον εαυτό του χαμηλότερα απ΄ όλη την κτίση, να μην κρίνει διόλου κάποιον, παρά μόνο τον εαυτό του, να υπομένει την καταφρόνια και να αποστρέφεται ολόψυχα κάθε κακία.
- Nα βιάζει τον εαυτό του να΄ ναι μακρόθυμος, αγαθός, ν΄ αγαπά τους αδελφούς, να είναι σώφρων, να κυριαρχεί στον εαυτό του, γιατί λέει η αγία Γραφή “η Βασιλεία των Ουρανών ανήκει σ΄ αυτούς που ασκούν βία στον εαυτό τους και αυτοί οι αγωνιστές την κερδίζουν.
- Nα βλέπει ίσια με τα μάτια, να φρουρεί τη γλώσσα και ν΄ αποφεύγει ν΄ ακούει μάταια πράγματα που φθείρουν την ψυχή.
-Tα χέρια να κινούνται για να κάνουν το θέλημα του Θεού, η καρδιά να είναι καθαρή έναντι του Θεού και το σώμα αμόλυντο, να έχει τη μνήμη του θανάτου καθημερινά, ν΄ αποκηρύσσει την εσωτερική οργή και κακία.
- Nα αποτάσσεται τα υλικά και τις σαρκικές ηδονές, να αποτάσσεται το διάβολο και όλα τα έργα αυτού και να συντάσσεται σταθερά με τον Βασιλιά των πάντων Θεό και μ΄ όλες τις εντολές του, να προσεύχεται αδιάκοπα και να παραμένει κοντά στον Θεό πάντοτε, σε κάθε περίσταση και σε κάθε εργασία”.
60. Είπε ο αββάς Μωυσής:
“Είναι αδύνατο να αποκτήσει κανείς τον Ιησού, παρά μόνο με κόπο, με ταπείνωση και με προσευχή ακατάπαυστη”.
62. Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:
“Ποιο καλό πράγμα υπάρχει, για να το κάνω και να βρω ζωή μέσα σ΄αυτό;”
Και είπε ο Γέροντας:
“Ο Θεός γνωρίζει το καλό. Όμως άκουσα ότι κάποιος από τους πατέρες ρώτησε τον αββά Νισθερώο τον μεγάλο, τον φίλο του αββά Αντωνίου:”
“Ποιο θεωρείται έργο καλό για να το κάνω;”
Κι εκείνος του είπε:
“Όλες οι αρετές δεν είναι ισοδύναμες; Η αγία Γραφή λέει ότι ο Αβραάμ υπήρξε φιλόξενος και είχε τον Θεό μαζί του. Ο Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του. Ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του.
Ό,τι λοιπόν καταλαβαίνεις να θέλει η ψυχή σου που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, αυτό κάνε και κράτα άγρυπνη την καρδιά σου”.
64. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
“Η επαγρύπνηση και η προσοχή στον εαυτό μας και η διάκριση, αυτές οι τρεις αρετές είναι οδηγοί της ψυχής”.
70. Είπε ακόμη ότι, όταν πρόκειται ένας άνθρωπος να χτίσει σπίτι, πολλά είναι τα χρειαζούμενα που συγκεντρώνει, για να μπορέσει να το στήσει το σπίτι, αλλά και είδη διάφορα συγκεντρώνει, έτσι κι εμείς ας αποκτήσουμε λίγο, έστω, απ΄ όλες τις αρετές.
78. Είπε πάλι:
“Προσπάθησε όσο μπορείς να μην κακομεταχειρισθείς γενικώς κανένα, και καθαρή κράτησε την καρδιά σου στις σχέσεις σου με κάθε άνθρωπο”.
81. Είπε ο αββάς Παμβώ:
“Εάν έχεις καρδιά, μπορείς να σωθείς”.
89. Είπε κάποιος Γέροντας:
“Έχε έτοιμο το σπαθί σου για αγώνα”.
Και ο αδελφός απάντησε:
“Το θέλω αλλά δεν μ΄ αφήνουν τα πάθη”.
Κι ο Γέροντας πρόσθεσε:
“Η αγία Γραφή λέει: Ζήτησέ με, όταν θλίβεσαι, και θα σε απαλλάξω και θα με δοξάσεις. Να επικαλείσαι λοιπόν Αυτόν και θα σε λυτρώσει από κάθε πειρασμό”.
93. Είπε επίσης:
“Άνθρωπέ μου, για σένα γεννήθηκε ο Χριστός, γι αυτό ήρθε ο Υιός του Θεού, για να σωθείς εσύ.
Και έγινε παιδί, και μεγάλωσε ως άνθρωπος, ενώ ήταν Θεός.
Κάποια φορά έκανε τον αναγνώστη, πήρε το ιερό βιβλίο μες στη συναγωγή και διάβασε:
“Το Πνεύμα του Κυρίου είναι και μένει σε μένα, γιατί μ΄ αυτό με έχρισε”.
Άλλη φορά ως υποδιάκονος έκαμε φραγγέλιο από σχοινί και τους έβγαλε όλους έξω από το ιερό και τα πρόβατα και τα βόδια και όλα τ΄ άλλα.
Άλλοτε πάλι ως διάκονος, ζώστηκε την πετσέτα και έπλυνε τα πόδια των μαθητών του, δίνοντας εντολή να πλένουν κι αυτοί τα πόδια των αδελφών τους, ως Ιερέας, κάθισε ανάμεσα στους ιερείς και δίδασκε τον λαό.
Κι άλλη φορά ως επίσκοπος, πήρε άρτο, τον ευλόγησε και τον έδωσε στους μαθητές του.
Μαστιγώθηκε εξαιτίας σου και συ γι αυτόν δεν σηκώνεις ούτε μια προσβολή, ενταφιάστηκε και αναστήθηκε ως Θεός.
Όλα για μας με τη σειρά, το ένα κατόπιν του άλλου τα υπέστη, για να μας σώσει.
Ας είμαστε λοιπόν νηφάλιοι, ας είμαστε άγρυπνοι, ας περνούμε τον καιρό μας προσευχόμενοι, ας κάνουμε όσα είναι ευάρεστα σ΄ Αυτόν”.
98. Είπε πάλι κάποιος απ΄ τους Γέροντες:
“Εάν ο μέσα μας άνθρωπος είναι νηφάλιος, έχει τη δύναμη να προστατεύσει και τον έξω άνθρωπο.
Εάν όμως λείπει η εσωτερική προϋπόθεση ας φυλάξουμε με όση δύναμη έχουμε τη γλώσσα μας”.
103. Είπε κάποιος Γέροντας:
“Είτε πέφτεις να κοιμηθείς είτε σηκώνεσαι ή οτιδήποτε άλλο κάνεις, εάν έχεις τον Θεό μπροστά στα μάτια σου, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να σε φοβίσει ο εχθρός και εάν ο λογισμός με τον τρόπο αυτό μείνει σταθερά προσηλωμένος στον Θεό, τότε και η δύναμη του Θεού θα μείνει μέσα σ΄ αυτόν”.
111. Είπε κάποιος απ΄ τους πατέρες:
“Εάν δεν μισήσεις πρώτα, δεν μπορείς ν΄ αγαπήσεις, εάν δηλαδή δεν μισήσεις την αμαρτία, δεν μπορείς να κάνεις το θέλημα του Θεού, όπως αναφέρεται στην αγία Γραφή, “Απόφυγε το κακό και πράξε το καλό”.
Όμως και σ΄ αυτή την περίπτωση η ψυχική διάθεση είναι εκείνη που μετράει πάντοτε.
Γιατί ο Αδάμ αν και ήταν μέσα στον παράδεισο, παρέβη την εντολή του Θεού, ενώ ο Ιώβ, αν και ήταν καθισμένος πάνω στην κοπριά, κράτησε την αυτοκυριαρχία του.
Λοιπόν το μόνο που ζητάει ο Θεός απ΄ τον άνθρωπο είναι η καλή του διάθεση και να έχει πάντοτε τον φόβο του Θεού μέσα του”.
117. Είπε κάποιος Γέροντας:
“Φρόντισε με ιδιαίτερη προσοχή να μην αμαρτάνεις, για να μην προσβάλεις τον Θεό που κατοικεί μέσα σου και τον διώξεις απ΄ την ψυχή σου”.
147. Έλεγε κάποιος από τους Γέροντες:
“Ό,τι αποστρέφεσαι, μην το κάνεις στον άλλο.
Αποστρέφεσαι το να πει κάποιος λόγια εναντίον σου; Μην κακολογήσεις κι εσύ κάποιον.
Αποστρέφεσαι το να σε εξευτελίσει κάποιος ή να σε εξυβρίσει ή να αρπάξει κάτι από τα υπάρχοντά σου ή ό,τι άλλο παρόμοιο μπορεί να συμβεί; Και εσύ ούτε ένα απ΄ αυτά μην κάνεις σε άλλον.
Όποιος μπορεί να κρατήσει αυτόν τον λόγο, του αρκεί για να σωθεί”.

