Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

ΓΕΝΕΣΙΣ 41

ΓΕΝΕΣΙΣ 41

Γεν. 41,1 Ἐγένετο δὲ μετὰ δύο ἔτη ἡμερῶν, Φαραὼ εἶδεν ἐνύπνιον· ᾤετο ἑστάναι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ,
Γεν. 41,1 Μετά πάροδον όμως δύο ετών είδεν ο Φαραώ ένα όνειρον. Του εφάνη ότι εστέκετο όρθιος κοντά στον Νείλον ποταμόν.

Γεν. 41,2 καὶ ἰδοὺ ὥσπερ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ βόες καλαὶ τῷ εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξὶ καὶ ἐβόσκοντο ἐν τῷ Ἄχει.
Γεν. 41,2 Και αίφνης του εφάνη, ότι από τον ποταμόν ανέβαιναν επτά αγελάδες ωραίαι κατά την εμφάνισιν και παχείαι, αι οποίαι έβοσκον στο λεπτόν και τρυφερόν χορτάρι του λειβαδιού παρά τον ποταμόν.

<Γεν. 41,3 ἄλλαι δὲ ἑπτὰ βόες ἀνέβαινον μετὰ ταύτας ἐκ τοῦ ποταμοῦ αἰσχραὶ τῷ εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξὶ καὶ ἐνέμοντο παρὰ τὰς βόας ἐπὶ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ· <Γεν. 41,3 Επειτα από αυτάς, ανέβησαν από τον ποταμόν άλλαι επτά αγελάδες άσχημοι κατά την εμφάνισιν και αποσκελετωμέναι και έβοσκαν εις την όχθην του ποταμού, κοντά εις τας προηγουμένας.

Γεν. 41,4 καὶ κατέφαγον αἱ ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξὶ τὰς ἑπτὰ βόας τὰς καλὰς τῷ εἴδει καὶ τὰς ἐκλεκτὰς ταῖς σαρξί. ἠγέρθη δὲ Φαραώ.
Γεν. 41,4 Αι επτά αυταί άσχημοι και αδύνατοι αγελάδες κατέφαγον τας επτά ωραίας κατά την εμφάνισιν και καλοθρεμμένας αγελάδας. Ο Φαραώ, έκπληκτος δια το όνειρον αυτό εξύπνησεν.

Γεν. 41,5 καὶ ἐνυπνιάσθη τὸ δεύτερον, καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ στάχυες ἀνέβαινον ἐν τῷ πυθμένι ἑνὶ ἐκλεκτοὶ καὶ καλοί·
Γεν. 41,5 Εκοιμήθη όμως πάλιν και είδε δεύτερον όνειρον. Είδε να φυτρώνουν από το αυτό στέλεχος επτά γεροί, ωραίοι και μεστωμένοι στάχυες.

Γεν. 41,6 καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο μετ᾿ αὐτούς·
Γεν. 41,6 Επειτα δε από αυτούς εφύτρωσαν άλλοι επτά στάχυες μαραμμένοι από τον καυστικόν άνεμον, ατροφικοί και χωρίς κόκκους.

Γεν. 41,7 καὶ κατέπιον οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι τοὺς ἑπτὰ στάχυας τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς πλήρεις. ἠγέρθη δὲ Φαραώ, καὶ ἦν ἐνύπνιον.
Γεν. 41,7 Αίφνης οι επτά ατροφικοί και ανεμόδαρτοι στάχυες κατέπιον τους καλούς και μεστωμένους. Εξύπνησε ταραγμένος ο Φαραώ, αλλά είδεν ότι αυτό ήτο όνειρον. Δεν εξανακοιμήθη όμως.

Γεν. 41,8 Ἐγένετο δὲ πρωΐ καὶ ἐταράχθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἀποστείλας ἐκάλεσε πάντας τοὺς ἐξηγητὰς Αἰγύπτου καὶ πάντας τοὺς σοφοὺς αὐτῆς, καὶ διηγήσατο αὐτοῖς Φαραὼ τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀπαγγέλλων αὐτὸ τῷ Φαραώ.
Γεν. 41,8 Ανέτειλεν η πρωΐαν και το πνεύμα του Φαραώ ήτο τεταραγμένον. Απέστειλεν ανθρώπους και εκάλεσεν εις τα ανάκτορά του όλους τους εξηγητάς της Αιγύπτου και όλους τους σοφούς, στους οποίους και διηγήθη το όνειρόν του. Κανείς όμως δεν ευρέθη ικανός να ερμηνεύση αυτό στον Φαραώ.

Γεν. 41,9 καὶ ἐλάλησεν ὁ ἀρχιοινοχόος πρὸς Φαραὼ λέγων· τὴν ἁμαρτίαν μου ἀναμιμνήσκω σήμερον.
Γεν. 41,9 Τοτε ωμίλησεν ο αρχιοινοχόος προς τον Φαραώ και του είπε· “σήμερον έρχεται στον νουν μου η αμαρτία, την οποίαν είχα διαπράξει.

Γεν. 41,10 Φαραὼ ὠργίσθη τοῖς παισὶν αὐτοῦ καὶ ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ ἀρχιμαγείρου, ἐμέ τε καὶ τὸν ἀρχισιτοποιόν.
Γεν. 41,10 Ο Φαραώ είχεν οργισθή εναντίον των δούλων του και μας έβαλε εις την φυλακήν, στον οίκον του αρχιμαγείρου, εμέ και τον αρχισιτοποιόν.

Γεν. 41,11 καὶ εἴδομεν ἐνύπνιον ἀμφότεροι ἐν νυκτὶ μιᾷ ἐγὼ καὶ αὐτός, ἕκαστος κατὰ τὸ αὐτοῦ ἐνύπνιον εἴδομεν.
Γεν. 41,11 Οι δυο μας, εγώ και ο αρχισιτοποιός, κατά την ιδίαν νύκτα, είδομεν ένα όνειρον, ο καθένας το ιδικόν του.

Γεν. 41,12 ἦν δὲ ἐκεῖ μεθ᾿ ἡμῶν νεανίσκος παῖς Ἑβραῖος τοῦ ἀρχιμαγείρου, καὶ διηγησάμεθα αὐτῷ, καὶ συνέκρινεν ἡμῖν.
Γεν. 41,12 Εκεί, μαζή μας ήτο φυλακισμένος ένας νεαρός Εβραίος, δούλος του αρχιμαγείρου, στον οποίον και διηγήθημεν τα όνειρά μας. Εκείνος δε μας τα εξήγησε.

Γεν. 41,13 ἐγενήθη δέ, καθὼς συνέκρινεν ἡμῖν, οὕτω καὶ συνέβη, ἐμέ τε ἀποκατασταθῆναι ἐπὶ τὴν ἀρχήν μου, ἐκεῖνον δὲ κρεμασθῆναι.
Γεν. 41,13 Οπως μας τα εξήγησεν, έτσι ακριβώς και έγιναν τα γεγονότα· εγώ μεν αποκατεστάθην στο αξίωμά μου, ο δε αρχισιτοποιός εκρεμάσθη”.

Γεν. 41,14 Ἀποστείλας δὲ Φαραὼ ἐκάλεσε τὸν Ἰωσήφ, καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὀχυρώματος καὶ ἐξύρησαν αὐτὸν καὶ ἤλλαξαν τὴν στολὴν αὐτοῦ, καὶ ἦλθε πρὸς Φαραώ.
Γεν. 41,14 Αμέσως ο Φαραώ απέστειλεν άνθρωπον εις την φυλακήν και προσεκάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν από αυτήν, τον εξύρισαν, του έδωσαν άλλην στολήν να φορέση και έτσι ευπαρουσίαστος ήλθεν ενώπιον του Φαραώ.

Γεν. 41,15 εἶπε δὲ Φαραὼ πρὸς Ἰωσήφ· ἐνύπνιον ἑώρακα, καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό· ἐγὼ δὲ ἀκήκοα περὶ σοῦ λεγόντων, ἀκούσαντά σε ἐνύπνια συγκρῖναι αὐτά.
Γεν. 41,15 Είπεν ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “είδα ένα όνειρον και δεν υπάρχει κανείς, που να μου το εξηγήση. Επληροφορήθην δια σε από μερικούς, οι οποίοι λέγουν ότι, όταν ακούσης τα όνειρα, ημπορείς και τα ερμηνεύεις”.

Γεν. 41,16 ἀποκριθεὶς δὲ Ἰωσὴφ τῷ Φαραὼ εἶπεν· ἄνευ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀποκριθήσεται τὸ σωτήριον Φαραώ.
Γεν. 41,16 Απεκρίθη ο Ιωσήφ στον Φαραώ και του είπε· “χωρίς τον φωτισμόν του Θεού τίποτε το ωφέλιμον δεν ημπορώ να απαντήσω στον Φαραώ”.

Γεν. 41,17 ἐλάλησε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐν τῷ ὕπνῳ μου ᾤμην ἑστάναι παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ,
Γεν. 41,17 Είπεν ο Φαραώ τότε στον Ιωσήφ· “κατά τον ύπνον μου εφάνη, ότι εστεκόμουν όρθιος κοντά εις την όχθην του ποταμού,

Γεν. 41,18 καὶ ὥσπερ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ βόες καλαὶ τῷ εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξί, καὶ ἐνέμοντο ἐν τῷ Ἄχει.
Γεν. 41,18 και ότι σαν να ανέβαιναν από το ποτάμι επτά αγελάδες ωραίαι κατά την εμφάνισιν και καλοθρεμμέναι, αι οποίαι έβοσκαν εις τα χορτάρια του λειβαδιού.

Γεν. 41,19 καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ βόες ἕτεραι ἀνέβαινον ὀπίσω αὐτῶν ἐκ τοῦ ποταμοῦ πονηραὶ καὶ αἰσχραὶ τῷ εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξίν, οἵας οὐκ εἶδον τοιαύτας ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτου αἰσχροτέρας·
Γεν. 41,19 Και ιδού, οπίσω από αυτάς ανέβαιναν από τον Νείλον άλλαι επτά αγελάδες ελεειναί, άσχημοι κατά την εμφάνισιν και απρσκελετωμέναι, χειροτέρας από τας οποίας δεν είδα ποτέ εις όλην την Αίγυπτον.

Γεν. 41,20 καὶ κατέφαγον αἱ ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ τὰς ἑπτὰ βόας τὰς πρώτας τὰς καλὰς καὶ τὰς ἐκλεκτάς,
Γεν. 41,20 Αι επτά δε αύται άσχημοι και λιπόσαρκοι αγελάδες κατέφαγον τας πρώτας τας ωραίας και εκλεκτάς.

Γεν. 41,21 καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν καὶ οὐ διάδηλοι ἐγένοντο, ὅτι εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν, καὶ αἱ ὄψεις αὐτῶν αἰσχραί, καθὰ καὶ τὴν ἀρχήν· ἐξεγερθεὶς δὲ ἐκοιμήθην
Γεν. 41,21 Αι παχείαι αγελάδες εισήλθον εις τας κοιλίας των ισχνών. Αλλά δεν εφάνη καθόλου ότι εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών, διότι η εμφάνισις των ισχνών αγελάδων έμεινεν η ίδια· ήσαν αυταί και πάλιν αδύνατοι όπως και προηγουμένως. Εξύπνησα αλλά και πάλιν εκοιμήθην.

