Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 6

Γεν. 6,1 Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ θυγατέρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς.
Γεν. 6,1 Οταν ήρχισαν να πληθύνωνται οι άνθρωποι επί της γης, επληθύνοντο αναλόγως και αι γυναίκες των αμαρτωλών ανθρώπων, των απογόνων του Καϊν.

Γεν. 6,2 ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο.
Γεν. 6,2 Οι άνθρωποι του Θεού, ιδόντες ότι αι γυναίκες του διεφθαρμένου κόσμου ήσαν ωραίαι, κατά τρόπον δε σαρκικόν σκεπτόμενοι και από την εξωτερικήν ωραιότητα ελκυόμενοι εξέλεξαν και έλαβον συζύγους από τας θυγατέρας των διεφθαρμένων ανθρώπων.

Γεν. 6,3 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη.
Γεν. 6,3 Είδεν ο Θεός την σαρκικότητα αυτήν των ανθρώπων και είπε· “δεν θα παραμείνη πλέον το πνεύμα μου στους ανθρώπους τούτους, διότι κυριαρχούνται εξ ολοκλήρου από σαρκικά φρονήματα. Ολαι δε αι υπολειπόμεναι ημέραι της ζωής των θα περιορισθούν μόνον εις εκατόν είκοσιν έτη”.

Γεν. 6,4 οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις· καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο, ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς· ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος, οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί.
Γεν. 6,4 Την εποχήν εκείνην υπήρχον οι γίγαντες εις την γην. Αλλά και κατόπιν, όταν οι άνθρωποι του Θεού ελάμβανον ως συζύγους γυναίκας του αμαρτωλού κόσμου, εγεννούσαν γίγαντας. Οι δε γίγαντες εκείνοι και διαβόητοι άνθρωποι επί της γης.

Γεν. 6,5 Ἰδὼν δὲ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας,
Γεν. 6,5 Ο Θεός ιδών ότι επληθύνθησαν και επληθύνοντο συνεχώς αι αμαρτίαι των ανθρώπων επί της γης και ότι η καρδία παντός ανθρώπου ήτο δοσμένη εις την αμαρτίαν, και τα πονηρά πάντοτε έργα είχεν ως αντικείμενον των επιθυμιών και σκέψεών της,

Γεν. 6,6 καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Θεὸς ὅτι ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ διενοήθη.
Γεν. 6,6 εσκέφθη ότι αυτός εδημιούργησεν εις την γην τον άνθρωπον να ζη κατά το θείον θέλημα και ελυπήθη δια το κατάντημα των ανθρώπων.

Γεν. 6,7 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἀπαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἀπό ἑρπετῶν ἕως πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι μετεμελήθην ὅτι ἐποίησα αὐτούς.
Γεν. 6,7 Απεφάσισε δε ο Θεός και είπε· “θα εξαφανίσω από το πρόσωπον της γης τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησα, και μαζή με αυτόν κάθε άλλο ζωντανόν ον από ανθρώπου μέχρι κτήνους, από τα ερπετά της γης έως τα πτηνά του ουρανού, διότι μετεμελήθην που τους εδημιούργησα”.

Γεν. 6,8 Νῶε δὲ εὗρε χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 6,8 Ο Νώε όμως δια την αρετήν αυτού απελάμβανε την ευμένειαν και προστασίαν του Θεού.

Γεν. 6,9 Αὗται δὲ αἱ γενέσεις Νῶε· Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ· τῷ Θεῷ εὐηρέστησε Νῶε.
Γεν. 6,9 Αυτή δε είναι η ιστορία και τα γεγονότα της εποχής του Νώε. Ο Νώε ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος εις την εποχήν του. Δια την πίστιν και την αρετήν αυτού ήτο ευάρεστος ενώπιον του Θεού.

Γεν. 6,10 ἐγέννησε δὲ Νῶε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χάμ, τὸν Ἰάφεθ.
Γεν. 6,10 Απέκτησε τρεις υιούς, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ.

Γεν. 6,11 ἐφθάρη δὲ ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας.
Γεν. 6,11 Οι άνθρωποι όμως της εποχής εκείνης είχον παρεκτραπή και διαφθαρή ενώπιον του Θεού και επλημμύρησεν η γη από κάθε αδικίαν.

Γεν. 6,12 καὶ εἶδε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἦν κατεφθαρμένη, ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 6,12 Είδε Κυριος ο Θεός την γην, όπου κατοικούσαν οι άνθρωποι, ότι ήτο αθεραπεύτως διεφθαρμένη, διότι κάθε άνθρωπος είχε παρεκκλίνει από την ευθείαν οδόν και επορεύετο τον δρόμον της διαφθοράς.

Γεν. 6,13 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Νῶε· καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἥκει ἐναντίον μου, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ καταφθείρω αὐτοὺς καὶ τὴν γῆν.
Γεν. 6,13 Είπε τότε Κυριος ο Θεός “το τέλος όλων των ανθρώπων έφθασε, διότι εγέμισεν η γη από τας αμαρτίας των. Και ιδού ότι εγώ θα καταστρέψω αυτούς και την γην, εις την οποίαν κατοικούν.

Γεν. 6,14 ποίησον οὖν σεαυτῷ κιβωτὸν ἐκ ξύλων τετραγώνων· νοσσιὰς ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ ἀσφαλτώσεις αὐτὴν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν τῇ ἀσφάλτῳ.
Γεν. 6,14 Συ όμως να κατασκευάσης δια τον εαυτόν σου μίαν κιβωτόν από ξύλα πλανισμένα τετράγωνα· να την χωρίσης εις μικρά δωμάτια και να την αλείψης με πίσσαν από μέσα και απ' έξω.

Γεν. 6,15 καὶ οὕτω ποιήσεις τὴν κιβωτόν· τριακοσίων πήχεων τὸ μῆκος τῆς κιβωτοῦ καὶ πεντήκοντα πήχεων τὸ πλάτος καὶ τριάκοντα πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς·
Γεν. 6,15 Ως εξής θα κατασκεύασης την κιβωτόν. Το μήκος αυτής θα είναι τριακόσιοι πήχεις (156 μέτρα) το πλάτος της πεντήκοντα πήχεις και το ύψος της τριάκοντα πήχεις.

Γεν. 6,16 ἐπισυνάγων ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν ἄνωθεν· τὴν δὲ θύραν τῆς κιβωτοῦ ποιήσεις ἐκ πλαγίων· κατάγαια διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις αὐτήν.
Γεν. 6,16 Θα συγκλείσης δε τας πλευράς της κιβωτού στο ύψος, ώστε η επάνω σκέπη αυτής θα έχη το πλάτος ενός μόνον πήχεως. Την θύραν της κιβωτού θα την κατασκευάσης εις τα πλάγια αυτής. Θα διαιρέσης την κιβωτόν εις τρεις ορόφους, στο ισόγειον, τον πρώτον όροφον και τον δεύτερον.