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Κυριακή του τυφλού

Το ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού, αποτελεί μια αδιάψευστη απόδειξη ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος αλλά και τέλειος Θεός.
Όπως διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (κεφ. 9, 1-38), ο Χριστός, περνώντας μέσα από την Ιερουσαλήμ, συναντάει έναν εκ γενετής τυφλό. Ο Κύριος, έκανε πυλό, αφού έφτυσε στο χώμα, του άλειψε τα μάτια και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τρόπος αυτός θεραπείας, μας υπενθυμίζει τον τρόπο που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, πλάθει τον άνθρωπο από χώμα, τώρα ο Χριστός, πλάθει τα μάτια του εκ γενετής τυφλού πάλι από χώμα. Ο ίδιος Θεός! Δοκιμάζει την πίστη του τυφλού και τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, και ζητάει τη δική του εκούσια και ελεύθερη συμμετοχή του στο θαύμα. Ο τυφλός όμως με πίστη, υπακούει στην εντολή του Θεού, πηγαίνει και πλένεται και επιστρέφει βλέποντας.
Όμως, η ζωή του θεραπευμένου τυφλού, δε έγινε ευκολότερη. Γίνεται στόχος της κακίας και του μίσους των Φαρισαίων, των ανθρώπων εκείνων που με ζήλο πίστευαν στο Θεό και στην τήρηση του Νόμου Του. Ανακρίνουν τον τυφλό κι αντί να πιστέψουν κι εκείνοι βλέποντας ζωντανό το θαύμα μπροστά τους, κλείνουν τα μάτια της ψυχής τους. Ο θρησκευτικός φανατισμός τους, όχι μόνο τους κλείνει τα μάτια της ψυχής και εξαφανίζει από την ψυχή τους τη διάκριση αλλά τους απομακρύνει τελικά και από το Θεό.
Οι γονείς του τυφλού, φοβούνται να ομολογήσουν το θαύμα που έγινε στο παιδί τους που γεννήθηκε τυφλό, για να μην γίνουν αποσυνάγωγοι. Τόση ήταν η πίστη τους και η χαρά τους που απέκρυψαν αποφεύγοντας με μαεστρία να ομολογήσουν ένα αληθινό γεγονός. «Έχει ηλικία αυτόν να ρωτήσετε»! Ίσως ο Χριστός να τους χάλασε τα σχέδια, αφού ο εκ γενετής τυφλός γιος τους ζητιάνευε. Ίσως τους χάλασε την ησυχία τους αφού έπρεπε να παρουσιαστούν στη συναγωγή και να ανακριθούν με τον κίνδυνο να γίνουν αποσυνάγωγοι. Κι εμείς οι χριστιανοί που ευεργετούμαστε καθημερινά από το Θεό, ντρεπόμαστε ή φοβόμαστε να ομολογήσουμε το Θεό από την ολιγοπιστία μας. Βάζουμε τα συμφέροντά μας πάνω από το Θεό, πιστεύοντας ενδόμυχα πως Εκείνος θα μας καταλάβει! Εκείνος θα μας καταλάβει αλλά θα δει και την πίστη μας και τις προτεραιότητες που έχουμε βάλλει στη ζωή μας. Θα δει ποιους θεούς έχουμε βάλλει στη θέση Του και με το δικό του τρόπο δε θα πάψει να μας υπενθυμίζει πως Εκείνος είναι το φως του κόσμου.
Ο τυφλός, τελικά δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματός του αλλά και της ψυχής του. Αναγνωρίζει και προσκυνεί τη θεότητα του Ιησού και δε διστάζει να το ομολογήσει στους θρησκευτικούς άρχοντες με θάρρος που θα το ζήλευαν πολλοί από μας. Δεν αρκεί μόνο η πίστη, χρειάζεται και η ομολογία πίστεως για να γίνουμε γνήσια παιδιά του Ιησού. Όταν ομολογήσουμε το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, θα μας ομολογήσει και Εκείνος μπροστά στον Πατέρα Του, μας έχει υποσχεθεί ο Κύριος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τὸν συνάναρχον Λόγον Πατρὶ καὶ Πνεύματι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα εἰς σωτηρία ἡμῶν, ἀνυμνήσωμεν πιστοὶ καὶ προσκυνήσωμεν· ὅτι ηὐδόκησε σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, καὶ θάνατον ὑπομεῖναι, καὶ ἐγεῖραι τοὺς τεθνεῶτας, ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναστάσει αὐτοῦ.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον.

Μεγαλυνάριον
Ἤνοιξας Σωτήρ μου τοὺς ὀφθαλμούς, τοῦ τυφλοῦ ἐκ μήτρας, ὡς φιλάνθρωπος πλαστουργός, τοῦ πηλοῦ τῇ χρήσει, καὶ Σιλωὰμ τῇ νίψει· διό σε ὡμολόγει, Θεὸν καὶ Κύριον.


Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Επιστροφή της εικόνα της Σταυρώσεως του Κυρίου στην Μονεμβασία

Με Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια κλήρος και λαός με επικεφαλής τον Παναγιότατο Μητροπολίτη Μονεμβασίας & Σπάρτης κ.κ. Ευσταύθιον τον Δήμαρχο Μονεμβασίας Ηρακλή Τριχείλη την αντιπεριφεριάρχη Λακωνίας τους βουλευτές κ. Αποστολάκο, κ.Δαβάκη τον πρόεδρο και μέλη του Δ.Σ και πλήθος λαού έγινε η υποδοχή της επιστροφής της εικόνας της Σταυρώσεως του Κυρίου στον φυσικό της χώρο στον Ναό του Ελκομένου Χριστού στο κάστρο της Μονεμβασίας. Η εικόνα είχε κλαπεί από αρχαιοκάπηλους τον Ιανουάριο του 1979 και βρέθηκε τον Νοέμβριο του ιδίου έτους έκτοτε και μέχρι χτες φυλασσόταν στο Βυζαντινό μουσείο της Αθήνας.
Την Δευτέρα 22 Μαΐου στις 4 το απόγευμα κάτω από τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες έφτανε στη πύλη του κάστρου το ειδικό αυτοκίνητο ασφάλειας που μετέφερε την Ιερά εικόνα σε ειδικό κιβώτιο συσκευασίας. Εκεί τελέστηκε δέηση από τον Παναγιότατο και τον θεοφιλέστατο επίσκοπο και τον ιερό κλήρο και στη συνέχεια κλήρος και λαός κατευθύνθηκαν στον Ναό του Ελκομένου όπου η εικόνα τοποθετήθηκε στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός του Ναού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη σε ειδική προθήκη που διαθέτει όλα τα υπερσύχρονα μέτρα ασφαλείας πού απαιτούνται για την προστασία από κλοπής,αλλα και την κατάλληλη θερμοκρασία και υγρασία καθώς και από τους θορύβους για την προστασία του Ιερού κειμηλίου από την φθορά του χρόνου.
Τελέστηκε αρχιερατικός Εσπερινός κατά την διάρκεια του οποίου ομίλησε ο Παναγιότατος και ο Δήμαρχος Ηρακλής Τριχείλης.Στη συνέχεια ψάλλησαν οι χαιρετισμοί του σταυρού ενώπιον της Ιεράς Εικόνος από τον Παναγιότατο και μετά το πέρας του εσπερινού κλήρος και λαός άρχισε την προσκύνηση Της.
http://pakia-lakonia.blogspot.com/2011/05/blog-post_24.html


Ιστορικό και θαύματα της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας


Ιστορικό.

