Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Τα δώρα των Τριών Μάγων, Ανεκτίμητο κειμήλιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΑΓΩΝ
Ανεκτίμητο κειμήλιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου
«Και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν» (Ματθ.β' 11).
Μεταξύ των ποικίλων θησαυρών και πολυτίμων κειμηλίων που με πολλή ευλάβεια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος, χωρίς αμφιβολία την πρώτη θέσι καταλαμβάνουν τα Τίμια Δώρα που προσέφεραν οι τρεις εξ Ανατολών Μάγοι στον ως Βρέφος ενανθρωπήσαντα Κύριο. Τα Δώρα αυτά ως γνωστόν είναι χρυσός, λίβανος1 και σμύρνα2. Ο χρυσός βρίσκεται υπό την μορφήν εικοσιοκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. x 7 εκ. Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής μικροεπεξεργασίας. Ο λίβανος και η σμύρνα διατηρούνται ως μείγμα υπό την μορφή εξηνταδύο περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς.
Επειδή κυρίως η πνευματική αλλά και η υλική, ιστορική και αρχαιολογική αξία των Τιμίων Δώρων είναι ανυπολόγιστη, φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται εις προσκύνησιν των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμόν εκτός Αγίου Όρους στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς για την Παναγία ότι «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β' 19, 51). Πιστεύεται δε από τους θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα «ρήματα», τα λόγια και τα γεγονότα δηλαδή της ζωής του Κυρίου, η Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον Άγιο Απόστολο Λουκά ο οποίος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιό του. Δεν χωρεί καμμιά αμφιβολία ότι παράλληλα με τα άγια «ρήματα» του Κύριου, η Υπεραγία Θεοτόκος «διετήρει» και ό,τι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή του Κυρίου, και φυσικά, και τα Τίμια Δώρα.
Σύμφωνα με την ιστορικοθρησκευτική μας παράδοσι, προ της Κοιμήσεώς της η Παναγία Μητέρα του Κυρίου τα παρέδωσε μαζί με τα Άγια Σπάργανα του Χριστού, την Τιμία Εσθήτα και την Αγία Ζώνη της στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων όπου και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 μ.Χ. περίπου. Κατά το έτος τούτο ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολι προς αγιασμόν του λαού και προστασία και προβολή της Βασιλευούσης. Εκεί παρέμειναν μέχρι και της αλώσεως της πόλεως από τους Φράγκους το έτος 1204 μ.Χ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας μαζί με άλλα ιερά κειμήλια στη Νίκαια της Βιθυνίας, προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπου και παρέμειναν για εξήντα περίπου χρόνια. Με την υποχώρησι των Σταυροφόρων επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολι μέχρι της υποδουλώσεώς της στους Τούρκους το 1453 μ.Χ.
Μετά την Άλωσι η ευλαβεστάτη Μάρω, χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421-1451) και μητρυιά του Μωάμεθ Β' του Πορθητού, τα μετέφερε αυτοπροσώπως στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος. Η Μονή αυτή της ήταν γνωστή καθόσον ο πατέρας της Γεώργιος Βράγκοβιτς, δεσπότης της Σερβίας, έκτισε το καθολικό της εις τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.
Κατά την αγιορείτικη παράδοσι, καθώς η Μάρω ανήρχετο από τον αρσανά (λιμάνι) στην Μονή, η Κυρία Θεοτόκος την εμπόδισε με υπερφυσικό τρόπο να πλησίαση στη Μονή και έτσι να παραβίαση το άβατον του Αγίου Όρους. Αυτή υπήκουσε και παρέδωσε ταπεινά τα Τίμια Δώρα στους ευλαβείς μοναχούς και πατέρες, οι οποίοι και έστησαν στο σημείο εκείνο της θεομητορικής παρουσίας ένα Σταυρό που σώζεται μέχρι σήμερα και λέγεται «Σταυρός της Βασιλίσσης». Το σουλτανικό έγγραφο με τις σχετικές πληροφορίες παραδόσεως των Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παύλου.
Η αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων στηρίζεται κατά ένα μέρος στην προφορική παράδοσι και κατά το υπόλοιπο στην ιστορία. Εκείνο όμως που ακράδαντα βεβαιώνει την αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων είναι η άρρητη ευωδιά που ωρισμένα απ' αυτά αδιαλείπτως και ωρισμένα κατά καιρούς αναδίδουν και η πλούσια ιαματική και θαυματουργική χάρις που μέχρι τις μέρες μας αναβλύζουν.
1) κοινώς λιβάνι ή λιβανωτός: αρωματική ελαιώδης ρητίνη του δένδρου βοσουελλίας της καρτερείου, που φύεται στις αμμώδεις εκτάσεις της Αραβίας, της Σομαλίας, των Ινδιών και του Λιβάνου. Χρησιμοποιήθηκε σαν θυμίαμα για κοσμική και λατρευτική χρήσι από τα πανάρχαια χρόνια (Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Εβραίοι).
2) Kοινώς μύρον ή μύρρα: αρωματική υδατοδιαλυτή ρητίνη του φυτού μύρρας της κομμιοφόρου και άλλων συγγενών που φύονται στην Αραβία και την Αιθιοπία.