Γεν. 6,17 ἐγὼ δὲ ἰδοὺ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ τὴν γῆν καταφθεῖραι πᾶσαν σάρκα, ἐν ᾗ ἐστι πνεῦμα ζωῆς, ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ὅσα ἐὰν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς, τελευτήσει.
Γεν. 6,17 Εγώ δε θα εξαπολύσω τον κατακλυσμόν, ύδατα πολλά επάνω εις την επιφάνειαν της γης, ώστε να καταστραφή κάθε σαρξ, κάθε τι το οποίον κάτω από τον ουρανόν έχει ζωήν όλα όσα υπάρχουν επάνω εις την γην, άνθρωποι και πτηνά και τετράποδα και ερπετά θα αποθάνουν.

Γεν. 6,18 καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου μετὰ σοῦ· εἰσελεύσῃ δὲ εἰς τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ ἡ γυνή σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ.
Γεν. 6,18 Συ όμως δια την αρετήν σου θα σωθής θα εισέλθης εις την κιβωτόν, συ και τα παιδιά σου και η γυναίκα σου και αι γυναίκες των παιδιών σου μαζή με σέ.

Γεν. 6,19 καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων καὶ ἀπὸ πάσης σαρκός, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσάξεις εἰς τὴν κιβωτόν, ἵνα τρέφῃς μετὰ σεαυτοῦ· ἄρσεν καὶ θῆλυ ἔσονται.
Γεν. 6,19 Και θα πάρης μαζή σου από όλα τα κτήνη και από όλα τα ερπετά και από όλα τα θηρία και από κάθε είδος που ζη εις την γην κατά ζεύγη, θα τα εισαγάγης εις την κιβωτόν, ώστε μαζή με σε να σωθούν, και συ θα έχης την φροντίδα της διατροφής των. Καθε ζεύγος ζώων θα αποτελήται από αρσενικόν και θηλυκόν.

Γεν. 6,20 ἀπὸ πάντων τῶν ὀρνέων τῶν πετεινῶν κατὰ γένος, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν κατὰ γένος καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσελεύσονται πρὸς σὲ τρέφεσθαι μετὰ σοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ.
Γεν. 6,20 Θα πάρης μαζή σου από όλα τα είδη των κτηνών, των μικρών και των μεγάλων, και από όλα τα ερπετά που έρπουν εις την γην κατά το γένος αυτών. Ζεύγος άρσεν και θήλυ από όλα αυτά θα εισέλθουν εις την κιβωτόν, δια να διασωθούν και τραφούν μαζή σου.

Γεν. 6,21 σὺ δὲ λήψῃ σεαυτῷ ἀπὸ πάντων τῶν βρωμάτων, ἃ ἔδεσθε, καὶ συνάξεις πρὸς σεαυτόν, καὶ ἔσται σοι καὶ ἐκείνοις φαγεῖν.
Γεν. 6,21 Συ δε θα πάρης ακόμη μαζή σου από όλα τα είδη των τροφών, τας οποίας τρώγετε, και θα τας συγκεντρώσης δια τον εαυτόν σου. Ακόμη δε θα μεριμνήσης και δια την διατροφήν των ζώων, ώστε και συ και εκείνα να έχουν τροφάς κατά το διάστημα του κατακλυσμού.

Γεν. 6,22 καὶ ἐποίησε Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός, οὕτως ἐποίησε.
Γεν. 6,22 Ο Νώε εξετέλεσε με ακρίβειαν όλα όσα διέταξε Κυριος ο Θεός· έπραξεν, όπως εκείνος είχε διατάξει.

ΓΕΝΕΣΙΣ 7

Γεν. 7,1 Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· εἴσελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ οἶκός σου εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι σὲ εἶδον δίκαιον ἐναντίον μου ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ.
Γεν. 7,1 Τοτε είπε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “είσελθε συ και όλη η οικογένειά σου εις την κιβωτόν, διότι μόνον σε μέσα εις την γενεάν αυτήν ευρήκα πιστόν και ενάρετον ενώπιόν μου.

Γεν. 7,2 ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν εἰσάγαγε πρὸς σὲ ἑπτὰ ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο, ἄρσεν καὶ θῆλυ,
Γεν. 7,2 Από τα ζώα τα καθαρά εισάγαγε εις την κιβωτόν ανά επτά ζεύγη, άρσεν και θήλυ· από δε τα κτήνη τα μη καθαρά ανά δύο ζεύγη άρσεν και θήλυ.

Γεν. 7,3 καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ τῶν καθαρῶν ἑπτὰ ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο, ἄρσεν καὶ θῆλυ, διαθρέψαι σπέρμα ἐπί πᾶσαν τὴν γῆν.
Γεν. 7,3 Επίσης από τα πτηνά του ουρανού τα καθαρά ανά επτά ζεύγη, άρσεν και θήλυ και από όλα τα πτηνά τα μη καθαρά ανά δύο ζεύγη, άρσεν και θήλυ, ώστε να διατραφούν και σωθούν από τον κατακλυσμόν και πολλαπλασιασθούν κατόπιν εις όλην την γην.

Γεν. 7,4 ἔτι γὰρ ἡμερῶν ἑπτὰ ἐγὼ ἐπάγω ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας καὶ ἐξαλείψω πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἐποίησα, ἀπὸ προσώπου πάσης τῆς γῆς.
Γεν. 7,4 Καμε σύντομα τούτο, διότι μετά επτά ημέρας θα εξαπολύσω κατακλυσμόν εις ολόκληρον την γην επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια και θα εξαφανίσω από το πρόσωπον της γης ανθρώπους και ζώα, τα οποία είχον δημιουργήσει”.

Γεν. 7,5 καὶ ἐποίησε Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός.
Γεν. 7,5 Και εξετέλεσεν ο Νώε όλα όσα διέταξε και υπέδειξεν εις αυτόν Κυριος ο Θεός.

Γεν. 7,6 Νῶε δὲ ἦν ἐτῶν ἑξακοσίων, καὶ ὁ κατακλυσμὸς τοῦ ὕδατος ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 7,6 Ο δε Νώε ήτο εξακοσίων ετών τότε, που έγινεν ο κατακλυσμός εις την γην.

Γεν. 7,7 εἰσῆλθε δὲ Νῶε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτὸν διὰ τὸ ὕδωρ τοῦ κατατακλυσμοῦ.
Γεν. 7,7 Εισήλθε, σύμφωνα με την διαταγήν του Θεού, εις την κιβωτόν αυτός και μαζή με αυτόν τα παιδιά του και η γυναίκα του και αι γυναίκες των παιδιών του, δια να σωθούν από τα ύδατα του κατακλυσμού.

Γεν. 7,8 καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς
Γεν. 7,8 Μαζή του επίσης εισήλθον από τα καθαρά και ακάθαρτα πτηνά, από τα καθαρά και ακάθαρτα ζώα και από όλα τα ερπετά, που σύρονται εις την γην.