Νοτιοανατολικώς του Ιερού Ναού του «Ελκομένου Χριστού», εν Μονεμβασία, ευρίσκεται ο Ιερός Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο επιλεγόμενος Ναός της Παναγίας της Χρυσαφιτίσσης. Ο Ναός ούτος είναι κτίσμα τού 17ου αιώνος, εκτισμένος επί θέσεως άλλου παλαιοτέρου Ναού, της Παναγίας της Οδηγητρίας, όστις υπήρχε πρό του 1150 υπό την έννοιαν παλαιάς Μονής. Εις τον ως άνω Ιερόν Ναόν είναι τεθησαυρισμένη η Αγία και Ιερά Εικών της Παναγίας Χρυσαφιτίσσης, η οποία, ως διέσωσε μέχρι σήμερον η λαϊκή παράδοσις, ευρίσκετο αρχικώς εις το χωρίον Χρύσαφα, εξ ου και Χρυσαφίτισσα, της επαρχίας Λακεδαίμονος, εις Ναόν τιμώμενον επ ονόματι αυτής.
Κατά θαυμαστόν τρόπον η πάνσεπτος Εικών της Χρυσαφιτίσσης ευρέθη εις Μονεμβασίαν, εις τον μέχρι σήμερα τόπον ένθα αναβλύζει θαυματουργικώς από τότε πόσιμον ύδωρ, το οποίο καλείται έκτοτε «αγίασμα Χρυσαφιτίσσης», και θεραπεύει ποικίλας νόσους, συντελεί δε εις απόκτησιν τέκνων και δη αρρένων.
Η ως ο λόγος παράδοσις σχετίζεται προς παλαιάν τοιαύτην του 10ου αιώνος και ομοιάζει προς την παράδοσιν περί της Παναγίας της Οδηγητρίας της Μονεμβασίας.
Η σεπτή Εικών της Χρυσαφιτίσσης φαίνεται να είναι έργον του 15ου -16ου αιώνος, σχήματος μικρού, εξαιρετικής Βυζαντινής τέχνης. (Πρβλ. Π. Καλονάρου εν λεξικώ «ΗΛΙΟΣ», τόμος 13, σελ. 738, άρθρον η Μονεμβασία).
Κατά την λαϊκήν παράδοσιν, ελθόντες έμποροι εκ του χωρίου Χρύσαφα εις την πόλιν της Μονεμβασίας μαζί με άλλους προσκυνητάς κατά την πανήγυριν της Παναγίας και εισελθόντες εις τόν Ναόν της Χρυσαφιτίσσης εν Μονεμβασία δια να προσκυνήσουν και να προσφέρουν τα «τάματά των», ανεγνώρισαν την Εικόνα των, την Χρυσαφίτισσαν και εφώναζον: «Οι Μονεμβασίται μας έκλεψαν την Εικόνα μας, την Χρυσαφίτισσά μας», ηξίωσαν δε να γίνη δίκη περί του πράγματος τούτου και ο δικαστής τοις απέδωκε την εικόνα, την οποίαν παραλαβόντες οι Χρυσαφίται μετά τιμών και δόξης μετέφερον εις Χρύσαφα εις τον Ναόν της. Η ιερά Εικών παρέμεινεν εις τον θρόνον της εν τω Ναώ της εις Χρύσαφα και όταν οι κάτοικοι ετελείωσαν τας δεήσεις και έκλεισαν τον Ναόν, την νύκτα η σεπτή Εικών έφυγε και ήλθεν εις Μονεμβασίαν, ένθα παρέμεινεν έκτοτε εις τον εν αυτή Ιερόν Ναόν της, ποιούσα θαύματα τοις πιστώς προσερχομένοις.

Θαύματα

Κατά τόν Ιερόν Δαμασκηνόν, η τιμή προς τας Ιεράς Εικόνας δεν αποδίδεται εις αυτό τούτο το εικόνισμα, «αλλ’ επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Ούτω, ο τιμών και σεβόμενος τας Εικόνας των Αγίων και της Κυρίας Θεοτόκου, αυτομάτως τιμά και γεραίρει το εις τον Ουρανόν ευρισκόμενον άγιον πρόσωπον και λαμβάνει παρ’ αυτού χάριν και ανταπόδοσιν της αποδιδομένης τιμής. Ούτω και η Υπεραγία Θεοτόκος, η καταδεχομένη να ονομάζεται: Τριχερούσα, Πορταΐτισσα, Γλυκοφιλούσα, Βρεφοκρατούσα, Γερόντισσα, Κατερινιώτισσα ή Κατερινού, Εσφαγμένη, Οδοιπορούσα, Προυσσιώτισσα, Έλωνα, Μεγαλόχαρη Τήνου, Χρυσαφίτισσα, λαβούσα τας ως άνω ονομασίας εκ του τόπου της θαυματουργίας των Ιερών Εικόνων της, θαυματουργει επί των ειλικρινώς και αγνώς δεομένων αυτής και προσπιπτόντων προς αυτήν.
Η χάρις της Παναγίας δια της Ιεράς Εικόνος της, της Χρυσαφιτίσσης, ετέλεσε πολλά θαύματα και επαρηγόρησε πολλάς τεθλιμμένας καρδίας, εδρόσισε ταλαιπωρημένας ψυχάς και εξέχεε βάλσαμον παρηγορίας εις τους πονεμένους ανθρώπους τους επικαλεσθέντας εν πίστει την βοήθειάν της.
Πριν η διηγηθώμεν τα θαύματα της Χρυσαφιτίσσης, θεωρούμεν σκόπιμον να αναφερθώμεν εις το θαύμα της ιάσεως της Ηγουμένης Μάρθας εκ της πολυχρονίου και ακατασχέτου αιμορραγίας, λέγοντες, ότι το θαύμα τούτο αφορά εις την από του 10ου αιώνος ιδρυθείσαν εις τον ίδιον τόπον ένθα ο σημερινός Ιερός Ναός της Χρυσαφιτίσσης Ιεράν Μονήν της Οδηγητρίας εν Μονεμβασία.

ΘΑΥΜΑ 1ον.

Ήδη, αρχόμενοι των θαυμάτων της Παναγίας Χρυσαφιτίσσης, ιστορούμεν το πρώτον.