Ι. Μ. Αγ. Παύλου

Η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου είναι κτισµένη στη δυτική µεριά του Άθω και τιµάται στην Υπαπαντή του Κυρίου. Κτίτορας της µονής είναι ο άγιος Παύλος ο Ξηροποταµηνός, κτίτορας και της οµώνυµης µονής, ο οποίος προς το τέλος της ζωής του αποτραβήχτηκε σε ασκητήριο, στο σηµείο όπου σήµερα βρίσκεται η µονή. Κατά τον 10ο και 11ο αιώνα συναντούµε δυο µονές µε το όνοµα Ξηροποτάµου στον Άθω. Η σηµερινή µονή Αγίου Παύλου καθιερώθηκε µε το όνοµα αυτό οριστικά από το 1108 και εξής.
Τον 14ο αιώνα η µονή ερηµώθηκε αλλά µε την παρουσία των αρχοντικής καταγωγής Σέρβων µοναχών Γεράσιµου Ραδώνια και Αντωνίου Πηγάση αναδείχθηκε και πάλι από Κελλί σε µοναστήρι. Τον 15ο αιώνα τη µονή ενίσχυσαν οι Ιωάννης Ζ΄ και Η΄ Παλαιολόγος, ο Σέρβος ηγεµόνας Γκιούρ και ο αδελφός του Λάζαρος. Πολλοί άλλοι Παραδουνάβιοι ηγεµόνες, Ρουµάνοι και Ελληνες, υπήρξαν ευεργέτες της µονής. Την ακµή του 17ου αιώνα διαδέχθηκε η παρακµή του 18ου λόγω ένδειας οικονοµικών πόρων, µετά την σκληρή φορολογία από τις τουρκικές αρχές και την τοκογλυφία των Εβραίων. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, ο σκευοφύλακας Γρηγόριος και ο αρχιµ. Άνθιµος Κοµνηνός βοήθησαν στην ανάκαµψη της µονής και εξόφληση των χρεών της.
Το τελευταίο καταστροφικό συµβάν που υπέστη η µονή του Αγίου Παύλου ήταν η πυρκαγιά του 1902 και η πληµµύρα του 1911. Τον 15ο αιώνα κτίστηκε η βορεινή πλευρά και τον 16ο ανεγέρθη ο αµυντικός πύργος του µοναστηριού. Τον 19ο αιώνα κατασκευάστηκε και το Καθολικό, ενώ ως και τον αιώνα µας πολλές επισκευές και προσθήκες έλαβαν χώρα. Η µονή διαθέτει 12 παρεκκλήσια εκ των οποίων του αγίου Γεωργίου είναι το παλαιότερο κτίσµα της µονής και κοσµείται µε σηµαντικές τοιχογραφίες της Κρητικής σχολής. Στη µονή υπάγονται η γραφική Νέα Σκήτη και η ρουµανική σκήτη του Αγίου ∆ηµητρίου. Σήµερα κατέχει τη δέκατη τέταρτη θέση µεταξύ των αγιορειτικών µονών.
Στα κειµήλια της µονής περιλαµβάνονται τα πολύτιµα δώρα των τριών µάγων, το πόδι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τεµάχιο Τιµίου Ξύλου, σκεύη και άµφια. Στη βιβλιοθήκη του µοναστηριού έχουν αποθησαυριστεί 494 χειρόγραφα και πάνω από 12,000 έντυπα βιβλία. Η µονή σήµερα έχει περί τους 30 φίλεργους µοναχούς.