Γεν. 41,22 καὶ εἶδον πάλιν ἐν τῷ ὕπνῳ μου, καὶ ὥσπερ ἑπτὰ στάχυες ἀνέβαινον ἐν πυθμένι ἑνὶ πλήρεις καὶ καλοί·
Γεν. 41,22 Είδον πάλιν στον ύπνον μου άλλο όνειρον· ότι δηλαδή επτά στάχυα ωραία εις την εμφάνισιν και μεστωμένα υψώνοντο επάνω εις μίαν μόνην καλαμιάν.

Γεν. 41,23 ἄλλοι δὲ ἑπτὰ στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο ἐχόμενοι αὐτῶν.
Γεν. 41,23 Αλλα δε επτά ατροφικά, κτυπημένα από τον καυστικόν άνεμον, εφύτρωναν κατόπιν από αυτά.

Γεν. 41,24 καὶ κατέπιον οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι τοὺς ἑπτὰ στάχυας τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς πλήρεις. εἶπα οὖν τοῖς ἐξηγηταῖς, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀπαγγέλλων μοι αὐτό.
Γεν. 41,24 Τα επτά αυτά στάχυα τα ατροφικά και τα ανεμοδαρμένα κατέπιαν τα επτά ωραία και μεστωμένα στάχυα. Είπα, λοιπόν, στους ερμηνευτάς των ονείρων αυτά και δεν ημπόρεσε κανείς να μου τα ερμηνεύση”.

Γεν. 41,25 Καὶ εἶπεν Ἰωσὴφ τῷ Φαραώ· τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστιν· ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, ἔδειξε τῷ Φαραώ.
Γεν. 41,25 Είπε τότε ο Ιωσήφ στον Φαραώ· “τα δύο όνειρα του Φαραώ είναι ένα και το αυτό. Με αυτά έδειξεν ο Θεός στον Φαραώ όσα μέλλει να πράξη.

Γεν. 41,26 αἱ ἑπτὰ βόες αἱ καλαὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστί, καὶ οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ καλοὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστί· τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστι,
Γεν. 41,26 Αι επτά καλαί αγελάδες σημαίνουν επτά έτη, και οι επτά καλοί στάχυες σημαίνουν πάλιν επτά έτη. Το διπλούν όνειρον του Φαραώ είναι ένα.

Γεν. 41,27 καὶ αἱ ἑπτὰ βόες αἱ λεπταὶ αἱ ἀναβαίνουσαι ὀπίσω αὐτῶν ἑπτὰ ἔτη ἐστί, καὶ οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἔσονται ἑπτὰ ἔτη λιμοῦ.
Γεν. 41,27 Αι επτά ισχναί αγελάδες, αι οποίαι ανέβαινον κατόπιν από τας παχείας δηλώνουν επτά έτη και οι επτά στάχυες οι ατροφικοί και οι ανεμόπληκτοι δηλώνουν επτά έτη πείνας.

Γεν. 41,28 τὸ δὲ ῥῆμα, ὃ εἴρηκα Φαραώ, ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, ἔδειξε τῷ Φαραώ,
Γεν. 41,28 Η εξήγησις, την οποίαν είπα στον Φαραώ, μαρτυρεί ότι ο Θεός εφανέρωσεν στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάμη.

Γεν. 41,29 ἰδοὺ ἑπτὰ ἔτη ἔρχεται εὐθηνία πολλὴ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου·
Γεν. 41,29 Ιδού έρχονται επτά έτη, κατά τα οποία μεγάλη ευφορία θα απλωθή εις όλην την γην της Αιγύπτου.

Γεν. 41,30 ἥξει δὲ ἑπτὰ ἔτη λιμοῦ μετὰ ταῦτα, καὶ ἐπιλήσονται τῆς πλησμονῆς τῆς ἐσομένης ἐν ὅλῃ Αἰγύπτῳ, καὶ ἀναλώσει ὁ λιμὸς τὴν γῆν,
Γεν. 41,30 Κατόπιν όμως από αυτά θα έλθουν επτά έτη πείνας. Αυτή θα είναι τόσον μεγάλη, ώστε θα λησμονήσουν οι άνθρωποι την ευφρρίαν, που έγινε προηγουμένως εις όλην την Αίγυπτον. Και η πείνα θα ερημώση την γώραν.

Γεν. 41,31 καὶ οὐκ ἐπιγνωσθήσεται ἡ εὐθηνία ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ λιμοῦ τοῦ ἐσομένου μετὰ ταῦτα· ἰσχυρὸς γὰρ ἔσται σφόδρα.
Γεν. 41,31 Ενεκα δε αυτής της πείνας, που θα επακολουθήση, θα σβήση από την μνήμην των ανθρώπων η προηγουμένη ευφορία της χώρας· διότι η πείνα θα είναι πολύ μεγάλη.

Γεν. 41,32 περὶ δὲ τοῦ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ δίς, ὅτι ἀληθὲς ἔσται τὸ ῥῆμα τὸ παρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ταχυνεῖ ὁ Θεὸς τοῦ ποιῆσαι αὐτό.
Γεν. 41,32 Η δευτέρα δε επανάληψις του ονείρου σημαίνει ότι είναι αληθινόν και βέβαιον το αποκαλυφθέν από τον Θεόν δια του ονείρου και ότι συντόμως θα πράξη ο Θεός αυτό, που προανήγγειλε.

Γεν. 41,33 νῦν οὖν σκέψαι ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ συνετὸν καὶ κατάστησον αὐτὸν ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου·
Γεν. 41,33 Τωρα, λοιπόν, που είναι καιρός, σκέψου και έκλεξε άνθρωπον έξυπνον και συνετόν και διόρισε αυτόν εις όλην την γην της Αιγύπτου.

Γεν. 41,34 καὶ ποιησάτω Φαραὼ καὶ καταστησάτω τοπάρχας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἀποπεμπτωσάτωσαν πάντα τὰ γεννήματα τῆς γῆς Αἰγύπτου τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῆς εὐθηνίας
Γεν. 41,34 Συγχρόνως δε ο Φαραώ ας εκλέξη και ας καταστήση επόπτας εις τας περιοχάς της χώρας, δια να κρατούν το πέμπτον από όλα τα προϊόντα της γης Αιγύπτου κατά τα επτά έτη της ευφορίας.

Γεν. 41,35 καὶ συναγαγέτωσαν πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῶν ἐρχομένων τῶν καλῶν τούτων, καὶ συναχθήτω ὁ σῖτος ὑπὸ χεῖρα Φαραώ, βρώματα ἐν ταῖς πόλεσι φυλαχθήτω·
Γεν. 41,35 Ολα δε αυτά τα τρόφιμα των επτά ερχομένων ετών της ευφορίας ας συγκεντρωθούν εις αποθήκας. Ας συγκεντρωθή ο σίτος και ας τεθή εις την εξουσίαν και την διάθεσιν του Φαραώ. Τα τρόφιμα ας αποθηκευθούν ασφαλώς εις τας πόλεις.

Γεν. 41,36 καὶ ἔσται τὰ βρώματα τὰ πεφυλαγμένα τῇ γῇ εἰς τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ, ἃ ἔσονται ἐν γῇ Αἰγύπτου, καὶ οὐκ ἐκτριβήσεται ἡ γῇ ἐν τῷ λιμῷ.
Γεν. 41,36 Και θα είναι αυτά φυλαγμένα εις όλην την χώραν δια τα επτά έτη της πείνας, η οποία θα απλωθή εις την χώραν της Αιγύπτου. Ετσι δε η χώρα αυτή δεν θα εξολοθρευθή από την πείναν.

Γεν. 41,37 Ἤρεσε δὲ τὸ ῥῆμα ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον πάντων τῶν παίδων αὐτοῦ,
Γεν. 41,37 Ο λόγος αυτός ήρεσεν στον Φαραώ και εις όλους τους αυλικούς του.

Γεν. 41,38 καὶ εἶπε Φαραὼ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ· μὴ εὑρήσομεν ἄνθρωπον τοιοῦτον, ὃς ἔχει πνεῦμα Θεοῦ ἐν αὐτῷ;
Γεν. 41,38 Είπε δε προς αυτούς· “μήπως τάχα θα εύρωμεν τέτοιον άνθρωπον σαν τον Ιωσήφ, ο οποίος έχει Πνεύμα Θεού εντός του;”

Γεν. 41,39 εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἐπειδὴ ἔδειξεν ὁ Θεός σοι πάντα ταῦτα, οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος φρονιμώτερος καὶ συνετώτερός σου·
Γεν. 41,39 Δια τούτο είπεν ο Φαραώ στον Ιωσήφ· “επειδή ο Θεός εφανέρωσεν εις σε όλα αυτά, άλλος δε άνθρωπος εξυπνότερος και σοφώτερος από σε δεν υπάρχει,

Γεν. 41,40 σὺ ἔσῃ ἐπὶ τῷ οἴκῳ μου, καὶ ἐπὶ τῷ στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός μου· πλὴν τὸν θρόνον ὑπερέξω σου ἐγώ.
Γεν. 41,40 συ θα γίνης άρχων εις όλον τον οίκον μου και εις τας διαταγάς σου θα υπακούη όλος ο λαός μου. Μονον δε κατά τον βασιλικόν θρόνον θα είμαι εγώ ανώτερός σου”.

Γεν. 41,41 εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἰδοὺ καθίστημί σε σήμερον ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 41,41 Του είπε δε ακόμη ο Φαραώ· “ιδού σε διορίζω σήμερον και σε εγκαθιστώ αντιβασιλέα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου”.

Γεν. 41,42 καὶ περιελόμενος Φαραὼ τὸν δακτύλιον ἀπὸ τῆς χειρὸς αὐτοῦ, περιέθηκεν αὐτὸν ἐπί τὴν χεῖρα Ἰωσὴφ καὶ ἐνέδυσεν αὐτὸν στολὴν βυσσίνην καὶ περιέθηκε κλοιὸν χρυσοῦν περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ·
Γεν. 41,42 Εβγαλε δε ο Φαραώ από το χέρι του το δακτυλίδι, το έθεσεν στο χέρι του Ιωσήφ, ενέδυσεν αυτόν πολύτιμον λινήν στολήν από βύσσον και περιέβαλε στον τράχηλον αυτού άλυσιν χρυσήν.