Παις τις ονομαζόμενος Μελέτιος Καλογεράς, πενταετής ων, εστάλη υπό του πατρός αυτού Ελευθερίου, κατά τας Απόκρεω, να μεταφέρη εν σακκούλιον ορυζίου μικρής ποσότητος εις την οικίαν του θείου αυτού Ιωάννου Κοντολέου, όπου έμελλον να συμφάγουν ως συγγενείς κατά την συνήθειαν. Καθ’ οδόν δε προσβληθείς υπό σεληνιασμού εκ συνεργείας του μισοκάλου δαίμονος, έπεσε χαμαί. Μαθούσα τούτο η μήτηρ, έτρεξε μετά σπουδής όπου ευρίσκετο ο υιός της, έλαβεν αυτόν εις τας αγκάλας της, και μετέφερεν αυτόν αμέσως εις τον οίκον της τρέμοντα και αφρίζοντα. Ο πατήρ του παιδός μεταβαίνων δι’ άλλης οδού εις την αγοράν, έμαθε το δυσάρεστον συμβάν του παιδός του και επιστρέφει αμέσως εις τον οίκον του όπου είδε την αθλίαν κατάστασιν αυτού μετά μεγάλης αυτού θλίψεως, πόνου και τρόμου και πάραυτα χωρίς να χάση καιρόν, έτρεξεν εις τον άμισθον και παντοδύναμον ιατρόν, εις την Αγίαν Εικόνα, λέγω, της Θεοτόκου Χρυσαφιτίσσης, ευρισκομένης ως προείπον, εις τον Ναόν του Ελκομένου Χριστού, όπου, άμα έφθασε, μετά συντριβής ψυχής και καρδίας εγονυπέτησεν ενώπιον της Αγίας και θαυματουργού Εικόνος, και μετά θερμών δακρύων παρεκάλεσε την Κυρίαν Θεοτόκον δια την θεραπείαν του παιδός του. Μετά την θερμήν αυτήν δέησιν είδεν, ω του θαύματος! ότι όλα τα χρυσά και αργυρά αφιερώματα, όσα εκρέμοντο επί της θείας Εικόνος, εκινήθησαν και συνεκρούσθησαν προς άλληλα, και ήχησαν ως ηχούσιν οι κωδωνίσκοι του Αρχιερέως, ενδυομένου υπό των ιεροδιακόνων αυτού και κροτούσιν εις τας ακοάς των παρευρισκομένων, ο δε πατήρ του παιδός νομίσας ότι η Θεοτόκος εδίωκεν αυτόν ως αμαρτωλόν και ανάξιον, έπεσε πρηνής και εδέετο θερμότερον. Συγγενής δε τις του Ελευθερίου Καλογερά, είδεν αυτόν τρέχοντα βιαίως προς τον Ναόν, και νομίσας ότι έτρεχε προς την θάλασσαν να αυτοκτονήση εκ της λύπης του παρηκολούθησεν αυτόν δια να τον αποτρέψη· αλλ’ αφού είδεν αυτόν εισελθόντα εις τον Ναόν, επανήλθεν εις την οικίαν του Καλογερά δια να ίδη τον ασθενή παίδα, και πάλιν επέστρεψεν εις τον Ναόν να ειδοποιήση τον πατέρα του ασθενούς ότι ο υιός του υγιαίνει, ο δε πατήρ ιδών τον συγγενή του εισερχόμενον εις την θύραν του Ναού και νομίσας ότι ο υιός του απέθανεν, έκλαιεν απαρηγόρητα· αφού όμως εβεβαιώθη ότι ζη και υγιαίνει ο υιός του εδόξασε την Υπεραγίαν Θεοτόκον και επανήλθεν εις τον οίκον του, όπου αφιχθείς ηρώτησε τον υιόν του, λέγων· Τί έχεις, Μελέτιέ μου; ο δε παις απεκρίνατο ότι δεν ημπορεί. Τότε ο πατήρ τω λέγει· Δός μου τας χείρας σου· ο δε παις έδωκεν εις τον πατέρα του την δεξιάν του χείρα, επειδή η αριστερά ήτο κρατημένη και παράλυτος· όθεν ο πατήρ εδεήθη πάλιν μετά δακρύων εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον υπέρ της τελείας αναρρώσεως του τέκνου του, και ω του θαύματος! ο παις έδωκεν αμέσως και την αριστεράν αυτού χείρα εις τον πατέρα του, διότι αποκατέστη υγιής καθ’ ολοκληρίαν ως και πρότερον.

ΘΑΥΜΑ 2ον.

Τω 1884 γυνή τις πάσχουσα τας φρένας ονόματι Ευδοκία Ν. Φιφλή, εκ του χωρίου Χάρακα του Ζόρακος, ελθούσα εν Μονεμβασία περιήρχετο την πόλιν φωνάζουσα και χειρονομούσα δαιμονιωδώς. Εις τον Ναόν της Αειπαρθένου και θαυματουργού Παναγίας Χρυσαφιτίσσης κατά την εσπέραν εκείνην της εορτής της Ζωοδόχου Πηγής εκ παραδόσεως γίνεται κατανυκτική ολονυκτία. Ήτο η ώρα 10 της νυκτός, ότε η εν λόγω παράφρων εισήλθεν εις τον Ιερόν Ναόν απροόπτως. Ιδούσαι ταύτην αι την ολονυκτίαν ποιούσαι γυναίκες εφοβήθησαν σφόδρα, η παράφρων γυνή μετά χειρονομιών διηυθύνθη προ της θαυματουργού Εικόνος της Παναγίας κρατούσα εις την χείρα της τεμάχιον άρτου και επλησίασεν αυτό εις το πρόσωπον της θαυματουργού Εικόνος λέγουσα· «φάγε ψωμί και Σύ μάννα μου». Τη στιγμή εκείνην, ω του θαύματος! η Εικών μετά του θρόνου της εκινήθη και τα χρυσά και αργυρά αφιερώματα αλληλοσυνεκρούσθησαν, η δε φρενοβλαβής πεσούσα εις τα γόνατα της θαυματουργού Εικόνος προσηύχετο μέχρι πρωίας θεραπευθείσα.

ΘΑΥΜΑ 3ον.

Ομοίως τω 1886 σωτήριον έτος ήλθεν εκ του χωρίου Καταβόθρα του Ασωπού εις ονόματι Κυριάκος Δημότσης πάσχων επίσης τας φρένας, κατά την Εορτήν δε της Εικόνος, τη Δευτέρα του Θωμά, ελθών εν τω Ναώ της Χρυσαφιτίσσης, εθεραπεύθη τελείως.

ΘΑΥΜΑ 4ον.

Ομοίως τω 1884 γυνή τις ονόματι Καλομοίρα Σεμπέπου, εκ Λυρών της Μονεμβασίας, πάσχουσα τας φρένας εθεραπεύθη, μετά δε την θεραπείαν της μετέβη εις το εν Κυθήροις Μοναστήριον της Μυρτιδιωτίσσης και εγένετο μοναχή.

ΘΑΥΜΑ 5ον.