Το παράπονον του Χριστού

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
(Τι θα του απαντήσουμε όλοι μας;)
Όποιος αγαπά πονά, αλλά δεν παραπονιέται. Ό,τι κι αν γίνη. Σκύβει μέσα του και υπομένει τα πάντα για χάρη της αγάπης. Από κει αρχίζει και η θυσία. Και αγάπη χωρίς θυσία του εαυτού μας δεν γίνεται. Δεν είναι αληθινή. Είναι σαν την άκοπη ελεημοσύνη του πλουσίου και όχι σαν το «δίλεπτον της χήρας». Γιατί το να υπομένης για την αγάπη είναι να θυσιάζης την δική σου χαρά. Όπως θυσιάζεται η μάνα για το παιδί της. Και τότε η αγάπη ξαναγίνεται χαρά και πολλαπλασιάζεται «τριάντα, εξήντα, εκατόν φορές» πιο πολύ από το τάλαντον της πρώτης αγάπης, που είναι δώρον του Θεού σε όλες τις ψυχές, όταν γεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο.
Την αλήθεια τούτη δεν πρέπει κανείς να την περάση μέσα από το εργαστήριο της λογικής, που μόνον πρόσθεση και αφαίρεση ξέρει να κάνη και πιο πολύ προτιμά την διαίρεση και ποτέ τον πολλαπλασιασμό. Μόνον στην αμαρτία ξέρει να πολλαπλασιάζη. Στα χρήματα, στις απολαύσεις, στην δόξα την εγκόσμια. Γι’ αυτό την αλήθεια της αγάπης μόνο μέσα από την καρδιά πρέπει να την βλέπουμε, να την νοιώθουμε, να την ζούμε. Άφησε την λογική, που σου λέγει ότι έτσι, με την αγάπη, μπορεί να πέσης έξω, να σε ξεγελάσουνε, να σε εκμεταλλευθούνε. Αυτές είναι πονηρίες άθλιες και προέρχονται από τον Πονηρό… Θέλει να μας εμποδίση από την ευτυχία της αγάπης την ανείπωτη, από το φως της ελευθερίας το ανέσπερο, που το δίνει κι αυτό η αγάπη και προπαντός ο μισόκαλος Πονηρός θέλει να μας εμποδίση από το αγκάλιασμα του Θεού. Γιατί όποιος αγαπήση, λίγο ή πολύ, νοιώθει αμέσως πάνω του το χέρι του Θεού, που τον χαϊδεύει στοργικά.
Πώς λοιπόν, βάλαμε για τίτλο σε τούτες τις σκέψεις «Το παράπονο του Χριστού»; Πρέπει να εξηγήσω ότι την τιτλοποίηση αυτή μου την έδωσε μία φράση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που λέγει:
- «Κατά την Δευτέραν Παρουσίαν θα μας κοιτάξουνε εκείνα τα γλυκύτατα μάτια, τα γεμάτα ανείπωτη αγάπη και στοργή και τρυφερότητα, θα μας κοιτάξουν παραπονεμένα και τότε θάναι, που δεν θα ξέρουμε πού να πάμε να κρυφτούμε».
Ένα βλέμμα, που κανένας μας δεν θα μπορή να το αντέξη και θα μας συντρίβη και θα μας πληγώνη όσο τίποτε άλλο, τίποτε άλλο. Θα είναι σαν μία πληγή αγιάτρευτη και ίσως αυτή να είναι η Κόλαση, που δεν τελειώνει, θα είναι το πυρ, που θα μας καίη συνεχώς και χωρίς τελειωμό. Οι τύψεις και η αφόρητη πίκρα για την ευτυχία, που χάσαμε… Δεν είναι, λοιπόν, παράπονο αυτού του κόσμου, αλλά λύπη του Χριστού, που θα βλέπη τους αμαρτωλούς να χάνονται μακριά του, κατά την δική τους σημερινή επιλογή, και να ζουν την ατέλειωτη δυστυχία μέσα στο «σκότος το εξώτερον», δηλαδή μακρυά από την παρουσία του Θεού, που είναι ο αιώνιος Παράδεισος. Τότε.
Το παραπονεμένο βλέμμα του Χριστού δεν είναι όπως τα δικά μας παράπονα. Εμείς παραπονιόμαστε συνήθως για τον εαυτό μας τον αχόρταγο, γιατί κάποιος μας αδίκησε ή μας ξέχασε ή δεν έκανε αυτό, που θέλαμε. Παραπονιόμαστε όταν δεν μας τιμούν, δεν μας κάνουν δώρο, δεν μας ευεργετούν. Παραπονιόμαστε από εγωισμό και φιλαυτία. Από υπερηφάνεια και φιληδονία. Το παράπονο του Χριστού, όμως, είναι αντίθετο. Είναι σαν να παραπονιέται για λογαριασμό μας, για μας, που δυστυχούμε και δεν δεχτήκαμε τα δώρα του και την αιώνια ευτυχία, που ετοίμασε ο Θεός «τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. β’ 9). Λυπάται, πονά, υποφέρει για την δική μας δυστυχία… Μπορείτε να το φαντασθήτε αυτό; Λυπάται ο Χριστός, που δεν είμαστε ευτυχισμένοι, που δεν πήγαμε κοντά Του να μας χαρίση την αιωνιότητα της χαράς!.
