Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το Απολυτίκιο της είναι το ίδιο με αυτό της Αγίας Ανυσίας (30 Δεκεμβρίου).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.

Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος

Ο Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Ρώμη, από ευγενή οικογένεια, με πολλή ευλάβεια και παιδεία. Τον στόλιζε πολλή φιλανθρωπία και τον διέκρινε η ειλικρινής προσπάθεια στο να υπηρετεί τον Χριστό, πράττοντας τις εντολές Του. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, ο Ζωτικός ήταν πολύ αγαπητός στον Μεγάλο Κωνσταντίνο (330 μ.Χ.), ο οποίος, αφού έκτισε την Κωνσταντινούπολη και την ανέδειξε πρωτεύουσα του κράτους του, προσκάλεσε σ' αυτή τον Ζωτικό με άλλους ευσεβείς άνδρες, για να τους έχει εκεί πολύτιμους εργάτες της χριστιανικής αγάπης. Ο Άγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στην περιποίηση των λεπρών. Τους οποίους πλησίαζε χωρίς φόβο, δίνοντας σ' αυτούς βοηθήματα και παρηγορούσε τη δυστυχία τους με αδελφική αφοσίωση. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο γιος του Κωνστάντιος, ακολούθησε άλλους δρόμους και κακομεταχειρίστηκε τον Ζωτικό. Με αποτέλεσμα ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας, να πεθάνει από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες. Αλλά ο θάνατός του, κίνησε τη μετάνοια του Κωνσταντίου. Αφού μεταμελήθηκε, τίμησε τη μνήμη του κτίζοντας ένα λεπροκομείο για την περίθαλψη των λεπρών. Και το προίκισε με πολλά κτήματα και εισοδήματα. Από τότε, πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (945 μ.Χ.), ο Ιωάννης ο Τσιμισκής (963 - 976 μ.Χ.), ο Ρωμανός ο Γ' (1028 - 1034 μ.Χ.), εξασφάλιζαν την καλή λειτουργία του και εξυπηρετούσε πλήθος λεπρών, χάρη στην αρχική φιλανθρωπική ενέργεια του αγίου Ζωτικού.

Ο Όσιος Γελάσιος

Ο Όσιος Γελάσιος ήταν Αβάς της ερήμου, του οποίου διήγημα περί κλοπής κάποιου βιβλίου βρίσκεται στον Ευεργετινό. Απεβίωσε ειρηνικά.

Ο Όσιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ο Χαλκιδεύς

Ο Όσιος Θεοφύλακτος γεννήθηκε στη Χαλκίδα και έζησε κατά τον 11ο αι. μ.Χ.
Ανεδείχθη Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Βουλγαρίας και υπήρξε σημαντικός εκκλησιαστικός συγγραφέας, που ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την ερμηνεία της Αγίας Γραφής.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Η Αγία Ανυσία η Οσιομάρτυς από τη Θεσσαλονίκη

Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Ο Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας

Ο Άγιος Γεδεών γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα της Δημητριάδος (Νομός Μαγνησίας). Οι ευσεβείς γονείς του, ονομάζονταν Αυγερινός και Κυράτζα. Ο Γεδεών, κατά κόσμον ονομαζόταν Νικόλαος. Δώδεκα χρονών, με την οικογένειά του ήλθε στο χωριό Γιερμή και από 'κει στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν κοντά στο θείο του. Τον άρπαξε όμως κάποιος Τούρκος και τον εξισλάμισε με το όνομα Ιμπραήμ. Αλλά ο Νικόλαος, κατόρθωσε και δραπέτευσε και επανήλθε στην οικογένειά του. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι, όπου κοντά σε κάποιους οικοδόμους πήγε στην Κρήτη. Εκεί εξομολογήθηκε σε κάποιο Ιερέα και βρήκε άσυλο στο εξωκλήσι του. Μετά τον θάνατο του ιερέα, ο Νικόλαος έφυγε για το Άγιον Όρος. Εκεί πάλι εξομολογήθηκε, έλαβε των αχράντων μυστηρίων και στη Μονή Καρακάλου, εκάρη μοναχός με το όνομα Γεδεών. Στη Μονή αυτή έμεινε 35 χρόνια. Με τον πόθο όμως του μαρτυρίου, ήλθε στο Βελεστίνο, όπου μέσα στην αγορά με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό. Διωκόμενος από τους Τούρκους, ήλθε στην Αγυιά, όπου συνελήφθηκε. Οι Τούρκοι, αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους του Τιρνάβου, κατόπιν του έκοψαν τα πόδια και τα χέρια και στη συνέχεια τον έριξαν στα αποχωρητήρια. Εκεί, μέσα σε φρικτούς πόνους, παρέδωσε το πνεύμα του στις 30 Δεκεμβρίου 1818 μ.Χ. Η τίμια κάρα του μάρτυρα, αποθησαυρίστηκε στην αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού του Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωμένης.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Όσιων ισότιμος, και Αθλητών κοινωνός, και θείον αγλάισμα, της Καρακάλλου Μονής, εδείχθης μακάριε συ γαρ στερρώς αθλήσας, τον εχθρόν ετροπώσω ένθεν Οσιομάρτυς, Γεδεών εδοξάσθης, πρεσβεύων υπέρ πάντων, ημών των ευφημούντων σε.

Ο Άγιος Μακάριος Μητροπολίτης Μόσχας

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Το φλουρί της βασιλόπιτας

Η ιστορία της βασιλόπιτας, έχει μια ιστορία , 1500 χρόνια περίπου στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του , με αγάπη , κατανόηση και αλληλοβοήθεια...Κάποια μέρα όμως , ένας στρατηγός - τύραννος της περιοχής , ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας ,αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Ο Δεσπότης , ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς , με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι. Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Τότε όμως , ο δεσπότης της , ο Μέγας Βασίλειος , βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη .
Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια , όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν , τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι η βασιλόπιτα , όπως ονομάστηκε ,και έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί.
Έτσι φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, σε ανάμνηση του γεγονότος ,την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου .
Το φλουρί που τοποθετούμε στην βασιλόπιτα ήταν συνήθως μια χρυσή λίρα για τους πλούσιους η’ ένα καλό κέρμα ( ασημένιο ) για τους φτωχότερους και αργότερα κυρίως μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο μια απομίμηση χρυσής λίρας.
Εμπορικά εκμεταλλευτήκαν το γεγονός διάφοροι χρυσοχόοι και κάθε χρόνο κυκλοφορούν απομιμήσεις χρυσής λίρας με την χρονολογία του νέου χρόνου και έτσι προέκυψε και η συλλογή τους από τους συλλέκτες .
Στις διάφορες φωτογραφίες απεικονίζονται φλουριά διαφόρων χρονολογιών ,αξίζει να σημειωθεί ότι η μια όψη είναι διαχρονικά ίδια με τον Άγιο Γεώργιο.
Και η συλλογή συνεχίζεται.

Ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλήτης κτήτορας της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας

Δεν υπάρχουν σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία για τη ζωή του Όσιο Σίμωνα. Μόνο ότι έζησε ασκητικά και υπήρξε κτήτορας της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας Αγίου Όρους. Απεβίωσε ειρηνικά. Κάποιες λεπτομέρειες (μερικές ίσως και φανταστικές), βλέπε στον «Μέγα Συναξαριστή» του Ματθαίου Λαγγή τόμος 12ος, σελ. 724, έκδοση 1993. Η Ακολουθία του συγκεκριμένου Οσίου, κυκλοφόρησε το 1924 από τον ηγούμενο της Σίμωνος Πέτρας Ιερώνυμο.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Τη ασκήσει εκλάμψας εν Άθω Όσιε, ως καθαρθείς την καρδίαν των αρετών τω φωτί, εδοξάσθης θαυμαστώς Σίμων μακάριε· διό και βλύζειν κρουνηδόν, μύρα εύοσμα ημίν, ηξίωσαι μετά τέλος. Αλλά μη παύση πρεσβεύων, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Οι Άγιοι Ίνδης, Γοργόνιος, Πέτρος, Ζήνων, Δωρόθεος ο Πρεπόσιτος, Μαρδόνιος, Γλυκέριος ο Πρεσβύτερος, Θεόφιλος ο Διάκονος και Μυγδόνιος

Όλοι αυτοί απέμειναν έξω από τον Ναό που κάηκε με προσταγή του Μαξιμιανού στη Νικομήδεια, όπου κάηκαν ζωντανοί οι 20.000 χριστιανοί. Αυτοί λοιπόν, που ήταν συγκλητικοί, συνελήφθησαν και οι μεν τρεις πρώτοι μαρτύρησαν δια πνιγμού μέσα στη θάλασσα, οι επόμενοι δύο μαρτύρησαν δια αποκεφαλισμού, οι άλλοι δύο μαρτύρησαν δια πυρός, ο Θεόφιλος δια λιθοβολισμού και ο Μυγδόνιος θανατώθηκε μέσα σε βόθρο. (Η μνήμη μερικών εξ αυτών επαναλαμβάνεται και στις 3 Δεκεμβρίου).

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

O Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος

Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ».(Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.
Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.
Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια - κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπων λαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ' ὦ Τρισμάκαρ, τοὺς σὲ τιμῶντας, σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνον ἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ Πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.
Μεγαλυνάριον
Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρων, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.

O Άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός ήταν γιος του Ιωνά από την Παλαιστίνη, και υπήρξε μαθητής μαζί με τον αδελφό του Θεοφάνη, στη μονή του αγίου Σάββα.
Στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του Ε' ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και οι δύο για το ζήτημα των αγίων εικόνων, περιορίστηκαν σε κάποια Μονή στο Στόμιο της Μαύρης Θάλασσας. Ο βασιλιάς Μιχαήλ ο Τραυλός τους επανέφερε, αλλά αυτοί δεν θέλησαν να εξαγοράσουν την ησυχία τους με αδιαφορία στα εκκλησιαστικά ζητήματα και να νεκρώσουν τις ιερές πεποιθήσεις τους. Γι' αυτό εκδήλωσαν με θάρρος τα φρονήματά τους και έτσι πάλι περιορίστηκαν από τον βασιλιά, σε κάποιο τόπο κοντά στο Σωσθένιο. Αργότερα επί Θεοφίλου του Εικονομάχου, στάλθηκαν στην Αφουσία. Αν και εκεί είχαν μείνει πολλά χρόνια και είχαν αυστηρή επιτήρηση, αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν κατά της εικονομαχίας. Τότε ο Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους μαστίγωσε ανελέητα. Και κατόπιν χάραξε στα μέτωπα τους με πυρακτωμένο σίδερο, τους παρακάτω δώδεκα στίχους για να τους στιγματίσει.


Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρὸς τὴν πόλιν,
Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ Λόγου πόδες
Ἔστησαν, εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,
Ὤφθησαν οὗτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ,
Σκεύη πονηρὰ δεισιδαίμονος πλάνης.
Ἐκεῖσε πολλὰ λοιπὸν ἐξ ἀπιστίας,
Πράξαντες δεινὰ αἰσχρὰ δυσσεβοφρόνως,
Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν ὡς ἀποστάται.
Πρὸς τὴν πόλιν δὲ τοῦ κράτους πεφευγότες,
Οὐκ ἐξαφῆκαν τὰς ἀθέσμους μωρίας.
Ὅθεν γραφέντες ὡς κακοῦργοι, τὴν θέαν,
Κατακρίνονται καὶ διώκονται πάλιν.