Αγαρηνός τις έχων οικίαν πλησίον του Ναού της Χρυσαφιτίσσης, απεφάσισε να εκτείνη αυτήν· όθεν εσκέφθη να χαλάση τα κατηχούμενα του Ναού, όπερ και έπραξε, κτίσας μάλιστα και λουτρόν προς το μέρος των κατηχουμένων, δια να πλύνηται αυτός, αι γυναίκες και τα τέκνα του κατά την συνήθειαν των Τούρκων. Αλλ’ ακούσατε, αδελφοί Χριστιανοί, και της Υπεραγίας Θεοτόκου το θαύμα! Όσα τέκνα είχεν ο ειρημένος Αγαρηνός, απέθανον όλα, ως και όσα εγεννούσε και κατόπιν απεβίωσεν άτεκνος. Εις αυτό το λουτρόν προσέτι, όστις επήγαινε να λουσθή, έβλεπεν μία γυναίκα η οποία απειλούσε ότι θα πνίξη αυτόν· ένεκα τούτου οι άνθρωποι φοβούμενοι δεν εκατοίκησαν εις την οικίαν αυτήν, ουδέποτε Χριστιανοί ή Τούρκοι έκτοτε ούτε ετολμούσαν καν και να ουρήσουν όχι εντός του Ναού, αλλ’ εκτός του Ναού αυτού, διότι ή θα εχωλαίνετο, ή θα ετυφλώνετο, ή άλλο τι κακόν θα υπέφερε, και το θαυμασιώτερον, δεν θα ιατρεύετο εκ του κακού, αν δεν προσεκάλει ιερέα τινα να ψάλλη παράκλησιν εις τον Ναόν της Χρυσαφιτίσσης· όσοι δε Τούρκοι ήσαν γείτονες του Ναού τούτου φοβούμενοι μή πάθωσι κακόν τι επρόσφερον κατά παν Σάββατον θυμίαμα εις αυτόν· πολλοί Τούρκοι και Τούρκισσαι αφιέρωσαν πολλάκις εις τον Ναόν τούτον χρυσά και αργυρά αναθήματα αφ’ ού ελάμβανον την υγείαν των δια της επικλήσεως του ονόματος της Υπεραγίας Θεοτόκου της Χρυσαφιτίσσης. Εκ των ανωτέρω δύνασθε να καταλάβητε τα άπειρα θαύματα τα οποία εξετέλεσεν η Πανάμωμος Δέσποινα Θεοτόκος εις τους Χριστιανούς και αλλοθρήσκους, επικαλουμένους την αντίληψην και προστασίαν δια της θείας Εικόνος αυτής, της επονομαζομένης Χρυσαφιτίσσης, προς δόξαν και τιμήν αυτής. Ης ταις Αγίαις Πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
http://fdathanasiou.wordpress.com

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Πως μπαίνουμε στον Ιερό Ναό

Όταν αποφασίζουμε να πάμε στον ιερό Ναό πρέπει προκαταβολικά να πιστεύουμε ότι μπαίνουμε σε χώρο ιερό, σε τόπο προσευχής και κατανύξεως, όπου ευρίσκεται και κατοικεί αόρατα ο Θεός, ο Βασιλεύς των Βασιλευό­ντων και ότι κάθε είσοδος μας σε Ναό μας προσθέτει αγια­σμό και Θεία ευλογία.
Αυτό επιβάλλει να μπαίνουμε σιωπηλοί, το βάδισμα μας να γίνεται σεμνά και αθόρυβα, οι κινήσεις μας γενικά πρέπει να δεικνύουν ευλάβεια και ή διάθεση μας να μαρτυρεί διάθεση για λήψη ευλογίας και θείας Χάριτος.

α. Άναμμα του κερι

Εισερχόμενοι στο Ναό κάνουμε το σταυρό μας με μικρή υπόκλιση λέγοντας μυστικώς: «Εισελεύσομαι εις τον οίκον Σου, προσκυ­νήσω προς Ναόν "Αγιόν Σου εν φόβω Σου» (Ψαλ. Έ, 8). Κατευθυνόμαστε, (εάν θέ­λουμε), στο παγκάρι και παίρνουμε 1 ή 2 κεριά (η συνήθεια να ανάβουμε πολ­λά κεριά είναι λανθασμένη νοοτροπία και δημιουργεί προ­βλήματα). Ένα προς τιμή τού Χρίστου, της Παναγίας και των Αγίων Του και ένα για τη σωτηρία των ψυχών των δικών μας ζώντων και τεθνεώτων (ή ένα για όλα).
Έτσι θα χωρεί το μανουάλι τα κεριά όλων, θα καίο­νται περισσότερη ώρα και δεν θα μπαίνει σε πειρασμό ο Νεωκόρος να τα μαζεύει γρήγορα (για... απόκερα!) πριν καούν. Και όταν το ανάβουμε με πολλή ευλάβεια, προσευχόμενοι μπορούμε να λέμε: «Χριστέ μου, Συ είσαι το Φως τού κόσμου. Βοήθησέ με ώστε και η ζωή μου να λιώνει από αγάπη προς τον πλησίον μου και να φωτίζει σαν το τα­πεινό φως αυτού του κεριού».

β. Προσκύνηση των Αγίων Εικόνων

Στη συνέχεια κατευθυνόμαστε στα προσκυνητάρια, κάνουμε μία η τρεις μικρές μετάνοιες με σταυρό, (εάν έχει κόσμο τις μετάνοιες τις κάνουμε ενωρίτερα πριν έρθει η σειρά μας για να μην καθυστερούμε τους άλλους) και ασπαζόμαστε τις Άγιες εικόνες (ή τα Άγια λείψανα). Συγχρόνως λέμε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ή «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», ή «Άγιε τού Θεού (τάδε), πρέσβευε υπέρ ημών» ή και ό,τι άλλο επιθυμεί ο καθένας. Ακολούθως οπισθοχωρούμε από τα πλάγια, χωρίς να στρέφουμε τα νώτα μας προς τα Άγια και χωρίς να δημιουργούμε πρόβλημα στους επόμενους που και αυτοί θα προσκυνήσουν.

γ. Η αμφίεση

Δεν εισερχόμεθα στους Ναούς με οποιαδήποτε αμφίεση, ή με την αμφίεση της ώρας εκείνης που βρεθήκαμε μπροστά στο Ναό. Η ακατάλληλη αμφίεση δεν δείχνει σεβασμό ούτε εκτίμηση, αλλά μάλλον περιφρόνηση. Εάν κάνεις δεν το νιώθει αυτό και έχει αντίθετη άποψη, πρέπει να γνωρίζει ότι την ενδυμασία δεν την καθορίζουν οι επι­σκέπτες, αλλά ο Οικοδεσπότης. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην Εκκλησία, αλλά και στην καθημερινή ζωή και πράξη. Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, τι όφελος θ' αποκο­μίσουμε από τις προσευχές μας, εάν με ακατάλληλη ενδυ­μασία εισέλθουμε στο Ναό;
Ο Θεός βέβαια δεν έχει ανάγκη από τον τρόπο της αμφίεσης μας, διότι ενδιαφέρεται για την εσωτερική κατά­σταση της ψυχής μας, αλλά εμείς έχουμε ανάγκη και πρέ­πει να παρουσιαστούμε με τρόπο που δείχνει το σεβασμό που κατά βάθος έχουμε: και προς τον ιερό χώρο και προς τον Θεό. Μπαίνουμε με οποιαδήποτε αμφίεση, (π.χ. Με κο­ντό παντελονάκι), στο γραφείο τού Υπουργού η τού Στρα­τηγού για να ζητήσουμε μετάθεση τού παιδιού μας;
Μερικές μάλιστα γυναίκες εισέρχονται στους Να­ούς με παντελόνια, με εξώπλατα, αμάνικα φορέματα η σούπερ μίνι φούστες και έχουν σκοπό να κοινωνήσουν ή να εξομολογηθούν. Εφ' όσον η Εκκλησία, βάσει της Αγίας Γραφής (Δευτερονόμιον κβ', 5), δεν δέχεται αυτή την αμ­φίεση, γιατί εσύ επιμένεις στην άποψη σου και θέλεις ο Θεός να αλλάξει το Νόμο Του; Γιατί θέλεις να σκανδαλί­ζεις με την αμφίεση σου τον κόσμο; Δεν έχεις τόσες και τό­σες ενδυμασίες για τις διάφορες ώρες και εποχές του έτους; Κάνε και μία η δυο ενδυμασίες για τον Χριστό και την Παναγία! Αξίζει τον κόπο και θα έχεις και ευλογίες!
Εάν πάντως θελήσεις από εσωτερική ανάγκη να μπεις στο Ναό να προσευχηθείς με ακατάλληλη ενδυμασία, μην εισέρχεσαι μέσα στον κυρίως Ναό. Σταμάτα στον πρόναο η Νάρθηκα. Άναψε το κερί σου κάνε εκεί την προσευχή σου και ο Θεός, που βλέπει την εσωτερική σου διάθεση, το σεβασμό σου αυτό, αλλά και την ανάγκη σου, θα σε ακούσει και θ' ανταποκριθεί περισσότερο στα αιτήματά σου.