Γεν. 7,9 δύο δύο εἰσῆλθον πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε.
Γεν. 7,9 Εισήλθον μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν κατά ζεύγη, αρσενικόν και θηλυκόν, όπως είχε διατάξει ο Θεός.

Γεν. 7,10 καὶ ἐγένετο μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας καὶ τὸ ὕδωρ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 7,10 Επτά δε ημέρας μετά την είσοδον αυτών εξεχύθησαν τα ύδατα του κατακλυσμού επάνω εις την γην.

Γεν. 7,11 ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ δευτέρου μηνός, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐῤῥάγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου, καὶ οἱ καταῤῥάκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν.
Γεν. 7,11 Κατά το εξακοσιοστόν έτος της ηλικίας του Νώε, εις τας είκοσι δύο του δευτέρου μηνός διερράγησαν όλαι αι πηγαί των υπογείων υδάτων και των θαλασσών και ήνοιξαν οι καταρράκται του ουρανού εις καταρρακτώδεις βροχάς.

Γεν. 7,12 καὶ ἐγένετο ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας.
Γεν. 7,12 Εβρεχε δε συνεχώς επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια εις την γην.

Γεν. 7,13 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ εἰσῆλθε Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, οἱ υἱοὶ Νῶε, καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτόν.
Γεν. 7,13 Κατά την ημέραν αυτήν, όπως είχε διατάξει ο Θεός, εισήλθεν εις την κιβωτόν ο Νώε και τα παιδιά του, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ, η γυναίκα του Νώε και αι τρεις γυναίκες των παιδιών του.

Γεν. 7,14 καὶ πάντα τὰ θηρία κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ πᾶν ὄρνεον πετεινὸν κατὰ γένος αὐτοῦ
Γεν. 7,14 Μαζή του επίσης είχον εισέλθει όλα τα θηρία κατά τα είδη αυτών και όλα τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα είδη των ερπετών που σύρονται εις την γην, και όλα τα πτηνά του ουρανού κατά τα είδη αυτών.

Γεν. 7,15 εἰσῆλθον πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, δύο δύο ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστι πνεῦμα ζωῆς.
Γεν. 7,15 Κατά ζεύγη, άρρενα και θήλεα, εισήλθον μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν, κάθε ζωντανόν της ξηράς.

Γεν. 7,16 καὶ τὰ εἰσπορευόμενα ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκὸς εἰσῆλθε, καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε. καὶ ἔκλεισε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν κιβωτὸν ἔξωθεν αὐτοῦ.
Γεν. 7,16 Τα εισελθόντα εις την κιβωτόν ζώα ήσαν από όλα τα είδη αρσενικά και θηλυκά, όπως είχε διατάξει ο Θεός τον Νώε. Και αφού τα πάντα ησφαλίσθησαν εις την κιβωτόν, έκλεισεν ο ίδιος ο Θεός απ' έξω την κιβωτόν.

Γεν. 7,17 Καὶ ἐγένετο ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 7,17 Ο κατακλυσμός εγίνετο επί τεσσαράκοντα κατά συνέχειαν ημερονύκτια εις την γην και επληθύνθη πάρα πολύ το νερό επάνω εις την γην, ανεσήκωσε την κιβωτόν εις την επιφάνειάν του και την ύψωσεν επάνω από την γην.

Γεν. 7,18 καὶ ἐπεκράτει τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς, καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
Γεν. 7,18 Και εκυριάρχει συνεχώς το ύδωρ και επληθύνετο ολονέν και περισσότερον επάνω εις την γην, η δε κιβωτός εφέρετο επάνω εις τα ύδατα.

Γεν. 7,19 τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ·
Γεν. 7,19 Και εξωγκώθη ακόμη περισσότερον το ύδωρ και υπερεπληθύνθη και εσκέπασεν όλα τα όρη τα υψηλά, όσα υπήρχον κάτω από τον ουρανόν.

Γεν. 7,20 πεντεκαίδεκα πήχεις ὑπεράνω ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά.
Γεν. 7,20 Δέκα πέντε πήχεις επάνω από τα υψηλότερα όρη υψώθη το ύδωρ και εσκέπασεν εξ ολοκλήρου αυτά.

Γεν. 7,21 καὶ ἀπέθανε πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς ἄνθρωπος.
Γεν. 7,21 Επνίγη δε και απέθανε μέσα εις τα ύδατα του κατακλυσμού κάθε ζωϊκή υπαρξις της γης, τα πτηνά του ουρανού και τα κτήνη και τα θηρία και τα ερπετά που σύρονται εις την γην και κάθε άνθρωπος·

Γεν. 7,22 καὶ πάντα, ὅσα ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανε.
Γεν. 7,22 και όλα όσα έχουν ζωήν και αναπνέουν, κάθε τι το οποίον έζη εις την ξηράν επνίγη.

Γεν. 7,23 καὶ ἐξήλειψε πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπί προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ.
Γεν. 7,23 Τοιουτοτρόπως ο Θεός εξηφάνισε κάθε ζωντανήν ύπαρξιν επί της γης από ανθρώπου μέχρι των κτηνών και ερπετών και πτηνών του ουρανού· τα πάντα εξηφανίσθησαν από το πρόσωπον της γης. Εμεινε δε εν τη ζωή μόνον ο Νώε και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν εις την κιβωτόν.

Γεν. 7,24 καὶ ὑψώθη τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς ἡμέρας ἑκατὸν πεντήκοντα.
Γεν. 7,24 Και το ύδωρ κατεπλημμύρισε την επιφάνειαν της γης επί εκατόν πεντήκοντα ημέρας.


ΓΕΝΕΣΙΣ 8


Γεν. 8,1 Καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασε τὸ ὕδωρ,
Γεν. 8,1 Ενεθυμήθη δε ο Θεός τον Νώε και όλα τα θηρία και όλα τα κτήνη και όλα τα πτηνά και όλα τα ερπετά, που σύρονται εις την γην, όλα όσα ευρίσκοντο μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν· και έστειλε τότε ο Θεός άνεμον εις την γην, συνεπεία του οποίου ήρχισε να υποχωρή και να ελαττώνεται το ύδωρ, που εσκέπαζε την γην.

Γεν. 8,2 καὶ ἐπεκαλύφθησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταῤῥάκται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ.
Γεν. 8,2 Επωματίσθησαν κατά διαταγήν του Θεού αι πηγαί της ξηράς και της θαλάσσης, έκλεισαν οι καταρράκται του ουρανού και εσταμάτησε τελείως η κατακλυσμιαία βροχή.

Γεν. 8,3 καὶ ἐνεδίδου τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἠλαττονοῦτο τὸ ὕδωρ μετὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας.
Γεν. 8,3 Το ύδωρ υποχωρούσε ολονέν και περισσότερον και απεσύρετο από την γην. Μετά εκατόν πεντήκοντα ημέρας από την έναρξιν του κατακλυσμού ήρχισε να υποχωρή το ύδωρ.