Τι να κάνουμε λοιπόν; Τι να πούμε στον παραπονεμένο Χριστό, για την δυστυχία μας, την ψυχική, την υλική και την πνευματική; Γιατί, ας μου επιτρέψη ο πολύ αγαπημένος μου Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να πω, ότι ο Χριστός δεν έχει παραπονεμένο βλέμμα μόνον κατά την Δευτέρα Παρουσία, αλλά και τώρα το έχει διαρκώς επάνω μας, και ας είναι ήρεμο και γαλήνιο στις βυζαντινές εικόνες, που βλεπουμε στους ναούς. Παραπονιέται και τώρα, που δεν πάμε κοντά Του, αλλά Τον αποφεύγουμε γεμάτοι «προφάσεις εν αμαρτίαις»… Παραπονιέται, που δεν αξιοποιούμε την θυσία Του και δεν παίρνουμε τα Τίμια Δώρα Του, που είναι ικανά και να μας καθαρίσουν και να μας σώσουν και να μας χαρίσουν από τώρα την μεγάλη ευτυχία της αγάπης. Έστω και στα πρώτα βήματα, έστω και στα πρώτα κύματα, που θα αναταράξουν την νεκρωμένη θάλασσα της καρδιάς. Ο σπόρος της αγάπης υπάρχει σε όλες τις ψυχές. Εμείς αδιαφορούμε για το βλάστημα και την ανθοφορία Του. Πρέπει, όμως, να δεχθούμε την χάρη των Τιμίων Δώρων, το έλεος της Εκκλησίας Του «εν ελευθερία» και όχι αναγκαστικά.
Το παράπονο του Χριστού, αυτό το συγκλονιστικό παραπονεμένο βλέμμα, που μας αγκαλιάζει όλους, μπορεί να μας οδηγήση από τώρα στην σωτηρία και την ανάσταση, αν τα έχουμε διαρκώς μπροστά μας, σαν οδηγό. Όχι για να φοβόμαστε την τιμωρία και την Κόλαση, αλλά για να μάθουμε να αγαπούμε και ποτέ να μη χωριστούμε από την πηγή της αληθινής αγάπης, που είναι ο Χριστός. Γιατί άλλος τρόπος πραγματικής μετανοίας δεν υπάρχει από την αγάπη του Κυρίου. Μόνον το βλέμμα του Χριστού. Τότε μόνον η μετάνοιά μας μπορεί να αρχίση και να ανθοφορήση και να καρπίση, αν δούμε κατάματα το βλέμμα του Κυρίου και μόνον όταν κλάψουμε, έστω και με ένα δάκρυ, για την λύπη, που του προκαλούμε. Τότε αρχίζουμε να μαθαίνουμε τα μυστικά της αγάπης, που αναλάμπουν μέσα στα μάτια του Θεανθρώπου.
Το παράπονο του Χριστού είναι γιατί δεν μετανοούμε, γιατί δεν απλώνουμε τα χέρια μας να τον αγκαλιάσουμε. Γιατί αυτό είναι η μετάνοια: Να επικαλεσθούμε την βοήθειά του και να δηλώσουμε ταπεινά την ανημπόρια μας. Αυτό το μικρό σημείον ζητεί, αυτήν την πρώτη κίνηση από μας τα ελεύθερα πλάσματά Του, για να τρέξη αστραπιαία κοντά μας και να μας αρπάξη από τον πύρινο ποταμό, που ζητά να μας καταπιή. Ακόμα και ένα βλέμμα μας προς το πονεμένο πρόσωπο του Χριστού μπορεί να μας σώση, αν το βλέμμα μας αυτό επικαλείται την χάρη Του με συντριβή.
Πόσοι δεν άρχισαν την επιστροφή τους στον Θεό με ένα τέτοιο βλέμμα! Ας θυμηθούμε την περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου με τα μεγάλα λόγια και τους μεγάλους ενθουσιασμούς. Τον πρόδωσε το ίδιο εκείνο βράδυ, κι ας ήταν πρωτοκορυφαίος Αποστολος, λίγο μετά την προδοσία του Ιούδα, όταν Τον αρνήθηκε τρεις φορές. Και τότε το βλέμμα του Χριστού έκανε το θαύμα του και σώθηκε ο αρνητής Πέτρος. Ήταν η στιγμή, που αρνήθηκε ο Πέτρος για Τρίτη φορά τον Χριστόν, ενώ ήταν κοντά του, και «εφώνησεν αλέκτωρ». Και συνεχίζει ο Ευαγγελιστής την αφήγησή του:
- «Και στραφείς ο Κύριος ενέβλεψε τω Πέτρω, και υπεμνήσθη ο Πέτρος του λόγου του Κυρίου, ως είπεν αυτώ ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι απαρνήση με τρις· και εξελθών έξω ο Πέτρος έκλαυσε πικρώς» (Λουκ. κβ’ 61-62).
Ας βγούμε κι εμείς έξω από την καθημερινή μας ματαιοφροσύνη και ας κλάψουμε πικρώς κάτω από το στοργικό βλέμμα του Χριστού. Αυτή η προσπάθεια είναι το κορυφαίο, το πρώτο βήμα στον δρόμο της αγάπης και της σωτηρίας.

Γιατί παραχωρεί ο Θεός στο διάβολο να μας πολεμά;

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής απαριθμεί πέντε αιτίες για τις οποίες παραχωρεί ο Θεός τη δυνατότητα στον διάβολο να πολεμά τους ανθρώπους:
Πρώτη αιτία, είναι για να μάθουμε να διακρίνουμε την αρετήν από την κακίαν μέσα από την εμπειρία αυτού του πολέμου.
Δεύτερη αιτία, είναι για να «εξαναγκαστούμε» τρόπον τινά, να προσκολληθούμε με βεβαιότητα και ακλόνητα στην αρετή.
Τρίτη αιτία, για να μην υπερηφανευόμαστε όταν προκόπτουμε στην αρετή, αλλά να συνειδητοποιήσουμε εκ της εμπειρίας του πνευματικού αυτού αγώνα ότι κάθε προκοπή είναι δωρεά του Θεού.
Τέταρτη αιτία, για να ταπεινωθούμε και για να συνειδητοποιήσουμε και μισήσουμε και ομολογήσουμε (εξομολόγησις) και εγκαταλείψουμε τις αμαρτίες μας, που γίνονται αιτία πειρασμών.
Πέμπτη αιτία, για να μην ξεχάσουμε την ιδική μας ασθένεια και την του Θεού δύναμη, όταν προοδεύοντας στον πνευματικό αγώνα αξιωθούμε και φθάσουμε σε κάποιαν αρετή.
Μέσα στις πιο πάνω αιτίες διαφαίνεται η Αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον. Ας μην ξεχνούμε ότι και οι θλίψεις και οι πειρασμοί είναι δώρα της φιλανθρωπίας του Θεού γιατί μέσα στις δοκιμασίες αυτές μπορούμε -αν το θελήσουμε- να συναντήσουμε τον πάσχοντα και σταυρωμένο Χριστό μας, και Αυτός θα μας αναστήση στην αιώνια ζωή.
Σε τελευταία ανάλυση, ο διάβολος με όλα τα τεχνάσματά του και παρ’ όλες τις μηχανουργίες του εναντίον μας, εν τούτοις αυτοκαταστρέφεται και θριαμβεύει η θεία φιλανθρωπία! Όπως η σταυρική παγίδα, που έστησεν ο διάβολος στον Χριστόν, απέβη τελικά η συντριβή του ίδιου του διαβόλου και η νίκη του Ιησού, (για αυτό και ο Σταυρός είναι από τότε το φοβερότερον όπλο κατά του διαβόλου), έτσι και κάθε παγίδα που στήνει ο διάβολος και σε μας, μπορεί να αποβή ήττα του Σατανά και αφορμή για τη σωτηρία μας. Με μίαν όμως απαραίτητη προϋπόθεση: ότι θα αντιμετωπίζουμε τους εκάστοτε πειρασμούς με κόψιμο του δικού μας θελήματος (δηλαδή του εγωισμού μας) και υπακοή «άνευ όρων» στο θέλημα του Θεού.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Άγιοι της Εκκλησίας

Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας δεν είναι υπάρξεις εξωκοσμικές αλλά άνθρωποι ομοιοπαθείς μ’ εμάς. Η αγιότης είναι η ανοιχτή πρόσκληση της Κεφαλής της Εκκλησίας, του Ιησού Χριστού, που απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο όλων των εποχών, στη συμμετοχή στον Σταυρό Του που είναι το εχέγγυο της επιτυχίας της προσωπικής Ανάστασης.
Οι Άγιοι πήραν την γενναία απόφαση να συσταυρωθούν με τον Χριστό (μέσω του μαρτυρίου του αίματος ή της συνειδήσεως) συντρίβοντας τον «παλαιό άνθρωπο» δια της μετανοίας. Η χριστομίμητος ταπείνωσή τους είλκυσε την Θεία Χάρη που ενοίκησε σ’ αυτούς και τους κατέστησε θεοφόρους. Αυτή η απόλυτη ένωσή τους με τον Θεό είναι «η ψυχολογία της αγιότητος», όπως επισημαίνει ο Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Σε κάθε Άγιο ο Κύριος είναι τα πάντα και κάθε τι στην ψυχή του, στην συνείδησή του, στην καρδιά του και στο έργο του».
Οφείλουμε να τους ακολουθούμε με πιστότητα, ζήλο, αγάπη πολλή και ταπεινή μαθητική διάθεση, διότι «χωρίς αγάπη για τους Αγίους η ορθοδοξία κάποιου είναι ακρωτηριασμένη και η αίσθηση προσανατολισμού κλειστή- διότι κάποιος πρέπει να ακολουθεί τα παραδείγματα

Άγιοι Μάρτυρες

Οι άγιοι Μάρτυρες είναι αυτοί που υπέγραψαν την μαρτυρία της Πίστεως και της αγάπης τους προς τον Χριστό με το ίδιο τους το αίμα. Αποτελούν το πιο επίλεκτο σώμα της Εκκλησίας, αφού Αυτή θεμελιώθηκε επί του Αίματος του Κυρίου μας αλλά κατ’ επέκτασιν και στα αίματα των Μαρτύρων. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τα εγκαίνια των Ιερών Ναών τοποθετούνται εντός των Αγίων Τραπεζών Ιερά Λείψανα Μαρτύρων. Το πόσο σημαντική είναι η εθελούσια προσφορά της ζωής στον Χριστό από το γεγονός ότι με το μαρτύριο ξεπλένεται κάθε αμάρτημα ενώ ακόμη και εάν ο μαρτυρήσας δεν είχε βαπτιστεί θεωρείται αυτομάτως βαπτισμένος και Άγιος.
Χρησιμοποιούνται σύνθετες λέξεις με την λέξη μάρτυς για να υποδηλώσουν την ιδιότητα του κάθε Αγίου Μάρτυρος (π.χ. Ιερομάρτυς= Μάρτυρας που ήταν ιερωμένος, Οσιομάρτυς= Μάρτυς που ήταν μοναχός).