δ. Οι θόρυβοι κατά την είσοδο

Μερικές φορές τα τακούνια των υποδημάτων δημι­ουργούν θόρυβο κατά τη μετακίνηση, ιδίως σε σκληρό δά­πεδο.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή. Διότι εισερχόμενοι στο Ναό, μερικές φορές με κάποια αμηχανία η απρόσεκτα και συνηθισμένοι εμείς στο θόρυβο αυτό, που δεν μας κάνει εντύπωση, δημιουργούμε σοβαρό πρόβλημα στους υπόλοι­πους εκκλησιαζομένους. Εάν μάλιστα η στιγμή της εισό­δου μας συμπέσει με κάποια στιγμή που δεν ακούγονται ψαλμωδίες, (οι όποιες καλύπτουν συνήθως τους άλλους θορύβους), η είσοδος μας δεν γίνεται μόνο αισθητή, αλλά και πολύ ενοχλητική. Ομοιάζει σαν να κάνουμε επίδειξη, (προσέξτε με, μπαίνω!), ή σαν να παρελαύνουμε σε εθνική εορτή, (αλλά μέσα στην Εκκλησία!). Μη γένοιτο! Καλό είναι λοιπόν μαζί με την ενδυμασία να έχουμε και ιδιαίτε­ρα υποδήματα, αθόρυβα για τον Εκκλησιασμό μας, ή να περπατάμε προσεκτικά, αθόρυβα.
Εάν κάνει ζέστη, δεν χρησιμοποιούμε «βεντάλια»· είναι ασεβές, ενοχλητικό και δείχνει πρόσωπα με έλλειψη υπομονής και θυσίας. Δεν αναστενάζουμε, ούτε βγάζουμε άναρθρες κραυγές. Δεν σιγοψάλλουμε, (εκτός εάν αυτό έχει επιτραπεί, σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια, η οποία όμως σήμερα δυστυχώς δεν είναι εφικτή), διότι είναι ενοχλητικό για τους διπλανούς μας. Δεν επαναλαμβάνουμε (μερικές μάλιστα φορές προτρέχοντας), τα λόγια τού ιερέα, (είναι επίδειξη ή λανθάνων εγωισμός...). Δεν κάνουμε κάθε τόσο μετάνοιες, ούτε συνεχή σταυροκοπήματα (αυτά είναι προτιμότερο να τα κάνουμε στο σπίτι μας, όπου κα­νείς δεν μας παρεξηγεί και κανένα δεν ενοχλούμε).
Όταν φέρνουμε στο Ναό τις προσφορές μας (πρό­σφορα, λάδι κλπ.) δεν κάνουμε θόρυβο, ιδιαίτερα με τις πλαστικές σακουλές, οι οποίες αναδιπλούμενες είναι (για τους άλλους) πολύ ενοχλητικές. Εάν φθάσουμε στο Ναό καθυστερημένα, είναι προτιμότερο να τα παραδίνου­με στους υπεύθυνους μετά την Ακολουθία από την αριστερή θύρα (τη βόρεια) του αγίου Βήματος, χωρίς να μπαίνουμε μέσα, είτε άνδρες, είτε γυναίκες.

ε. Η προσωπική περιποίηση

Όταν κανείς πρόκειται να μεταβεί στην Εκκλησία, προετοιμάζεται ψυχικώς αλλά και σωματικώς από πλευ­ράς εμφανίσεως. Η σπουδαιότερη προετοιμασία, φυσικά είναι η πρώτη, η ψυχική. Ακριβώς όμως γι' αυτό το λόγο πρέπει κανείς πολύ να προσέξει τη δεύτερη. Επειδή ο Χριστός θέλει να Τον αγαπούμε με όλη μας την καρδιά και την ψυχή και τη διάνοια, πρέπει αυτό να το επιδιώκουμε και να το ζούμε. Εάν μια νέα η μια κυρία το πρωί της Κυ­ριακής κάθεται στον καθρέπτη «ώρες ολόκληρες» περιποιούμενη το πρόσωπο και τα μαλλιά της και στη συνέ­χεια αλλάξει και ψάχνει να βρει την καταλληλότερη φορε­σιά της, αυτό δείχνει ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για το πώς θα εμφανιστεί στον κόσμο και για το τι θα πει ο κό­σμος γι' αυτήν, παρά για τον Χριστό! Αυτή η περιποίηση αποδεικνύει ακόμη χειρότερη εσωτερική κατάσταση, εάν η Χριστιανή αυτή πρόκειται και να κοινωνήσει!
Εάν πάλι μια γυναίκα, πηγαίνοντας στην Εκκλησία την Κυριακή το πρωί, βάφεται (στα μάτια, χείλη, νύχια, πρόσωπο κλπ.), πρέπει να καταλάβει ότι όλα αυτά δεν έ­χουν σχέση με ό,τι ζητά ο Κύριος. Δεν πάει κανείς να προ­σκυνήσει ή να κοινωνήσει με βαμμένα χείλη. Πρέπει να σκεφτεί ότι με την πράξη της αυτή δεν γνωρίζει τι ζητά και τι κάνει, ενώ συγχρόνως λερώνει με τα βαψίματά της τις εικόνες, τη λαβίδα και το μάκτρο.

στ. Η θέση που θα σταθούμε

Μετά την προσκύνηση των Αγίων εικόνων, αθόρυβα, χωρίς να ομιλούμε, χωρίς να χαιρετούμε η πολύ χειρότερα, χωρίς ν' ασπαζόμαστε τους γνωστούς που βλέπουμε μέσα στο Ναό, πηγαίνουμε και καταλαμβάνουμε μία θέση.
Εάν έχουμε ορθό εκκλησιαστικό φρόνημα, που είναι φρόνημα ταπεινό, με συναίσθηση της αναξιότητας και αμαρτωλότητας μας, δεν ψάχνουμε να βρούμε μια θέση στην πρωτοκαθεδρία. Το ταπεινό φρόνημα μας κάνει να θέλουμε να κρυφτούμε πίσω από τους άλλους και όχι να πιάσουμε μία θέση μπροστά, από τις πρώτες. Εάν την ώρα αυτή που μπαίνουμε στο Ναό συμπέσει να διαβάζεται ο Εξάψαλμος του Όρθρου ή το ευαγγέλιο, σταματάμε την κίνησή μας στην είσοδο του κυρίως Ναού. Από τη θέση αυτή παρακολουθούμε την ανάγνωση και μετά το πέρας συνεχίζουμε την κίνησή μας. Έτσι πρέπει, από σεβασμό προς τις ιερές αυτές αναγνώσεις. Αργότερα στη Μεγάλη Είσοδο, δεν γονατίζουμε, διότι τα Τίμια Δώρα δεν έχουν ακόμη καθαγιαστεί γονατίζουμε μόνο στα προηγιασμένα. Στη Θ. Κοινωνία από το «Μετά φόβου...» μέχρι το «Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν», επειδή ο Χριστός ευρίσκεται μπροστά μας, στην Ωραία Πύλη και κοινωνούν οι πιστοί, δεν είναι σωστό να καθόμαστε. Στεκό­μαστε όρθιοι, όσοι και αν είναι οι μεταλαμβάνοντες. Ας κουραστούμε λίγο. Για το σεβασμό μας αυτό, ο Θεός θα μας ευλογήσει περισσότερο.