Γεν. 8,4 καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ Ἀραράτ.
Γεν. 8,4 Η κιβωτός εκάθισεν ομαλώς εις τα όρη Αραράτ κατά την εικοστήν εβδόμην του εβδόμου μηνός.

Γεν. 8,5 τὸ δὲ ὕδωρ ἠλαττονοῦτο ἕως τοῦ δεκάτου μηνός· καὶ ἐν τῷ δεκάτῳ μηνί, τῇ πρώτῃ τοῦ μηνός, ὤφθησαν αἱ κεφαλαὶ τῶν ὀρέων.
Γεν. 8,5 Το δε ύδωρ συνεχώς ηλαττώνετο μέχρι του δεκάτου μηνός. Κατά την πρώτην του δεκάτου μηνός εφάνησαν αι κορυφαί και των άλλων ορέων.

Γεν. 8,6 καὶ ἐγένετο μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·
Γεν. 8,6 Τεσσαράκοντα δε ημέρας κατόπιν ήνοιξεν ο Νώε την θυρίδα της κιβωτού, την οποίαν είχε κατασκευάσει, και απέλυσε τον κόρακα, δια να ίδη εάν έπαυσε να υπάρχη νερό εις την ξηράν.

Γεν. 8,7 καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,7 Ο κόραξ εξελθών από την κιβωτόν δεν επέστρεψε πλέον, ούτε και όταν εξηράνθη εντελώς το ύδωρ από την επιφάνειαν της γης.

Γεν. 8,8 καὶ ἀπέστειλε τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,8 Επειτα από τον κόρακα έστειλεν ο Νώε την περιστεράν, δια να ίδη εάν είχε παύσει το ύδωρ να σκεπάζη την επιφάνειαν της γης.

Γεν. 8,9 καὶ οὐχ εὑροῦσα ἡ περιστερὰ ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὐτῆς, ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι ὕδωρ ἦν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν κιβωτόν.
Γεν. 8,9 Η περιστερά επειδή δεν εύρε τόπον ξηρόν, δια να πατήση και αναπαυθή, διότι το ύδωρ εξηκολούθει να καλύπτη την επιφάνειαν της γης, επέστρεψεν εις την κιβωτόν. Ο Νώε ήπλωσε το χέρι του, επήρε την περιστεράν και την εισήγαγεν εις την κιβωτόν, όπου και αυτός ευρίσκετο.

Γεν. 8,10 καὶ ἐπισχὼν ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν περιστερὰν ἐκ τῆς κιβωτοῦ·
Γεν. 8,10 Επερίμενεν επτά ακόμη ημέρας και απέστειλε πάλιν την περιστεράν από την κιβωτόν.

Γεν. 8,11 καὶ ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν ἡ περιστερὰ τὸ πρὸς ἑσπέραν, καὶ εἶχε φύλλον ἐλαίας κάρφος ἐν τῷ στόματι αὐτῆς, καὶ ἔγνω Νῶε ὅτι κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,11 Η περιστερά επέστρεψε προς τον Νώε κατά την εσπέραν φέρουσα στο ράμφος της κλωναράκι εληάς. Ενόησε τότε ο Νώε ότι είχεν αποσυρθή πλέον το ύδωρ από την γην.

Γεν. 8,12 καὶ ἐπισχὼν ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν περιστεράν, καὶ οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς αὐτὸν ἔτι.
Γεν. 8,12 Επερίμενεν ο Νώε άλλας επτά ημέρας και έστειλε πάλιν την περιστεράν. Αλλά η περιστερά δεν επέστρεψε πλέον προς αυτόν.

Γεν. 8,13 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ πρώτου μηνός, μιᾷ τοῦ μηνός, ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἀπεκάλυψε Νῶε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
Γεν. 8,13 Οταν δε ο Νώε το εξακοσίων και ενός ετών, κατά την πρώτην του πρώτου μηνός, εξηφηνίσθη ολοτελώς από την επιφάνειαν το ύδωρ του κατακλυσμού. Τοτε ο Νώε εξεσκέπασε την στέγην της κιβωτού, την οποίαν είχε κατασκευάσει, και είδεν ότι πράγματι είχεν εκλείψει το ύδωρ του κατακλυσμού από την ξηράν.

Γεν. 8,14 ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ μηνὶ ἐξηράνθη ἡ γῆ, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός.
Γεν. 8,14 Κατά δε την εικοστήν εβδόμην του δευτέρου μηνός εστέγνωσεν η ξηρά από τα ύδατα του κατακλυσμού.

Γεν. 8,15 Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε λέγων·
Γεν. 8,15 Τοτε ωμίλησε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε και του είπε·

Γεν. 8,16 ἔξελθε ἐκ τῆς κιβωτοῦ, σὺ καὶ ἡ γυνή σου καὶ οἱ υἱοί σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ
Γεν. 8,16 “έβγα από την κιβωτόν, συ μαζή δέ με σε και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου και αι γυναίκες των παιδιών σου·

Γεν. 8,17 καὶ πάντα τὰ θηρία, ὅσα ἐστὶ μετὰ σοῦ, καὶ πᾶσα σὰρξ ἀπὸ πετεινῶν ἕως κτηνῶν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάγαγε μετὰ σεαυτοῦ· καὶ αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 8,17 Βγάλε από την κιβωτόν όλα τα θηρία όσα υπάρχουν εις αυτήν και κάθε τι έμψυχον από τα πτηνά έως τα κτήνη και κάθε ερπετόν, που σύρεται εις την γην, ώστε τίποτε πλέον να μη μείνη εις την κιβωτόν. Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε εις όλην την γην”.

Γεν. 8,18 καὶ ἐξῆλθε Νῶε καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 8,18 Και πράγματι εξήλθεν από την κιβωτόν ο Νώε και η σύζυγος αυτού, τα παιδιά του και αι γυναίκες των παιδιών του μαζή με αυτόν.

Γεν. 8,19 καὶ πάντα τὰ θηρία, καὶ πάντα τὰ κτήνη, καὶ πᾶν πετεινόν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, ἐξήλθοσαν ἐκ τῆς κιβωτοῦ.
Γεν. 8,19 Εξήλθον επίσης από την κιβωτόν όλα τα θηρία και όλα τα κτήνη και κάθε πτηνόν και κάθε ερπετόν, που κινείται εις την επιφάνειαν της γης, κατά το είδος αυτών.

Γεν. 8,20 καὶ ᾠκοδόμησε Νῶε θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνήνεγκεν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον.
Γεν. 8,20 Και έκτισεν ο Νώε θυσιαστήριον εις έκφρασιν ευγνωμοσύνης και δοξολογίας προς τον Κυριον. Επήρε δε και προσέφερε θυσίαν ολοκαυτώματος προς τον Θεόν από όλα τα καθαρά κτήνη και από όλα τα καθαρά πτηνά.