Νεομάρτυρες

Με τον όρο αυτόν δεν γίνεται κάποιος αξιολογικός διαχωρισμός των Αγίων. Οι Νεομάρτυρες δεν υστερούν σε τιμή και δόξα από τους αρχαίους μάρτυρες της Εκκλησίας απλώς τους προσδίδετε αυτός ο χαρακτηρισμός ώστε να συγκεκριμενοποιηθεί η χρονική περίοδος του μαρτυρίου τους. Ως διαχωριστική γραμμή τίθεται κυρίως η άλωση της Βασιλεύουσας. Από τότε και μέχρι σήμερα όσοι υπογράφουν με το αίμα τους την μαρτυρία της πίστεως και της αγάπης τους προς τον Χριστό ονομάζονται Νεομάρτυρες.
Στην εποχή της Τουρκοκρατίας οι Νεομάρτυρες εκτός από την Χάρη και ευλογία προς τους Πιστούς αναπτέρωναν και στήριζαν τις ελπίδες τους. Ήταν η περίτρανη απόδειξη πως όσο δυνατός και αδυσώπητος να ήταν ο κατακτητής δεν μπορούσε με καμμία δύναμη να υποδουλώσει τις ψυχές των Ορθοδόξων Ρωμιών!

Απόστολοι και Ισαπόστολοι

Οι Απόστολοι είναι ο στενός κύκλος των δώδεκα και ο ευρύτερος των εβδομήκοντα μαθητών του Χριστού τους οποίους ο Ίδιος επέλεξε. Δραστηριοποιούνταν παράλληλα με το έργο του Κυρίου αποστέλλοντάς τους να κηρύξουν το Ευαγγέλιό Του ενώ συγχρόνως τους είχε δώσει την χάρη της θαυματουργίας. Οι Απόστολοι είναι οι γνήσιοι συνεχιστές του έργου του Χριστού μας και της διδασκαλίας Του. Είναι οι στύλοι και τα εδραιώματα της Εκκλησίας και για αυτό κατέχουν πρωτεύουσα θέση σ’ Αυτήν. Οι Ισαπόστολοι έλαβαν αυτόν τον τόσο τιμητικό τίτλο επειδή η προσφορά τους στην διάδοση του λόγου του Θεού ήταν καίρια.

Ομολογητές

Μια ιδιαίτερη κατηγορία στις τάξεις των Αγίων είναι οι ομολογητές. Το παράδειγμά τους είναι ίσως το πιο προσηνές στην ζωή του κάθε Χριστιανού αφού όλοι οφείλουμε καθημερινώς να ομολογούμε- εν έργω και λόγω- την πίστη και την αφοσίωση στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Οι Ομολογητές διετράνωσαν την Ορθόδοξη πίστη τους μπροστά σε τυράννους άφοβα. Βασανίστηκαν και διώχθηκαν όμως τελικώς δεν πέθαναν εξ αιτίας των μαρτυρίων.

Ιεράρχες

Οι Άγιοι οι οποίοι κατείχαν την υψηλή χάρη της αρχιερωσύνης αποτελούν ειδική κατηγορία στο σώμα της Εκκλησίας μας. Έχοντες λάβει οι πρώτοι Επίσκοποι την χάρη του Αγίου Πνεύματος από τους Αποστόλους την μετέδωσαν με την χειροτονία στους επομένους σε μια αδιάκοπη αλυσίδα μέχρι σήμερα, την ονομαζόμενη αποστολική διαδοχή (που δεν είναι απλώς μια ιστορική συνέχεια αλλά οπωσδήποτε παράδοση και αποδοχή της Ιεράς Παραδόσεως). Οι Ιεράρχες είναι οι θεματοφύλακες των ιερών δογμάτων και οι πατέρες του ποιμνίου που φέρουν την ευθύνη για την πνευματική του διαπαιδαγώγηση.

Όσιοι

Στην αρχαία ελληνική το επίθετο «όσιος» σημαίνει αυτός που είναι αφιερωμένος στον Θεό. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τους μοναχούς και τις μοναχές οι οποίοι ηθελημένα αρνήθηκαν κάθε κοσμική απόλαυση και αφοσιώθηκαν ψυχή και σώματι στον Θεό. Αγωνιζόμενοι στον στίβο της άσκησης μπορεί να μην πέρασαν από το μαρτύριο του αίματος αλλά πέρασαν το μαρτύριο της συνειδήσεως και έτσι αγίασαν. Το Ορθόδοξο αγιολόγιο της Εκκλησίας με τον όρο «Όσιοι» δεν κάνει κάποια διάκριση μεταξύ της αξίας (δεν μπορεί κάποιος να είναι περισσότερο ή λιγότερο άγιος) των Αγίων αλλά δείχνει ότι οι συγκεκριμένοι Άγιοι ήταν μοναχοί ή ασκητές.