ξ. Προσκύνηση των αγίων εικόνων του τέμπλου

Όταν οι ιερείς πρόκειται να λειτουργήσουν παίρ­νουν «Καιρό». Δηλ. Τελούν μυστικά μία σύντομη Ακολουθία έξω από το Άγιο Βήμα, ασπαζόμενοι τις Άγιες εικό­νες του τέμπλου και κατακλείνοντας με μία ευχή ζητώντας κατά κάποιο τρόπο άδεια και ευλογία από τον Θεό, ώστε «ακατακρίτως να εκτελέσουν την αναίμακτον ιερουργίαν». Γι' αυτό μερικοί λένε ότι οι λαϊκοί δεν προσκυνούν τις εικόνες τού τέμπλου. Αυτό μπορεί να γίνει πριν την έναρξη της Ακολουθίας ή μετά το πέρας αυτής. Πρώτα ασπαζόμαστε (στα χέρια ή στα πόδια και όχι στο πρόσωπο) την αγία εικόνα τού Χριστού, (λατρευτική προσκύνηση), μετά την εικόνα της Παναγίας, (τιμητική προσκύνηση). Ασπαζόμαστε πρώτα τον Χριστό Βρέφος και μετά την Παναγία. Ακολουθεί η τιμητική προσκύνηση των αγίων, του Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου δεξιά, του αγίου του Ναού αριστερά. Μετά συνεχίζουμε τις υπόλοιπες εικόνες τού τέ­μπλου, (εάν υπάρχουν). Δεν τις προσκυνούμε όμως κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, διότι μοιάζει σαν να γίνεται επίδειξη ευλάβειας και την ώρα της Λατρείας είναι ενοχλητικό και διασπαστικό της προσοχής των πιστών.

η. Αναχώρηση από το Ναό

Όταν πάμε να εκκλησιαστούμε, παραμένουμε στο Ναό μέχρι το τέλος της Θ. Λειτουργίας και παίρνουμε αντίδωρο από το χέρι του ιερέα (ο οποίος προ ολίγου είχε πιάσει ολόκληρο το Σώμα τού Χριστού) και συγχρόνως με αυτή την ενέργειά μας λαμβάνουμε και την ευλογία τού Θεού και της Εκκλησίας. Δεν φεύγουμε από την Θ. Λει­τουργία ενωρίτερα από το «Δι' ευχών...» διότι είναι προσβο­λή! Ο Χριστός να θυσιάζεται προσφέροντάς μας το Σώμα και το Αίμα Του και εμείς, φεύγοντας ενωρίτερα, να στρέ­φουμε τα νώτα μας, αδιαφορώντας. Μοιάζουμε σ' αυτή την περίπτωση με τον Ιούδα, που έφυγε από το Μυστικό Δείπνο (την πρώτη Θ. Λειτουργία) ενωρίτερα, για την προ­δοσία! Εάν πάντως είναι απόλυτη ανάγκη, ας αναχωρή­σουμε, όχι την τελευταία ώρα, αλλά ενωρίτερα, τότε που κατ' οικονομία επιτρέπεται: πριν αρχίσει το Μυστήριο, δηλαδή Μετά το «Πιστεύω». Μετά το «Δι' εύχων..» και τη λήψη του αντίδωρου, σιωπηλοί εξερχόμαστε του Ί. Ναού, χωρίς να αρχίζουμε μέσα στο Ναό τους χαιρετισμούς, ασπασμούς και συζητήσεις με τους γνωστούς και συγγενείς μας. Είναι πολύ κακή συνήθεια και πρέπει να διορθώσουμε και αυτή την αταξία. Μέσα στο Ναό προ και μετά την Ακολουθία δεν συμπεριφερόμαστε όπως στα κοσμικά σαλόνια. Ο Ιε­ρός Ναός συνεχίζει να είναι οίκος Θεού και μετά τις Ακολουθίες. Εμείς είμαστε οι καλεσμένοι και έχουμε υποχρέ­ωση να σεβαστούμε τον οίκο του Οικοδεσπότη, παρ' ότι δεν ξεχνούμε ότι είναι ο οίκος τού Πατέρα μας· ο μεγαλύτε­ρος σεβασμός δε βλάπτει.

θ. Συνάντηση με Ιερέα

Όταν εισερχόμενοι στον ιερό Ναό συναντηθούμε με τον ιερέα, τον χαιρετούμε εκκλησιαστικά, (όχι κοσμικά). Κάνουμε μικρή μετάνοια (υπόκλιση) χωρίς να κάνουμε το σταυρό μας, λέγοντας «Ευλόγησον Πάτερ» η «την ευχή σας Πάτερ» (η Δέσποτα, εάν είναι επίσκοπος) η «Ευλογείτε» και φιλούμε το χέρι του. (Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτω­ση που συναντήσουμε γνωστό μας Ιερέα στο δρόμο). Και αυτός απαντά ευλογώντας μας: «Ευλογία Κυρίου» ή «του Κυρίου» ή «ο Κύριος». Μετά το διάλογο, υποχωρώντας (οπισθοβάτως) πράττουμε και λέγουμε ό,τι και κατά την αρχική συνάντηση.

ι. Είσοδος στο Ιερό Βήμα

Κατ' αρχήν απαγορεύεται η είσοδος στο ιερό Βήμα, βάσει του 69ου κανόνα της Στ' Οικουμενικής Συνόδου για τις γυναίκες παντελώς και για τους άνδρες, εφόσον δεν έχουν άδεια η κάποια απόλυτη ανάγκη. Κατ' οικονομία γί­νεται εξαίρεση στις γυναίκες που υπηρετούν στους Ναούς, ως νεωκόροι, στις οποίες διαβάζεται ειδική ευχή.
Το ιερό Βήμα είναι τα Άγια των Αγίων, στο οποίο εισέρχονται μόνο οι ιερείς για να τελούν την αναίμακτη θυσία και τις ιερές Ακολουθίες. Στο Βυζάντιο τη διάταξη αυτή σέβονταν ακόμη και οι χρισμένοι Αυτοκράτορες και δεν εισέρχονταν στο ιερό Βήμα.
Όσοι λαϊκοί έχουν την ευλογία να διακονούν τον ιερέα, επίτροποι η μικρά παιδιά πρέπει να αναλογιστούν τη σοβαρότητα και ιερότητα του χώρου και να λάβουν υπόψη τους τις απορρέουσες από το διακόνημά τους αυτό υπο­χρεώσεις. Οι πνευματικοί νόμοι παρ' ότι δεν έχουν εντε­ταλμένους αστυνομικούς για την επίβλεψη και τήρησή τους δεν καταργούνται χωρίς συνέπειες... Δεν είναι δικαιο­λογία αυτό που λένε ή αισθάνονται πολλοί (λαϊκοί αλλά και Κληρικοί): δεν μας βλέπουν, δεν μας ακούνε. Μας βλέ­πει και μας ακούει ο Θεός! Άλλωστε η ιεροπρέπειά μας δεν πρέπει να εξαρτάται από τους άλλους, αλλά από τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε και από τη στάση μας προς αυτόν.
Το ότι οι εισερχόμενοι στο Ιερό Βήμα δεν φαίνονται από το Εκκλησίασμα δεν τους απαλλάσσει από τις υποχρε­ώσεις:

- της μεγαλύτερης ευλάβειας


- της σεμνότερης στάσεως


- της αποφυγής των ομιλιών


- της αποφυγής των άσκοπων κινήσεων εντός αυτού και προ πάντων και ιδίως


- τού σεβασμού της μόνιμης παρουσίας του Κυρίου μέσα στο Αρτοφόριο αλλά και ως Αμνού στην αγία Τρά­πεζα μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.