Απ' αυτή την αιτία ονομάστηκαν και οι δύο Γραπτοί. Επί δε του Πατριάρχου Ιωάννου Ζ' (836 ή 837 μ.Χ.), εξορίστηκαν πάλι στην Απάμεια της Βιθυνίας, όπου ο Θεόδωρος πέθανε και τάφηκε από τον αδελφό του Θεοφάνη. Αργότερα το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα.
Ο εορτασμός του μας υπενθυμίζει πόσους αγώνες κίνησαν οι πιστοί, για να διαφυλαχτεί η ορθόδοξη διδασκαλία και λατρεία. Και για τ' αδέλφια δίνει λαμπρό μάθημα, για το ότι δεν υπάρχει τίποτα συγκινητικότερο και τιμητικότερο, από το να ζουν αφοσιωμένοι μέχρι θανάτου για τη νίκη της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δῶρον ἔμψυχον, τῷ Ζωοδότῃ, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· Ἀσκητικαὶς δωρεαὶς γὰρ κοσμούμενος, ὁμολογίας Ἀγώσι διέλαμψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Μετά την Χριστού Γέννησιν

Στις 26 Δεκεμβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 26 Δεκεμβρίου τιμούμε τη μνήμη των Αγίων Ιωσήφ του Μνηστήρα της Παρθένου Παναγίας, του Δαβίδ του Προφήτη και βασιλιά και του Ιακώβου του Αδελφοθέου (βλέπε και 23 Οκτωβρίου), δηλαδή, το κατά κόσμον γένος και οικογένεια του Χριστού. Όταν δεν υπάρχει Κυριακή εντός αυτής της περιόδου, μεταφέρουμε τον εορτασμό στις 26 Δεκεμβρίου.
Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.
Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σὺν Ἰακώβῳ προσφέρει· στέφος γὰρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καὶ τὸν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντᾳ, ἀνυμνοῦσι καὶ βοῶσιν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Πατρὸς ὡς ἀληθῶς, οὐρανίου θεράπων, ἐγένου Ἰωσήφ, καὶ Πατὴρ τοῦ ἀνάρχου, Υἱοῦ σὺ νενόμισαι, τοῦ σαρκὶ νηπιάσαντος· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ἐν εὐφροσύνῃ καρδίας, πιστῶς ἀνυμνοῦντές σε.
Ὁ Οἶκος
Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκὶ ὁ ἄσαρκος, περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καὶ σῴζει ἀτρέπτως τὰς ἄμφω οὐσίας, ἀρχὴν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καὶ μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τὰ σύμπαντα. Διὸ τοὺς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεὸς στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ, οὓς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν· Οἰκτίρμον σῷζε τοὺς σὲ γεραίροντας.
Μεγαλυνάριον
Μνήστωρ τῆς Παρθένου ὁ Ἰωσήφ, καὶ φύλαξ ἐδείχθη, Θεοπάτωρ δὲ ὁ Δαβίδ, Ἰάκωβος ὁ ὁμαίμων, τοῦ Λόγου ὠνομάσθη· διὸ καὶ τῇ γεννήσει τούτου συγχαίρουσι.

Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου

Την επόμενη ημέρα από την Γέννηση του Ιησού Χριστού, εορτάζουμε την Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου.

 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς βρέφος βαστάζουσα, ἐν ταὶς ἀγκάλαις Ἁγνή, τὸν πάντων δεσπόζοντα, σάρκα λαβόντα ἔκ σοῦ, χαρᾶς ὤφθης πρόξενος, ὅθεν πᾶσα ἡ κτίσις, ἀνυμνεῖ χαρμοσύνως, σήμερον Θεοτόκε, τὴν φρικτήν σου λοχείαν πηγὴν γὰρ ἀθανασίας, κόσμω ἐκύησας.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Ὁ πρὸ ἑωσφόρου ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθείς, ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάτωρ ἐσαρκώθη σήμερον ἔκ σοῦ· ὅθεν Ἀστὴρ εὐαγγελίζεται Μάγοις, Ἄγγελοι δὲ μετὰ Ποιμένων ὑμνοῦσι, τὸν ἄχραντον τόκον σου, ἡ Κεχαριτωμένη.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα, ἡ μυστικὴ ἄμπελος ὡς ἐπὶ κλάδων, ἀγκάλαις ἐβάσταζε, καὶ ἔλεγε. Σὺ εἶ καρπός μου, σὺ εἶ ἡ ζωή μου. Ἀφ' οὗ ἔγνων, ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός· τὴν γὰρ σφραγῖδα τῆς Παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον, κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον, σάρκα γενόμενον. Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς· Ἁγνὴ γὰρ εἰμι, σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ· ὡς γὰρ εὗρες, ἔλιπες μήτραν ἐμήν. Διὰ τοῦτο συγχορεύει πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.

Φυγή Ιησού Χριστού στην Αίγυπτο

Όταν οι μάγοι προσκύνησαν το Χριστό, αναχώρησαν για την πατρίδα τους, χωρίς να περάσουν από το βασιλιά Ηρώδη. Τότε άγγελος Κυρίου φάνηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ και του είπε να πάρει το παιδί με τη μητέρα του και να φύγει στην Αίγυπτο (Ευαγγέλιο Ματθαίου, Β' 13-18). Και έμειναν εκεί, μέχρι πού πέθανε ο Ηρώδης, για να επαληθευθεί έτσι εκείνο που ελέχθη δια του προφήτου Ωσηέ: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ωσ. Ια’ 1).
Μετά τη φυγή του Κυρίου στην Αίγυπτο, ο Ηρώδης έστειλε στρατιώτες και θανάτωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και τα περίχωρά της, από ηλικίας δύο ετών και κάτω. Διότι τόσο είχε υπολογίσει την ηλικία του Χριστού, Τον οποίο φοβόταν ότι θα του έπαιρνε τη βασιλεία.
Επίσης, η φυγή του Κυρίου στην Αίγυπτο, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, φράσσει και τα στόματα των αιρετικών. Διότι όπως λέει, αν δεν έφευγε ο Κύριος και φονευόταν από τον Ηρώδη , θα είχε εμποδιστεί η σωτηρία των ανθρώπων. Αν πάλι τον συνελάμβαναν και δεν φονευόταν, θα έλεγαν πολλοί ότι δε φόρεσε ανθρώπινη σάρκα, αλλά μόνο κατά φαντασία. Γράφει συγκεκριμένα: «Διατί ανίσως δεν έφευγεν ο Kύριος, αλλά ήθελε πιασθή από τον Hρώδην, ει μεν και εφονεύετο από εκείνον, βέβαια ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων. Eι δε και δεν εφονεύετο διά να τελειώση την οικονομίαν, βέβαια ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατά αλήθειαν. Aλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν. Eπειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, βέβαια ήθελε κοπή από το σπαθί. Aνίσως λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν να ειπούν τούτο, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Kύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Mάνης, και οι τούτου οπαδοί Mανιχαίοι· και μόλον οπού δεν έλαβον εις τούτο, καμμίαν αιτίαν και αφορμήν· πόσω μάλλον ήθελαν ειπούν τούτο, και εάν εύρισκον αιτίαν; Διά τούτο λοιπόν φεύγει ο Kύριος εις την Aίγυπτον διά τας ρηθείσας δύω αιτίας. Kαι προς τούτοις, ίνα συντρίψη και τα εν Aιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα».
Τέλος, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει και τα εξής για την Φυγή του Ιησού:
«Σημειούμεν δε ενταύθα τα χαριέστατα και αξιοσημείωτα ταύτα. Δηλαδή ότι ο Kύριος φεύγωντας εις την Aίγυπτον, όχι μόνον τα είδωλα εκείνης συνέτριψε, αλλά και τα φυτά έκαμε να τον προσκυνήσουν. Γράφει γαρ ο Σωζόμενος εις το πέμπτον βιβλίον της Eκκλησιαστικής Iστορίας, εν κεφαλαίω εικοστώ, ότι ο Xριστός φεύγωντας εις την Aίγυπτον διά τον φόβον του Hρώδου, όταν έφθασεν εις την πόρταν Eρμουπόλεως της Θηβαΐδος, μία περσική μηλέα, ήτοι ροδακινέα, έκλινεν έως κάτω την κορυφήν της και επροσκύνησεν αυτόν. Eπειδή γαρ το φυτόν αυτό διά το μεγαλείον και κάλλος του επροσκυνείτο και ελατρεύετο από τους κατοίκους της πόλεως, διά τούτο ο εις το φυτόν αυτό κατοικών δαίμων, αισθανόμενος την παρουσίαν του Kυρίου, εφοβήθη και έφυγε. Φεύγοντος δε του δαίμονος, έμεινε το φυτόν αυτό ιατρείας πολλάς εργαζόμενον, εάν μόνον έγγιζεν εις τους ασθενείς, φύλλον, ή φλούδα, ή κομμάτι από αυτό. Kαι τούτου μάρτυρες είναι και Παλαιστινοί και Aιγύπτιοι.
Γράφει δε ο Bουρχάριος εν τη περιγραφή της Iερουσαλήμ, ότι αναμέσον της Hλιουπόλεως και της Bαβυλώνος, της αιγυπτιακής δηλαδή, ευρίσκεται κήπος του βαλσάμου ωραιότατος, όστις ποτίζεται από μίαν βρύσιν μικράν, εις την οποίαν άδεται λόγος, ότι η Θεοτόκος έπλυνε τα σπάργανα του Xριστού, όταν έφευγε διά τον φόβον του Hρώδου. Kοντά δε εις την βρύσιν ταύτην είναι και μία πέτρα, επάνω εις την οποίαν ήπλωσε τα σπάργανα του Xριστού η Θεομήτωρ διά να ξηρανθούν. Tον δε τόπον εκείνον έχουσιν εις πολλήν ευλάβειαν, τόσον οι Xριστιανοί, όσον και οι Σαρακηνοί. Προσθέττει δε και Aντώνιος ο Mάρτυς εν τη των Iεροσολύμων περιόδω, ότι περνώντας ο Kύριος εις τον κάμπον του εν Aιγύπτω Tάνεως, εκλείσθη από λόγου της η πόρτα ενός μεγάλου ειδωλικού ναού. H οποία ύστερον με δύναμιν ανθρώπων, δεν εδύνετο να ανοιχθή. (Όρα σελ. 28 της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος.)
Περιττοί δε τη αληθεία και πέραν του δέοντος κριτικοί πρέπει να ονομάζωνται, οι τοις θαύμασι και τοις σημείοις τούτοις αντιλέγοντες, προβαλλόμενοι τάχα, ότι αν αυτά ήτον αληθή, δεν ήθελε λέγεται πρώτον σημείον του Kυρίου, το εν Kανά γενόμενον. Aλλ’ ω ούτοι, ήθελεν ειπή τινας προς αυτούς, πρώτον σημείον λέγεται τούτο του Kυρίου, μετά την διά του Bαπτίσματος ανάδειξιν, και ουχί προ της αναδείξεως. Kαθότι προ της αναδείξεως του Kυρίου, πολλά σημεία και θαύματα τη δυνάμει τούτου εγένοντο. Kαι διά να σιωπήσω την ασπόρως και εκ Πνεύματος Aγίου γενομένην του Kυρίου σύλληψιν, όπερ εστί το θαύμα των θαυμάτων. Kαι το ακόπως αυτόν εν τη κοιλία φέρειν την Mητέρα. Kαι το αφθόρως γεννήσαι. Θαύμα της δυνάμεως του Kυρίου ήτον, οι εν τη γεννήσει αυτού, δόξα εν υψίστοις κραυγάζοντες Άγγελοι, και τοις ποιμέσιν ευαγγελιζόμενοι. Θαύμα ήτον, το υπέρ φύσιν και παράδοξον σκίρτημα, οπού επροξένησεν ο Kύριος κυοφορούμενος εις τον εν κοιλία φερόμενον Iωάννην. Θαύμα ο υπερφυσικός αστήρ ο τους Mάγους οδηγήσας. Θαύμα το να μην ιδή θάνατον ο Συμεών έως ου να βαστάση αυτόν. Θαύμα αι προφητείαι του αυτού Συμεών, και αι ανθομολογήσεις της θεοπνεύστου Άννης, μαρτυρούσης Σωτήρα τον Xριστόν, κατά τον Aμβρόσιον.
Tο φυτόν δε του ανωτέρω βαλσάμου (διά να ειπούμεν εδώ κατά παρέκβασιν), πρώτον έφερεν η βασίλισσα Σαββά εις τον Σολομώντα ως δώρον βασιλικόν, και αυτός το εφύτευσεν εις την Iεριχώ, και ευρίσκετο μέχρι του καιρού του Tίτου. O οποίος έλαβεν εκ της Iερουσαλήμ τα δένδρα του βαλσάμου, και εστέφθη με αυτά κατά μίμησιν Πομπηΐου του μεγάλου, όταν εκυρίευσε πρώτον την Iερουσαλήμ. Ως μαρτυρεί ο Σελίνος εις το ιστορικόν του. Έστι δε ο καρπός του βαλσάμου κοκκινωπός, και τα φύλλα του παρόμοια με τα φύλλα της μαστίχης. Iστορεί δε ο Iώσηπος ότι ακούσασα η Kλεοπάτρα η βασίλισσα, η ερωμένη του Aντωνίου, την φήμην του τόσον θαυμαστού δένδρου, επεθύμησε να έχη και αυτή το τοιούτον ευωδέστατον φυτόν. Όθεν ο Hρώδης, ίνα πληρώση την επιθυμίαν της βασιλίσσης, απέστειλεν εις αυτήν μερικά φυτά, ομού και σπόρον αυτού. Λέγει δε και ότι, Aλέξανδρος ο βασιλεύς περνώντας από τα Iεροσόλυμα, έλαβε πολύ από τον σπόρον του βαλσάμου τούτου. Kοπτόμενον δε το φυτόν τούτο με κοπτερόν κέρατον, και με πετρίνην μάχαιραν, και όχι με σιδηρούν μαχαίριον, έτζι δακρύει, και ποιεί το καλούμενον οποβάλσαμον, ήτοι το πηκτόν υγρόν του βαλσάμου.
Eι δε και ζητεί τινας να μάθη πόσους χρόνους διέτριψεν ο Kύριος εις την Aίγυπτον, αποκρινόμεθα, ότι περί τούτου είναι γνώμαι διάφοροι. O μεν γαρ Παμφίλου Eυσέβιος υπέθετο εν τοις χρονικοίς, ότι πέντε χρόνους εν Aιγύπτω ο Kύριος διέτριψε, ή τέσσαρας ή τουλάχιστον τρεις. O δε θείος Eπιφάνιος (αιρέσ. να΄) αποφασίζει, ότι δύω χρόνους. Tω γαρ λγ΄ έτει (λέγει) γεννάται ο Kύριος. Tω λε΄, ήλθον οι Mάγοι, και τω λζ΄ τελευτά ο Hρώδης. O δε Θηβαίος Iππόλυτος εν τω Συντάγματι τω χρονικώ ούτω χρονολογεί· «Από της ενανθρωπήσεως του Xριστού μέχρι της των Mάγων παρουσίας έτη δύω. Kαι εκ της εις Aίγυπτον αναχωρήσεως μέχρι της τελευτής Hρώδου υιού Aντιπάτρου, έτη τρία ημέρας πέντε. Παρώκησαν δε εν Aιγύπτω, εν Hλιουπόλει τη κατά Mέμφιν, ό,τε Iωσήφ και η Mαρία συν τω Iησού, έτη τρία, και ημέρας είκοσιν». (Όρα εν τη νεοτυπώτω Eκατονταετηρίδι.) ».