Γεν. 41,43 καὶ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δεύτερον τῶν αὐτοῦ, καὶ ἐκήρυξεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ κήρυξ· καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐφ᾿ ὅλης γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 41,43 Ανεβίβασε δε αυτόν στο δεύτερον από τα βασιλικά του άρματα και ένας κήρυξ επροπορεύετο έμπροσθεν από αυτόν και τον ανήγγειλεν στον λαόν. Ετσι δε ανέδειξεν αυτόν ο Φαραώ αντιβασιλέα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Γεν. 41,44 εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἐγὼ Φαραώ, ἄνευ σοῦ οὐκ ἐξαρεῖ οὐδεὶς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 41,44 Είπε δε στον Ιωσήφ· “εγώ ο Φαραώ διατάσσω· Κανείς δεν θα κινήση το χέρι του να κάμη κάτι εις όλην την γην της Αιγύπτου χωρίς την έγκρισίν σου”.

Γεν. 41,45 καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ τὸ ὄνομα Ἰωσήφ, Ψονθομφανήχ· καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν Ἀσεννὲθ θυγατέρα Πετεφρῆ ἱερέως Ἡλιουπόλεως αὐτῷ εἰς γυναῖκα.
Γεν. 41,45 Ωνόμασε δε ο Φαραώ τον Ιωσήφ Ψονθομφανήχ, δηλαδή τροφοδότην της γης. Εδωσε δε εις αυτόν ως σύζυγον την Ασεννέθ, θυγατέρα του Πετεφρή, όχι του αρχιμαγείρου, άλλα του ιερέως της Ηλιουπόλεως.

Γεν. 41,46 Ἰωσὴφ δὲ ἦν ἐτῶν τριάκοντα, ὅτε ἔστη ἐναντίον Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου. Ἐξῆλθε δὲ Ἰωσὴφ ἀπὸ προσώπου Φαραώ, καὶ διῆλθε πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου.
Γεν. 41,46 Ητο δε τότε ο Ιωσήφ τριάκοντα ετών, όταν ενεφανίσθη ενώπιον του Φαραώ βασιλέως της Αιγύπτου. Εξήλθε δε ο Ιωσήφ από τα ανάκτορα του Φαραώ και, ως αντιβασιλεύς πλέον, περιώδευσεν όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Γεν. 41,47 καὶ ἐποίησεν ἡ γῆ ἐν τοῖς ἑπτὰ ἔτεσι τῆς εὐθηνίας δράγματα·
Γεν. 41,47 Η δε χώρα της Αιγύπτου απέδωσε κατά τα επτά έτη της ευφορίας πλούσια τα προϊόντα.

Γεν. 41,48 καὶ συνήγαγε πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν, ἐν οἷς ἦν ἡ εὐθηνία ἐν τῇ γῇ Αἰγύπτου, καὶ ἔθηκε τὰ βρώματα ἐν ταῖς πόλεσι, βρώματα τῶν πεδίων τῆς πόλεως τῶν κύκλῳ αὐτῆς ἔθηκεν ἐν αὐτῇ.
Γεν. 41,48 Και συνεκέντρωσεν ο Ιωσήφ όλα τα είδη των τροφίμων κατά τα επτά αυτά έτη, κατά τα οποία επεκράτει ευφορία εις την χώραν της Αιγύπτου και τα αποθήκευσεν εις τας πόλεις. Τα δε προϊόντα των πεδιάδων, που ήσαν γύρω από κάθε πόλιν, τα αποθήκευσεν εις αυτήν την ιδίαν πόλιν.

Γεν. 41,49 καὶ συνήγαγεν Ἰωσὴφ σῖτον ὡσεὶ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης πολὺν σφόδρα, ἕως οὐκ ἠδύνατο ἀριθμηθῆναι, οὐ γὰρ ἦν ἀριθμός.
Γεν. 41,49 Και συνεκέντρωσεν ο Ιωσήφ σίτον πάρα πολύν ωσάν την άμμον της θαλάσσης, τόσον ώστε δεν ήτο δυνατόν πλέον να μετρηθή, διότι ήτο ανυπολόγιστος.

Γεν. 41,50 Τῷ δὲ Ἰωσὴφ ἐγένοντο υἱοὶ δύο πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ, οὓς ἔτεκεν αὐτῷ Ἀσεννὲθ ἡ θυγάτηρ Πετεφρῆ ἱερέως Ἡλιουπόλεως.
Γεν. 41,50 Πριν δε έλθουν τα έτη της πείνας απέκτησεν ο Ιωσήφ από την Ασεννέθ την θυγατέρα του Πετεφρή, ιερέως της Ηλιουπόλεως, δύο παιδιά.

Γεν. 41,51 ἐκάλεσε δὲ Ἰωσὴφ τὸ ὄνομα τοῦ πρωτοτόκου Μανασσῆ, ὅτι ἐπιλαθέσθαι με ἐποίησεν ὁ Θεὸς πάντων τῶν πόνων μου καὶ πάντων τῶν τοῦ πατρός μου.
Γεν. 41,51 Ωνόμασε δε τον πρωτότοκον Μαναασήν λέγων· “ο Θεός με έκαμεν, ώστε να λησμονήσω όλας τας ταλαιπωρίας μου και την στέρησιν του πατρός μου”.

Γεν. 41,52 τὸ δὲ ὄνομα τοῦ δευτέρου ἐκάλεσεν Ἐφραΐμ, ὅτι ηὔξησέ με ὁ Θεὸς ἐν γῇ ταπεινώσεώς μου.
Γεν. 41,52 Το δε δεύτερον τέκνον του ωνόμασεν Εφραῒμ λέγων ότι· “ο Θεός με εμεγάλυνεν εις την χώραν αυτήν της ταπεινώσεώς μου”.

Γεν. 41,53 Παρῆλθε δὲ τὰ ἑπτὰ ἔτη τῆς εὐθηνίας, ἃ ἐγένοντο ἐν τῇ γῇ Αἰγύπτου,
Γεν. 41,53 Επέρασαν τα επτά έτη της ευφορίας, που έγινεν εις την χώραν της Αιγύπτου.

Γεν. 41,54 καὶ ἤρξατο τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ ἔρχεσθαι, καθὰ εἶπεν Ἰωσήφ. καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ, ἐν δὲ πάσῃ τῇ γῇ Αἰγύπτου ἦσαν ἄρτοι.
Γεν. 41,54 Ηρχισαν δε να έρχωνται τα επτά έτη της πείνας, όπως είχεν είπει ο Ιωσήφ και ηπλώθη πείνα εις όλην την γην. Εις την χώραν όμως της Αιγύπτου υπήρχον άρτοι.

Γεν. 41,55 καὶ ἐπείνασε πᾶσα ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἔκραξε δὲ ὁ λαὸς πρὸς Φαραὼ περὶ ἄρτων· εἶπε δὲ Φαραὼ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις· πορεύεσθε πρὸς Ἰωσήφ, καὶ ὃ ἐὰν εἴπῃ ὑμῖν, ποιήσατε.
Γεν. 41,55 Αλλά και όλη η χώρα της Αιγύπτου επείνασεν, ο δε λαός έκραξε προς τον Φαραώ ζητών άρτους. Ο δε Φαραώ είπε προς όλους τους Αιγυπτίους· “πηγαίνετε προς τον Ιωσήφ και ο,τι σας πη, εκείνο πράξατε”.

Γεν. 41,56 καὶ ὁ λιμὸς ἦν ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς· ἀνέῳξε δὲ Ἰωσὴφ πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις.
Γεν. 41,56 Η πείνα ήτο απλωμένη εις όλην την γην. Ηνοιξε τότε ο Ιωσήφ όλας τας αποθήκας και ήρχισε να πωλή σίτον εις όλους τους Αιγυπτίους.

Γεν. 41,57 καὶ πᾶσαι αἱ χῶραι ἦλθον εἰς Αἴγυπτον ἀγοράζειν πρὸς Ἰωσήφ· ἐπεκράτησε γὰρ ὁ λιμὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ.
Γεν. 41,57 Αλλά και αι άλλαι χώραι ήλθον εις την Αίγυπτον προς τον Ιωσήφ, δια να αγοράσουν σίτον, διότι η πείνα επικρατούσεν εις όλην την γην.


ΓΕΝΕΣΙΣ 42


Γεν. 42,1 Ἰδὼν δὲ Ἰακὼβ ὅτι ἐστὶ πρᾶσις ἐν Αἰγύπτῳ, εἶπε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ· ἱνατί ῥαθυμεῖτε;
Γεν. 42,1 Η πείνα είχεν απλωθή και εις την γην Χαναάν, όπου κατοικούσεν ο Ιακώβ. Πληροφορηθείς δε ο Ιακώβ ότι εις την Αίγυπτον πωλείται σίτος είπεν εις τα παιδιά του· “διατί αμελείτε;

Γεν. 42,2 ἰδοὺ ἀκήκοα ὅτι ἐστὶ σῖτος ἐν Αἰγύπτῳ· κατάβητε ἐκεῖ καὶ πρίασθε ἡμῖν μικρὰ βρώματα, ἵνα ζήσωμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν.
Γεν. 42,2 Ιδού, εχω, πληροφορηθή, ότι υπάρχει σιτάρι εις τη Αίγυπτον. Πηγαίνετε εκεί και αγοράσατε δι' ημάς ολίγα τρόφιμα, δια να ζήσωμεν και μη αποθάνωμεν από την πείναν”.

Γεν. 42,3 κατέβησαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ οἱ δέκα πρίασθαι σῖτον ἐξ Αἰγύπτου·
Γεν. 42,3 Οι δέκα αδελφοί του Ιωσήφ ανεχώρησαν, δια να αγοράσουν σίτον από την Αίγυπτον.

Γεν. 42,4 τὸν δὲ Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν Ἰωσὴφ οὐκ ἀπέστειλε μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, εἶπε γάρ· μή ποτε συμβῇ αὐτῷ μαλακία.
Γεν. 42,4 Ο Ιακώβ δεν έστειλε μαζή με τους αδελφούς του τον Βενιαμίν, τον αδελφόν του Ιωσήφ εκ της Ραχήλ, διότι εφοβήθη σκεφθείς μήπως τυχόν συμβή και εις αυτόν κανένα δυστύχημα.

Γεν. 42,5 Ἦλθον δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀγοράζειν μετὰ τῶν ἐρχομένων· ἦν γὰρ ὁ λιμὸς ἐν γῇ Χαναάν.
Γεν. 42,5 Οι υιοί του Ιακώβ ήλθον εις την Αίγυπτον μαζή με άλλους, οι οποίοι μετέβαιναν επίσης εκεί, δια να αγοράσουν τρόφιμα, επειδή η πείνα επικρατούσε και εις την χώραν Χαναάν.

Γεν. 42,6 Ἰωσὴφ δὲ ἦν ὁ ἄρχων τῆς γῆς, οὗτος ἐπώλει παντὶ τῷ λαῷ τῆς γῆς· ἐλθόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 42,6 Ο Ιωσήφ ήτο αντιβασιλεύς της Αιγύπτου· αυτός δια των οργάνων του επωλούσε σίτον εις όλον τον λαόν της Αιγύπτου. Οι δε αδελφοί του ελθόντες εις την Αίγυπτον τον προσεκύνησαν μέχρις εδάφους.

Γεν. 42,7 ἰδὼν δὲ Ἰωσὴφ τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπέγνω καὶ ἠλλοτριοῦτο ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς σκληρὰ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πόθεν ἥκατε; οἱ δὲ εἶπον· ἐκ γῆς Χαναὰν ἀγοράσαι βρώματα.
Γεν. 42,7 Οταν είδεν ο Ιωσήφ τους αδελφούς του, τους ανεγνώρισεν, αλλά εφέρετο προς αυτούς ώσαν ξένος. Τους ωμίλησε μάλιστα κατά τρόπον τραχύν και τους είπεν· “από που ήλθατε;” Εκείνοι είπον· “από την γην Χαναάν, δια να αγοράσωμεν τροφάς”.

Γεν. 42,8 ἐπέγνω δὲ Ἰωσὴφ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν.
Γεν. 42,8 Ο Ιωσήφ ανεγνώρισε τους αδελφούς του, εκείνοι όμως δεν τον ανεγνώρισαν.

Γεν. 42,9 καὶ ἐμνήσθη Ἰωσὴφ τῶν ἐνυπνίων αὐτοῦ, ὧν εἶδεν αὐτός, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· κατάσκοποί ἐστε, κατανοῆσαι τὰ ἴχνη τῆς χώρας ἥκατε.
Γεν. 42,9 Οταν δε είδε τους αδελφούς του να τον προσκυνούν ενεθυμήθη τα όνειρα, τα οποία είχεν ίδει. Επειτα τους είπεν· “είσθε κατάσκοποι· ήλθατε εδώ, δια να κατασκοπεύσετε τα επίκαιρα σημεία της χώρας μου”.

Γεν. 42,10 οἱ δὲ εἶπαν· οὐχί, κύριε, οἱ παῖδές σου ἤλθομεν πρίασθαι βρώματα·
Γεν. 42,10 Εκείνοι του απήντησαν· “όχι, κύριε, δεν είμεθα κατάσκοποι. Οι δούλοί σου ήλθομεν έδω να αγοράσωμεν τροφάς.

Γεν. 42,11 πάντες ἐσμὲν υἱοὶ ἑνὸς ἀνθρώπου· εἰρηνικοί ἐσμεν, οὐκ εἰσὶν οἱ παῖδές σου κατάσκοποι.
Γεν. 42,11 Ολοι είμεθα παιδιά ενός πατρός· είμεθα ειρηνικοί και τίμιοι άνθρωποι· οι δούλοί σου δεν είναι κατάσκοποι”.

Γεν. 42,12 εἶπε δὲ αὐτοῖς· οὐχί, ἀλλὰ τὰ ἴχνη τῆς γῆς ἤλθετε ἰδεῖν.
Γεν. 42,12 Είπε δε εκείνος προς αυτούς· “όχι ! δεν σας πιστεύω· ήλθατε να ανιχνεύσετε τα ασθενή και επίκαιρα σημεία της χώρας μου”.

Γεν. 42,13 οἱ δὲ εἶπαν· δώδεκά ἐσμεν οἱ παῖδες σου ἀδελφοὶ ἐν γῇ Χαναάν, καὶ ἰδοὺ ὁ νεώτερος μετὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σήμερον, ὁ δὲ ἕτερος οὐχ ὑπάρχει.
Γεν. 42,13 Εκείνοι πάλιν απήντησαν· “ημείς, οι δούλοι σου, είμεθα δώδεκα αδελφοί και κατοικούμεν εις την χώραν Χαναάν. Και ιδού, ο νεώτερος από ημάς ευρίσκεται σήμερον μαζή με τον πατέρα μας εις την Χαναάν, ο δε άλλος δεν υπάρχει πλέον”.

Γεν. 42,14 εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰωσήφ· τοῦτό ἐστιν ὃ εἴρηκα ὑμῖν λέγων, ὅτι κατάσκοποί ἐστε·
Γεν. 42,14 Είπε δε προς αυτούς, επιμένων ο Ιωσήφ· “αυτό που σας είπα αυτό είναι· είσθε κατάσκοποι.

Γεν. 42,15 ἐν τούτῳ φανεῖσθε· νὴ τὴν ὑγίειαν Φαραώ, οὐ μὴ ἐξέλθητε ἐντεῦθεν, ἐὰν μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος ἔλθῃ ὧδε.
Γεν. 42,15 Αν λέγετε την αλήθειαν θα μου το αποδείξετε με τούτο· είπατε ότι έχετε ένα νεώτερον αδελφόν. Μα την υγείαν του Φαραώ, δεν θα φύγετε από εδώ, εάν αυτός ο νεώτερος αδελφάς σας δεν έλθη εδώ.

Γεν. 42,16 ἀποστείλατε ἐξ ὑμῶν ἕνα καὶ λάβετε τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν, ὑμεῖς δὲ ἀπάχθητε ἕως τοῦ φανερὰ γενέσθαι τὰ ῥήματα ὑμῶν, εἰ ἀληθεύετε ἢ οὔ· εἰ δὲ μή, νὴ τὴν ὑγίειαν Φαραώ, ἦ μὴν κατάσκοποί ἐστε.
Γεν. 42,16 Στείλτε λοιπόν ένα από σας και φέρετε εδώ τον αδελφόν σας. Σεις δε οι άλλοι πηγαίνετε εις την φυλακήν, έως ότου αποδειχθούν, αν είναι η δεν είναι αληθινά τα λόγια σας. Εάν δε δεν φέρετε τον νεώτερον αδελφόν σας, μα την υγείαν του Φαραώ, είσθε πράγματι κατάσκοποι”.

Γεν. 42,17 καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν φυλακῇ ἡμέρας τρεῖς.
Γεν. 42,17 Διέταξε δε και έβαλαν αυτούς τρεις ημέρας εις την φυλακήν.

Γεν. 42,18 Εἶπε δὲ αὐτοῖς τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ· τοῦτο ποιήσατε καὶ ζήσεσθε, τὸν Θεὸν γὰρ ἐγὼ φοβοῦμαι·
Γεν. 42,18 Κατά δε την τρίτην ημέραν τους είπε· “κάμετε αυτό, που σας είπα, δια να μη χάσετε την ζωήν σας ως κατάσκοποι, διότι εγώ φοβούμαι τον Θεόν.

Γεν. 42,19 εἰ εἰρηνικοί ἐστε, ἀδελφὸς ὑμῶν κατασχεθήτω εἷς ἐν τῇ φυλακῇ, αὐτοὶ δὲ βαδίσατε καὶ ἀπαγάγετε τὸν ἀγορασμὸν τῆς σιτοδοσίας ὑμῶν,
Γεν. 42,19 Εάν είσθε πράγματι ειρηνικοί άνθρωποι, ένας αδελφός σας ας μείνη εις την φυλακήν, σεις δε πηγαίνετε προς την χώραν σας και φέρετε εκεί τον σίτον, τον οποίον ηγοράσατε.

Γεν. 42,20 καὶ τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν νεώτερον ἀγάγετε πρός με, καὶ πιστευθήσονται τὰ ῥήματα ὑμῶν· εἰ δὲ μή, ἀποθανεῖσθε. ἐποίησαν δὲ οὕτως.
Γεν. 42,20 Και τον αδελφόν σας τον νεώτερον φέρετέ τον προς εμέ. Οταν δε τον ίδω, τότε θα πιστεύσω εις τα λόγια σας. Εάν όμως και δεν τον φέρετε, θα θανατωθήτε”. Οι αδελφοί του Ιωσήφ έκαμαν, όπως εκείνος τους είπε.

Γεν. 42,21 καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· ναί, ἐν ἁμαρτίαις γάρ ἐσμεν περὶ τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν, ὅτι ὑπερείδομεν τὴν θλῖψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν, καὶ οὐκ εἰσηκούσαμεν αὐτοῦ· καὶ ἕνεκεν τούτου ἐπῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἡ θλῖψις αὕτη.
Γεν. 42,21 Εκεί δε εμπρός στον Ιωσήφ είπαν ο ενας προς τον άλλον· “ναι, τιμωρούμεθα τώρα διότι διεπράξαμεν μεγάλην αμαρτίαν εναντίον του αδελφού μας. Δεν ελάβομεν υπ' όψει την θλίψιν της ψυχής του, όταν μας παρακαλούσε τότε, να τον λυπηθώμεν. Δεν εδώσαμεν καμμίαν προσοχήν εις τα λόγια του. Ενεκα της αμαρτίας μας αυτής έπεσεν επάνω μας αυτή η θλίψις”.

Γεν. 42,22 ἀποκριθεὶς δὲ Ῥουβὴν εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἐλάλησα ὑμῖν λέγων, μὴ ἀδικήσητε τὸ παιδάριον; καὶ οὐκ ἠκούσατέ μου; καὶ ἰδοὺ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκζητεῖται.
Γεν. 42,22 Αποκριθείς δε ο Ρουβήν τους είπε· “δεν σας είπα και ξαναείπα εγώ να μη διαπράξετε αυτήν την μεγάλην αδικίαν εναντίον του παιδιού και δεν με ηκούσατε; Ιδού, ότι το αθώον αίμα του ζητεί τώρα εκδίκησιν εναντίον μας”.

Γεν. 42,23 αὐτοὶ δὲ οὐκ ᾔδεισαν ὅτι ἀκούει Ἰωσήφ· ὁ γὰρ ἑρμηνευτὴς ἀνὰ μέσον αὐτῶν ἦν.
Γεν. 42,23 Οι αδελφοί του Ιωσήφ δεν εγνώριζαν ότι εκείνος εκαταλάβαινε την γλώσσαν των, επειδή προηγουμένως συνεννοούντο με αυτόν δια μέσου διερμηνέως.

Γεν. 42,24 ἀποστραφεὶς δὲ ἀπ᾿ αὐτῶν ἔκλαυσεν Ἰωσήφ. καὶ πάλιν προσῆλθε πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· καὶ ἔλαβε τὸν Συμεὼν ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐναντίον αὐτῶν.
Γεν. 42,24 Ο Ιωσήφ, όταν ήκουσεν αυτά, συνεκινήθη, απεμακρύνθη από αυτούς, έκλαυσε και πάλιν επανήλθε και συνωμίλησε μαζή των. Επήρε από αυτούς τον Συμεών και τον έδεσεν ενώπιόν των.

Γεν. 42,25 ἐνετείλατο δὲ Ἰωσήφ ἐμπλῆσαι τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν σίτου καὶ ἀποδοῦναι τὸ ἀργύριον αὐτῶν ἑκάστῳ εἰς τὸν σάκκον αὐτοῦ καὶ δοῦναι αὐτοῖς ἐπισιτισμὸν εἰς τὴν ὁδόν. καὶ ἐγενήθη αὐτοῖς οὕτως.
Γεν. 42,25 Διέταξε δε να γεμίσουν τους σάκκους των σιτάρι, να θέσουν κρυφίως στον σάκκον καθενός από αυτούς τα χρήματά των και να τους δώσουν τροφάς δια το ταξίδι των. Ετσι και έγινεν εις αυτούς.

Γεν. 42,26 καὶ ἐπιθέντες τὸν σῖτον ἐπὶ τοὺς ὄνους αὐτῶν ἀπῆλθον ἐκεῖθεν.
Γεν. 42,26 Οι αδελφοί εφόρτωσαν τον σίτον στους όνους των και ανεχώρησαν από εκεί.

Γεν. 42,27 λύσας δὲ εἷς τὸν μάρσιππον αὐτοῦ δοῦναι χορτάσματα τοῖς ὄνοις αὐτοῦ, οὗ κατέλυσαν, καὶ εἶδε τὸν δεσμὸν τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, καὶ ἦν ἐπάνω τοῦ στόματος τοῦ μαρσίππου·
Γεν. 42,27 Εις τον τόπον δέ, όπου επί ολίγον εστάθμευσαν, ένας από αυτούς έλυσε τον σάκκον του, δια να δώση τροφήν στους όνους του. Και είδεν ότι το χρηματόδεμά του ήτο στο στόμιον του σάκκου.

Γεν. 42,28 καὶ εἶπε τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ· ἐπεδόθη μοι τὸ ἀργύριον, καὶ ἰδοὺ τοῦτο ἐν τῷ μαρσίππῳ μου, καὶ ἐξέστη ἡ καρδία αὐτῶν, καὶ ἐταράχθησαν πρὸς ἀλλήλους λέγοντες· τί τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἡμῖν;
Γεν. 42,28 Είπε τότε στους αδελφούς του· “τα χρήματά μου, αυτά που επλήρωσα δια την αγοράν του σίτου, μου επεστράφησαν. Ιδού ευρίσκονται στον σάκκον μου”. Ολοι τότε κατελήφθησαν από έκπληξιν, εταράχθησαν και έλεγαν μεταξύ των· “τι είναι αυτό που μας έκαμεν ο Θεός;”

Γεν. 42,29 Ἦλθον δὲ πρὸς Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτῶν εἰς γῆν Χαναὰν καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα τὰ συμβάντα αὐτοῖς, λέγοντες·
Γεν. 42,29 Εξηκολούθησαν την πορείαν των, έφθασαν εις την γην Χαναάν προς τον πατέρα των και εγνωστοποίησαν εις αυτόν όλα όσα τους συνέβησαν, λέγοντες·

Γεν. 42,30 λελάληκεν ὁ ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς γῆς πρὸς ἡμᾶς σκληρὰ καὶ ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ ὡς κατασκοπεύοντας τὴν γῆν.
Γεν. 42,30 “ο άνθρωπος εκείνος, ο άρχων της Αιγύπτου, ωμίλησε και εφέρθη προς ημάς με πολλήν σκληρότητα. Μας έβαλεν εις την φυλακήν, διότι τάχα είμεθα κατάσκοποι της χώρας του.

Γεν. 42,31 εἴπαμεν δὲ αὐτῷ· εἰρηνικοί ἐσμέν, οὐκ ἐσμὲν κατάσκοποι·
Γεν. 42,31 Ημείς του είπομεν· Είμεθα τίμιοι και φιλήσυχοι άνθρωποι και όχι κατάσκοποι.

Γεν. 42,32 δώδεκα ἀδελφοί ἐσμεν, υἱοὶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν· ὁ εἷς οὐχ ὑπάρχει, ὁ δὲ μικρὸς μετὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σήμερον ἐν γῇ Χαναάν.
Γεν. 42,32 Είμεθα δώδεκα αδελφοί, τέκνα του ιδίου πατρός· ο ένας δεν υπάρχει πλέον· ο δε μικρότερός μας ευρίσκεται σήμερον μαζή με τον πατέρα μας εις την Χαναάν.

Γεν. 42,33 εἶπε δὲ ἡμῖν ὁ ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς γῆς· ἐν τούτῳ γνώσομαι ὅτι εἰρηνικοί ἐστε· ἀδελφὸν ἕνα ἄφετε ὧδε μετ᾿ ἐμοῦ, τὸν δὲ ἀγορασμὸν τῆς σιτοδοσίας τοῦ οἴκου ὑμῶν λαβόντες ἀπέλθατε.
Γεν. 42,33 Ο άρχων αυτός της Αιγύπτου μας είπε τότε· Εγώ θα μάθω και θα πεισθώ ότι είσθε πράγματι ειρηνικοί άνθρωποι, εάν κάμετε όπως σας πω. Αφήσατε εδώ εις εμέ ένα αδελφόν. Τον δε σίτον, που αγοράσατε δια τας οικογενείας σας, παρέτέ τον και φύγετε δια την Χαναάν.

Γεν. 42,34 καὶ ἀγάγετε πρός με τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν νεώτερον, καὶ γνώσομαι ὅτι οὐ κατάσκοποί ἐστε, ἀλλ᾿ ὅτι εἰρηνικοί ἐστε, καὶ τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν ἀποδώσω ὑμῖν, καὶ τῇ γῇ ἐμπορεύσεσθε.
Γεν. 42,34 Επειτα δέ, φέρετε προς εμέ τον αδελφόν σας τον νεώτερον. Ετσι θα πεισθώ ότι δεν είσθε κατάσκοποι, αλλ' ότι είσθε πράγματι τίμιοι και φιλήσυχοι, θα σας αποδώσω τον αδελφόν σας που εκράτησα ως όμηρον και θα σας επιτρέψω να εισέρχεσθε και να εξέρχεσθε ελεύθερα εις την χώραν”.

Γεν. 42,35 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ κατακενοῦν αὐτοὺς τοὺς σάκκους αὐτῶν, καὶ ἦν ἑκάστου ὁ δεσμὸς τοῦ ἀργυρίου ἐν τῷ σάκκῳ αὐτῶν· καὶ εἶδον τοὺς δεσμοὺς τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν αὐτοὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτῶν, καὶ ἐφοβήθησαν.
Γεν. 42,35 Οταν δε οι εννέα αδελφοί άδειασαν στο σπίτι τους σάκκους με τον σίτον ευρέθη στον σάκκον του καθενός το χρηματόδεμά του, το αντίτιμον του σίτου. Είδον αυτοί και ο πατήρ των τα χρηματοδέματα και εφοβήθησαν.

Γεν. 42,36 εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰακὼβ ὁ πατὴρ αὐτῶν· ἐμὲ ἠτεκνώσατε, Ἰωσὴφ οὔκ ἔστι, Συμεὼν οὐκ ἔστι, καὶ τὸν Βενιαμὶν λήψεσθε; ἐπ᾿ ἐμὲ ἐγένετο ταῦτα πάντα.
Γεν. 42,36 Είπε δε προς αυτούς ο Ιακώβ, ο πατέρας των· “με αφήσατε χωρίς παιδιά· ο Ιωσήφ δεν υπάρχει πλέον εις την ζωήν, ο Συμεών δεν ευρίσκεται μεταξύ μας. Θα μου πάρετε λοιπόν και τον Βενιαμίν; Ολα αυτά τα κακά έπεσαν επάνω μου”.

Γεν. 42,37 εἶπε δὲ Ῥουβὴν τῷ πατρὶ αὐτῶν λέγων· τοὺς δύο υἱούς μου ἀπόκτεινον, ἐὰν μὴ ἀγάγω αὐτὸν πρὸς σέ· δὸς αὐτὸν εἰς τὴν χεῖρά μου, κἀγὼ ἀνάξω αὐτὸν πρὸς σέ.
Γεν. 42,37 Είπε δε ο Ρουβήν προς τον πατέρα του· “εμπιστεύσου εις εμέ τον Βενιαμίν και εγώ σου υπόσχομαι ότι θα σου τον επαναφέρω σώον και υγιή. Εάν δε δεν τον επαναφέρω, σκότωσε τα δυό παιδιά μου”.

Γεν. 42,38 ὁ δὲ εἶπεν· οὐ καταβήσεται ὁ υἱός μου μεθ᾿ ὑμῶν, ὅτι ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἀπέθανε καὶ αὐτὸς μόνος καταλέλειπται· καὶ συμβήσεται αὐτὸν μαλακισθῆναι ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἐὰν πορεύησθε, καὶ κατάξετέ μου τὸ γῆρας μετὰ λύπης εἰς ᾅδου.
Γεν. 42,38 Ο Ιακώβ απήντησεν· “όχι, κατ' ουδένα λόγον δεν θα αναχωρήση μαζή σας δια την Αίγυπτον ο υιός μου αυτός· διότι ο ομομήτριος αδελφός του απέθανε και αυτός μόνος μου έχει απομείνει, υιός της Ραχήλ. Φοβούμαι μήπως τυχόν και του συμβή τίποτε κακόν στον δρόμον, που θα βαδίζετε, και τότε θα κρημνίσετε καταλυπημένον το γήρας μου στον άδην”.

Γεν. 42,39 ὁ δὲ λιμὸς ἐνίσχυσεν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 42,39 Η πείνα όμως εγίνετο ολοένα και περισσότερον μεγάλη και καταθλιπτική εις την χώραν των.


ΓΕΝΕΣΙΣ 43


Γεν. 43,1 Ἐγένετο δὲ ἡνίκα συνετέλεσαν καταφαγεῖν τὸν σῖτον, ὃν ἤνεγκαν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ πατὴρ αὐτῶν· πάλιν πορευθέντες πρίασθε ἡμῖν μικρὰ βρώματα.
Γεν. 43,1 Οταν τα τέκνα του Ιακώβ εξήντλησαν τον σίτον, τον οποίον έφεραν από την Αίγυπτον, τους είπεν ο πατήρ των· “πηγαίνετε πάλιν εις την Αίγυπτον και αγοράσετε δι' όλους μας ολίγας τροφάς”.

Γεν. 43,2 εἶπε δὲ αὐτῷ Ἰούδας λέγων· διαμαρτυρίᾳ μεμαρτύρηται ἡμῖν ὁ ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς γῆς λέγων· οὐκ ὄψεσθε τὸ πρόσωπόν μου, ἐὰν μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος μεθ᾿ ὑμῶν ᾖ·
Γεν. 43,2 Ο Ιούδας, ένας εκ των αδελφών, του είπεν· “ο άνθρωπος εκείνος, ο κύριος της χώρας Αιγύπτου, ρητώς και επιμόνως ετόνισε λέγων· δεν θα παρουσιασθήτε ενώπιόν μου, εάν δεν είναι μαζή σας και ο νεώτερος αδελφός σας.

Γεν. 43,3 εἰ μὲν οὖν ἀποστέλλῃς τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν μεθ᾿ ἡμῶν, καταβησόμεθα, καὶ ἀγοράσομέν σοι βρώματα.
Γεν. 43,3 Εάν λοιπόν θελήσης και αποστείλης μαζή μας τον αδελφόν μας τον Βενιαμίν, θα μεταβώμεν εις την Αίγυπτον και θα σου αγοράσωμεν τροφάς.

Γεν. 43,4 εἰ δὲ μὴ ἀποστέλλῃς τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν μεθ᾿ ἡμῶν, οὐ πορευσόμεθα. ὁ γὰρ ἄνθρωπος εἶπεν ἡμῖν, λέγων· οὐκ ὄψεσθέ μου τὸ πρόσωπον, ἐὰν μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος μεθ᾿ ὑμῶν ᾖ.
Γεν. 43,4 Εάν όμως δεν τον αποστείλης μαζή μας, δεν θα μεταβώμεν, διότι θα είναι μάταιος ο κόπος μας. Ο άνθρωπος εκείνος είπε και ζαναιείπεν ότι δεν θα ιδήτε το πρόσωπόν μου, εάν δεν είναι μαζή σας ο αδελφός σας ο νεώτερος”.

Γεν. 43,5 εἶπε δὲ Ἰσραήλ· τί ἐκακοποιήσατέ με, ἀναγγείλαντες τῷ ἀνθρώπῳ ὅτι ἐστὶν ὑμῖν ἀδελφός;
Γεν. 43,5 Ο Ιακώβ απήντησεν· “αντιλαμβάνεσθε, πόσον μεγάλο κακόν μου εκάματε με το να αναγγείλετε στον άνθρωπον εκείνον ότι υπάρχει και άλλος αδελφός σας;”

Γεν. 43,6 οἱ δὲ εἶπαν· ἐρωτῶν ἐπηρώτησεν ἡμᾶς ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν γενεὰν ἡμῶν λέγων· εἰ ἔτι ὁ πατὴρ ὑμῶν ζῇ καὶ εἰ ἔστιν ὑμῖν ἀδελφός; καὶ ἀπηγγείλαμεν αὐτῷ κατὰ τὴν ἐπερώτησιν ταύτην. μὴ ᾔδειμεν ὅτι ἐρεῖ ἡμῖν· ἀγάγετε τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν;
Γεν. 43,6 Εκείνοι είπαν· “επιμόνως ο άνθρωπος αυτός μας η ρώτησε, να μάθη δια την οικογένειάν μας λέγων, εάν ακόμη ο πατέρας σας ζη, και εάν εκτός από σας υπάρχη και άλλος αδελφός. Και του απαντήσαμεν σύμφωνα με τας ερωτήσστου. Μηπως τάχα εγνωρίζαμεν ημείς, ότι θα μας πη· Φέρετε εδώ και τον άλλον αδελφόν σας;”

Γεν. 43,7 εἶπε δὲ Ἰούδας πρὸς Ἰσραὴλ τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἀπόστειλον τὸ παιδάριον μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἀναστάντες πορευσόμεθα, ἵνα ζῶμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν καὶ ἡμεῖς καὶ σὺ καὶ ἡ ἀποσκευὴ ἡμῶν.
Γεν. 43,7 Ο Ιούδας είπε προς τον Ιακώβ τον πατέρα του· “στείλε μαζή μου το παιδίον τον Βενιαμίν, δια να ξεκινήσωμεν και μεταβώμεν εις την Αίγυπτον. Ετσι μόνον θα αγοράσωμεν τρόφιμα, δια να ζήσωμεν και να μη αποθάνωμεν από την πείναν και ημείς και συ και τα παιδιά μας.

Γεν. 43,8 ἐγὼ δὲ ἐκδέχομαι αὐτόν, ἐκ χειρός μου ζήτησον αὐτόν· ἐὰν μὴ ἀγάγω αὐτὸν πρὸς σὲ καὶ στήσω αὐτὸν ἐναντίον σου, ἡμαρτηκὼς ἔσομαι εἰς σὲ πάσας τὰς ἡμέρας.
Γεν. 43,8 Εγώ αναλαμβάνω τον Βενιαμίν. Από τα χέρια μου να τον ζητήσης. Εάν τυχόν και δεν τον επαναφέρω και δεν τον παρουσιάσω ενώπιόν σου, θα είμαι βαρύτατα ένοχος απέναντί σου εις όλην μου την ζωήν.

Γεν. 43,9 εἰ μὴ γὰρ ἐβραδύναμεν, ἤδη ἂν ὑπεστρέψαμεν δίς.
Γεν. 43,9 Εάν έως τώρα δεν εχάναμεν τον καιρόν μας με τας συζητήσεις αυτάς, θα είχομεν ήδη μεταβή εις την Αίγυπτον και θα είχομεν επιστρέψει δύο φοράς”.

Γεν. 43,10 εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰσραὴλ ὁ πατὴρ αὐτῶν· εἰ οὕτως ἐστί, τοῦτο ποιήσατε· λάβετε ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς ἐν τοῖς ἀγγείοις ὑμῶν καὶ καταγάγετε τῷ ἀνθρώπῳ δῶρα τῆς ῥητίνης καὶ τοῦ μέλιτος, θυμίαμά τε καὶ στακτὴν καὶ τερέβινθον καὶ κάρυα.
Γεν. 43,10 Ο Ισραήλ, ο πατήρ των, τους είπε τότε· “αφού έτσι έχουν τα πράγματα, κάμετε όπως είπατε. Παρτε όμως από τα προϊόντα της χώρας μας και φέρετε προς τον άνθρωπον εκείνον ως δώρα ευώδη ρητίνην και μέλι, θυμίαμα και στακτήν, (άρωμα από σμύρναν), τερέβινθον (τερεμεντίναν από σχίνον), και καρύδια.

Γεν. 43,11 καὶ τὸ ἀργύριον δισσὸν λάβετε ἐν ταῖς χερσὶν ὑμῶν· καὶ τὸ ἀργύριον τὸ ἀποστραφὲν ἐν τοῖς μαρσίπποις ὑμῶν ἀποστρέψατε μεθ᾿ ὑμῶν· μή ποτε ἀγνόημά ἐστι.
Γεν. 43,11 Παρετε επίσης μαζή σας διπλά τα χρήματα της τιμής του σίτου, ώστε να επιστρέψετε στον άρχοντα της Αιγύπτου τα χρηματοδέματα, που ευρήκατε στους σάκκους σας, μήπως τυχόν και είχε γίνει κανένα λάθος.

Γεν. 43,12 καὶ τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν λάβετε καὶ ἀναστάντες κατάβητε πρὸς τὸν ἄνθρωπον.
Γεν. 43,12 Παρτε και τον αδελφόν σας και ξεκινήσατε δια να μεταβήτε στον άρχοντα εκείνον της Αιγύπτου.

Γεν. 43,13 ὁ δὲ Θεός μου δῴη ὑμῖν χάριν ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀποστείλαι τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν ἕνα καὶ τὸν Βενιαμίν· ἐγὼ μὲν γὰρ καθάπερ ἠτέκνωμαι, ἠτέκνωμαι.
Γεν. 43,13 Ο Θεός να δώση να βρήτε ευμενή υποδοχήν ενώπιον εκείνου του ανθρώπου και να απαστείλη προς εμέ τον άλλον αδελφόν σας τον Συμεών, που έμεινεν εις την Αίγυπτον, όπως επίσης και τον Βενιαμίν. Αλλωστε είτε ούτως είτε άλλως θεωρώ πλέον χαμένα και τα δύο παιδιά μου, που απέκτησα από την Ραχήλ”.

Γεν. 43,14 Λαβόντες δὲ οἱ ἄνδρες τὰ δῶρα ταῦτα καὶ τὸ ἀργύριον διπλοῦν ἔλαβον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν καὶ τὸν Βενιαμὶν καὶ ἀναστάντες κατέβησαν εἰς Αἴγυπτον καὶ ἔστησαν ἐναντίον Ἰωσήφ.
Γεν. 43,14 Ελαβον οι αδελφοί αυτά τα δώρα και διπλά τα χρήματα της τιμής του σίτου, τόσον εκείνου τον οποίον θα αγοράσουν όσον και του προηγουμένου, εξεκίνησαν, επήγαν εις την Αίγυπτον και παρουσιάσθησαν ενώπιον του Ιωσήφ.

Γεν. 43,15 εἶδε δὲ Ἰωσὴφ αὐτοὺς καὶ τὸν Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον καὶ εἶπε τῷ ἐπὶ τῆς οἰκίας αὐτοῦ· εἰσάγαγε τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν οἰκίαν καὶ σφάξον θύματα καὶ ἑτοίμασον· μετ᾿ ἐμοῦ γὰρ φάγονται οἱ ἄνθρωποι ἄρτους τὴν μεσημβρίαν.
Γεν. 43,15 Τους είδεν ο Ιωσήφ, είδε και τον ομομήτριον αδελφόν του τον Βενιαμίν και είπεν στον αρχηγόν του οίκου του· “οδήγησε τους ανθρώπους αυτούς εις την οικίαν, σφάξε εκλεκτά σφαχτά και ετοίμασε φαγητά, διότι σήμερον την μεσημβρίαν θα γευματίσουν μαζή μου αυτοί οι άνθρωποι”.

Γεν. 43,16 ἐποίησε δὲ ὁ ἄνθρωπος, καθὰ εἶπεν Ἰωσήφ, καὶ εἰσήγαγε τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν οἶκον Ἰωσήφ.
Γεν. 43,16 Ο άνθρωπος εκείνος έκαμε, όπως του είπεν ο Ιωσήφ και ωδήγησε τους αδελφούς στο ανάκτορον του Ιωσήφ.

Γεν. 43,17 ἰδόντες δὲ οἱ ἄνδρες ὅτι εἰσήχθησαν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἰωσήφ, εἶπαν· διὰ τὸ ἀργύριον τὸ ἀποστραφὲν ἐν τοῖς μαρσίπποις ἡμῶν τὴν ἀρχὴν ἡμεῖς εἰσαγόμεθα τοῦ συκοφαντῆσαι ἡμᾶς καὶ ἐπιθέσθαι ἡμῖν τοῦ λαβεῖν ἡμᾶς εἰς παῖδας καὶ τοὺς ὄνους ἡμῶν.
Γεν. 43,17 Ιδόντες οι αδελφοί, ότι ωδηγήθησαν στον οίκον του Ιωσήφ είπον· “οδηγούμεθα ημείς στον οίκον τούτον εξ αιτίας των χρημάτων, που μας επεστράφησαν στους σάκκους μας και με τα οποία ημείς είχομεν πληρώσει την πρώτην φοράν τον σίτον· αυτό γίνεται δια να μας συκοφαντήσουν, και προς τιμωρίαν μας να μας πάρουν δούλους, να κρατήσουν και τους όνους μας”.

Γεν. 43,18 προσελθόντες δὲ πρὸς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου τοῦ Ἰωσὴφ ἐλάλησαν αὐτῷ ἐν τῷ πυλῶνι τοῦ οἴκου
Γεν. 43,18 Επλησίασαν λοιπόν προς τον άνθρωπον, ο οποίος ήτο αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ, ωμίλησαν προς αυτόν εις την μεγάλην θύραν της αυλής του οίκου,

Γεν. 43,19 λέγοντες· δεόμεθα, κύριε, κατέβημεν τὴν ἀρχὴν πρίασθαι βρώματα·
Γεν. 43,19 και του είπαν· “κύριε, σας παρακαλούμεν ακούστε αυτά, που θα σας πούμε. Ημείς ήλθομεν εις την Αίγυπτον την πρώτην φοράν να αγοράσωμεν τρόφιμα.

Γεν. 43,20 ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἤλθομεν εἰς τὸ καταλῦσαι καὶ ἠνοίξαμεν τοὺς μαρσίππους ἡμῶν, καὶ τόδε τὸ ἀργύριον ἑκάστου ἐν τῷ μαρσίππῳ αὐτοῦ· τὸ ἀργύριον ἡμῶν ἐν σταθμῷ ἀπεστρέψαμεν νῦν ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν
Γεν. 43,20 Οταν δε εφθάσαμεν κάπου, δια να κάμωμεν κατάλυμα και ανοίξαμε τους σάκκους μας, ευρέθη στον σάκκον εκάστου το αργύριον, με το οποίον είχε πληρώσει τον σίτον. Το αργύριον, λοιπόν, αυτό σας το επιστρέφομεν ιδιοχείρως μετρημένο και ζυγισμένο.

Γεν. 43,21 καὶ ἀργύριον ἕτερον ἠνέγκαμεν μεθ᾿ ἑαυτῶν ἀγοράσαι βρώματα· οὐκ οἴδαμεν, τίς ἐνέβαλε τὸ ἀργύριον εἰς τοὺς μαρσίππους ἡμῶν.
Γεν. 43,21 Εφέραμεν δε άλλα χρήματα μαζή μας, δια να αγοράσωμεν πάλιν τροφάς. Δεν γνωρίζομεν ποίος είχε βαλεί το αργύριον στους σάκκους μας”.

Γεν. 43,22 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἵλεως ὑμῖν, μὴ φοβεῖσθε· ὁ Θεὸς ὑμῶν καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν ἔδωκεν ὑμῖν θησαυροὺς ἐν τοῖς μαρσίπποις ὑμῶν, καὶ τὸ ἀργύριον ὑμῶν εὐδοκιμοῦν ἀπέχω. καὶ ἐξήγαγε πρὸς αὐτοὺς τὸν Συμεὼν
Γεν. 43,22 Είπεν εκείνος προς αυτούς· “ο Θεός σας ηλέησε. Μη φοβείσθε. Ο Θεός σας και ο Θεός των πατέρων σας σας έδωσεν αυτούς τους θησαυρούς στους σάκκους σας. Το δε αργύριον, το αντίτιμον του σίτου που είχατε αγοράσει προηγουμένως, εγώ το έχω πάρει”. Εβγαλε δε τότε τον Συμεών από την φυλακήν και τον ωδήγησε προς αυτούς.

Γεν. 43,23 καὶ ἤνεγκεν ὕδωρ νίψαι τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔδωκε χορτάσματα τοῖς ὄνοις αὐτῶν.
Γεν. 43,23 Διέταξε δε και εις αυτούς μεν έφεραν ύδωρ δια να νίψουν τους πόδας των, εις δε τους όνους των έδωκαν τροφάς.

Γεν. 43,24 ἡτοίμασαν δὲ τὰ δῶρα ἕως τοῦ ἐλθεῖν τὸν Ἰωσὴφ μεσημβρίας· ἤκουσαν γὰρ ὅτι ἐκεῖ μέλλει ἀριστᾶν.
Γεν. 43,24 Οι αδελφοί ετοίμασαν τα δώρα, δια να τα προσφέρουν στον Ιωσήφ και τον επερίμεναν, μέχρις ότου θα ήρχετο κατά την μεσημβρίαν στον οίκόν του, διότι επληροφορήθησαν ότι εκεί θα εγευμάτιζε.

Γεν. 43,25 Εἰσῆλθε δὲ Ἰωσὴφ εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ τὰ δῶρα, ἃ εἶχον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, εἰς τὸν οἶκον καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 43,25 Ηλθε πράγματι ο Ιωσήφ εις την οικίαν του και εκείνοι του προσέφεραν τα δώρα, τα οποία εκρατούσαν εις τα χέρια των, και τον επροσκύνησαν κύψαντες το πρόσωπόν των μέχρις εδάφους.

Γεν. 43,26 ἠρώτησε δὲ αὐτούς, πῶς ἔχετε; καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ὑγιαίνει ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ πρεσβύτης, ὃν εἴπατε;ἔτι ζῇ;
Γεν. 43,26 Ο Ιωσήφ τους ηρώτησε με καλωσύνην· “πως έχετε;” Και κατόπιν προσέθεσεν· “υγιαίνει ο γέρων πατέρας σας, δια τον οποίον την πρώτην φοράν μου εκάματε λόγον; Ζη ακόμη;”

Γεν. 43,27 οἱ δὲ εἶπαν· ὑγιαίνει ὁ παῖς σου ὁ πατὴρ ἡμῶν, ἔτι ζῇ· καὶ εἶπεν· εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τῷ Θεῷ. καὶ κύψαντες προσεκύνησαν αὐτῷ.
Γεν. 43,27 Εκείνοι του απήντησαν· “ο δούλος σου, ο πατέρας μας, υγιαίνει, ζη ακόμη”. Είπε δε ο Ιωσήφ· “ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος εκείνος ενώπιον του Θεού”. Και κύψαντες μέχρις εδάφους τον προσεκύνησαν.

Γεν. 43,28 ἀναβλέψας δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ Ἰωσὴφ εἶδε Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον καὶ εἶπεν· οὗτος ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος, ὃν εἴπατε πρός με ἀγαγεῖν; καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ἐλεήσαι σε τέκνον.
Γεν. 43,28 Εσήκωσε τα βλέμματά του ο Ιωσήφ, είδε τον ομομήτριον αδελφόν του, τον Βενιαμίν, και ηρώτησε τους αδελφούς· “αυτός είναι ο νεώτερος αδελφός σας, τον οποίον είπατε ότι θα οδηγήσετε προς εμέ;” Και στραφείς προς τον Βενιαμίν του είπε· “ο Θεός να σε ελεήση, τέκνον μου”.

Γεν. 43,29 ἐταράχθη δὲ Ἰωσήφ, συνεστρέφετο γὰρ τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, καὶ ἐζήτει κλαῦσαι· εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸ ταμεῖον ἔκλαυσεν ἐκεῖ.
Γεν. 43,29 Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ιωσήφ, ανεστράφησαν τα σπλάγχνα αυτού, όταν είδε τον αδελφόν του τον Βενιαμίν, και εζήτει να εύρη ιδιαίτερον τινά απόκρυφον τόπον, δια να κλαύση. Εισήλθε πράγματι στο εσωτερικόν δωμάτιόν του και εκεί ανελύθη εις δάκρυα.

Γεν. 43,30 καὶ νιψάμενος τὸ πρόσωπον ἐξελθὼν ἐνεκρατεύσατο καὶ εἶπε· παράθετε ἄρτους.
Γεν. 43,30 Μετ' ολίγον ένιψε το πρόσωπόν του, συνεκράτησε την συγκίνησίν του, εξήλθεν από το δωμάτιον και είπεν στους ανθρώπους του· “παραθέσατε το φαγητόν”.

Γεν. 43,31 καὶ παρέθηκαν αὐτῷ μόνῳ καὶ αὐτοῖς καθ᾿ ἑαυτοὺς καὶ τοῖς Αἰγυπτίοις τοῖς συνδειπνοῦσι μετ᾿ αὐτοῦ καθ᾿ ἑαυτούς· οὐ γὰρ ἐδύναντο οἱ Αἰγύπτιοι συνεσθίειν μετὰ τῶν Ἑβραίων ἄρτους, βδέλυγμα γάρ ἐστι τοῖς Αἰγυπτίοις.
Γεν. 43,31 Εκείνοι παρέθεσαν φαγητόν δια τον Ιωσήφ ιδιαιτέρως, δια τους αδελφούς αυτού ιδιαιτέρως, και δια τους Αιγυπτίους, οι οποίοι συνέτρωγαν με αυτόν, επίσης ιδιαιτέρως· διότι δεν ηνείχοντο οι Αιγύπτιοι να συντρώγουν με τους Εβραίους, επειδή ήτο τούτο αποτροπιαστικόν δι'αυτούς.

Γεν. 43,32 ἐκάθισαν δὲ ἐναντίον αὐτοῦ, ὁ πρωτότοκος κατὰ τὰ πρεσβεῖα αὐτοῦ καὶ ὁ νεώτερος κατὰ τὴν νεότητα αὐτοῦ· ἐξίσταντο δὲ οἱ ἄνθρωποι ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.
Γεν. 43,32 Εκάθισαν λοιπόν ενώπιόν του οι αδελφοί του Ιωσήφ κατά την σειράν της ηλικίας των, ώστε ο πρωτότοκος να κάθεται εις θέσιν ανάλογον της μεγαλυτέρας του ηλικίας και ο νεώτερος εις θέσιν ανάλογον της μικροτέρας του ηλικίας. Οι αδελφοί παρετήρουν ο ένας τον άλλον και απορούσαν δια την τακτοποίησίν των εις την τράπεζαν ανάλογα με την ηλικίαν των.

Γεν. 43,33 ᾖραν δὲ μερίδας παρ᾿ αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· ἐμεγαλύνθη δὲ ἡ μερὶς Βενιαμὶν παρὰ τὰς μερίδας πάντων πενταπλασίως πρὸς τὰς ἐκείνων, ἔπιον δὲ καὶ ἐμεθύσθησαν μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 43,33 Οι υπηρέται έφεραν μερίδας φαγητού από την τράπεζαν του Ιωσήφ προς τους αδελφούς. Η μερίς του Βενιαμίν ήτο πέντε φορές μεγαλύτερα από τας μερίδας των άλλων αδελφών. Εφαγον όλοι μαζή με τον Ιωσήφ, έπιον και ήλθον εις ευθυμίαν μαζή με αυτόν.

ΓΕΝΕΣΙΣ 44

Γεν. 44,1 Καὶ ἐνετείλατο ὁ Ἰωσὴφ τῷ ὄντι ἐπὶ τῆς οἰκίας αὐτοῦ λέγων· πλήσατε τοὺς μαρσίππους τῶν ἀνθρώπων βρωμάτων, ὅσα ἐὰν δύνωνται ἆραι, καὶ ἐμβάλετε ἑκάστου τὸ ἀργύριον ἐπὶ τοῦ στόματος τοῦ μαρσίππου
Γεν. 44,1 Επειτα απ' αυτά διέταξεν ο Ιωσήφ τον αρχηγόν του οίκου του λέγων· “γεμίσατε τους σάκκους των ανθρώπων αυτών από τρόφιμα, όσα ημπορούν να πάρουν. Βαλτε το αργύριον ενός εκάστου στο στόμιον του σάκκου του,

Γεν. 44,2 καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῦν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον τοῦ νεωτέρου καὶ τὴν τιμὴν τοῦ σίτου αὐτοῦ. ἐγενήθη δὲ κατὰ τὸ ῥῆμα Ἰωσήφ, καθὼς εἶπε.
Γεν. 44,2 και το αργυρούν ποτήριόν μου θέσατε στον σάκκον του νεωτέρου αδελφού όπως και το αντίτιμον της αγοράς του σίτου του”. Οπως διέταξεν ο Ιωσήφ, έτσι και έγινε.