Γεν. 8,21 καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς διανοηθείς· οὐ προσθήσω ἔτι καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ· οὐ προσθήσω οὖν ἔτι πατάξαι πᾶσαν σάρκα ζῶσαν, καθὼς ἐποίησα.
Γεν. 8,21 Ο δε Θεός ωσφράνθη την ευώδη οσμήν της ευχαριστηρίου θυσίας και σκεφθείς απεφάσισε και είπε· “δεν θα καταρασθώ πλέον την γην εξ αιτίας των πονηρών έργων των ανθρώπων, μολονότι η καρδία του κάθε ανθρώπου ρέπει και είναι προσηλωμένη επιμελώς στο πονηρόν εκ νεότητος αυτού. Δεν θα πλήξω και δεν θα καταστρέψω άλλην φοράν κάθε ζωντανήν υπαρξιν επί της γης δια κατακλυσμού, όπως έκαμα τώρα.

Γεν. 8,22 πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γῆς, σπέρμα καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα, θέρος καὶ ἔαρ, ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσι.
Γεν. 8,22 Εφ' όσον θα υπάρχη η γη, δεν θα παύσουν να υπάρχουν σπορά και θερισμός, κρύο και ζέστη, άνοιξις και θέρος, ημέρα και νύκτα.


ΓΕΝΕΣΙΣ 9

Γεν. 9,1 Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Γεν. 9,1 Ευλόγησε τότε ο Θεός τον Νώε και τα παιδιά αυτού και είπε προς αυτούς· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και απλωθήτε εις όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής.

Γεν. 9,2 καὶ ὁ τρόμος καὶ ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης· ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν δέδωκα.
Γεν. 9,2 Ας είσθε τρόμος και φόβος εις όλα τα θηρία της γης, εις όλα τα πτηνά του ουρανού, εις κάθε τι που ζη και κινείται έτι της ξηράς, και εις όλους τους ιχθύας της θαλάσσης. Υπό την εξουσίαν σας έδωκα όλα αυτά.

Γεν. 9,3 καὶ πᾶν ἑρπετόν, ὅ ἐστι ζῶν, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν· ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα.
Γεν. 9,3 Καθε τι που ζη και κινείται επί της γης, θα είναι προς διατροφήν σας. Σας δίδω όλα αυτά εις τροφήν, όπως σας έδωσα τα λάχανα και τα χόρτα.

Γεν. 9,4 πλὴν κρέας ἐν αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε·
Γεν. 9,4 Πλην όμως κρέας μαζή με το αίμα, επί του οποίου βασίζεται η ζωή του ζώου, δεν θα φάγετε.

Γεν. 9,5 καὶ γὰρ τὸ ὑμέτερον αἷμα τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θηρίων ἐκζητήσω αὐτὸ καὶ ἐκ χειρὸς ἀνθρώπου ἀδελφοῦ ἐκζητήσω τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου.
Γεν. 9,5 Δια δε το αίμα των συνανθρώπων σας, το οποίον τυχόν με τα χέρια σας εγκληματούντες θα χύσετε, θα τιμωρήσω δια των αγρίων ζώων, τα οποία θα εξαπολύσω εναντίον σας. Αλλά και δι' άλλου ανθρώπου θα τιμωρήσω εκείνον, ο οποίος αφαιρεί ανθρωπίνην ζωήν.

Γεν. 9,6 ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν εἰκόνι Θεοῦ ἐποίησα τὸν ἄνθρωπον.
Γεν. 9,6 Εκείνος δηλαδή ο οποίος χύνει αίμα ανθρώπου, εις τιμωρίαν του δια το εκχυθέν υπ' αυτού αίμα, θα φονευθή και θα χυθή έτσι και το ιδικόν του αίμα, διότι εγώ ο Θεός εδημιούργησα κατ' εικόνα ιδικήν μου τον άνθροπον και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του αφαιρέση την ζωήν.

Γεν. 9,7 ὑμεῖς δὲ αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Γεν. 9,7 Σεις δε αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής”.

Γεν. 9,8 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός τῷ Νῷε καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ λέγων·
Γεν. 9,8 Είπε δε ακόμη ο Θεός στον Νώε και εις τα παιδιά αυτού λέγων·

Γεν. 9,9 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀνίστημι τὴν διαθήκην μου ὑμῖν καὶ τῷ σπέρματι ὑμῶν μεθ᾿ ὑμᾶς
Γεν. 9,9 “ιδού εγώ σήμερον συνάπτω και κλείω μίαν συμφωνίαν μαζή σας και με τους απογόνους σας, οι οποίοι θα σας διαδεχθούν.

Γεν. 9,10 καὶ πάσῃ ψυχῇ ζώσῃ μεθ᾿ ὑμῶν, ἀπὸ ὀρνέων καὶ ἀπὸ κτηνῶν, καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ὅσα ἐστὶ μεθ᾿ ὑμῶν ἀπὸ πάντων τῶν ἐξελθόντων ἐκ τῆς κιβωτοῦ.
Γεν. 9,10 Η συμφωνία και η υπόσχεσίς μου αυτή επεκτείνεται και εις κάθε ζώσαν ψυχήν, που υπάρχει μαζή σας και γύρω σας, εις τα πτηνά του ουρανού και εις όλα τα κτήνη και τα θηρία της γης, όσα μαζή με σας εξήλθον από την κιβωτόν.

Γεν. 9,11 καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται πᾶσα σὰρξ ἔτι ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ κατακλυσμοῦ, καὶ οὐκ ἔτι ἔσται κατακλυσμὸς ὕδατος τοῦ καταφθεῖραι πᾶσαν τὴν γῆν. Γεν. 9,11 Καμνω διαθήκην και σας υπόσχομαι ότι δεν θα καταστραφή ποτέ πλέον το ζωϊκόν βασίλειον από ύδατα του κατακλυσμού και δεν θα γίνη ποτέ κατακλυσμός, δια να καταστρέψη όλην την γην”.

Γεν. 9,12 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς διαθήκης, ὃ ἐγὼ δίδωμι ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον πάσης ψυχῆς ζώσης, ἥ ἐστι μεθ᾿ ὑμῶν εἰς γενεὰς αἰωνίους·
Γεν. 9,12 Είπε δε ακόμη Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “σημείον δε αυτής της υποσχέσεως, την οποίαν εγώ δίδω, ώστε να μένη μεταξύ εμού και μεταξύ σας και μεταξύ πάσης ζώσης υπάρξεως η οποία υπάρχει σήμερον μαζή σας και θα υπάρχη εις γενεάς γενεών, είναι τούτο·

Γεν. 9,13 τὸ τόξον μου τίθημι ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,13 Θέτω το ουράνιον τόξον εις τα νέφη, και αυτό θα είναι εις σημείον και εις υπόμνησιν της διαθήκης μου μεταξύ Εμού και όλων των ζώντων επί της γης, ανθρώπων και ζώων.

Γεν. 9,14 καὶ ἔσται ἐν τῷ συννεφεῖν με νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν, ὀφθήσεται τὸ τόξον ἐν τῇ νεφέλῃ,
Γεν. 9,14 Οταν θα συναθροίζω τα νέφη στον ουρανόν της γης, θα φαίνεται το ουράνιον τόξον επάνω εις αυτά,

Γεν. 9,15 καὶ μνησθήσομαι τῆς διαθήκης μου, ἥ ἐστιν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν, καὶ ἀνὰ μέσον πάσης ψυχῆς ζώσης ἐν πάσῃ σαρκί, καὶ οὐκ ἔσται ἔτι τὸ ὕδωρ εἰς κατακλυσμόν, ὥστε ἐξαλεῖψαι πᾶσαν σάρκα.
Γεν. 9,15 και θα ενθυμούμαι την διαθήκην μου, την οποίαν έκαμα προς σας και προς κάθε άλλην ζωντανήν υπαρξιν, προς κάθε σάρκα και δεν θα πέση ύδωρ επί της γης εις κατακλυσμόν αυτής, ώστε να καταστραφή κάθε ζώσα ύπαρξις από ανθρώπου έως ζώου.

Γεν. 9,16 καὶ ἔσται τὸ τόξον μου ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ὄψομαι τοῦ μνησθῆναι διαθήκην αἰώνιον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἀνὰ μέσον ψυχῆς ζώσης ἐν πᾶσι σαρκί, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,16 Τούτο το ουράνιόν μου τόξον θα υπάρχη εις τα νέφη, και θα το βλέπω, ώστε να ενθυμούμαι, την αιωνίαν και απαράβατον συμφωνίαν μεταξύ εμού και των ανθρώπων της γης και πάσης άλλης ζωής που θα υπάρχη εις κάθε ζωϊκόν οργανισμόν επάνω εις την γην”.

Γεν. 9,17 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Νῶε· τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς διαθήκης, ἧς διεθέμην ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον πάσης σαρκός, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,17 Είπεν ακόμη ο Θεός στον Νώε· “λοιπόν αυτό το ουράνιον τόξον είναι το αιώνιον σημείον της συμφωνίας, την οποίαν έκαμα μεταξύ εμού και παντός ζωϊκού οργανισμού επί της γης και της υποσχέσεώς μου ότι δεν θα αποστείλω πλέον κατακλυσμόν εις την γην”.

Γεν. 9,18 Ἦσαν δὲ οἱ υἱοὶ Νῶε, οἱ ἐξελθόντες ἐκ τῆς κιβωτοῦ, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ· Χάμ δὲ ἦν πατὴρ Χαναάν.
Γεν. 9,18 Τα παιδιά του Νώε, τα οποία εξήλθον από την κιβωτόν, ήσαν ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ. Ο Χαμ ήτο γενάρχης των Χαναναίων.

Γεν. 9,19 τρεῖς οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Νῶε· ἀπὸ τούτων διεσπάρησαν ἐπί πᾶσαν τὴν γῆν.
Γεν. 9,19 Αυτοί οι τρεις ήσαν οι υιοί του Νώε. Από αυτούς δε εγεννήθησαν και επληθύνθησαν οι άνθρωποι και διεσπάρησαν εις όλην την γην.

Γεν. 9,20 Καὶ ἤρξατο Νῶε ἄνθρωπος γεωργὸς γῆς καὶ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα.
Γεν. 9,20 Ο Νώε έγινε γεωργός, ήρχισε να καλλιεργή την γην, και εφύτευσε μεταξύ των άλλων, και αμπελώνα.

Γεν. 9,21 καὶ ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου καὶ ἐμεθύσθη καὶ ἐγυμνώθη ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ.
Γεν. 9,21 Επιε δε από τον οίνον και εμέθυσε. Μεθυσμένος δε καθώς ήτο, εγυμνώθη εντός της οικίας του, χωρίς να το αντιληφθή.

Γεν. 9,22 καὶ εἶδε Χὰμ ὁ πατὴρ Χαναὰν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐξελθὼν ἀνήγγειλε τοῖς δυσὶν ἀδελφοῖς αὐτοῦ ἔξω.
Γεν. 9,22 Ο Χαμ, ο πρόγονος των Χαναναίων, είδε την γύμνωσιν του πατρός του και εξελθών εγνωστοποίησεν εμπαικτικώς το γεγονός στους δύο αδελφούς του, οι οποίοι ευρίσκοντο έξω.

Γεν. 9,23 καὶ λαβόντες Σὴμ καὶ Ἰάφεθ τὸ ἱμάτιον ἐπέθεντο ἐπὶ τὰ δύο νῶτα αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς καὶ συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ὀπισθοφανῶς, καὶ τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον.
Γεν. 9,23 Αμέσως δε ο Σημ και ο Ιάφεθ έλαβον το ιμάτιον του πατρός των, έθεσαν αυτό στους ώμους των και οπισθοβατούντες μέχρι του πατρός των εσκέπασαν την γύμνωσιν αυτού έχοντες το πρόσωπόν των προς την αντιθέτον διεύθυνσιν, και έτσι δεν είδον καθόλου την γύμνωσιν του πατρός των.

Γεν. 9,24 ἐξένηψε δὲ Νῶε ἀπὸ τοῦ οἴνου καὶ ἔγνω ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ νεώτερος,
Γεν. 9,24 Ανένηψε και συνήλθε ο Νώε από την επίδρασίν του οίνου, έμαθε όσα έκαμεν ο νεώτερος υιός του ο Χαμ

Γεν. 9,25 καὶ εἶπεν· ἐπικατάρατος Χαναάν· παῖς οἰκέτης ἔσται τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Γεν. 9,25 και είπε· “κατηραμένος θα είναι ο Χαμ και οι απόγονοί του. Υπηρέτης και δούλος θα είναι στους αδελφούς του”.

Γεν. 9,26 καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ, καὶ ἔσται Χαναὰν παῖς οἰκέτης αὐτοῦ.
Γεν. 9,26 Είπε δε ακόμη ο Νώε· “ευλογημένος ο Θεός του Σημ και ο Χαναάν θα είναι δούλος αυτού κατά την δικαίαν απόφασιν του Θεού.

Γεν. 9,27 πλατύναι ὁ Θεὸς τῷ Ἰάφεθ, καὶ κατοικησάτω ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν παῖς αὐτοῦ.
Γεν. 9,27 Ας αυξήση και ας πλατύνη ο Θεός την γενεάν και τας χώρας του Ιάφεθ και ας βάλη αυτόν να κατοική εις τας περιοχάς του Σημ, ο δε Χαναάν ας γίνη υπηρέτης του”.

Γεν. 9,28 Ἔζησε δὲ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἔτη τριακόσια πεντήκοντα.
Γεν. 9,28 Εζησε δε ο Νώε μετά τον κατακλυσμόν τριακόσια πεντήκοντα έτη.

Γεν. 9,29 καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Νῶε ἐννακόσια πεντήκοντα ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
Γεν. 9,29 Εφθασαν εν συνόλω τα έτη της ζωής του Νώε εννεακόσια πεντήκοντα και έπειτα απέθανε.


ΓΕΝΕΣΙΣ 10


Γεν. 10,1 Αὗται δὲ αἱ γενέσεις τῶν υἱῶν Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, καὶ ἐγεννήθησαν αὐτοῖς υἱοὶ μετὰ τὸν κατακλυσμόν.
Γεν. 10,1 Οι απόγονοι, των υιών του Νώε, του Σημ του Χαμ και του Ιάφεθ, οι οποίοι εγεννήθησαν μετά τον κατακλυσμόν, είναι οι εξής·

Γεν. 10,2 Υἱοὶ Ἰάφεθ· Γαμὲρ καὶ Μαγὼγ καὶ Μαδοὶ καὶ Ἰωύαν καὶ Ἐλισὰ καὶ Θοβὲλ καὶ Μοσόχ καὶ Θείρας.
Γεν. 10,2 Υιοί και απόγονοι του Ιάφεθ είναι οι Γαμέρ και ο Μαγώγ, Μήδοι και Ιωνες, Ελισά και Θοβέλ, Μοσόχ και Θείρας.

Γεν. 10,3 καὶ υἱοὶ Γαμέρ· Ἀσχανὰζ καὶ Ῥιφὰθ καὶ Θοργαμά.
Γεν. 10,3 Υιοί δε και απόγονοι του Γαμέρ είναι οι Ασχανάζ, Ριφάθ και Θοργαμά.

Γεν. 10,4 καὶ υἱοὶ Ἰωύαν· Ἐλισὰ καὶ Θάρσεις, Κίτιοι, Ῥόδιοι.
Γεν. 10,4 Υιοί και απόγονοι του Ιωύαν οι Ελισά, Θαρσείς, Κιτιοι και Ροδιοι.

Γεν. 10,5 ἐκ τούτων ἀφωρίσθησαν νῆσοι τῶν ἐθνῶν ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, ἕκαστος κατὰ γλῶσσαν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν.
Γεν. 10,5 Από αυτούς προήλθον λαοί, οι οποίοι διεσπάρησαν εις διαφόρους ειδωλολατρικάς νήσους, ιδίως της Μεσογείου θαλάσσης, και εις άλλας χώρας κατά τας γλώσσας αυτών, τας φυλάς και τα έθνη των.

Γεν. 10,6 Υἱοὶ δὲ Χάμ· Χοὺς καὶ Μερσαΐν, Φοὺδ καὶ Χαναάν.
Γεν. 10,6 Υιοί και απόγονοι του Χαμ είναι οι Χούς, Μεσραΐν, Φουδ και Χαναάν.

Γεν. 10,7 υἱοὶ δὲ Χούς· Σαβὰ καὶ Εὐϊλὰ καὶ Σαβαθὰ καὶ Ῥεγμὰ καὶ Σαβαθακά. υἱοὶ δὲ Ῥεγμά· Σαβὰ καὶ Δαδάν.
Γεν. 10,7 Υιοί δε και απόγονοι του Χους είναι οι Σαβά, Ευϊλά, Σαβαθά, Ρεγμά και Σαβαθακά. Υιοί δε του Ρεγμά, ο Σαβά και ο Δαδάν.

Γεν. 10,8 Χοὺς δὲ ἐγέννησε τὸν Νεβρώδ. οὗτος ἤρξατο εἶναι γίγας ἐπὶ τῆς γῆς·
Γεν. 10,8 Ο δε Χους απέκτησεν υιόν τον Νεβρώδ. Αυτός υπήρξεν ο πρώτος γίγας εις την περιοχήν του.

Γεν. 10,9 οὗτος ἦν γίγας κυνηγὸς ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ· διὰ τοῦτο ἐροῦσιν, ὡς Νεβρὼδ γίγας κυνηγὸς ἐναντίον Κυρίου.
Γεν. 10,9 Ητο επίσης και ανδρείος κυνηγός, ήρως ενώπιον Κυρίου του Θεού. Ητο τόσον ονομαστός δια την δύναμιν και την ανδρείαν του, ώστε ως παροιμία θα λέγουν οι άνθρωποι, όταν θα θέλουν να εξάρουν την ανδρείαν κάποιου, “ούτος είναι σαν τον Νεβρώδ ανδρείος κυνηγός ενώπιον του Κυρίου”.

Γεν. 10,10 καὶ ἐγένετο ἀρχὴ τῆς βασιλείας αὐτοῦ Βαβυλὼν καὶ Ὀρὲχ καὶ Ἀρχὰδ καὶ Χαλάννη ἐν τῇ γῇ Σεναάρ.
Γεν. 10,10 Η αρχή και ο πυρήν της βασιλείας του Νεδρώδ υπήρξεν η Βαβυλών, η Ορέχ, η Αρχάδ και η Χαλάννη εις την χώραν Σεναάρ.

Γεν. 10,11 ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης ἐξῆλθεν Ἀσσοὺρ καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Νινευΐ καὶ τὴν Ῥοωβὼθ πόλιν καὶ τὴν Χαλὰχ
Γεν. 10,11 Από την περιοχήν αυτήν Σεναάρ ανεχώρησεν ο Ασσούρ και έκτισε την Νινευΐ, την πόλιν Ροωβώθ, την Χαλάχ

Γεν. 10,12 καὶ τὴν Δασὴ ἀνὰ μέσον Νινευΐ καὶ ἀνὰ μέσον Χαλάχ· αὕτη ἡ πόλις μεγάλη.
Γεν. 10,12 και την Δασή μεταξύ της πόλεως Νινευί και της Χαλάχ. Η δε Νινευί είναι η ονομαστή μεγάλη πόλις.

Γεν. 10,13 καὶ Μεσραΐν ἐγέννησε τοὺς Λουδιεὶμ καὶ τοὺς Ἐνεμετιεὶμ καὶ τοὺς Λαβιεὶμ καὶ τοὺς Νεφθαλιεὶμ καὶ τοὺς Πατροσωνιεὶμ
Γεν. 10,13 Ο Μεσραίν εγέννησεν υιούς και απογόνους, τους Λουδιείμ, τους Ενεμετιείμ, τους Λαβιείμ, τους Νεφθαλιείμ, τους Πατροσωνιείμ,

Γεν. 10,14 καὶ τοὺς Χασλωνιείμ, ὅθεν ἐξῆλθε Φυλιστιείμ, καὶ τοὺς Καφθοριείμ.
Γεν. 10,14 τους Χασλωνιείμ, από τους οποίους προήλθον οι Φιλισταίοι, και τους Καφθοριείμ.

Γεν. 10,15 Χαναὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Σιδῶνα πρωτότοκον αὐτοῦ
Γεν. 10,15 Ο δε Χαναάν απέκτησε πρωτότοκον υιόν αυτού τον Σιδώνα, και άλλους έπειτα υιούς,

Γεν. 10,16 καὶ τὸν Χετταῖον καὶ τὸν Ἰεβουσαῖον καὶ τὸν Ἀμοῤῥαῖον καὶ τὸν Γεργεσαῖον καὶ τὸν Εὐαῖον καὶ τὸν Ἀρουκαῖον
Γεν. 10,16 δηλαδή τον Χετταίον, τον Ιεβουσαίον, τον Αμορραίον, τον Γεργεσαίον, τον Ευαίον, τον Αρουκαίον,

Γεν. 10,17 καὶ τὸν Ἀσενναῖον καὶ τὸν Ἀράδιον καὶ τὸν Σαμαραῖον καὶ τὸν Ἀμαθί.
Γεν. 10,17 τον Ασενναίον, τον Αράδιον, τον Σαμαραίον και Αμαθί.

Γεν. 10,18 καὶ μετὰ τοῦτο διεσπάρησαν αἱ φυλαὶ τῶν Χαναναίων,
Γεν. 10,18 Μετά δε ταύτα διεσπάρησαν αι φυλαί των Χαναναίων ανά την περιοχήν της Χαναάν.

Γεν. 10,19 καὶ ἐγένετο τὰ ὅρια τῶν Χαναναίων ἀπὸ Σιδῶνος ἕως ἐλθεῖν εἰς Γεραρὰ καὶ Γαζάν, ἕως ἐλθεῖν ἕως Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας, Ἀδαμὰ καὶ Σεβωΐμ ἕως Δασά.
Γεν. 10,19 Εξετείνοντο δε τα όρια της περιοχής των Χαναναίων από την Σιδώνα έως τα Γέραρα και την Γαζαν, έως τα Σοδομα και την Γομόρραν, την Αδαμά και Σεβωίμ έως Δασά.

Γεν. 10,20 οὗτοι υἱοὶ Χάμ, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν, κατὰ γλώσσας αὐτῶν, ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν.
Γεν. 10,20 Αυτοί είναι οι υιοί και απόγονοι του Χαμ, κατά τας φυλάς αυτών και τας διαλέκτους αυτών εις τας χώρας αυτών και εις τα έθνη, που διεσπάρησαν.

Γεν. 10,21 Καὶ τῷ Σὴμ ἐγεννήθη καὶ αὐτῷ, πατρὶ πάντων τῶν υἱῶν Ἕβερ, ἀδελφῷ Ἰάφεθ τοῦ μείζονος.
Γεν. 10,21 Και ο Σημ πρεσβύτερος αδελφός του Ιάφεθ απέκτησεν υιούς και απογόνους και ανεδείχθη ο γενάρχης των υιών Εβερ.

Γεν. 10,22 υἱοὶ Σήμ· Ἐλὰμ καὶ Ἀσσοὺρ καὶ Ἀρφαξὰδ καὶ Λοὺδ καὶ Ἀρὰμ καὶ Καϊνᾶν.
Γεν. 10,22 Υιοί του Σημ είναι οι Ελάμ, Ασσούρ, Αρφαξάδ, Λούδ, Αράμ και Καϊνάν.

Γεν. 10,23 καὶ υἱοὶ Ἀράμ· Οὒζ καί Οὒλ καὶ Γατὲρ καὶ Μοσόχ.
Γεν. 10,23 Υιοί του Αράμ ήσαν ο Ουζ, ο Ουλ, ο Γατέρ και ο Μοσόχ.

Γεν. 10,24 καὶ Ἀρφαξὰδ ἐγέννησε τὸν Καϊνᾶν, καὶ Καϊνᾶν ἐγέννησε τὸν Σαλά, Σαλὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἕβερ.
Γεν. 10,24 Ο δε Αρφαξάδ εγέννησεν υιόν τον Καϊνάν, ο Καϊνάν εγέννησε τον Σαλά, ο δε Σαλά εγέννησε τον Εβερ.

Γεν. 10,25 καὶ τῷ Ἕβερ ἐγεννήθησαν δύο υἱοί· ὄνομα τῷ ἑνὶ Φαλέγ, ὅτι ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ διεμερίσθη ἡ γῆ, καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Ἰεκτάν.
Γεν. 10,25 Ο Εβερ απέκτησε δύο υιούς· το όνομα του ενός ήτο Φαλέγ- που σημαίνει χωρισμός- διότι επί των ημερών αυτού διεσπάρησαν οι κάτοικοι της γης, όταν επεχείρησαν να κτίσουν τον πύργον Βαβέλ, το δε όνομα του αδελφού του ήτο Ιεκτάν.

Γεν. 10 ,26 Ἰεκτὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλμωδὰδ καὶ Σαλὲθ καὶ τὸν Σαρμὼθ καὶ Ἰαρὰχ καὶ Ὁδοῤῥὰ καὶ Αἰβὴλ καὶ Δεκλὰ
Γεν. 10,26 Ο Ιεκτάν απέκτησεν υιούς τον Ελμωδάδ, τον Σαλέθ, τον Σαρμώθ, τον Ιαράχ, τον Οδορρά, τον Αιβήλ, τον Δεκλά,

Γεν. 10,27 καὶ Εὐὰλ καὶ Ἀβιμαὲλ καὶ Σαβὰ
Γεν. 10,27 τον Ευάλ, τον Αβιμαέλ, τον Σαβά,

Γεν. 10,28 καὶ Οὐφεὶρ καὶ Εὐειλὰ καὶ Ἰωβάβ.
Γεν. 10,28 τον Ουφείρ, τον Ευειλά και τον Ιωβάβ.

Γεν. 10,29 πάντες οὗτοι υἱοὶ Ἰεκτάν.
Γεν. 10,29 Ολοι αυτοί ήσαν υιοί του Ιεκτάν.

Γεν. 10,30 καὶ ἐγένετο ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἀπὸ Μασσῆ ἕως ἐλθεῖν εἰς Σαφηρά, ὄρος ἀνατολῶν.
Γεν. 10,30 Η δε περιοχή, την οποίαν κατοικούσαν, εξετείνετο από Μασσή μέχρι Σαφηρά στο όρος το προς ανατολάς.

Γεν. 10,31 οὗτοι υἱοὶ Σήμ, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν, κατὰ γλώσσας αὐτῶν, ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν.
Γεν. 10,31 Αυτοί ήσαν οι υιοί και απόγονοι του Σημ κατά τας διαφόρους αυτών φυλάς και τας διαλέκτους, εις τας χώρας και τους λαούς όπου διεσκορπίσθησαν.

Γεν. 10,32 Αὗται αἱ φυλαὶ υἱῶν Νῶε κατὰ γενέσεις αὐτῶν, κατὰ ἔθνη αὐτῶν· ἀπὸ τούτων διεσπάρησαν νῆσοι τῶν ἐθνῶν ἐπὶ τῆς γῆς μετὰ τὸν κατακλυσμόν.
Γεν. 10,32 Αυταί είναι αι φυλαί των υιών του Νώε κατά τας γενεαλογίας αυτών και κατά τους λαούς. Από αυτούς οι απόγονοί των διεσπάρησαν επί της γης μετά τον κατακλυσμόν εις διαφόρους χώρας και νήσους.