O Όσιος Κωνσταντίνος «ὁ ἐξ Ἰουδαίων»

Ο Όσιος Κωνσταντίνος ήταν από τα Σύναδα της Φρυγίας. σε νεαρή ηλικία προσπάθησε να ακολουθήσει τη ζωή των ενάρετων χριστιανών. Ο νεαρός Ιουδαίος, ο οποίος έφερε την χριστιανική πίστη ήδη στη ψυχή του, αποφάσισε να φύγει από το θόρυβο του κόσμου, και μετέβη στο μοναστήρι Φουβούτιον, του οποίου οι μοναχοί φημίζονταν για την θεάρεστη ζωή τους. Αφού δοκιμάσθηκε αρκετά και πείστηκαν για την ειλικρινή και φωτεινή πίστη του, του έδωσαν το άγιο βάπτισμα και τον ονόμασαν Κωνσταντίνο. Έγινε έτσι αδελφός της Μόνης και επιδόθηκε στη μελέτη των πνευματικών πραγμάτων. Όμως αυτό δεν του ήταν αρκετό, ήθελε να διδάξει και στους άλλους ανθρώπους την αγάπη του Χριστού. Γι' αυτό άρχισε να μεταβαίνει από την μία πόλη στην άλλη και να κηρύσσει το λόγο του Θεού. Μεταξύ άλλων, επισκέφτηκε τον Όλυμπο στα Μύρα της Λυκίας, την Κύπρο, την Αττάλεια, την Ατρώα, όπου και απεβίωσε ειρηνικά.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου Ιησού Χριστού

Στις 25 Δεκεμβρίου η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει το μεγάλο και ανερμήνευτο γεγονός της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού από την Υπεραγία Θεοτόκο.
Μετά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και ενώ πλησίαζε ο καιρός να τελειώσουν οι εννιά μήνες από την υπερφυσική σύλληψη του Χριστού στην παρθενική της μήτρα, ο Καίσαρ Αύγουστος διέταξε απογραφή του πληθυσμού του ρωμαϊκού κράτους. Τότε ο Ιωσήφ μαζί με τη Θεοτόκο, ξεκίνησαν για τη Βηθλεέμ, για να απογραφούν εκεί. Έτσι ξεκίνησαν από την Ναζαρέτ και ύστερα από κοπιαστικό ταξίδι έφτασαν στην Βηθλεέμ, όπου επειδή είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου δεν κατάφεραν να βρουν κατάλυμα, παρά μόνο ένα φτωχικό σπήλαιο. Εκεί η Θεοτόκος γέννησε τον Κύριο Ιησού Χριστό και σπαργάνωσε σαν βρέφος τον Κτίστη των απάντων. Έπειτα Τον έβαλε επάνω στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι «ἔμελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Από τότε, όλοι οι πιστοί χριστιανοί με χαρά ψάλλουν τον ύμνο των αγγέλων εκείνης της νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (βλ. Ευαγγέλιο Λουκά, Β' 1-20). Δόξα δηλαδή, ας είναι στο θεό, που βρίσκεται στα ύψιστα μέρη του ουρανού και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη από την αμαρτία ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός έδειξε την αγάπη Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά την 25η Δεκεμβρίου του 397 μ.Χ. επί πατριαρχείας Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κατ' άλλους ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, χώρισε τις δύο γιορτές των Φώτων και των Χριστουγέννων, οι οποίες παλιότερα γίνονταν την ίδια μέρα, δηλαδή την 6η Ιανουαρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Αὐτόμελον.
Ποίημα Ῥωμανοὺ τοῦ Μελῳδοῦ
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι· Μάγοι δὲ, μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Ὁ Οἶκος
Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν· τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ εὕρομεν, δεῦτε λάβωμεν, τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον τοῦ Σπηλαίου. Ἐκεῖ ἐφάνη ῥίζα ἀπότιστος, βλαστάνουσα ἄφεσιν· ἐκεῖ εὑρέθη φρέαρ ἀνώρυκτον, οὗ πιεῖν Δαυῒδ πρὶν ἐπεθύμησεν· ἐκεῖ Παρθένος τεκοῦσα βρέφος, τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθύς, τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυΐδ· διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο ἐπειχθῶμεν, οὗ ἐτέχθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Προσκύνηση των Μάγων

Μαζί με την κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου μας, μνημονεύονται και οι Μάγοι που προσκύνησαν τον Ιησού Χριστό στο σπήλαιο της Βηθλεέμ.

Μνήμη των ποιμένων, που είδαν τον Κύριο Ιησού Χριστό

Μαζί με την κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου μας, μνημονεύονται και οι Ποιμένες πού είδαν τον Κύριο Ιησού Χριστό (βλ. κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφάλαιο Β' στίχοι 1 έως 20).

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Η Αγία Ευγενία η Οσιοπαρθενομάρτυς

Η Αγία Ευγενία η Οσιοπαρθενομάρτυς έζησε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από τη Ρώμη και οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Κλαυδία. Επίσης, είχε και δύο άλλα αδέλφια, τον Αβίτα και το Σέργιο.
Ο πατέρας της διορίστηκε έπαρχος στην Αλεξάνδρεια και πήγε εκεί με όλη του την οικογένεια. Εκεί η Ευγενία σπούδασε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και έμαθε άριστα την ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία. Όταν τελείωσε τις σπουδές της, ψάχνοντας για περισσότερη γνώση πήρε στα χέρια της από μια χριστιανή κόρη τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Όταν τις διάβασε, εντυπωσιάσθηκε πολύ. Εκεί μέσα δεν υπήρχαν θεωρίες και φιλοσοφικές δοξασίες. Οι γραμμές τους ενέπνεαν ζωή και ελπίδα.
Εκείνη την περίοδο, οι γονείς της ήθελαν να τη δώσουν σύζυγο σε κάποιο Ρωμαίο αξιωματούχο, τον Ακυλίνα. Τότε η Ευγενία, αρνούμενη να δεχθεί αυτή την πρόταση των γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ανδρικά και έφυγε σε άλλη πόλη. Εκεί κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανή και έλαβε συγχρόνως το μοναχικό σχήμα.
Μετά από χρόνια, επέστρεψε στο σπίτι της και η αναγνώριση από τους γονείς της έγινε μέσα σε δάκρυα και ανέκφραστη χαρά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι στο σπίτι της Ευγενίας δέχθηκαν το χριστιανισμό. Από μίσος τότε οι ειδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον πατέρα της. Και όταν η Ευγενία επέστρεψε στη Ρώμη, επειδή δε θυσίαζε στα είδωλα, την αποκεφάλισαν, τερματίζοντας έτσι ένδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» (Α' προς Τιμόθεον, στ' 12), μαζί με την επίγεια ζωή της.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος τῇ ὑμνωδίᾳ, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· καὶ ἐν ὁσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου πρόσκαιρον, φυγοῦσα δόξαν, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας, τὸ εὐγενές σου τῆς ψυχῆς, ἀδιαλώβητον σῴζουσα, Μάρτυς θεόφρον, Εὐγενία πανεύφημε.

Ο Άγιος Αχμέτ ο Κάλφας ο Νεομάρτυρας

Ο Άγιος Αχμέτ (ή Αχμέδ) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και ασκούσε το επάγγελμα του γραφέα του αρχιλογιστού «δευτεράρη». Κατά το θρήσκευμα στην αρχή ήταν Μουσουλμάνος και Τούρκος στην καταγωγή. Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Αχμέτ στό σπίτι του είχε δύο Ορθόδοξες Χριστιανές σκλάβες, Ρωσίδες στην καταγωγή. Τη νέα, την είχε ως «σύζυγο», μία και ήταν άγαμος και την ηλικιωμένη ως υπηρέτρια. Στην τελευταία επέτρεπε να πηγαίνει τις γιορτές στην εκκλησία των Ορθοδόξων. Αυτή, όταν επέστρεφε στό σπίτι έφερνε και στη νέα αντίδωρο και πολλές φορές αγιασμό. Η νέα, χωρίς καμία προφύλαξη από τον Αχμέτ έτρωγε το αντίδωρο και έπινε τον αγιασμό.
Όταν ο Αχμέτ συζητούσε με την «σύζυγό» του, αισθανόταν να βγαίνει από το στόμα της άρρητη ευωδία. Η ευωδία αυτή τον είχε προβληματίσει, γι' αυτό και ζητούσε επιμόνως να μάθει από πού προερχόταν. Αυτή, μη γνωρίζοντας το συμβαινόμενο, του απαντούσε, ότι δεν έτρωγε ποτέ κάτι, που νά είχε κάποια ιδιαίτερη ευωδία. Ο Αχμέτ όμως, με κανένα λόγο δεν μπορούσε να πιστέψει, γι' αυτό και επέμενε να μάθει από που προερχόταν αυτή η παράξενη ευωδία. Η μοσχοβολιά ήταν χαρακτηριστική και η ίδια πάντοτε. Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη, γιατί δεν μπορούσε να μάθει τι έτρωγε η «συζυγός» του.
Μια μέρα, που κατάλαβε κι αυτή, ότι η ευωδία οπωσδήποτε προερχόταν από το αντίδωρο που έτρωγε στην Εκκλησία, του εξήγησε καθαρά, λέγοντας: «αυτό που τρώγω και αισθάνεσαι εσυ εύωδία, όταν συζητάμε, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το αντίδωρο που παίρνω στην Εκκλησία των Χριστιανών, όταν τελειώνει η θεία λειτουργία. Το αντίδωρο είναι αγιασμένο ψωμί από το Χριστό, που το μοιράζει ο Πατριάρχης ή οι ιερείς στους πιστούς, όταν τελειώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Πρέπει ακόμη να σου διευκρινίσω, ότι μετά το αντίδωρο - πολλές φορές - πίνω και αγιασμό». Ο Αχμέτ, δεν πίστεψε στα λεγόμενα της και την ρώτησε πως μπορεί να συμβαίνει ένα τέτοιο θαύμα και εκείνη του απάντησε: «Η θρησκεία μας είναι ζωντανή. Για μας τους Χριστιανούς, Θεός μας, είναι ο Χριστός. Είναι ο γιος του Θεού, που κατέβηκε απ' τον ουρανό και έγινε άνθρωπος Για να μας σώσει από την αμαρτία. Όταν ζούσε στη γη έκανε αμέτρητα θαύματα. Το σπουδαιότερο, το οποίο και πρέπει, αν θέλεις να κρατήσεις στο μυαλό σου, είναι ότι, από αγάπη για μας, σταυρώθηκε άδικα από τους Εβραίους και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε. Η Ανάστασή Του είναι το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σ' εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, με τη δύναμη του Χριστού τα θαύματα συνεχίζονται και σήμερα. Στο Χριστό μας όλα είναι δυνατά. Στο θαύμα, που διαπίστωσες τόσες φορές με το αντίδωρο, έχω να προσθέσω και ένα άλλο πιο απλό και ξεκάθαρο. Το νερό που πίνουμε πολλές φορές στην εκκλησία - θα σου φανεί παράδοξο - είναι αγιασμένο. Δηλαδή δεν αλλοιώνεται, δε βρωμίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το νερό αυτό, που εμείς το λέμε αγιασμό, απόκτα αυτή την ιδιότητα, μετά από ειδικές ευχές που διαβάζει ο Πατριάρχης ή οι Ιερείς. Μάλιστα, το κρατάμε σε μπουκαλάκια για ευλογία - στα εικονοστάσια των σπιτιών μας και πίνουμε, αφού προετοιμασθούμε κατάλληλα, προς καθαρισμό ψυχών και σωμάτων. Το θαύμα τούτο, αν θέλεις, μπορείς να το δεις και να το ερευνήσεις. Είναι ένα ακόμα ζωντανό θαύμα της πίστεώς μας, κυρίως, για μας τούς απλοϊκούς». Ο Αχμέτ, μόλις άκουσε όλα αυτά, έμεινε κατάπληκτος. «Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στη θρησκεία σας; Ειλικρινά, εγώ δεν μπορώ να τα καταλάβω», είπε και απομακρύνθηκε.
Πέρασαν ημέρες και νύχτες αρκετές, χωρίς να παύσει να σκέπτεται, όσα άκουσε από τη Χριστιανή «σύζυγο» του και τελικά αποφάσισε να ερευνήσει το παράδοξο γι' αυτόν γεγονός. Έτσι ντύθηκε με ρούχα χριστιανικά και πήγε στην Εκκλησία του Πατριαρχείου για να παρακολουθήσει πως γίνονταν η Θεία Λειτουργία των Χριστιανών.
Καθώς, λοιπόν, βρισκόταν στο Ναό και παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, με ξεχωριστό θαυμασμό και αναρίθμητες απορίες, είδε, σε μια στιγμή, τον ιερέα, καθώς πήγαινε προς την Ωραία Πύλη, «υπερυψωμένων υπεράνω του δαπέδου της Εκκλησίας και ολόφωτων», τον δε Πατριάρχη να «εκπέμπει» από τα δάκτυλά του, οσάκις ευλογούσε τούς Χριστιανούς, φωτεινές ακτίνες, που έπεφταν επάνω στα κεφάλια τους. Εκείνο όμως, που πραγματικά τον συγκλόνισε, ήταν το ότι, οι ακτίνες φώτιζαν μόνο τα κεφάλια των Χριστιανών και δε φώτιζαν το δικό του κεφάλι. Παρ' ότι αυτό συνέβη δύο - τρεις φορές, το αποτέλεσμα, που με αγωνία και δέος διαπίστωνε, ήταν το ίδιο. Αμέσως, ήλθαν στο μυαλό του, όλα όσα είχε ακούσει από τη «σύζυγό» του περί της πίστεώς της. «Αλήθεια, σκεπτόταν, είχε δίκαιο. Είναι ζωντανή η θρησκεία των Χριστιανών. Τι χαρά είναι αυτή που αισθάνομαι τώρα!». Βγαίνοντας από την εκκλησία, τόσο είχε συγκλονισθεί με όλα τα θαυμαστά που είχε δει, ώστε νόμιζε ότι δεν ήταν ο παλαιός Αχμέτ.
Μετά τα θαύματα αυτά, ο Αχμέτ, συνεπαρμένος - όπως ήταν - δεν ήθελε άλλες αποδείξεις για να πιστέψει στο Χριστό και να απαρνηθεί τη μωαμεθανική θρησκεία. Έτσι, χωρίς κανένα δισταγμό, γεμάτος χαρά, πήγε κρυφά στον ιερέα της περιοχής του και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιερέας, αφού είδε την μετάνοιά του και την ακλόνητη πίστη του και απόφαση του να γίνει Χριστιανός, τον κατήχησε και μετά τον βάπτισε εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Μετά τη βάπτισή του έζησε βίο ενάρετο και με ιδιαίτερα χαρά και συγκίνηση κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια και λάμβανε αντίδωρο και αγιασμό. Δυστυχώς, δε διασώθηκε πoιο χριστιανικό όνομα του δόθηκε κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος. Πάντως, μετά την αναγέννησή του, ο νεοφώτιστος, πρώην μωαμεθανός, δοξολογούσε τον Κύριο, διότι τον είλκυσε με τη χάρη του και τον οδήγησε στην ορθή πίστη. Ο νους του, όταν προσευχόταν, μετεωρίζετο και ζούσε, καθαρά και ζωντανά, τα θαύματα που αξιώθηκε να δει, την εύλογη μένη εκείνη ημέρα που εκκλησιάσθηκε, ως αλλόθρησκος και μολυσμένος στον Ιερό Ναό του Πατριαρχείου. Καίτοι μετά το βάπτισμά του έζησε ως πιστός Χριστιανός, έχοντας μυστηριακή ζωή, εν τούτοις μέχρι του μαρτυρίου του παρέμεινε ως κρυπτοχριστιανός. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που δέ διασώθηκε μέχρι σήμερα το Χριστιανικό του όνομα. Αυτό το γνώριζαν ελάχιστοι. Ο Ιερέας, η Χριστιανή σκλάβα του και ενδεχομένως μετρημένοι κληρικοί και Χριστιανοί.
Μια μέρα, οι μεγιστάνες μωαμεθανοί της Κωνσταντινούπολης είχαν συγκέντρωση και βρισκόταν σ' αυτή και ο Αχμέτ. Για να ευρίσκεται δε και ο Αχμέτ σε μια τέτοια συγκέντρωση, πρέπει να δεχθούμε, ότι ο Αχμέτ δεν ήταν ένας τυχαίος Τούρκος μουσουλμάνος. Ήταν μεγιστάνας, πλούσιος. Ήταν εκλεκτό μέλος της κοινωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Τον ρώτησαν λοιπόν, «περί του τι είναι το μεγαλύτερο πράγμα εις τον κόσμον» και τότε, ο Αχμέτ, με δυνατή φωνή είπε: «Μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστη των Χριστιανών».
Η ομολογία του, ότι είναι Χριστιανός, κεραυνοβόλησε τους πρώην ομοθρήσκους του. Χωρίς, πια, κανένα φόβο, άρχισε να ελέγχει το ψεύδος και την πλάνη των μωαμεθανών. Τότε, κατόπιν διαταγής του τοπικού άρχοντα, αφού τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον αποκεφάλισαν στις 3 Μάιου του έτους 1682 μ.Χ., στην τοποθεσία που ονομαζόταν Κεαπχανέ - Μπαξέ.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Οι Άγιοι Δέκα Μάρτυρες που μαρτύρησαν στην Κρήτη

Οι άγιοι Δέκα μάρτυρες μαρτύρησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος. Από αυτούς, οι μεν Θεόδουλος, Σατορνίνος, Εύπορος, Γελάσιος και Ευνικιανός, ήταν από τη Γορτυνία της Κρήτης. Ο Ζωτικός, από την Κνωσό. Ο Αγαθόπους από το λιμένα Πανούρμου. Ο Βασιλειάδης (ή Βασιλείδης) από την Κυδωνιά. Ο Ευάρεστος και ο Μόβιος (ή Πόμπιος, ή Πόντιος) από το Ηράκλειο.
Και οι δέκα με πολύ ζήλο εργάζονταν για τη διάδοση του Ευαγγελίου στο νησί. Καταγγέλθηκαν στον έπαρχο Κρήτης, που ήταν συνώνυμος του αυτοκράτορα, ονομαζόταν δηλαδή κι αυτός Δέκιος. Ο έπαρχος, όταν είδε την ανθηρή νεότητά τους και το αρρενωπό τους παράστημα, προσπάθησε να τους παρασύρει με πολλές υποσχέσεις εγκόσμιων απολαύσεων και ηδονών. Αλλά όταν είδε ότι τίποτα δεν πετύχαινε, διέταξε να τους μαστιγώσουν, και κατόπιν τους λιθοβόλησαν.
Οι γενναίοι μάρτυρες του Χριστού υπέμειναν ηρωικά τα βασανιστήρια, ενθυμούμενοι τα λόγια του ψαλμωδού: «Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ Κύριον» (Ψαλμός Λ' στ. 25). Δηλαδή, να έχετε γενναίο και ανδρείο φρόνημα, και η καρδιά σας ας γίνεται κραταιά και ατρόμητη, όλοι εσείς που ελπίζετε στον Κύριο. Κατόπιν, με διαταγή του έπαρχου, οι στρατιώτες έκοψαν με τα ξίφη τους τις τίμιες κεφαλές των δέκα χριστιανών Αγίων.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Κρήτης τα εύοσμα άνθη τιμήσωμεν, τα διαπνέοντα, οσμήν την ένθεον, Θεόδουλον και Ζωτικόν, Γελάσιον, Σατορνίνον, Εύπορον Ευάρεστον, Αγαθόποδα Πόμπιον, Ευνικιανόν ομού, Βασιλειάδην τε ένδοξον, βοώντες αυτούς αυτούς ομοφρόνως, χαίρε Δεκάς η των μαρτύρων.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν πολυθαύμαστον Κρήτην τιμήσωμεν, τὴν ἐξανθήσασαν ἄνθη τὰ τίμια, τοὺς μαργαρίτας τοῦ Χριστοῦ, Μαρτύρων τοὺς ἀκρέμονας. Δέκα γὰρ ὑπάρχοντες, ἀριθμῷ οἱ μακάριοι, δύναμιν μυρίοπλον τῶν δαιμόνων κατήσχυναν· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους ἐδέξαντο, Μάρτυρες Χριστοῦ οἱ καρτερόψυχοι.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῆς Κρήτης οἱ λαμπροί, καὶ σεπτοὶ πολιοῦχοι, ἀθλήσαντες στερρῶς, ἐτροπώσαντο πίστει, τὸν ὄφιν τὸν ἀρχέκακον, καὶ νομίμως ἐστέφθησαν, τούτων σήμερον, τήν ἀξιέπαινον μνήμην, ἑορτάζοντες, μεγαλοφώνως τὸν πάντων, δοξάζομεν Κύριον.

Ο Άγιος Ναούμ ο Θεοφόρος και θαυματουργός

Ο Άγιος Ναούμ υπήρξε συνεργάτης του Κυρίλλου και Μεθοδίου, τον 9ο αιώνα (842 μ.Χ.), στους αγώνες τους για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης στη Βουλγαρία. Και στο βαρύ αυτό έργο, όπου συνάντησαν μεγάλα εμπόδια και επικίνδυνες αντιστάσεις, η παρουσία του Ναούμ είχε μεγάλη επίδραση. Διότι στη δύναμη της διδασκαλίας του, πρόσθετε και την εντύπωση, που προκαλούσαν τα θαύματα που ενεργούσε με τη χάρη του Θεού.
Ο Ναούμ, επιστρέφοντας από τη Ρώμη, όπου πήγε στον τότε Πάπα Αδριανό, πέρασε και από τη Γερμανία, όπου υπήρχαν πολλές και διάφορες αιρέσεις. Και αφού κήρυξε και εκεί αγωνιζόμενος για την Ορθοδοξία, επανήλθε και πάλι στη Βουλγαρία. Εκεί, οργάνωσε μαζί με άλλους συναγωνιστές του, σώμα εσωτερικής ιεραποστολής και εργάστηκε θερμότατα για τη διάδοση του χριστιανισμού με τα κηρύγματά του και τις συνεχείς διδακτικές περιοδείες του.
Ο θάνατος τον βρήκε όρθιο, να κοπιάζει μέχρι τελευταίας του πνοής για τον ευσεβή σκοπό του.

Ο Όσιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής

Ο Όσιος Νήφων είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Η ζωή του βρίσκεται στους αρχαίους Κώδικες και μεταγενέστερους, όπως στους Λαυριωτικούς Β81 φ. 1-155,1 23 φ. 228α-278, Λ. 66 φ. 32α -58 και στον Βατοπεδινό 618 φ. 143α-159. Η επιγραφή της βιογραφίας του έχει ως εξής: «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νήφωνος τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μὲν ἀσκήσαντος, γενομένου δὲ ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς κατὰ Ἀλεξάνδρειαν». Στον Λαυριωτικό Κώδικα Β 81, λέγεται επίσκοπος Αλμυρουπόλεως και ότι απεβίωσε 23 Δεκεμβρίου. Ακολουθία του βρίσκεται στον Κώδικα Δ. δ. II της Κρυπτοφέρης (Βλ. Κατάλογο Roechi σελ. 389). Ελεύθερη απόδοση της ζωής του από το βυζαντινό χειρόγραφο, βρίσκεται στο βιβλίο «Ένας ασκητής Επίσκοπος», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού (1993 μ.Χ.).

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Η Αγία Αναστασία η Μεγαλομάρτυς η Φαρμακολύτρια

Η καταγωγή της Αγίας Αναστασίας ήταν από την Ρώμη. Ο πατέρας της ονομαζόταν Πραιτεξτάτος και ήταν Ρωμαίος πατρίκιος ενώ την μητέρα της την έλεγαν Φαύστα. Η Αναστασία διακρινόταν για την ομορφιά του σώματος, τη μόρφωση, το άμεμπτο ήθος και τη σωφροσύνη της.
Παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία τον Ποπλίωνα, άρχοντα των Ρωμαίων και φανατικό ειδωλολάτρη. Η Αναστασία όμως, κατηχήθηκε στο λόγο του Χριστού και έλαβε το Θείο Βάπτισμα. Επειδή δεν φανέρωσε δημόσια, λόγω του ανδρός της, την χριστιανική της πίστη βοηθούσε κρυφά όσους είχαν ανάγκη από ένα χέρι βοηθείας ή ένα λόγο παρηγοριάς. Ντυνόταν πενιχρά και μετέβαινε στις φυλακές πηγαίνοντας τροφή και χρήματα. Γι' αυτό ονομάστηκε «Φαρμακολύτρια».
Όταν έμαθε ο Ποπλίωνας την δράση της Αγίας, εξοργίστηκε. Αρχικά προσπάθησε να την μεταπείσει με συμβουλές. Όμως, η Αναστασία παρέμενε ακλόνητη στην πίστη της ακόμα και όταν την κακοποίησε. Αυτή η επιμονή της, εξόργισε τον Ποπλίωνα και την κατέδωσε στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος διέταξε την φυλάκισή της. Επειδή εξακολουθούσε να υμνολογεί τον Κύριο, ο Διοκλητιανός διέταξε τον βασανισμό της.
Τελικά η αγία Αναστασία παρέδωσε το πνεύμα της στην πυρά το 290 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Tῶν μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι' ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα· ὅθεν βλαστάνεις δαψιλῶς χάριν ἄφθονον ἀεί, θέοφρων Ἀναστασία, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Οἱ ἐν πειρασμοῖς, καὶ θλίψεσιν ὑπάρχοντες, πρὸς τὸν σὸν ναόν, προστρέχοντες λαμβάνουσι, τὰ σεπτὰ δωρήματα, τῆς ἔν σοὶ ἐνοικούσης θείας χάριτος Ἀναστασία· σὺ γὰρ ἀεί, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Τῶν Μαρτύρων ζηλοῦσα τὴν ἀρετήν, συμπαθείᾳ καρδίας τούτων θερμῶς, ταῖς χρείαις ἑκάστοτε, διηκόνεις θεόπνευστε, καὶ τοὺς ἰχῶρας πίστει, ἐξέματτες χαίρουσα, ἐν μηδενὶ θεμένη, τὰ πρόσκαιρα βάσανα· ὅθεν ἐπὶ τέλει, συσχεθεῖσα καὶ πόνους, πολλοὺς ὑπομείνασα, στερροτάτως ἐνήθλησας, Ἀναστασία πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συνεπώνυμος οὖσα, πεπτωκότα με νῦν ἀνάστησον ταῖς πρεσβείαις σου, ἐκ τῶν θαυμάτων τῶν σῶν, σταγόνα ἐπιστάξασα, Μάρτυς τῇ ψυχῇ μου, καὶ τὸν φλογμὸν τῆς δεινῆς ἁμαρτίας κατασβέσασα· τὸν κόσμον γὰρ διασῴζεις ἐκ παθῶν πολυτρόπων ἑκάστοτε, ὧν περ κἀγὼ πεπείραμαι· σὺ γὰρ πάντα τοῖς πᾶσι παρέχουσα, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

H Αγία Ιουλιανή

Οι γονείς της Ιουλιανής ήταν ειδωλολάτρες και θέλησαν να τη μνηστεύσουν με κάποιο διακεκριμένο αξιωματούχο της Αντιόχειας, τον Ελεύσιο. Αλλά η Ιουλιανή αρνήθηκε σθεναρά. Η άρνησή της κατέπληξε τους γονείς της, διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τους είχε φέρει καμιά αντίρρηση και ήταν υπάκουη κόρη. Ο Ελεύσιος με πληγωμένο εγωισμό ζητούσε εκδίκηση. Αφού ερεύνησε και παρακολούθησε για πολύ καιρό την Ιουλιανή, έμαθε ότι εν αγνοία των γονέων της είχε γίνει χριστιανή. Έτσι ο Ελεύσιος την κατήγγειλε στον έπαρχο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακισθεί.
Μέσα στη φυλακή, συνεχίστηκαν οι προσπάθειες να γίνει σύζυγος του Ελευσίου και να αποφύγει τον κίνδυνο του θανάτου. Αλλά η Ιουλιανή προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πάρει ειδωλολάτρη σύζυγο. Τότε ο Ελεύσιος με διαταγή του έπαρχου και πολύ μίσος την μαστίγωσε ανελέητα. Έπειτα, έκαψε το πρόσωπό της με πυρακτωμένο σίδερο, και της είπε: «Πήγαινε τώρα στον καθρέπτη να καμαρώσεις την ομορφιά σου». Η δε Ιουλιανή, με ένα ελαφρό μειδίαμα του απάντησε: «Στην ανάσταση των δικαίων, στα πρόσωπα δε θα υπάρχουν πληγές και εγκαύματα. Θα υπάρχουν μόνο οι πληγές των ψυχών από την αμαρτία. Γι' αυτό, Ελεύσιε προτιμώ τώρα τις πληγές του σώματος, που είναι προσωρινές, παρά τις πληγές της ψυχής, που βασανίζουν αιώνια». Μετά από λίγο, το ξίφος του δημίου έκοψε το νεανικό κεφάλι της Ιουλιανής.
Αργότερα ο Ελεύσιος, όταν βρέθηκε ναυαγός σε κάποιο άγνωστο νησί, βρήκε τραγικό τέλος, όταν τον κατασπάραξε ένα άγριο λιοντάρι.
Η σύναξή της τελείται στο μαρτύριο αυτής, πλησίον της μάρτυρος Ευφημίας στο Πέτριο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς νύμφη πανάμωμος καὶ ἀθληφόρος σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι τοῦ ἀθανάτου Πατρός, Ἰουλιανὴ ἔνδοξε, σὺ γὰρ φθαρτὸν μνηστήρα παριδοῦσα, ἐμφρόνως ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· καὶ νῦν ταῖς τοῦ νυμφίου σου τρυφᾶς φαιδρότησι.

O Άγιος Θεμιστοκλής

Ο άγιος Θεμιστοκλής καταγόταν από τα Μύρα της Λυκίας και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου. Ήταν βοσκός στο επάγγελμα.
Την εποχή εκείνη ο Ασκληπιός, ο διοικητής της Λυκίας, ξεκίνησε διωγμό κατά των χριστιανών και ο στόχος του ήταν να συλλάβει τον άγιο μάρτυρα Διοσκουρίδη. Ο Διοσκουρίδης όμως κατέφυγε στο όρος όπου έβοσκε ο Θεμιστοκλής τα πρόβατά του. Οι άνθρωποι του διοικητή κίνησαν και αυτοί προς το όρος όπου και συνάντησαν τον Θεμιστοκλή. Όταν ερωτήθηκε για την πίστη του δεν δίστασε ούτε στιγμή να ομολογήσει τον έναν και μοναδικό Θεό. Οι στρατιώτες ακούγοντας την ομολογία αυτή της πίστης του τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον Ασκληπιό. Παρ' όλες τις απειλές που δέχθηκε ο άγιος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Αυτό εξόργισε τον Ασκληπιό και διέταξε τον βασανισμό του.
Ο άγιος Θεμιστοκλής παρέδωσε το πνεύμα του κατά την διάρκεια του μαρτυρίου το 251 μ.Χ.

O Άγιος Πέτρος ο θαυματουργός Μητροπολίτης πάσης Ρωσίας

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

O Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ανήκει στο χορό των αποστολικών Πατέρων και των μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Η προσφορά του σαν αποστολικού Πατέρα και ποιμένα κορυφώθηκε με το χύσιμο του αίματός του για την αγάπη του Εσφαγμένου Αρνίου.
Σαν ποιμένας καλός, φύλαξε το ποίμνιο του από την αίρεση των Δοκητών, αναδειχθείς έτσι από τους πρώτους αγωνιστές για τη διατήρηση και διάδοση ανόθευτης της διδασκαλίας πού παράλαβε από τους
Αποστόλους.
Ο Θειος έρωτας, πού προξενούσε στην καρδιά του η παρουσία του Αγίου Πνεύματος και πού τον οδήγησε και στο μαρτύριο, μας αποκαλύπτεται από τον ίδιο στη δωδεκάτη και τελευταία επιστολή του προς τους Ρωμαίους, όπου λέγει μεταξύ άλλων: «Ο εμός έρως εσταύρωται... Ύδωρ δε ζών, αλλόμενον εν εμοί έσωθεν μοί λέγει• Δεύρο προς τον Πατέρα...»
Μαθητής των Αποστόλων
Ο άγιος Ιγνάτιος όπως μας διασώζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πού τον Εγκωμιάζει, ήταν μαθητής των Αποστόλων. Άλλοι τον αποκαλούν μάλιστα μαθητή του Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον
Πολύκαρπο, πού έγινε Επίσκοπος Σμύρνης το 68 μ.Χ. Στη μικρή του ηλικία κατά την παράδοση, τον πήρε ο Δεσπότης Χριστός στ’ άγια χέρια Του, όταν διδάσκοντας το λαό στα Ιεροσόλυμα, έλεγε: «Ὅποιος δέν ταπεινωθεῖ ὅπως τό παιδί αὐτό, δέ θά μπεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί ὅποιος ὑποδεχτεῖ ἕνα ἀπό αὐτά τά παιδιά στό ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται». Λέγοντας αυτά ο Θεός και Σωτήρας μας, προέλεγε τη μέλλουσα προκοπή του παιδιού, πού μαρτύρησε για χάρη Του.
Επίσκοπος Αντιοχείας
Όταν έφτασε σε κανονική ηλικία ο Άγιος, χειροτονήθηκε από τους θείους Αποστόλους ιερέας. Κοντά τους έμαθε ο αγαθότατος κάθε αρετή πού αρμόζει σε ιερείς. Μαζί τους κοπίασε και βασανίστηκε να
κηρύττει το Ευαγγέλιο, και αφού άλλος αξιότερος του δεν υπήρχε τον ψήφισαν επίσκοπο Αντιοχείας. Έμεινε στο θρόνο για σαράντα ολόκληρα χρόνια, από το 70 πού βασίλευε στη Ρώμη ο Ουεσπιασιανός,
μέχρι το 107, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊνός.
Η καταδίκη του στην Αντιόχεια
Τον καιρό εκείνο, αφού νίκησε ο αυτοκράτορας της Ρώμης Τραϊνός τους Τατάρους, κήρυξε άγριο πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ήθελε να τους εξαναγκάσει να προσκυνήσουν τους θεούς του, πού νόμιζε ότι τον βοήθησαν και νίκησε. Έστειλε λοιπόν σ’ όλες τις πόλεις γράμματα με τη διαταγή να βασανίζουν όσους χριστιανούς δε θυσιάζουν στα είδωλα και να τους θανατώνουν.
Ο μακάριος Ιγνάτιος ζούσε διαρκώς με την ιδέα του μαρτυρίου. Ο διωγμός των χριστιανών μαινόταν κυριολεκτικά. Ο θειότατος όμως Πατήρ ημών, ζώντας με την Εμπειρία του Αγίου Πνεύματος τη μέλλουσα βασιλεία και γευόμενος από την Επίγεια ζωή την αιώνια μακαριότητα, δε φοβόταν το θάνατο. Ο Τραϊνός τότε ήταν στην Αντιόχεια, όπου ετοίμαζε πόλεμο εναντίον των Περσών. Κάποιοι του ανάγγειλαν για τον Ιγνάτιο, πώς δίδασκε στους ανθρώπους να προσκυνούν Θεό νεώτερο, σταυρωμένο και κακοθάνατο. Να φυλάττουν την παρθενία και να μη μένουν στις απολαύσεις του βίου και την καλοπέραση.
Και το χειρότερο απ’ όλα να καταφρονούν τους θεούς.
Ακούοντας αυτά ο βασιλιάς προστάζει να του τον φέρουν μπροστά του, στο θέατρο. Όταν παρουσιάστηκε ο Άγιος, του λέγει ο Τραϊανός: «Εσύ είσαι ο Ιγνάτιος, πού καταφρονείς τα προστάγματά μας; Άκουσα ότι διαστρέφεις με τη διδαχή σου την Αντιόχεια. Παρακινείς τους ανθρώπους να σέβονται τον Χριστό και να καταφρονούν, αναιδέστατε;» Του απαντά ο Άγιος: «Λυπάμαι πού δεν κατανοείς ότι δεν είναι θεοί τ’άψυχα είδωλα. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, πού δημιούργησε όλο τον κόσμο. Θα ήσουν αληθινά ευτυχισμένος αν και συ τον γνώριζες». Του λέγει ο Τραϊανός: «Ας αφήσουμε την πολυλογία και προσκύνα τους θεούς, να σε κάμω αρχιερέα του μεγάλου Δία. Να σε ονομάσω πατέρα της Βουλής, να σε τιμούν όλοι». Αποκρίνεται ο πνευματοφόρος Ιγνάτιος:
«Θαυμαστή η επαγγελία σου και μεγαλόδωρη. Τι ανάγκη έχω αυτής της τιμής; Εγώ είμαι Ιερέας του Θεού. Κάθε μέρα Του θυσιάζω θυσία αινέσεως και είμαι έτοιμος να θυσιάσω και τον εαυτό μου για την αγάπη Του, όπως Αυτός ο αθάνατος έπαθε εκούσια για μένα. Λοιπόν, και αν με παραδώσεις στα θηρία ή με καρφώσεις με ξίφος ή σε σταυρό, δε θα προσκυνήσω τα είδωλα. Ούτε το θάνατο φοβούμαι,ούτε πράγματα πρόσκαιρα. Αλλά τα μέλλοντα πού μένουν αιώνια και όλη μου η διάθεση είναι να πάω προς τον ποθούμενο Χριστό, πού σταυρώθηκε για την αγάπη μου».
Όταν ο Ιγνάτιος τελείωσε το λόγο του, ο βασιλιάς και η σύγκλητος φοβήθηκαν μην εξελεγχθεί η πλάνη τους περισσότερο και βεβαιωθεί ο σεβασμός προς τον Χριστό. Γι αυτό, πρόσταξαν να τον φυλακίσουν μέχρι την άλλη εξέταση.
Όλη τη νύχτα ο βασιλιάς διαλογιζόταν τι να κάνει για να λυτρωθεί από τον Ιγνάτιο. Γιατί φοβόταν ότι θα προσέλκυε και άλλους στην πίστη του. Αποφασίζει λοιπόν να τον δώσει να τον φάνε τα θηρία για να φοβηθούν και οι άλλοι. Το πρωί το ανακοίνωσε στη σύγκλητο, πού επαίνεσαν τη σκέψη του. Αποφάσισαν όμως να τον στείλουν δεμένο στη Ρώμη και εκεί να τον βάλουν στα θηρία, για δύο λόγους.
Ο πρώτος ήταν να μην τον θανατώσουν στην Αντιόχεια από το φόβο της αντίδρασης του λαού, πού εκτιμούσε τον Ιγνάτιο, καθώς και ο κίνδυνος να τον δοξάσουν οι φίλοι του έχοντας τα οστά του για αγιασμό.
Ο δεύτερος λόγος ήταν για να ταλαιπωρηθεί με την κακοπάθεια και την πεζοπορία. Και έτσι εξαντλημένος να θανατωθεί σε ξένη γη σαν κακούργος. Την ίδια μέρα τον βγάλανε από τη φυλακή.
Δοκίμασε ξανά ο βασιλιάς με υποσχέσεις αγαθών, με δωρεές και χαρίσματα και τέλος με απειλές. Μη μπορώντας να τον μεταπείσει έγραψε την απόφασή του και διάταξε να τον δέσουν και με άλλες
αλυσίδες. Μετά τον παράδωσε σ’ ένα στρατιωτικό τμήμα για να τον οδηγήσει στη Ρώμη να τον κατασπαράξουν τα θηρία.
Αφού απαλλάχτηκε ο βασιλιάς από τον Ιγνάτιο έκαμε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Αντίθετα ο Άγιος όταν άκουσε την καταδίκη του, ευχαριστούσε μεγαλόφωνα το Θεό πού τον αξίωσε με αυτόν τον
τρόπο να πάει κοντά του. Προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο για το λαό και παρακάλεσε για την Εκκλησία. Έπειτα «Θείω ἔρωτι ἐπτερωμένος» κατά τον υμνογράφο του, ακολούθησε τους στρατιώτες.
Η πορεία προς τη Ρώμη
Ο ευλογημένος Ιγνάτιος ανάλαβε την υποχρεωτική και πολύμηνη πορεία προς τη Ρώμη χωρίς αγανάκτηση και τη συνέχισε με επιτεινόμενο τον πόθο του μαρτυρίου. Η συνοδεία αποτελείτο από τους στρατιώτες, τον Ιγνάτιο και άλλους χριστιανούς πού συλλαμβάνονταν στο δρόμο για εκφοβισμό.
Ακολούθησαν στην αρχή το θαλάσσιο δρόμο. Αργότερα, αφού αποβιβάστηκαν στη Μικρασιατική ακτή, συνέχισαν το δρόμο τους πεζοπορώντας. Στη διακλάδωση του δρόμου μετά τη Φιλαδέλφεια, άφησαν αριστερά την Έφεσο, τις Τράλλεις και τη Μαγνησία. Πήραν βόρεια κατεύθυνση και έφθασαν στη Σμύρνη, όπου έγιναν δεκτοί από την εκεί Εκκλησία και τον επίσκοπό της Άγιο Πολύκαρπο. Αλλά και οι χριστιανοί των γειτονικών πόλεων έμαθαν τις κινήσεις του Ιγνάτιου και έστειλαν στη Σμύρνη αντιπροσωπείες:
Με πρωτοπόρο τον επίσκοπο Ονήσιμο οι Εφέσιοι, τον επίσκοπο Δημά οι χριστιανοί της Μαγνησίας, και από τις μακρυνές Τράλλεις στάλθηκε μόνος ο επίσκοπος Πολύβιος. Μαζεύτηκαν για να τον δουν και να πάρουν την ευχή του. Ο Ιγνάτιος τους ασπάστηκε όλους και τους παράγγειλε να εύχονται να μην εμποδιστεί ο δρόμος της άθλησής του. Αλλά ν’ αξιωθεί να τον φάνε τα θηρία, για να πάει το γρηγορότερο στον ποθούμενο Νυμφίο.
Αυτά τους είπε ο πάνσοφος, για να γνωρίσουν ότι ποθούσε το θάνατο και έτσι να μην πικραίνονται. Τούς έβλεπε ότι ήταν περίλυποι και φοβόταν μήπως στασιάσουν, τον αρπάξουν από τους στρατιώτες και εμποδίσουν την ποθούμενη πεζοπορία του. Αφού τον άκουσαν, θέλησαν να του παρουσιάσουν τα σοβαρά προβλήματα πού απειλούσαν τότε τις Εκκλησίες της Μ. Ασίας. Το φοβερότερο ήταν οι Δοκήτες,αλλά και οι Ιουδαΐζοντες αποτελούσαν μόνιμο κίνδυνο. Τότε ο Ιγνάτιος αφού τους έδωσε τις πρέπουσες προφορικές συμβουλές, για να τους στερεώσει στην ορθή διδασκαλία και τα αποκεκαλυμμένα δόγματα, έγραψε και τους έδωσε και επιστολές γεμάτες δύναμη πνεύματος και σοφία.
Η συνέχεια της διαδρομής
Όταν βρισκόταν στη Σμύρνη ο Ιγνάτιος πληροφορήθηκε ότι χριστιανοί στη Ρώμη έμαθαν την άφιξή του και επεδίωκαν αναθεώρηση της καταδικαστικής απόφασης. Τότε τους έγραψε, ο αθωότατος, να
σταματήσουν τις ενέργειες αυτές. Γιατί το μαρτύριο, δεν ήταν για τον Ιγνάτιο καταδίκη, αλλά πόθος για να ενωθεί με το Χριστό. «Καλόν ἐμοί ἀποθανεῖν διά Ἰησοῦν Χριστόν... πιστεύσατε μοί, ὅτι τόν Ἰησοῦν φιλῶ τόν ὑπέρ ἐμοῦ παραδοθέντα».
Οι δέκα συνοδοί στρατιώτες, πού καλούνταν από τον Ιγνάτιο «λεόπαρδοι» (ίσως γιατί ανήκαν σε ομώνυμη λεγεώνα) ήταν σκληροί. Τού επέτρεπαν όμως την απαραίτητη άνεση για την υποδοχή των
χριστιανών, πού από παντού συνέρρεαν για να πάρουν την ευλογία του. Μετά το σταθμό στη Σμύρνη, όπου ο αποστολικός Πατέρας ευλόγησε, παρηγόρησε και ενίσχυσε με τις θεόπνευστες επιστολές του
τους πιστούς, η συνοδεία συνέχισε τη διαδρομή της προς το βορρά. Με μεγάλη χαρά έμαθαν οι κρατούμενοι στην Τρωάδα, για την κατάπαυση του διωγμού στην Αντιόχεια. Τη χαρά αυτή άφησε να ξεχυθεί ο Ιγνάτιος σ’ επιστολές του πού έστειλε στις Εκκλησίες πού συνάντησε στο δρόμο του. Ζητούσε από τους παραλήπτες, να στείλουν στην Αντιόχεια σαν δείγμα αγάπης «Θεοδρόμους» για να συγχαρούν την εκεί Εκκλησία.
Αργότερα συνέχισαν την πεζοπορία και αφού πέρασαν από τη Νεάπολη, τους Φιλίππους, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, μπήκαν στην Επίδαμνο. Απ’ εκεί επιβιβάστηκαν σε πλοίο και διαπλέοντας το Αδριατικό και το Τυρρηνικό πέλαγος έφθασαν στη Ρώμη.
Το μαρτυρικό τέλος του
Οι στρατιώτες τον παράδωσαν στον έπαρχο της πόλης. Αυτός, όταν διάβασε τη γραπτή απόφαση του βασιλιά διάταξε και τον φυλάκισαν. Εκείνες τις μέρες είχαν μεγάλη πανήγυρη στη Ρώμη. Μαζεύτηκε
ο λαός της πόλης όχι μόνο για τη γιορτή αλλά για να δουν και τον Άγιο. Γιατί μαθεύτηκε παντού ότι έφεραν τον αρχιεπίσκοπο της Αντιόχειας για να τον φάνε τα θηρία.
Όταν τον άφησαν οι στρατιώτες μέσα στο θέατρο, ο άγιος Ιγνάτιος στράφηκε προς το πλήθος του λαού και είπε: «Άνδρες Ρωμαίοι και θεατές του αγώνα μου. Να γνωρίζετε ότι δεν έκαμα καμιά κακουργία,
αλλ’ ούτε έφταιξα σε τίποτα για να είμαι άξιος θανάτου. Τον δέχομαι όμως με χαρά και αγαλλίαση για την πίστη στον αληθινό Θεό πού λατρεύω. Επειδή είμαι το σιτάρι του, αλέθομαι από τα δόντια των
θηρίων για να γίνω άρτος καθαρός και άμωμος».
Αφού είπε αυτά ο άγιος Ιγνάτιος, άφησαν τα λιοντάρια και τον κατασπάραξαν. Έμειναν μόνο τα μεγάλα του οστά, τα οποία όταν διαλύθηκαν τα πλήθη, τα πήραν οι χριστιανοί και τα ενταφίασαν με ευλάβεια
στις 20 Δεκεμβρίου. Αργότερα τα μετάφεραν στην Αντιόχεια.
Η μνήμη του γιορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 20 Δεκεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 23 Ιανουαρίου.

 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομών, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε, Πρεσβεῦε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ ἔρωτι ἐπτερωμένος, τοῦ σὲ ψαύσαντος χερσὶν ἀχράντοις θεοφόρος ἀνεδείχθης, Ἰγνάτιε· καὶ ἐν τῇ Δύσει τελέσας τὸν δρόμον σου, πρὸς τὴν ἀνέσπερον λῆξιν ἐσκήνωσας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Tῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου, ἡ φωτοφόρος ἡμέρα, προκηρύττει ἅπασι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα· τούτου γὰρ διψῶν ἐκ πόθου κατατρυφῆσαι, ἔσπευσας, ὑπὸ θηρίων ἀναλωθῆναι· διὰ τοῦτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης Ἰγνάτιε ἔνδοξε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὥσπερ ἀστήρ, καὶ ἀκτῖσι τῶν λόγων λαμπαδουχῶν, τὸν κόσμον ἐφώτισας, καὶ τὸ σκότος ἐμείωσας, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὸν δρόμον, γενναίως διήνυσας, ὑπομείνας κινδύνους, ἐν Ἔθνεσί τε καὶ πόλεσιν· ὅθεν καὶ ὡς σῖτος, τῶν θηρῶν τοῖς ὁδοῦσιν, ἠλέσθης γενόμενος, προσφορὰ τῷ Κυρίῳ σου, Θεοφόρε Ἰγνάτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἀβραὰμ μὲν ποτε τὸν υἱὸν ἐθυσίαζε, τὴν σφαγὴν προτυπῶν τοῦ τὰ πάντα κατέχοντος, καὶ νῦν ἐν Σπηλαίῳ σπεύδοντος τεχθῆναι, σὺ δὲ θεόφρον, ὅλον προσήγαγες σαυτόν ὥσπερ σφάγιον, καὶ τῶν θηρίων βρῶμα γενόμενος, σῖτος καθαρὸς ὤφθης τῷ Κτίστῃ σου, ἐν ἀποθήκαις ἐπουρανίαις διαιωνίζων ἀληθῶς, καὶ τοῦ σοῦ ἔρωτος τρυφῶν· δι' ὃν πάντα τὸν κόσμον καταλείψας παμμάκαρ, Θεοφόρος προσηγορεύθης, Ἰγνάτιε ἔνδοξε.

O Άγιος Ιωάννης ο ράφτης Νεομάρτυρας από τη Θάσο

Το ηρωικό αυτό παιδί, γεννήθηκε στο χωριό Μαρίαις του νησιού Θάσου. Σε ηλικία 14 ετών ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και μάθαινε την τέχνη του ράφτη στο Γαλατά.
Κάποτε πήγε σ' ένα κατάστημα Εβραίου εμπόρου για ν' αγοράσει κλωστές και φιλονίκησε μ' αυτόν. Ο Εβραίος βρήκε την ευκαιρία την ώρα που ο Χότζας βρισκόταν πάνω στον μιναρέ, κατηγόρησε τον Ιωάννη ότι βρίζει την πίστη και το προσκύνημα των Τούρκων. Όταν το παιδί οδηγήθηκε μπροστά στον βεζίρη και πιεζόταν ν' αρνηθεί τον Χριστό, με γενναιότητα απάντησε: «Δεν θ' αρνηθώ ποτέ τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, και αν ακόμα μύρια βάσανα μου κάνετε και το βασίλειο σας όλο μου χαρίσετε».
Βλέποντας ο βεζίρης την αμετάθετη γνώμη του παιδιού, διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Έτσι στην τοποθεσία «Τσαρσί των γουναράδων» ο δήμιος έκοψε μαρτυρικά λίγο-λίγο το κεφάλι του ηρωικού παιδιού στις 20 Δεκεμβρίου 1652 μ.Χ.
Τον βίο του Αγίου συνέγραψε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης και ο Μελέτιος Συρίγου.

O Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης

Ο π. Ιωάννης (Ιβάν) Ίλιτς Σέργιεφ γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1829 μ.Χ., την μέρα εορτής του μεγάλου Σλαύου Οσίου Ιωάννη της Ρίλας (Βουλγαρίας), του οποίου πήρε και το όνομα, στο χωριό Σούρα του Αρχάγγελσκ (βορεινή Λευκή θάλασσα της Ρωσίας). Ο πατέρας του ονομαζόταν Ηλίας (Ίλιτς) Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ και η μητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεβνα και ήσαν δύο ευσεβείς και με πενιχρή μόρφωση χωρικοί, ενώ ο παππούς του ήταν ιερέας.
Από μικρή ηλικία λόγω του οικογενειακού κλίματος η θεία λατρεία και η αυστηρή νηστεία έγιναν οι βάσεις της παιδικής του κατήχησης. Σε ηλικία 6 ετών άρχισε η μητέρα του να του παραδίδει μαθήματα και σε ηλικία 10 ετών στάλθηκε στην ενοριακή σχολή του Αρχάγγελσκ, όπου αποφοίτησε σε ηλικία 22 ετών ως αριστούχος στο θεολογικό Σεμινάριο, με αποτέλεσμα να επιτύχει κρατική υποτροφία και να σταλεί στη θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Την ίδια εποχή πεθαίνει ο πατέρας του σε ηλικία 48 ετών. Με όπλο τον καλλιγραφικό γραπτό του χαρακτήρα, γίνεται γραμματέας της Ακαδημίας και με πενιχρό μισθό, ζει αυτός και η μητέρα του. Ενώ είχε την επιθυμία να γίνει ιεραπόστολος στη μακρινή Κίνα, στο τέταρτο έτος των σπουδών περνάει βαθιά κατάθλιψη, που όμως την ξεπερνάει σιγά-σιγά. Μελετά τα γραπτά πολλών Πατέρων της Εκκλησίας και στέκεται ιδιαίτερα στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Φιλάρετο Μόσχας.
Στο τέλος των σπουδών του εγκαταλείπει οριστικά τη σκέψη της εξωτερικής ιεραποστολής και όταν του προτείνεται η θέση ιερέα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου στην Κρονστάνδη, στο νησί Κότλινε του Φιννικού κόλπου, που ήταν τόπος εξορίας. Ο γέροντας ιερέας Κωνσταντίνος Νετβίτσκυ του ζήτησε επιπλέον, και αυτός δέχτηκε, να νυμφευτεί και την κόρη του Ελισσάβετ Κωνσταντίνοβνα. Στις 11 Νοεμβρίου του 1855 μ.Χ. (26 ετών) έγινε διάκονος και την επόμενη μέρα πρεσβύτερος, από τον επίσκοπο Χριστόφορο Βιννίτσκυ, στο ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Ως ιερέας ο Ιωάννης, ακολουθεί αυστηρό πνευματικό βίο, ενώ η σύζυγός του γίνεται με αυταπάρνηση βοηθός στο έργο του και μετά από ένα χρονικό διάστημα συναποφασίζουν τελικά να ζήσουν χωρίς παιδιά, σαν αδέλφια.
Στον τόπο εξορίας, στην Κρονστάνδη, ο πληθυσμός ακολουθούσε βίο μακριά από την εκκλησιαστική πρακτική. Γρήγορα ο Ιωάννης κατάλαβε πως όλοι ανήκουν στο ποίμνιό του. Η προσέγγιση άρχισε από τα παιδιά, γιατί όπως έλεγε κρατούν ένα μέρος από το αρχικό μεγαλείο της εικόνας του Θεού. Ακολούθησαν σιγά-σιγά και οι μεγάλοι. Ενθάρρυνε κάθε άνδρα και γυναίκα να εισέλθουν στον εκκλησιαστικό βίο. Μοίραζε τα πενιχρά του έσοδα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να στερείται ακόμα τα απαραίτητα. Ο ίδιος έπραττε σημαντικό ιεραποστολικό έργο. Αγόραζε τρόφιμα, φάρμακα, καλούσε γιατρούς.
Η βάση της φιλανθρωπικής του δράσης στηριζόταν στο να οργανώσει αυτούς που μπορούσαν να βοηθούν. Με συχνά κηρύγματα ανέλυε τις πολύπλευρες αιτίες της Κρονστανδικής πενίας και επαιτείας. Έτσι κατάφερε σύντομα να ιδρυθούν πτωχοκομεία, εργατικές πολυκατοικίες, επαγγελματικές σχολές και έτσι να δοθεί ανάλογα στον καθένα κατοικία και εργασία. Έμβλημά του υπήρξε η κοινωνική αλληλεγγύη γι αυτό και το έργο του αφορούσε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από καταγωγή ή θρησκευτική ομολογία.
Μερικά παραδείγματα του κοινωνικού του έργου είναι:
Το 1874 μ.Χ συγκροτεί ενοριακή πρόνοια για τους φτωχούς.
Το 1882 μ.Χ , εγκαινιάζει εργατική εστία. Η εστία κάηκε, αλλά πάλι την έκτισε, αφού είχε ήδη δημιουργήσει ασφαλιστικό ταμείο. Το ίδρυμα αυτό μεγάλωσε και έγινε πολυδύναμο, όπου έβρισκαν γνώσεις και εργασία παιδιά και απόκληροι. Το 1902 μ.Χ δούλευαν σε αυτό 7281 εργαζόμενοι.
Το 1903 μ.Χ. η στοιχειώδης σχολή του ιδρύματος είχε 259 παιδιά, το τμήμα ζωγραφικής 30 άτομα, το εργαστήρι ξυλουργικών ειδικοτήτων 61 άτομα, το γυναικείο τμήμα 50 άτομα. Διέθετε επιπλέον εργαστήρι υποδηματοποιίας, ζωολογική συλλογή και τμήμα γυμναστικής.
Η παιδική βιβλιοθήκη το 1896 μ.Χ., διέθετε 2687 τόμους, ενώ παράλληλα με αυτήν λειτουργούσαν δύο βιβλιοπωλεία.
Εκτός από τα ιδρύματα λειτουργούσαν ακόμη το σχολείο της Κυριακής, το κέντρο λαϊκών διαλέξεων, το λαϊκό αναγνωστήριο και η δανειστική βιβλιοθήκη.
Η ενοριακή πρόνοια συντηρούσε ορφανοτροφείο - νηπιαγωγείο και εξοχικό οίκημα για παιδιά, πτωχοκομείο, ξενώνα για αστέγους και κέντρο ιατρικής βοήθειας. Το 1896 μ.Χ πέρασαν δωρεάν από το ιατρείο αυτό 2721 ασθενείς, ενώ η λαϊκή τραπεζαρία ετοίμαζε σε καθημερινή βάση 400 έως 800 μερίδες φαγητού.
Επιστέγασμα αυτής του της πορείας είναι η ίδρυση στην Πετρούπολη γυναικείας μονής αφιερωμένης στον Άγιο Ιωάννη της Ρίλας, η ίδρυση της μονής Βοροντσόφσκυ στο Ριμπίνσκυ της επαρχίας Πσκόφ και της μονής Πιουχτίτσκυ στη Ρωσική Πολωνία.
Χτίζει στη Σούρα τρισυπόστατο πέτρινο ναό αφιερωμένο στον Αγ. Νικόλαο, τον Αγ. Ιωάννη της Ρίλας και την Αγ. Παρασκευή. Ιδρύει ακόμη ορθόδοξη εκκλησιαστική αδελφότητα, σχολείο, παιδική στέγη, πριονιστήριο και συνεταιρισμό. Κατόπιν δημιουργεί ιερά γυναικεία μονή αφιερωμένη στον Αγ. Ιωάννη της Ρίλας. Το 1912 μ.Χ. η μονή είχε 120 μοναχές, ενώ διέθετε ξεχωριστή σκήτη κοντά στο χωριό και μετόχι στο Αρχάγγελσκ.
Επί 32 χρόνια ο π. Ιωάννης εργάστηκε σαν παιδαγωγός (1857 - 1862 μ.Χ. στην περιφερειακή σχολή Κρονστάνδης και 1862 - 1889 μ.Χ. στο Γυμνάσιό της). Βασική του αρχή ήταν η απλότητα στη διδασκαλία. Θεωρούσε πως η γνώση είναι απέραντη, γι’ αυτό και είναι ανάγκη να εκλεγεί για τα παιδιά μόνο το πιο απαραίτητο τμήμα της. Για να δημιουργηθεί ένα αρμονικό σύστημα, θεωρούσε πως η μόρφωση είναι αχώριστη από την αγωγή της καρδιάς, η οποία και προηγείται. Σαν δάσκαλος απέφευγε να τιμωρεί, δίδασκε με συζήτηση, επαναλάμβανε τις εκλεκτές περικοπές από την Αγία Γραφή, προκαλούσε ερωτήματα, ενθάρρυνε την παιδική ελευθερία και πρωτοβουλία.
Οι προσωπικές του παιδαγωγικές αρχές που ξεχωρίζουν στο έργο του είναι:
Η αρχή της απλότητας της διδασκαλίας.
Η μόρφωση οφείλει να είναι αχώριστη από την αγωγή της καρδιάς.
Να μη τιμωρεί.
Να διδάσκει με διαλογική συζήτηση.
Να επαναλαμβάνει με τρόπο ζωντανό αναλύσεις της Αγ. Γραφής συνοδεύοντας την επανάληψη με αναγνώσεις εκλεκτών περικοπών.
Να επιτρέπει τις ερωτήσεις των μαθητών και να προκαλεί συζητήσεις, στις οποίες έπαιρναν μέρος πολλοί απ’ αυτούς.
Η ενθάρρυνση της ελευθερίας και της πρωτοβουλίας των μαθητών.
Η εκκλησιαστική ακολουθία μπορεί και πρέπει να είναι το καλύτερο μέσον αγωγής για την μόρφωση της χριστιανικής ψυχής.
Ο άγιος Ιωάννης σύντομα αντιτάχθηκε στη θεολογική πρόταση της αραιής μετάληψης της Θείας Κοινωνίας. Γι’ αυτό τον λόγο πρότεινε συχνή συμμετοχή στις ακολουθίες, αγωνιστική διάθεση φιλανθρωπίας και εξομολόγηση μετά από μετάνοια. Η προσωπική εξομολόγηση που έκανε, ήταν συχνά πολύωρη, έτσι το μεγάλο πλήθος των πιστών τον οδήγησε σε αναβίωση της κοινής εξομολόγησης. Καταδίκαζε με αυστηρότητα την χλιαρότητα και τον τυπικό ευσεβισμό της Ρωσικής κοινωνίας, που είχε υποβαθμίσει τη μετοχή στη θεία Κοινωνία σε μία άπαξ του έτους υποχρέωση και την Θεανδρική ζωή της εκκλησίας στο επίπεδο των εθίμων.
Εν τέλη έγινε λοιπόν ένας «στάρετς» που έκαναν σ’ αυτόν ελεύθερη υπακοή χιλιάδες πιστοί, γιατί άνοιξε καινούργιους δρόμους μένοντας πιστός στην ορθόδοξη πίστη. Εμπόδιζε από τη Θεία Κοινωνία μόνο τους φανατικούς οπαδούς του (Ιωαννίτες), με τους οποίους είχε ανοικτούς λογαριασμούς από το 1880 μ.Χ., οι οποίοι τον θεωρούσαν ως νέα ενσάρκωση του Χριστού. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος να πηγαίνει στα μέρη που δρούσαν για να τους καταπολεμήσει. Έτσι το πρώτο ταξίδι γι’ αυτό το σκοπό το έκανε το 1892 μ.Χ. στη περιοχή Γντόφσκυ, κοντά στη Πετρούπολη.Ό ίδιος όμως πραγματοποιούσε και μεγάλες περιοδείες, που επαναλαμβάνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη που δημιούργησε η απήχηση της ζωής του πέρα από την Κροστάνδη και η τεράστια αλληλογραφία που είχε.
Τα ταξίδια αυτά άρχισαν το 1888 μ.Χ. πηγαίνοντας κάθε χρόνο στο χωριό του Σούρα. Τα υπόλοιπα ταξίδια - περιοδείες έγιναν στο Βορονέζ, Χάρκοβο, Κίεβο, Κουρσκ, Οδησσό, Βαρσοβία μέχρι και το Βερολίνο.
Το 1907 μ.Χ. και ενώ ήταν επίλεκτο μέλος πολλών κοινωφελών οργανώσεων, διορίστηκε και μέλος της Ιεράς Συνόδου. Όμως ποτέ δεν έκανε χρήση του δικαιώματος να συμμετάσχει καθώς τα παράσημα που του έδωσαν, όπως και τα βαρύτιμα ράσα ή οι δωρεές των πλουσίων, έδιναν αφορμές για επικρίσεις. Ήταν ένα συμπλήρωμα των δοκιμασιών του διότι δεν ξεχώρισε την καλή αγγελία και ως ανάγκη και των πλουσίων και των επιφανών.
Βαριά άρρωστος τον Δεκέμβρη του 1908 μ.Χ., χωρίς να καταλύει την νηστεία των Χριστουγέννων, τέλεσε για τελευταία φορά τη Θεία Λειτουργία στις 10 Δεκεμβρίου 1908 μ.Χ. Στις 18 του μηνός είπε «δόξα τω Θεώ, ότι έχουμε δυο μέρες ακόμα για να τα κάνουμε όλα». Στις 19 έχασε τις αισθήσεις του, το βράδυ συνήλθε αλλά με πυρετό. Λειτούργησαν μεσάνυκτα για να προλάβουν να τον κοινωνήσουν με πολύ κόπο. Στις 6.00 του διάβασαν την ευχή «εις ψυχορραγούντα». Απεβίωσε, στην Κρονστάνδη, στις 07:40 της 20 Δεκεμβρίου 1908 μ.Χ., σε ηλικία 80 ετών. Η κηδεία του ήταν επιβλητική. Την ακολούθησαν πάνω από 20.000 πιστοί. Συμμετείχε ο πρωθιεράρχης της ρωσικής εκκλησίας με πολλούς επισκόπους, 60 ιερείς και 20 διακόνους.
Η Ιερά Σύνοδος διέταξε ο βίος του να διδάσκεται στα ιερατικά σεμινάρια. Ο τάφος του βρίσκεται στον υπόγειο ναό της γυναικείας μονής Ιωάννοφσκυ της Πετρούπολης, ως μεγάλο προσκύνημα. Η ζωή του χαρακτηρίζεται προφητική για την Εκκλησία της Ρωσίας του 20ου και 21ου αιώνα. Στις 8 Ιουνίου 1990 μ.Χ., η Ι. Σ. της Εκκλησίας της Ρωσίας, στην πράξη αναγνώρισης της αγιότητάς του αναφέρει ότι έγινε "... για την ενάρετη ζωή του με την οποία ήταν τύπος των πιστών και για την πλήρη ζήλου και θυσιών υπηρεσία του στον Θεό και την Εκκλησία. Για την αγάπη του στον πλησίον με την οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Για τα θαύματα που έκανε, τόσο στη ζωή, όσο και μετά θάνατον, μέχρι σήμερα.".
Παρότι ο στάρετς Ιωάννης ήταν πνευματικό τέκνο του ορθοδόξου ησυχασμού, τα συγγράμματα και οι λόγοι του εκτός από τη λατρευτική μυστηριακή ζωή είχαν και κοινωνικό χαρακτήρα. Έτσι τα έργα του που εκδόθηκαν αφπρούσαν:
Συζητήσεις και κηρύγματα
Αντιρρητική συγγραφή, αναμνήσεις και επιστολές.
Αποσπάσματα από το ημερολόγιό του με το τον τίτλο «Η εν Χριστώ ζωή μου».
Το τελευταίο βιβλίο εκδόθηκε σε πολλές «επαυξημένες» εκδόσεις σε πολλές γλώσσες. Η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, 1987 μ.Χ., προκάλεσε αίσθηση με αποτέλεσμα κρίσεις να γραφούν στον αγγλικό, αμερικανικό και αυστραλέζικο τύπο.
Ο ίδιος αποτέλεσε σημείο αναφοράς της Εκκλησιαστικής Αναγέννησης που σημειώθηκε στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, παρότι αυτή δεν σημάδεψε καίρια και πλήρως την Ρωσική θεσμική Εκκλησία.
Από μερικούς γίνεται η παρανόηση, ότι ο άγιος Ιωάννης είχε σε υψηλή εκτίμηση τον Ρασπούτιν και μάλιστα τον παρουσίαζε ως άγιο άνθρωπο, συντελώντας στην αποδοχή του Ρασπούτιν από την αυτοκρατορική οικογένεια των Ρωμανώφ. Η σχετική βιβλιογραφική έρευνα δείχνει ότι αυτό δεν ευσταθεί, αλλά ότι πρόκειται για «αστικό μύθο» όπου γίνεται σύγχυση του αγίου Ιωάννη με έναν άλλο ιερέα της εποχής, τον πρωτοπρεσβύτερο Ioann Ianyshev.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α’.
Φερωνύμως δοχείον της θείας χάριτος, από νεότητας ώφθης τη καθαρά σου ζωή, Ιωάννη θαυμαστέ, Κρονστάνδης καύχημα. Συ γαρ αγάπης θησαυρός και θαυμάτων αυτουργός, εδείχθης Πνεύματι Θείω. Ευαγγελίου τον Λόγον, ως φως εκλάμπων πάσιν Άγιε.