Όσοι δεν είναι σε θέση και δυσκολεύονται να τηρή­σουν τ' ανωτέρω, είναι προτιμότερο να παραμένουν εκτός του ιερού, στον κυρίως Ναό, για να μην κολάζονται. Διότι είναι τελείως απαράδεκτο ο Κύριος να βρίσκεται δίπλα μας και εμείς να καθόμαστε («σαν να μη συμβαίνει τίποτε»)! Ή να αδιαφορούμε για την ιερότητα της στιγμής του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, της υψώσεως του Αμνού στα «Άγια τοις αγίοις», της ώρας της Μεταλήψεως των ιερέων κλπ.
[1] Εάν μπαίνοντας σε κάποιο Ί. Ναό θέλουμε να μάθουμε ποια ιεροπραξία γίνεται εκείνη την ώρα, ρωτάμε: - Ποια ακολουθία τελείται; Και η απάντηση είναι: -Ή ακολουθία του Εσπερινού ή η ακολουθία του Όρθρου ή η Θεία Λειτουργία.
[2] Το μαλακό και, μαλασσόμενο του αγνού κεριού συμβολίζει το εύπλαστο της ψυχής μας πού πρέπει να την διακρίνει, για την ανα­μόρφωση της, η μετάνοια και η υπακοή στο Νόμο του Θεού. Και όπως το κερί λιώνει και φωτίζει συγχρόνως, έτσι και εμείς μέσα στο Ναό και ιδίως έξω από αυτόν πρέπει να «λιώνουμε», θυσιαζόμενοι υπέρ του πλησίον και να τον φωτίζουμε με το παράδειγμα μας χάρη της αγάπης του Χριστού.
[3] Όταν πρόκειται να κάνουμε κάποιο ταξίδι, σκεπτόμαστε τί θα συναντήσουμε κατά τη διάρκεια του και ανάλογα προετοιμαζό­μαστε. Όταν πρόκειται να πάμε στα βουνά, λέμε: Μπορεί να βρούμε χιόνια, ας πάρουμε αλυσίδες για το αυτοκίνητο, ή και τα σκι μας. Για τη θάλασσα παίρνουμε μαγιό για μπάνιο, ομπρέλα για πιθανή βροχή κλπ. Έτσι ακριβώς ας λέμε: Μπορεί να πάμε σε κάποια Εκκλησία ή μοναστήρι, ας πάρουμε μαζί μας και ανάλογη ενδυμασία! Έτσι δε θα βρεθούμε σε δύσκολη θέση, εάν μεταβούμε για προσκύνημα! Συγχρό­νως, η πρόνοια μας αυτή για σεβασμό των Ιερών αυτών χώρων μας προσθέτει ευλογία και οπωσδήποτε προστασία από ατυχήματα ή άλλες ποικίλες κακοτοπιές. Προσοχή λοιπόν...
[4] Στα τουριστικά νησιά μας, το καλοκαίρι μεταβαίνουν στους Ιερούς Ναούς ή στις Ιερές Μονές (όπου υπάρχουν) «προσκυνητές» με τελείως ακατάλληλες ενδυμασίες, ακόμη και με «ενδυμασία»... μπάνιου!

Άγιοι Μάρτυρες

Οι άγιοι Μάρτυρες είναι αυτοί που υπέγραψαν την μαρτυρία της Πίστεως και της αγάπης τους προς τον Χριστό με το ίδιο τους το αίμα. Αποτελούν το πιο επίλεκτο σώμα της Εκκλησίας, αφού Αυτή θεμελιώθηκε επί του Αίματος του Κυρίου μας αλλά κατ’ επέκτασιν και στα αίματα των Μαρτύρων. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τα εγκαίνια των Ιερών Ναών τοποθετούνται εντός των Αγίων Τραπεζών Ιερά Λείψανα Μαρτύρων. Το πόσο σημαντική είναι η εθελούσια προσφορά της ζωής στον Χριστό από το γεγονός ότι με το μαρτύριο ξεπλένεται κάθε αμάρτημα ενώ ακόμη και εάν ο μαρτυρήσας δεν είχε βαπτιστεί θεωρείται αυτομάτως βαπτισμένος και Άγιος.
Χρησιμοποιούνται σύνθετες λέξεις με την λέξη μάρτυς για να υποδηλώσουν την ιδιότητα του κάθε Αγίου Μάρτυρος (π.χ. Ιερομάρτυς= Μάρτυρας που ήταν ιερωμένος, Οσιομάρτυς= Μάρτυς που ήταν μοναχός).

Όσιοι

Στην αρχαία ελληνική το επίθετο «όσιος» σημαίνει αυτός που είναι αφιερωμένος στον Θεό. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τους μοναχούς και τις μοναχές οι οποίοι ηθελημένα αρνήθηκαν κάθε κοσμική απόλαυση και αφοσιώθηκαν ψυχή και σώματι στον Θεό. Αγωνιζόμενοι στον στίβο της άσκησης μπορεί να μην πέρασαν από το μαρτύριο του αίματος αλλά πέρασαν το μαρτύριο της συνειδήσεως και έτσι αγίασαν. Το Ορθόδοξο αγιολόγιο της Εκκλησίας με τον όρο «Όσιοι» δεν κάνει κάποια διάκριση μεταξύ της αξίας (δεν μπορεί κάποιος να είναι περισσότερο ή λιγότερο άγιος) των Αγίων αλλά δείχνει ότι οι συγκεκριμένοι Άγιοι ήταν μοναχοί ή ασκητές.


Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Κυριακή της Σαμαρείτιδος

Έρχεται ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί, έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).
Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό.
Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους ακόμα και τους μισητούς από του Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.
Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρεί νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το «νερό που θα σου δώσω» θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψήσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.
Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατα Πνεύμα και αλήθεια.
Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατα Πνεύμα και αλήθεια». Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.
Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.
Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.
Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες πρός το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Η περιουσία του θεού

Ένας άνθρωπος, αρκετά πιστός, είχε βρει μια σύντομη προσευχή - κραυγή προς τον Θεό.

Όταν περνούσε από μεγάλες δυσκολίες ή ένιωθε αδύναμος και έτοιμος να καταρεύσει, έστρεφε τα μάτια του προς τον Θεό και Του φώναζε: <<Κύριε! Η περιουσία Σου κινδυνεύει!>&gt;

Έχει ο Θεός περιουσία;

Έχει.

Όλους εκείνους που τους εξαγόρασε με πολύτιμο αίμα του Αγαπημένου Του Υιού πάνω στο σταυρό.

Από ποιον τους εξαγόρασε;

Από την εξουσία του σκοταδιού, από τη σκλαβιά της αμαρτίας , από τα χέρια του πονηρού εχθρού της ψυχής μας, το διάβολο.

Είναι δικοί Του, γιατί Τον θέλησαν για Κύριο τους, μίσησαν το παλιό τους αφεντικό και Του ζήτησαν με όλη τους την ψυχή να τους ελευθερώσει.

Είναι οι λυτρωμένοι Του, τα παιδιά Του τα αγαπημένα, κι όταν αυτοί βρίσκονται σε κίνδυνο ή σε πόνο, ο Θεός στέκει άγρυπνος φύλακας, για να περιφρουρήσει την περιουσία Του, ακούραστος Πατέρας, για να προφυλάξει τα παιδιά Του, ισχυρός Κύριος για να στερεώσει τους αγαπημένους Του.

Πολλοί είναι εκείνοι που επικαλούνται τη βοήθεια του Θεού, μόνον όταν βρίσκονται σε ανάγκη.

Δεν έχει αντίρρηση ο Θεός να τους τη δώσει, και το κάνει.

Όμως αυτό δεν ωφελεί, γιατί την άλλη στιγμή τον ξεχνούν και καταγίνονται με τα δικά τους, σαν και πρώτα.

Κι έτσι δεν τον γνωρίζουν προσωπικά, δεν επωφελούνται από την αιώνια Σωτηρία Του.

Αυτό που πραγματικά αξίζει είναι να τον κάνεις Κύριο σου, να σε λυτρώσει, να Του ανήκεις.

Από τώρα και για πάντα.


ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΠΑΡΗΓΟΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΑΝΕΤΑ

ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΗΓΟΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ.