Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Κατάθεση Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου


Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου






Τα ονόματα του Ιησού Χριστού

Γιατί ονομάστηκε ο Ιησούς Χριστός «Οδός»; Για να μάθεις ότι δι' Aυτού ανεβαίνουμε προς τον ουράνιο πατέρα μας.
Γιατί ονομάστηκε «Πέτρα»; Για να μάθεις πόσο χρήσιμη αλλά και πόσο δυνατή και ακλόνητη είναι η πίστη προς Αυτόν.
Γιατί ονομάστηκε «Θεμέλιος»; Για να μάθεις ότι Aυτός βαστάζει και στηρίζει τα πάντα υλικά και πνευματικά.
Γιατί ονομάστηκε «Ρίζα»; Για να μάθεις ότι ενωμένοι μαζί Tου και παίρνοντας χυμούς πνευματικούς απ' Αυτόν ανθίζουμε και καρποφορούμε πνευματικά.
Γιατί ονομάστηκε «Ποιμήν»; Διότι Αυτός μας ποιμαίνει και προνοεί για την συντήρησή μας.
Γιατί ονομάστηκε «Πρόβατον»; Διότι θυσιάστηκε για μας και συγχωρέθηκαν δι' Αυτού οι αμαρτίες μας.
Γιατί ονομάστηκε «Ζωή»; Διότι ενώ ήμασταν νεκροί πνευματικώς ένεκα των αμαρτιών μας ανέστησε μαζί Του.
Γιατί ονομάστηκε «Φως»; Γιατί μας απήλλαξε από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και της πλάνης.
Γιατί ονομάστηκε «Ιμάτιον»; Διότι εγώ ο άνθρωπος ενδύθηκα πνευματικά Αυτόν, όταν βαφτίστηκα στο όνομά του.
Γιατί ονομάστηκε «Τράπεζα»; Διότι τρώγω το Σώμα Του και πίνω το Αίμα Του όταν συμμετέχω στα άχραντα μυστήρια.
Γιατί ονομάστηκε «Οίκος»; Διότι δια μέσου των ιερών μυστηρίων κατοικώ εις Αυτόν.
Γιατί ονομάστηκε «Ένοικος»; Διότι με την Θεία Κοινωνία γίνομαι ναός και κατοικία Του.
(Aγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου. PG 52,403)

Πες μου, για ποιό λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε;

Πες μου, για ποιό λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς το Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του.
Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του».
Ήταν μήπως νέος; Και γι' αυτό ακόμα ευχαρίστησε το Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν' αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν' αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στο Θεό, όπου θ' απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία.
Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για το χωρισμό από τ' αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ' όσο πρέπει. Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας.
Με το ν' αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτ' άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκες άνθρωπος, επομένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος; Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως; Μήπως επιδιώκεις να ζήσεις χωρίς τροφή; Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθάνεις;
Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος" γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νομοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα. Ας μη μοιάζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους.
Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν. Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.
Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ' εμάς όσα ανήκουν σ' Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε άλλον;
Μη λες, "Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω"" γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δικά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτωχούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνονται ξένα.
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τί θα κερδίσουμε,αν γνωρίζουμε πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού;

Πολλά πράγματα θέλουμε να μαθαίνουμε και να κατανοούμε, προπαντός όμως τον καιρό που θα γίνει η συντέλεια του κόσμου. Ο απόστολος Παύλος, για να περιορίσει την άκαιρη αυτή πολυπραγμοσύνη μας, γράφει σε μιαν επιστολή του: «Σχετικά με το χρόνο του ερχομού του Κυρίου, αδελφοί, δεν χρειάζεται να σας γράψω, γιατί κι εσείς το ξέρετε πολύ καλά, ότι η ημέρα του Κυρίου θα έρθει απροειδοποίητα, όπως ο κλέφτης τη νύχτα»
Τί θα κερδίσουμε, δηλαδή, αν γνωρίζουμε πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού; Πέστε μου. Ας υποθέσουμε ότι θα γίνει ύστερ' από είκοσι χρόνια ή τριάντα ή εκατό. Ποιά σημασία μπορεί να έχει αυτό για μας; Μήπως για τον καθένα μας η συντέλεια δεν έρχεται με το τέλος της ζωής του; Γιατί, λοιπόν, πονοκεφαλιάζεις και βασανίζεσαι για το τέλος του κόσμου; Δυστυχώς, όμως, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, στις οποίες αδιαφορούμε για τα ζητήματα που μας αφορούν άμεσα και καταπιανόμαστε με τα ζητήματα των άλλων, παραμελούμε τις δικές μας υποθέσεις και φροντίζουμε για τις ξένες, έτσι και σε τούτη την περίπτωση" αντί ο καθένας μας να ενδιαφέρεται για το δικό του τέλος, θέλουμε να μάθουμε με λεπτομέρειες πώς και πότε θα έρθει το κοινό τέλος όλων μας.
Αν θέλετε να πληροφορηθείτε, γιατί είναι άγνωστο στον καθένα μας το τέλος της ζωής του και γιατί ο θάνατος έρχεται ξαφνικά, όπως ο κλέφτης τη νύχτα, θα σας το πω, καθώς μάλιστα νομίζω ότι σωστά γίνεται έτσι. Αν, λοιπόν, ο καθένας μας ήξερε τη χρονική στιγμή του θανάτου του, κανείς μας δεν θα φρόντιζε να κάνει ενάρετα έργα, όσο θα ζούσε, αλλά, γνωρίζοντας ποια θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του, αφού πρώτα θα έκανε αμέτρητα κακά, θα μετανοούσε λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του και θα έφευγε για την άλλη ζωή απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του. Αν δηλαδή τώρα, που ο φόβος από την άγνοια του χρόνου του θανάτου συγκλονίζει τις ψυχές μας, αφού περάσουμε όλη μας τη ζωή μέσα στην αμαρτία, μόλις στις τελευταίες μας στιγμές αποφασίζουμε οι περισσότεροι να μετανοήσουμε, εφόσον βέβαια προλάβουμε, ποιος από μας θα φρόντιζε για την αρετή, αν ξέραμε σίγουρα το πότε θα πεθάνουμε; Τίποτα δεν θα διστάζαμε να πράξουμε ως την ημέρα εκείνη. Από τους εχθρούς μας θα παίρναμε εκδίκηση, όσους θέλαμε θα σκοτώναμε, τα άγρια πάθη της ψυχής μας θα ικανοποιούσαμε σε βάρος των συνανθρώπων μας, και μετά, πριν πεθάνουμε, θα μετανοούσαμε!
Πέρα απ' αυτό, ούτε πράξεις αληθινής αυτοθυσίας θα υπήρχαν ούτε οι γενναιόψυχοι άνθρωποι θα είχαν καμιάν ανταμοιβή, γιατί, όταν θ' αντιμετώπιζαν τολμηρά και ατρόμητα τους διάφορους κινδύνους, θα αντλούσαν το θάρρος τους από τη βεβαιότητα ότι δεν ήρθε η ώρα να πεθάνουν. Και ο πιο δειλός ακόμα θα ριχνόταν αδίσταχτα στη φωτιά, έχοντας τη γνώση ότι δεν κινδυνεύει να πάθει κανένα κακό. Γιατί αυτός που γνωρίζει ότι μπορεί να χάσει τη ζωή του σε κάποιον κίνδυνο και εντούτοις δεν διστάζει να εκτεθεί στον κίνδυνο αυτό, αποδεικνύει με ασφάλεια τη γενναιότητα και την αυτοθυσία του.
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ελληνισμός και Ορθοδοξία: επαναπροσδιορισμός μιας σχέσης στον 21ο αιώνα

Δυο είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους έχει στηριχθεί ο ελληνικός πολιτισμός δια μέσου των αιώνων. Ο ένας είναι η αρχαία ελληνική σκέψη και γραμματεία και ο άλλος είναι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, παράδοση και θεολογία. Η σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τρόπους σκέψης και ζωής, τον ελληνικό και τον χριστιανικό, ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή που το ευαγγελικό κήρυγμα των Αποστόλων βγήκε από τα αρχικά ιουδαϊκά του όρια για να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το ρωμαϊκό κόσμο. Η ελληνιστική κοινή ήταν η γλώσσα που έγινε το αναντικατάστατο όχημα για την πρώτη αυτή μετάδοση και εξάπλωση του χριστιανισμού.
Από τότε μέχρι σήμερα οι δυο αυτοί, αρχικά ξένοι και αντιφατικοί μεταξύ τους τρόποι σκέψης και ζωής, βρήκαν πολύ περισσότερα κοινά σημεία από όσα φαίνονταν στην αρχή και έχουν συνδεθεί τόσο άρρηκτα μεταξύ τους, ώστε μέχρι μόλις πριν από λίγες δεκαετίες, εθεωρείτο αδιανόητο να αποκαλείται κάποιος Έλληνας ή να χαρακτηριστεί ελληνική μια πολιτιστική δημιουργία, ένα κείμενο ή μια εικόνα, εάν δεν είχε άμεση σχέση, αναφορά και προέλευση από τον ελληνορθόδοξο τρόπο σκέψης, από την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Η σχέση όμως, ελληνισμού και ορθοδοξίας είχε αρχίσει να κλονίζεται ήδη από την εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και σήμερα, πλέον, είμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με έναν πολύ σοβαρό και πρωτοφανή κλονισμό αυτής της σχέσης, αλλά επικρατεί στους σύγχρονους Έλληνες μια ευρύτερη κρίση ταυτότητας, τόσο όσον αφορά τον ελληνισμό όσο και την ορθοδοξία.
Η συζήτηση αυτή, βέβαια εντάσσεται αναπόφευκτα στα πλαίσια της γενικότερης αναζήτησης και μιας ολικής αναθεώρησης του παρελθόντος, που λαμβάνει χώρα σήμερα στην Ελλάδα, για τα αίτια της οικονομικής και πολιτικής, αλλά και κοινωνικής, πολιτισμικής και ηθικής κρίσης που διανύουμε.
Ας ανατρέξουμε όμως λίγο την ιστορική εξέλιξη της σχέσης ελληνισμού και χριστιανισμού, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα.
Νομική κατοχύρωση ή υπαρξιακή αναγκαιότητα;
Το ελληνικό σύνταγμα αναγνωρίζει την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας ως την επίσημη και επικρατούσα θρησκεία στην χώρα μας. Στην Ελλάδα δηλαδή, υπάρχει μεν ανεξιθρησκεία, αλλά υπάρχει και επίσημα αναγνωρισμένη επικρατούσα θρησκεία, την οποία το κράτος έχει δεσμευθεί να προστατεύει ως παράδοση του έθνους, ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του έθνους. Αυτό δεν είναι απλώς ένα νομικά κατοχυρωμένο καθεστώς, ούτε βασίζεται αποκλειστικά στο ποσοστό του ορθόδοξου χριστιανικού θρησκεύματος στον ελληνικό πληθυσμό. Αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών αιώνων ιστορίας του ελληνισμού και του πολιτισμού του και η ελληνορθοδοξία έχει εμπεδωθεί στο διάβα των αιώνων ως αδιάσπαστη υπαρξιακή οντότητα.
Ποιο είναι το στοιχείο που έκανε τον ελληνικό πολιτισμό και τον χριστιανισμό να ξεχωρίσουν;
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός στον δυτικό ευρωπαϊκό αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ξεχωρίζει ως ανώτερος και θαυμάζεται συνεχώς ανά τους αιώνες, από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως την Αναγέννηση και από τον Διαφωτισμό έως τις μέρες μας, γιατί μοιάζει ως κάτι το οποίο δύσκολα αντιγράφεται και ξεπερνιέται στην παγκόσμια Ιστορία. Εκείνο, όμως, το στοιχείο στο οποίο οφείλει ο ελληνικός πολιτισμός αυτή την δόξα, δεν είναι τόσο η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική και η γλυπτική και οι υλικές γενικά τέχνες, δεν είναι ακόμα, ούτε και τα πολεμικά κατορθώματα, η στρατιωτική δύναμη, ο ηρωισμός και το παράδειγμα της θυσίας των αρχαίων Αθηναίων και Σπαρτιατών. Δεν είναι κανένα από αυτά τα στοιχεία, αυτά καθαυτά. Γιατί τα λαμπρά αυτά επιτεύγματα τα όφειλαν οι αρχαίοι Έλληνες στον ξεχωριστό τρόπο σκέψης, στον ξεχωριστό τρόπο ζωής τους, απώτερος σκοπός του οποίου ήταν η κατάκτηση της αρετής. Άρα, και η ελευθερία για τους αρχαίους δεν είναι αγαθό από μόνη της εάν δεν χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη του αγαθού, που είναι η αρετή. Η αρετή και ο ενάρετος βίος, είναι το μέγιστο αγαθό που απασχολεί όλους τους αρχαίους νομοθέτες, λογοτέχνες, φιλοσόφους και πολιτικούς. Έτσι προέκυψε αυτό που αργότερα ονομάστηκε αρχαίος ελληνικός ανθρωπισμός. Από εκεί πήγασε και το πολίτευμα της δημοκρατίας, δηλαδή από την ανάγκη για συνεχή και αέναη αναζήτηση της αρετής μέσω της κοινωνίας, μέσω της πολιτικής ζωής. Έτσι όλα τα προαναφερθέντα υλικά και άλλα επιτεύγματα, τόσο λαμπρά από μόνα τους, δεν ήταν παρά το μέσο για την επίτευξη του ανώτερου σκοπού, του αγαθού και της αρετής.
Βέβαια οι αξίες της αρετής και του αγαθού, καθώς και του καλού καγαθού ανδρός, ήταν επιφορτισμένες με ένα εντελώς διαφορετικό εσωτερικό νόημα από αυτό που έμελλε να τους δώσει ο εκ θείας αποκαλύψεως λόγος του χριστιανικού ευαγγελίου, ο λόγος του Χριστού. Αυτές οι αξίες όμως ήταν το πλέον κατάλληλο έδαφος, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε δηλαδή τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις για να ταιριάξει με τον λόγο του ευαγγελίου. Ο αρχαίος ελληνικός άτομο-κεντρικός ανθρωπισμός έγινε χριστό-κεντρικός ανθρωπισμός και η αναζήτηση των ελλήνων για το εξωτερικό υλιστικό θείο κάλλος, μετετράπη σε αναζήτηση του εσωτερικού θείου κάλλους κατά το πρότυπο του ενανθρωπισμένου, σταυρωμένου και αναστημένου Ιησού Χριστού. Διότι το εσωτερικό κάλλος, η εσωτερική αρετή προδιαθέτει και εξασφαλίζει και την εξωτερική, ενώ το εξωτερικό κάλλος χωρίς εσωτερική αρετή είναι ψεύδος, υποκρισία, κάτι που τελικά θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά.
Οι αυτοκράτορες που καθόρισαν το μέλλον της ανθρωπότητας
Μετά από τρείς αιώνες διωγμών του ρωμαϊκού κράτους κατά των χριστιανών, τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. οι αυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος και Μέγας Θεοδόσιος συμβάλλουν αποφασιστικά στην τελική επικράτηση και τον θρίαμβο του χριστιανισμού στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι αποφάσεις και η δράση των δυο αυτών αυτοκρατόρων βασίστηκε στην έντονη προσωπική τους πίστη και ανεξάρτητα από έξω-θρησκευτικές πολιτικές σκοπιμότητες. Η ανεξιθρησκεία, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη συνύπαρξη όλων των θρησκειών εφευρέθη ως αρχή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και θεσπίστηκε από τον ίδιο με την Έδικτο του Μιλάνου το 313 μ.Χ.. την εποχή εκείνη οι χριστιανοί δεν αποτελούσαν πλειοψηφία ούτε στο ανατολικό, ούτε στο δυτικό μέρος της αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ενώ εν γένει ευνόησε και στήριξε φανερά και συνειδητά την Χριστιανική Εκκλησία, παράλληλα φρόντισε να σεβαστεί και την ειδωλολατρική παράδοση και κυριαρχούσα, τότε ακόμα, πολιτική κουλτούρα της Ρώμης, θέλοντας να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες της εποχής του. Όμως ο δρόμος της τελικής επικράτησης του χριστιανισμού είχε ήδη ανοιχθεί και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Ακολούθησαν δύο χριστιανοί αλλά αιρετικοί Αρειανοί αυτοκράτορες και ενδιάμεσά τους ο συγκρητιστής-παγανιστής Ιουλιανός, ο καθένας από τους οποίους στήριξε την θρησκεία της προσωπικής του πίστης. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι η τελική επικράτηση οποιασδήποτε θρησκείας στην αυτοκρατορία εξαρτόταν από την προσωπική στήριξη του αυτοκράτορα και όχι από την κατάκτηση της λαϊκής πλειοψηφίας. Έτσι, ήταν μεγάλο ευτύχημα για την αυτοκρατορία, τον ελληνισμό και τον κόσμο ολόκληρο όταν κατά το τέλος του αιώνα ο Μέγας Θεοδόσιος με την πολιτική που ακολούθησε κατέστησε τον Χριστιανισμό, και δη την Εκκλησία του «πιστεύω της Νικαίας», ως την επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Από τον Θεοδόσιο ξεκινά και επισήμως η ιστορία της χριστιανικής Ευρώπης και της χριστιανικής Ελλάδας. Στους αμέσως επόμενους αιώνες οι Έλληνες ασπάστηκαν και ενστερνίστηκαν πλήρως τον χριστιανισμό. Έτσι ο κλασικός ελληνισμός, σε αντίθεση με τους «φόβους» των νεοπλατωνικών ειδωλολατρών όχι μόνο δεν απορρίφθηκε ή εξαφανίστηκε από τον χριστιανισμό, αλλά πάνω στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την κλασική παιδεία βασίστηκαν τόσο η θεολογία των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ αργότερα και η πατριωτική και εθνική συνείδηση του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνισμού.
Από την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών προήλθαν οι μεγάλοι Πατέρες της Ορθοδοξίας.
Η ειδωλολατρική Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών υπήρξε ο βασικός παράγοντας που αντιστάθηκε, ανεπιτυχώς στην επικράτηση του χριστιανισμού στους Έλληνες, κατά τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Με αποκορύφωμα την τριετία του Ιουλιανού, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής της Σχολής, οι ειδωλολάτρες, κυρίως νεοπλατωνικοί, φιλόσοφοι της εποχής εκείνης προσπάθησαν να απαγορεύσουν την αναπόφευκτη, κατά τα άλλα, συνάντηση και συγχώνευση αρχαίας ελληνικής σκέψης και χριστιανισμού, αρνούμενοι στους χριστιανούς την πρόσβαση στην κλασικά ελληνικά γράμματα, προσπαθώντας έτσι να την καπηλευτούν και να την ταυτίσουν με τις δικές τους συγκρητιστικές-παγανιστικές δοξασίες. Οι Έλληνες, όμως, από την μεριά τους βρίσκονταν σε στάδιο θρησκευτικής αναζήτησης από πολύ νωρίτερα. Αυτό αποδεικνύεται από την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων και τον περίφημο βωμό στον «άγνωστο θεό» που βρήκε ο Απόστολος Παύλος όταν έφθασε στην αρχαία Αθήνα. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ., στον χώρο της ελληνικής οικουμένης αυτή η αναζήτηση ολοκληρώθηκε μέσα από τους Έλληνες εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θεολόγους, οι οποίοι έχοντας διδαχθεί την ελληνική σκέψη, όντας ήδη ή προτού βαπτισθούν χριστιανοί, χρησιμοποίησαν την οξύνοια και την ευρύτητα των εννοιών της για να εκφράσουν την εμπειρία της νέας τους πίστης και να συνθέσουν τον περί του Θεού λόγο.
Η ταύτιση Ρωμηοσύνης και Ορθοδοξίας
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ελληνισμός των ειδωλολατρών νεοπλατωνικών και του Ιουλιανού ήταν ένα κακέκτυπο, μια ξεπεσμένη και χρεωκοπημένη προσπάθεια συνέχειας του αρχαίου κλασικού προτύπου. Η χριστιανική Πατερική θεολογία, έτσι διέσωσε και έδωσε νέο νόημα, νέα πνοή και νέα ώθηση στη μοναδική αρχαία ελληνική σκέψη, ώστε αυτή αντί να χαθεί, κατά την μετάβαση του ευρωπαϊκού και του μεσογειακού κόσμου στο Μεσαίωνα, να συνεχιστεί αναλλοίωτη μέσα από τη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία αποδείχθηκε ότι μόνο με τον χριστιανισμό κάνει "χημεία", "δένει", ταιριάζει απόλυτα και αλληλοσυμπληρώνεται ανεπανάληπτα. Είναι, άλλωστε, απολύτως ορθή η αντίληψη ότι η ορθοδοξία ουσιαστικά δεν είναι παρά μια ελληνική ερμηνεία του χριστιανισμού.
Από την στιγμή που ο Ιουλιανός ξεψυχώντας αναφώνησε το «νενίκηκάς με Ναζωραίε», μέχρι την άλωση της Πόλης το 1453, επίσημη και μοναδική θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του ελληνισμού ήταν ο χριστιανισμός. Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, η θρησκευτική έννοια του γκιαούρη (ο μη-μουσουλμάνος) και η εθνική έννοια του Ρωμηού (του Έλληνα πολίτη της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας), ταυτίστηκαν απόλυτα. Οι Οθωμανοί έδωσαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη εκτός από τον θρησκευτικό του τίτλο και τον πολιτικό τίτλου του βυζαντινού αυτοκράτορα, αυτόν του Δεσπότη, ταυτίζοντας έτσι την θρησκευτική μαζί με την πολιτική ηγεσία των υπόδουλων Ελλήνων. Όταν οι αγωνιστές του 1821 συνέτασσαν το πρώτο ελληνικό σύνταγμα στην Επίδαυρο, ήταν εντελώς φυσικό να προσδιορίσουν ότι, «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν είς Χριστόν, εισίν Έλληνες».
Το «θρήσκευμα» είναι απλώς ένα στοιχείο συνταγματικού δικαίου και… (άλλοτε) αστυνομικής ταυτότητας;
Έτσι φτάνουμε στις μέρες μας. Η συνταγματική διάταξη δεν έχει αλλάξει στην ουσία της και ο λόγος που υπάρχει, καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι, είναι ιστορικός και βαθειά ριζωμένος στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση.
Βρισκόμαστε, όμως σήμερα, ενώπιον του μεγαλύτερου υπαρξιακού στοιχήματος στην ιστορία του ελληνισμού. Καθώς είπαμε και παραπάνω, τόσο η ελληνική όσο και η χριστιανική μας ταυτότητα κινδυνεύουν από μια βαθειά κρίση αυτοσυνειδησίας, η οποία εκπορεύεται από την γενικότερη ηθική κρίση, την κρίση αξιών. Έτσι σήμερα κυριαρχούν οι εξής τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Μια τάση είναι αυτή η οποία θέλει να νοηματοδοτήσει την ελληνικότητα χωριστά από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, χωριστά από την αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, που τόσο ζωτικά απασχολούσε τους Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι την νεότερη Ελλάδα. Είναι εκείνη η μεγάλη, δυστυχώς, μερίδα σύγχρονων Ελλήνων η οποία έχει ταυτιστεί πλήρως με τον υλιστικό και μηδενιστικό τρόπο ζωής και σκέψης που έχει τις ρίζες του στο από τη Δύση προερχόμενο όνειρο του καπιταλισμού. Αυτή η μερίδα Ελλήνων έχει πεισματικά απαρνηθεί την πανάρχαια ελληνική αναζήτηση για την αρετή και το κάλλος, την επιδίωξη της όντος ζωής η οποία τελικά νικά και τον ίδιο το θάνατο. Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν παραδοθεί άνευ όρων στην υλική φθορά και στον θάνατο, έχουν επιδοθεί σε ένα άκρατο κυνήγι του πρόσκαιρου πλουτισμού, που φθείρει ψυχή, σώμα και ήθος.
Η άλλη τάση θέλει και προσπαθεί να συνεχίσει την ελληνορθόδοξη παράδοση, όμως υπάρχει μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων που δηλώνουν μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά ταλανίζονται από πνευματική κρίση, από έλλειψη πίστης στο Χριστό. Στην ελλαδική εκκλησία, επίσης, κυριαρχεί η έλλειψη ουσιαστικού πνευματικού λόγου. Η εικόνα της ελλαδικής εκκλησίας έχει αμαυρωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Μήπως τελικά αρκετοί από τους ιεράρχες και τα λοιπά μέλη του κλήρου, τόσο εντός των μικρών ορίων της ελλαδικής αρχιεπισκοπής και των ελληνικών συνόρων, αλλά και εκτός αυτών, έχουν αδιαφορήσει για τις αρετές του Χριστού των ευαγγελίων; Μήπως δεν επιδιώκουν και δεν κηρύττουν, όπως θα έπρεπε, τις χριστιανικές αρετές και το θείο κάλλος του Ιησού, - τα στοιχεία εκείνα δηλαδή τα οποία έκαναν την ελληνορθοδοξία να λάμψει στην παγκόσμια ιστορία – και αντιθέτως έχουν θέσει άλλες, κοσμικές και υλικές προτεραιότητες; Το αποτέλεσμα είναι ότι η χριστιανική μας πίστη έχει πλέον κλονιστεί σοβαρά, ίσως και ανεπανόρθωτα, τουλάχιστον για τα ανθρώπινα μέσα.
Η πνευματική όμως ανάκαμψη της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας, η αυτοκάθαρσή της, όπως έχει πολλές φορές στο παρελθόν χαρακτηρισθεί, δεν είναι κάτι που αρκεί να το πάρουμε απόφαση και να δηλώσουμε ότι θα το κάνουμε πράξη και ύστερα να αφήσουμε τον χρόνο απλά να «γιάνει την πληγή». Αντιθέτως πρέπει να επιδιώξουμε να πραγματοποιηθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γιατί αυτή η πνευματική ανάκαμψη είναι εκ των ων ουκ άνευ για την πνευματική και ηθική ανάκαμψη ολόκληρου του ελληνικού γένους και του πολιτισμού. Όσο καθυστερεί η πρώτη καθυστερεί και η δεύτερη.
Η πρώτη, λοιπόν, τάση από τις δυο παραπάνω, εάν επικρατήσει καταδικάζει αναπόφευκτα ολόκληρο τον ελληνισμό στο θάνατο. Διότι, ήδη είναι ξεκάθαρο ότι ένας ελληνισμός που αδιαφορεί πλήρως για τον θάνατο, που έχει αυτοκαταστροφικά καταπνίξει κάθε μεταφυσική ανησυχία και τύψη συνειδήσεως, θα εξαφανιστεί τελικά από αυτόν τον φυσικό θάνατο και τη φθορά του χρόνου. Οι Έλληνες έτσι θα έχουμε πρωτίστως αλλοιώσει και παραμορφώσει την παιδεία μας, που είναι ο μοναδικός φορέας εξασφάλισης της συνέχειας ενός πολιτισμού. Έτσι μπορεί να συνεχίσουμε να μιλούμε κάποια (φυσική ή τεχνητή) μετεξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, να κατέχουμε ακόμα και συνείδηση καταγωγής και ιστορική μνήμη, όμως αυτά δεν θα αρκούν. Γιατί θα είναι μια ξερή, αλλά και παραμορφωμένη γνώση και μνήμη ενός ένδοξου παρελθόντος το οποίο γίνεται αφορμή μόνο για έναν ανώριμο και αυτιστικό κομπασμό και τίποτα παραπάνω. Γιατί τελικά δεν αρκεί να γεννηθεί κανείς Έλληνας, για να λέγεται Έλληνας. Χωρίς την μεταφυσική αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, ο ελληνισμός δεν μπορεί να δημιουργήσει, να παράγει πολιτισμό. Έτσι, παύει να υφίσταται σαν ιστορική συνέχεια πολιτισμού και σε αντίθεση με την μέχρι τώρα αντίστασή του σε τουρκοκρατία και άλλες ιστορικό-πολιτικές αντιξοότητες, θα υποκύψει στην φυσική φθορά του χρόνου και της λήθης.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Οι παρακλητικοί κανόνες της Θεοτόκου.


Το Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο εί­ναι μια πε­ρί­ο­δος του Εκ­κλη­σι­α­στι­κού έ­τους, κα­τά την ο­ποί­α η ορ­θό­δο­ξη ψυ­χή στρέ­φει τα μά­τια με βα­θειά κα­τά­νυ­ξη προς την Υ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο. Ε­πί δε­κα­πέν­τε η­μέ­ρες, πριν α­πό την ε­ορ­τή της Κοι­μή­σε­ως, ση­μαί­νουν οι καμ­πά­νες την ώ­ρα του δει­λι­νού και τα πλή­θη των πι­στών πά­νε να ψάλ­λουν τον Μι­κρό και τον Με­γά­λο Πα­ρα­κλη­τι­κό Κα­νό­να. Α­νά­λο­γη κα­τά­νυ­ξη έ­χει βέ­βαι­α και η πε­ρί­ο­δος των Χαι­ρε­τι­σμών της Πα­να­γί­ας. Αλ­λά ε­νώ στους Χαι­ρε­τι­σμούς κυ­ρια­ρχεί ο υ­μνο­λο­γι­κός τό­νος, η θρι­αμ­βι­κή δο­ξο­λό­γη­ση των α­πεί­ρων χα­ρί­των της «Μη­τρός του Θε­ού γε­νο­μέ­νης», στους Πα­ρα­κλη­τι­κούς Κα­νό­νες του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου κυ­ρί­αρ­χος τό­νος εί­ναι το πέν­θος και η ο­δύ­νη της βα­ρυ­αλ­γού­σης ψυ­χής του πι­στού που ζη­τά πα­ρά­κλη­ση και πα­ρη­γο­ριά α­πό την Πα­να­γί­α.
Οι Πα­ρα­κλη­τι­κοί Κα­νό­νες, ο Μι­κρός και ο Μέ­γας η α­πλώς η Μι­κρή και η Με­γά­λη Πα­ρά­κλη­ση - ε­πει­δή δια των ύ­μνων αυ­τών οι πι­στοί πα­ρα­κα­λούν την Πα­να­γί­α να α­κού­ση και να ι­κα­νο­ποι­ή­ση τα αι­τή­μα­τά τους - ψάλ­λον­ται με­τά την Α­κο­λου­θί­α των ε­σπε­ρι­νών του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου, ε­ναλ­λάξ, δη­λα­δή την μί­α μέ­ρα ψάλ­λε­ται η Με­γά­λη και την άλ­λη η Μι­κρή. Μό­νο κα­τά τους ε­σπε­ρι­νούς των Σαβ­βά­των και της Ε­ορ­τής της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Κυ­ρί­ου δεν ψάλ­λον­ται οι Πα­ρα­κλή­σεις και τού­το ε­πει­δή το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους εί­ναι πέν­θι­μο και ι­κε­τευ­τι­κό και δεν συμ­φω­νεί προς το χαρ­μό­συ­νο ύ­φος των ε­ορ­τα­στι­κών αυ­τών ύ­μνων. Ε­κτός, ό­μως, α­πό την πε­ρί­ο­δο του Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου η Μι­κρή, ι­δί­ως, Πα­ρά­κλη­ση ψάλ­λε­ται συ­χνά, «εν πά­ση πε­ρι­στά­σει και θλί­ψει ψυ­χής», εί­τε στους ι­ε­ρούς Να­ούς, εί­τε και κα­τ' οί­κον, α­πό τους πι­στούς, οι ο­ποί­οι ε­πι­θυ­μούν να ι­κε­τεύ­σουν δι' αυ­τής την Θε­ο­τό­κο και να ε­πι­κα­λε­σθούν την με­σι­τεί­α της.
Η δε δι­ά­κρι­ση των Πα­ρα­κλή­σε­ων σε Μι­κρή και Με­γά­λη ο­φεί­λε­ται α­πο­κλει­στι­κώς και μό­νον στην έ­κτα­ση, το μέ­γε­θος των τρο­πα­ρί­ων. Τα τρο­πά­ρια, δη­λα­δή, της Μι­κρής Πα­ρα­κλή­σε­ως εί­ναι μι­κρό­τε­ρα και συν­το­μώ­τε­ρα α­πό ε­κεί­να της Με­γά­λης.
Η Μι­κρή Πα­ρά­κλη­ση εί­ναι ποί­η­μα κά­ποι­ου α­γνώ­στου υ­μνο­γρά­φου, ο ο­ποί­ος κα­τ' άλ­λους μεν ω­νο­μά­ζον­ταν Θε­ο­στή­ρι­κτος και ή­ταν Μο­να­χός, κα­τ' άλ­λους δε Θε­ο­φά­νης. Ό­πως φαί­νε­ται, ό­μως, πρό­κει­ται πε­ρί του ι­δί­ου προ­σώ­που, το ο­ποί­ο έ­γι­νε Μο­να­χός και α­πό Θε­ο­φά­νης με­τω­νο­μά­σθη­κε σε Θε­ο­στή­ρι­κτο. Η Με­γά­λη Πα­ρά­κλη­ση εί­ναι έρ­γο του Θε­ο­δώ­ρου του Β , του Δου­κός, Βα­σι­λέ­ως της Νι­καί­ας, του ε­πο­νο­μα­ζο­μέ­νου Λα­σκά­ρε­ως, ο ο­ποί­ος έ­ζη­σε πε­ρί τα μέ­σα του 13ου αι­ώ­νος και εί­ναι πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρος του Θε­ο­στη­ρί­κτου, του Μο­να­χού.
Οι δύ­ο Πα­ρα­κλή­σεις, πλην του Κα­νό­νος, πε­ρι­λαμ­βά­νουν στην Α­κο­λου­θί­α τους και Ψαλ­μούς, δε­ή­σεις υ­πέρ των ζών­των πι­στών, υ­πέρ των ο­ποί­ων τε­λούν­ται, και Ευ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή. Το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους εί­ναι ι­κε­τευ­τι­κό, συγ­κι­νεί τους πι­στούς, δι­δά­σκει και προ­τρέ­πει αυ­τούς να προ­στρέ­χουν με θάρ­ρος και εμ­πι­στο­σύ­νη πάν­το­τε προς την Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο, την Με­γά­λη Μη­τέ­ρα τους, για να βρί­σκουν πα­ρη­γο­ριά και να λαμ­βά­νουν βο­ή­θεια στις α­νάγ­κες του.
Προς την Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο­νάς ψάλ­λου­με και μεις με πί­στη και εκ βά­θους καρ­δί­ας τις ι­ε­ρές Πα­ρα­κλή­σεις και μα­ζί με τους ι­ε­ρούς υ­μνω­δούς, ας ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με: «Βλέ­ψον ι­λέ­ω όμ­μα­τί σου και ε­πί­σκε­ψαι την κά­κω­σιν, ην έ­χο­μεν, και δει­νών συμ­φο­ρών και βλά­βης και κιν­δύ­νων και πει­ρα­σμών η­μάς λύ­τρω­σαι, α­με­ρή­τω σου ε­λέ­ει», με την α­κρά­δαν­τη βε­βαι­ό­τη­τα ό­τι «δεν θα πα­ρί­δη την πε­νι­χράν δέ­η­σίν μας, τον κλαυθ­μόν και τα δά­κρυ­α και τους στε­ναγ­μούς μας, αλ­λά θα πλη­ρώ­ση τας αι­τή­σεις μας», για να δο­ξά­ζου­με Αυ­τήν με­τά πό­θου πάν­το­τε.

Πρέπει να φιλάμε το χέρι του παπά;

Πέθανε ο γέροντας ιερέας σας. Στη θέση του ήρθε ένας νεαρός ιερέας, που μόλις αποφοίτησε από την ιερατική σχολή. Με χαρά φιλούσατε το χέρι του γέροντα ιερέα. Αλλά τώρα σας ήρθε ένας νεαρός! Πως να του φιλήσετε το χέρι αφού είναι πολύ νεότερός σας;
Θα σας διηγηθώ μια ιστορία για τον σέρβο βασιλιά Μίλος. Κάποτε θα λειτουργούσε ένας όχι ηλικιωμένος, αλλά πολύ νέος ιερέας. Ο γερο - βασιλιάς ήταν πολύ ευσεβής.
Η Θεία Λειτουργία δεν άρχιζε, αν δεν είχε ακόμη πάει και αυτός στην Εκκλησία. Και όταν επήγε, στάθηκε στη μέση στο θρόνο του, και προσευχόταν όπως όλοι.
Όταν τελείωσε η Λειτουργία, ο βασιλιάς πήγε να φιλήσει το χέρι του παπά και να πάρει αντίδωρο. Μα εκείνος από σεβασμό έδωσε το αντίδωρο, και τράβηξε γρήγορα το χέρι του, για να μην το φιλήσει ο γερο – βασιλιάς. Τότε ο βασιλιάς Μίλος τον κοίταξε αυστηρά και του είπε:
-Δος μου το χέρι σου. Δεν φιλάω το δικό σου χέρι, πάτερ. Την ιερωσύνη σου προσκυνώ, που είναι πιο μεγάλη και από μένα και από σένα!
Τώρα το καταλαβαίνεις το νόημα. Ο γερο – βασιλιάς μίλησε στην εκκλησία θεόπνευστα.
Ο ιερέας σας μπορεί να είναι μόλις 25 χρονών. Μα η ιερωσύνη του είναι από καταβολής κόσμου. Όταν λοιπόν του ασπάζεσθε το χέρι, προσκυνάτε την ιερωσύνη του, που φθάνει διαδοχικά από τον Χριστό και τους Αποστόλους μέχρι τον ιερέα σας. Όταν φιλάτε το χέρι του παπά σας, φιλάτε ολόκληρη την αλυσίδα των Οσίων και αγίων ιερέων και Ιεραρχών, από τους Αποστόλους μέχρι σήμερα.
Ασπάζασθε και προσκυνάτε τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Βασίλειο, τον άγιο Σάββα και “όλους τους επιγείους αγγέλους και ουρανίους ανθρώπους”, που όταν ήταν στη γη εκοσμούσαν την Εκκλησία και τώρα στολίζουν τον ουρανό!
Το φίλημα που κάνουμε στο χέρι του παπά δεν είναι φίλημα φυσικό. Είναι φίλημα άγιον, όπως γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος.
Να το ασπάζεσθε λοιπόν το χέρι του ιερέα που σας ευλογεί. Είναι ευλογημένο από τον Θεό. Με τη χάρη της ιερωσύνης. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Να το φιλάτε το χέρι του ιερέα σας. Όσο νέος και αν είναι. Και να τον ακούτε.


Μην κρίνεις τους άλλους από αυτό που βλέπεις εξωτερικά!

Την ημέρα της Κρίσεως, όταν ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους, δε θα κοιτάξει ούτε τα βασιλικά στέμματα, ούτε τα υψηλά αξιώματα.
Θα ζητήσει να εξετάσει τις καρδιές μας. Και τότε, οι πιο ταπεινοί άνθρωποι, ο φτωχός χωριάτης, ο «καραβοτσακισμένος» από τα βάσανα της ζωής άνθρωπος, ο αγράμματος τσοπάνης, ο φυλακισμένος, ο ξενιτεμένος, ο ασθενής, η δυστυχισμένη χήρα, που κάθεται μαζί με τα παιδιά της μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία, γιατί κανείς δεν τους ανοίγει την πόρτα, όλοι αυτοί, αν σήμερα προσεύχονται με δάκρυα στο Θεό, κατά την ημέρα της Κρίσεως θα είναι ανώτεροι από όλους τους ηγεμόνες του κόσμου, τους σημερινούς και τους αυριανούς.
Κάποια μέρα λοιπόν ένας μεγάλος και ένδοξος βασιλιάς έτρεχε στο δρόμο μέσα στη χρυσή του άμαξα, περιστοιχισμένος από τους αυλικούς του. Κι εκεί που πήγαιναν όλοι μαζί, συνάντησαν σε μια γωνιά του δρόμου δύο άνδρες με σκισμένα, βρόμικα ρούχα και πρόσωπα μαραμένα από την άσκηση.
Ο βασιλιάς κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για αγίους ανθρώπους του Θεού, που το σώμα τους είχε λιώσει από τη νηστεία, τους ασκητικούς αγώνες και την αϋπνία, ενώ η ψυχή τους έλαμπε από το φως του Θεού. Σταμάτησε λοιπόν αμέσως, κατέβηκε από την άμαξα και έπεσε γονατιστός στα πόδια τους, κάνοντας μετάνοιες. Στη συνέχεια σηκώθηκε και ασπάστηκε το χέρι τους με σεβασμό. Οι αυλικοί του όμως, δε χάρηκαν καθόλου με αυτό που είδαν. Όλη την ώρα μουρμούριζαν:
-Δες εδώ. Είναι σωστό τώρα αυτό; Ένας ολόκληρος βασιλιάς, και τόσο ένδοξος μάλιστα, να φέρεται έτσι;
-Άκουσον, άκουσον. Να πέσει στα πόδια των ζητιάνων! Πώ πώ ντροπή.
Δεν τολμούσαν όμως να πουν τίποτα στον ίδιο, αλλά πήγαν στον αδελφό του:
-Θα σε παρακαλέσουμε να πεις στο βασιλιά μας, άλλη φορά να μην εξευτελίσει έτσι τη φήμη και το βασιλικό του στέμμα! Αυτό κι αυτό έκανε στο δρόμο που πηγαίναμε.
Κι εκείνος ο καημένος κάποια στιγμή το μετέφερε στον αδελφό του, ο οποίος όμως τον κατσάδιασε για την απερισκεψία και την ανοησία του και τον έδιωξε κακήν κακώς από κοντά του.
Ξέχασα να σας πω ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τη συνήθεια, όταν επρόκειτο να τιμωρήσει κάποιον με θάνατο, να στέλνει έξω από το σπίτι του έναν αγγελιαφόρο, για να τον ειδοποιεί με τη σάλπιγγα. Έτσι όποιος άκουγε τον ήχο της σάλπιγγας έξω από την πόρτα του γνώριζε ότι την επόμενη μέρα δε θα ζούσε.
Όταν λοιπόν βράδιασε, ο βασιλιάς έστειλε τον αγγελιαφόρο με τη σάλπιγγα να σαλπίσει έξω από την πόρτα του αδελφού του. Μόλις εκείνος άκουσε τη σάλπιγγα του θανάτου, τρομοκρατήθηκε. Όλη τη νύχτα την πέρασε ξάγρυπνος, μέσα στην αγωνία και την απελπισία! Και ταυτόχρονα, προσπάθησε όπως όπως να τακτοποιήσει όλα τα θέματα του σπιτιού του, ώστε να είναι έτοιμος για ό,τι θα ακολουθούσε.
Όταν ξημέρωσε, φόρεσε όπως και όλα τα μέλη της οικογένειάς του – η γυναίκα και τα παιδιά του – μαύρα, πένθιμα ρούχα κι αμέσως μετά πήγε στον αδελφό του το βασιλιά, κλαίγοντας και στενάζοντας για το τρομερό κακό που τον περίμενε.
Μόλις τον είδε ο βασιλιάς να κλαίει έτσι, τον κάλεσε ιδιαιτέρως, σε κάποιο δωμάτιο.
- Βρε άνθρωπε ανόητε και απερίσκεπτε! του είπε. Εάν εσύ φοβήθηκες τόσο πολύ από τη σάλπιγγα του θανάτου και τον αδελφό σου, που είναι άνθρωπος σαν και σένα και που απέναντί του σε τίποτα δεν έσφαλες ούτε είσαι ένοχος για κάτι, πώς μπόρεσες να κατηγορήσεις εμένα, που ασπάστηκα με ταπείνωση τους αγγελιαφόρους του Θεού μου; Εκείνοι, βρε, μου υπενθυμίζουν τον θάνατο και τη φοβερή κρίση του Θεού, πολύ περισσότερο από όσο η σάλπιγγα αυτή! Διότι άνθρωπος είμαι κι εγώ κι έχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου και μεγάλες αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Ησύχασε λοιπόν. Μόνο την ανοησία σου ήθελα να σου δείξω και γι’ αυτό σε τρόμαξα με τη σάλπιγγα.
- Συγχώρεσε σε με, αδελφέ μου, που τόσο απερίσκεπτα σε κατέκρινα, του απάντησε ανακουφισμένος εκείνος.
-Εντάξει, αδελφέ μου, σε συγχωρώ. Αλλά σε λίγο θα διαπιστώσεις και μόνος σου την ανοησία εκείνων που σε παρακίνησαν να έρθεις και να μου πεις αυτά τα πράγματα.
Και αφού με τον τρόπο αυτό τον καθησύχασε και τον συνέτισε, τον άφησε να πάει στο σπίτι του. Κατόπιν πρόσταξε τους τεχνίτες του να φτιάξουν τέσσερα ξύλινα κιβώτια. Τα δύο από αυτά τους είπε και τα κάλυψαν ολόκληρα με φύλλα χρυσού, τα γέμισαν με δυσώδη οστά και τα σκέπασαν με επίχρυσο καπάκι. Τα άλλα δύο τα άλειψαν εξωτερικά με πίσσα, τα γέμισαν με πολύτιμες πέτρες, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και αρώματα και τα τύλιξαν με ένα τρίχινο πλεκτό από μαλλί γίδας.
Ύστερα κάλεσε τους άρχοντες και τους φίλους τους, εκείνους δηλαδή που τον είχαν κατακρίνει, επειδή γονάτισε μπροστά στους ανθρώπους του Θεού. Έβαλε λοιπόν μπροστά τους όλα τα κιβώτια και τους ζήτησε να εκτιμήσουν την αξία αυτών που ήταν επικαλυμμένα με φύλλα χρυσού και των άλλων, που είχαν την επίστρωση πίσσας.
Εκείνοι βέβαια του απάντησαν ότι τη μεγαλύτερη αξία την έχουν τα κιβώτια που ήταν επενδυμένα εξωτερικά με φύλλα χρυσού, πιστεύοντας ότι μέσα τους κρύβονταν θησαυροί, πολύτιμα πράγματα και πολυτελή υφάσματα, ενώ για τα άλλα, που ήταν αλειμμένα με πίσσα, είπαν ότι δεν είχαν καμμία αξία.
- Ήξερα πολύ καλά τι θα λέγατε! τους απάντησε ο βασιλιάς. Μόνο που κάνατε λάθος. Διότι ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε ένα πράγμα ή άνθρωπο από αυτό που εκ πρώτης όψεως βλέπουμε, αλλά πρέπει προηγουμένως να εξετάζουμε το εσωτερικό του, εάν είναι άξιο τιμής ή περιφρόνησης.
Οι άρχοντες τον άκουγαν με απορία: «Τί να εννοούσε, άραγε;».
- Ανοίξτε τα χρυσά κιβώτια! πρόσταξε τους υπηρέτες του.
Και μόλις εκείνοι άνοιξαν τα κιβώτια, ξεχύθηκε από μέσα τους μια ανυπόφορη δυσωδία. Παραξενεμένοι οι αυλικοί πλησίασαν κοντά και διαπίστωσαν πως το περιεχόμενο ήταν πράγματι απωθητικό και αξιοκαταφρόνητο.
- Έτσι ακριβώς μοιάζουν κι εκείνοι που είναι ντυμένοι με ωραία και ακριβά ρούχα και υπερηφανεύονται για τη μεγάλη τους περιουσία και για τη δόξα τους, ενώ η καρδιά τους είναι γεμάτη από έργα πονηρά, αμαρτωλά και βρόμικα, είπε με νόημα ο βασιλιάς.
Αμέσως μετά πρόσταξε ν’ ανοίξουν και τα κιβώτια που ήταν αλειμμένα με πίσσα. Όταν τα άνοιξαν, μία εξαίσια ευωδία πλημμύρισε το δωμάτιο και, πλησιάζοντας οι αυλικοί του, διαπίστωσαν ότι περιείχαν πολύτιμα πράγματα, ακριβά και σπάνια.
- Ξέρετε με τι μοιάζουν αυτά τα κιβώτια; συνέχισε ο βασιλιάς. Με εκείνους τους δύο ταπεινούς ανθρώπους, που ήταν ντυμένοι προχθές με σκισμένα ρούχα, που τα μάγουλά τους ήταν ζαρωμένα και τα πρόσωπά τους χλωμά από την άσκηση και τους κόπους. Κι εσείς τους είδατε και αμέσως με κατακρίνατε, επειδή τους έβαλα μετάνοια.
Όμως εγώ, αντιλαμβανόμενος με τα μάτια της ψυχής την καθαρότητα και τη λαμπρότητα των ψυχών τους, που ήταν άγιες και γι’ αυτό πολυτιμότερες και από το στέμμα μου και από τη βασιλική μου δόξα, ώστε όλα μου τα μεγαλεία να είναι μπροστά τους ένα μηδενικό, τους πλησίασα ταπεινά ζητώντας την ευλογία τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο τους δίδαξε ο σοφός βασιλιάς ότι δεν πρέπει ποτέ να κρίνουν την αξία του κάθε πράγματος και του κάθε ανθρώπου από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, αλλά μονάχα από τα εσωτερικά του γνωρίσματα.
Παρόμοια να κάνουμε λοιπόν κι εμείς και να τιμούμε τους δούλους του Θεού, διότι όλοι είναι αδελφοί Του. Και να μην ξεχνάμε ποτέ πως ο Θεός την Ημέρα της Κρίσεως δεν θα εξετάσει κανενός την όψη, όπως είπε και ο προφήτης Σαμουήλ, όταν εξέλεξε για βασιλιά τον Δαβίδ.
Ο Θεός, όπως και τώρα, έτσι και τότε θα ερευνήσει την καρδιά του ανθρώπου. Και τότε θα δοξασθούν οι ταπεινοί, οι περιφρονημένοι, οι περιγελόμενοι, οι διωγμένοι για τη θεία δικαιοσύνη, οι πτωχοί στο πνεύμα, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν ότι τα έργα τους είναι ελεεινά και άχρηστα, εκείνοι που επιθυμούν να εφαρμόζεται στον κόσμο η θεία δικαιοσύνη καθώς και όλοι όσους εμακάρισε ο Κύριος. Τότε θα λάμψουν όλοι οι περιφρονημένοι, αυτοί για τους οποίους πίστευαν πως ήταν το σκουπίδι της κοινωνίας.
Τα ανόητα και περιφρονημένα του κόσμου θα ντροπιάσουν τα σοφά. Τα μικρά και αδύνατα θα ντροπιάσουν τα δήθεν ισχυρά. Γι’ αυτό λέει ο Σωτήρας μας πως οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι.
Εκείνοι οι οποίοι θεωρούνται από εμάς ασήμαντοι και αποτυχημένοι, εάν σ’ αυτή τη ζωή προσεύχονται στον Θεό με όλη την καρδιά τους, στη βασιλεία των ουρανών θα λάμπουν περισσότερο και από τον ήλιο! Ενώ οι βασιλείς του κόσμου και οι δυνατοί της γης, εάν δεν πιστέψουν στο Θεό, θα παρουσιαστούν ενώπιόν Του γυμνοί από αρετές και τελευταίοι απ’ όλους. Και αυτή την αντιστροφή των πραγμάτων μαζί με όλα αυτά τα εκπληκτικά γεγονότα θα τα δούμε όλοι μας να συμβαίνουν, διότι ο Θεός είναι δίκαιος και η δικαιοσύνη Του μένει στον αιώνα.