Γεν. 44,3 τὸ πρωΐ διέφαυσε, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπεστάλησαν, αὐτοὶ καὶ οἱ ὄνοι αὐτῶν.
Γεν. 44,3 Την επομένην ημέραν κατά το γλυκοχάραμα αφέθησαν ελεύθεροι οι άνθρωποι αυτοι με τους φορτωμένους όνους των, δια να αναχωρήσουν.

Γεν. 44,4 ἐξελθόντων δὲ αὐτῶν τὴν πόλιν, οὐκ ἀπέσχον μακράν, καὶ Ἰωσὴφ εἶπε τῷ ἐπὶ τῆς οἰκίας αὐτοῦ· ἀναστὰς ἐπιδίωξον ὀπίσω τῶν ἀνθρώπων καὶ καταλήψῃ αὐτοὺς καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· τί ὅτι ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν; ἱνατί ἐκλέψατέ μου τὸ κόνδυ τὸ ἀργυροῦν;
Γεν. 44,4 Οταν εξήλθον από την πόλιν και δεν απείχον πολύ, είπεν ο Ιωσήφ στον αρχηγόν του οίκου του· “σήκω και τρέξε όπισθεν αυτών των ανθρώπων, πρόφθασέ τους και θα τους πης· διατί ανταπεδώσατε κακά αντί των καλών που ελάβατε; Διατί μου εκλέψατε το ασημένιο ποτήρι;

Γεν. 44,5 οὐ τοῦτό ἐστιν, ἐν ᾧ πίνει ὁ κύριός μου; αὐτὸς δὲ οἰωνισμῷ οἰωνίζεται ἐν αὐτῷ. πονηρὰ συντετελέκατε, ἃ πεποιήκατε.
Γεν. 44,5 Δεν είναι αυτό το ποτήρι, με το οποίον πίνει ο κύριός μου; Με αυτό το ποτήρι εκείνος προμαντεύει τα μέλλοντα. Είναι πολύ κακόν αυτό, που εκάματε κλέψαντες το ποτήρι”.

Γεν. 44,6 εὑρὼν δὲ αὐτοὺς εἶπεν αὐτοῖς κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα.
Γεν. 44,6 Ο αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ κατέφθασε τους αδελφούς και τους είπε τα λόγια αυτά.

Γεν. 44,7 οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ· ἱνατί λαλεῖ ὁ κύριος κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα; μὴ γένοιτο τοῖς παισί σου ποιῆσαι κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο.
Γεν. 44,7 Εκείνοι του απήντησαν· “διατί ο κύριος μας λέγει αυτά τα λόγια; Μη γένοιτο να πράξουν οι δούλοι σου αυτήν την πράξιν, δια την οποίαν κατηγορούνται.

Γεν. 44,8 εἰ τὸ μὲν ἀργύριον, ὃ εὕρομεν ἐν τοῖς μαρσίπποις ἡμῶν, ἀπεστρέψαμεν πρὸς σὲ ἐκ γῆς Χαναάν, πῶς ἂν κλέψαιμεν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ κυρίου σου ἀργύριον ἢ χρυσίον;
Γεν. 44,8 'Εαν ημείς τα χρήματα, τα οποία ευρήκαμεν στους σάκκους μας κατά το πρώτον μας ταξίδι τα επεστρέψαμεν από την χώραν Χαναάν, πως ήτο δυνατόν να κλέψωμεν άργυρον η χρυσόν από τον οίκον του κυρίου σου;

Γεν. 44,9 παρ᾿ ᾧ ἂν εὕρῃς τὸ κόνδυ τῶν παίδων σου, ἀποθνησκέτω· καὶ ἡμεῖς δὲ ἐσόμεθα παῖδες τῷ κυρίῳ ἡμῶν.
Γεν. 44,9 Εκείνος στον οποίον από ημάς τους δούλους σου θα εύρης το ποτήρι, να θανατωθή· ημείς δε οι άλλοι θα γίνωμεν δούλοι στον κύριόν μας”.

Γεν. 44,10 ὁ δὲ εἶπε· καὶ νῦν ὡς λέγετε, οὕτως ἔσται· παρ᾿ ᾧ ἂν εὑρεθῇ τὸ κόνδυ, ἔσται μου παῖς, ὑμεῖς δὲ ἔσεσθε καθαροί.
Γεν. 44,10 Εκείνος απήντησεν· “όπως τώρα λέγετε έτσι και θα γίνη· εκείνος στον οποίον θα ευρεθήτό ποτήρι θα γίνη δούλος μου· αλλά σεις οι άλλοι θα είσθε ανεύθυνοι και ελεύθεροι να επιστρέψετε εις την πατρίδα σας”.

Γεν. 44,11 καὶ ἔσπευσαν καὶ καθεῖλαν ἕκαστος τὸν μάρσιππον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἤνοιξαν ἕκαστος τὸν μάρσιππον αὐτοῦ.
Γεν. 44,11 Εσπευσαν οι αδελφοί και κατέβασαν έκαστος τον σάκκον αυτού στο έδαφος και ο καθένας ήνοιξε τον ιδικόν του σάκκον.

Γεν. 44,12 ἠρεύνησε δὲ ἀπὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἀρξάμενος, ἕως ἦλθεν ἐπὶ τὸν νεώτερον, καὶ εὗρε τὸ κόνδυ ἐν τῷ μαρσίππῳ τοῦ Βενιαμίν.
Γεν. 44,12 Ο αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ ήρχισε να ερευνά από τον σάκκον του πρεσβυτέρου μέχρις ότου έφθασεν στον σάκκον του νεωτέρου, του Βενιαμίν, όπου και ευρήκε το ποτήριον.

Γεν. 44,13 καὶ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐπέθηκαν ἕκαστος τὸν μάρσιππον αὐτοῦ ἐπί τὸν ὄνον αὐτοῦ, καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πόλιν.
Γεν. 44,13 Οι αδελφοί κατάπληκτοι και κατώδυνοι έσχισαν τα ιμάτιά των από την λύπην, εφόρτωσαν ο καθένας τον σάκκον του στον όνον του και επέστρεψαν όλοι εις την πόλιν.

Γεν. 44,14 εἰσῆλθε δὲ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ πρὸς Ἰωσήφ, ἔτι αὐτοῦ ὄντος ἐκεῖ, καὶ ἔπεσον ἐναντίον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 44,14 Ο Ιούδας και οι αδελφοί του εισήλθον στον οίκον του Ιωσήφ, όπου αυτός ευρίσκετο ακόμη εκεί, και έπεσαν κατά γης ενώπιόν του.

Γεν. 44,15 εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰωσήφ· τί τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἐποιήσατε; οὐκ οἴδατε ὅτι οἰωνισμῷ οἰωνιεῖται ὁ ἄνθρωπος, οἷος ἐγώ;
Γεν. 44,15 Τους είπε δε ο Ιωσήφ· “τι είναι αυτό που εκάματε; Δεν γνωρίζετε ότι άνθρωπος, όπως εγώ, έχει την δύναμιν να μαντεύη και να γνωρίζη και τας κρυφίας πράξεις;”

Γεν. 44,16 εἶπε δὲ Ἰούδας· τί ἀντεροῦμεν τῷ κυρίῳ, ἢ τί λαλήσομεν, ἢ τί δικαιωθῶμεν; ὁ Θεὸς δὲ εὗρε τὴν ἀδικίαν τῶν παίδων σου. ἰδού ἐσμεν οἰκέται τῷ κυρίῳ ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς καὶ παρ᾿ ᾧ εὑρέθη τὸ κόνδυ.
Γεν. 44,16 Απήντησεν ο Ιούδας· “τι να απαντήσωμεν στον κύριον, η τι να είπωμεν, η ποίαν δικαιολογίαν να εύρωμεν, δια να δικαιωθώμεν απέναντί του; Ο Θεός ενεθυμήθη κάποιαν άλλην μεγάλην αμαρτίαν των δούλων σου και μας τιμωρεί τώρα δι' αυτήν. Ιδού είμεθα όλοι δούλοι στον κύριόν μας ημείς και εκείνος στον οποίον ευρέθη το ποτήριον”.

Γεν. 44,17 εἶπε δὲ Ἰωσήφ· μή μοι γένοιτο ποιῆσαι τὸ ῥῆμα τοῦτο· ὁ ἄνθρωπος, παρ᾿ ᾧ εὑρέθη τὸ κόνδυ αὐτὸς ἔσται μου παῖς. ὑμεῖς δὲ ἀνάβητε μετὰ σωτηρίας πρὸς τὸν πατέρα ὑμῶν.
Γεν. 44,17 Απήντησε δε ο Ιωσήφ· “δεν θα συγκατατεθώ ποτέ να κάμω αυτό, που μου προτείνετε· να κρατήσω δηλαδή όλους σας ως δούλους. Αλλά δούλος μου θα μείνη μόνον εκείνος, στον οποίον ευρέθη το ποτήρι μου. Σεις οι άλλοι πηγαίνετε σώοι και ελεύθεροι προς τον πατέρα σας”.

Γεν. 44,18 Ἐγγίσας δὲ αὐτῷ Ἰούδας εἶπε· δέομαι, κύριε· λαλησάτω ὁ παῖς σου ῥῆμα ἐναντίον σου, καὶ μὴ θυμωθῇς τῷ παιδί σου, ὅτι σὺ εἶ μετὰ Φαραώ.
Γεν. 44,18 Επλησίασεν ο Ιούδας προς τον Ιωσήφ και του είπε· “κύριε, σε θερμοπαρακαλώ ας επιτραπή εις εμέ τον δούλον σου να ομιλήσω ενώπιόν σου και ας μη οργισθής εναντίον μου. Διότι συ είσαι ως προς την εξουσίαν πρώτος μετά τον Φαραώ.

Γεν. 44,19 κύριε, σὺ ἠρώτησας τοὺς παῖδάς σου, λέγων· εἰ ἔχετε πατέρα ἢ ἀδελφόν;
Γεν. 44,19 Ακουσε λοιπόν, κύριε, την ιστορίαν μας. Συ ηρώτησας ημάς τους δούλους σου· έχετε πατέρα η αδελφόν;

Γεν. 44,20 καὶ εἴπαμεν τῷ κυρίῳ· ἔστιν ἡμῖν πατὴρ πρεσβύτερος καὶ παιδίον γήρους νεώτερον αὐτῷ, καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἀπέθανεν, αὐτὸς δὲ μόνος ὑπελείφθη τῇ μητρὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ πατὴρ αὐτὸν ἠγάπησεν.
Γεν. 44,20 Και ημείς απηντήσαμεν στον κύριον· Εχομεν γέροντα πατέρα, όπως και ένα νεώτερον αδελφόν μας, παιδί των γηρατείων του πατρός μας. Αυτού ο αδελφός απέθανε και έτσι έμεινεν ο μόνος από την μητέρα, που τους είχε γεννήσει. Ο πατήρ μας τον ηγάπησε και τον αγαπά ιδιαιτέρως.

Γεν. 44,21 εἶπας δὲ τοῖς παισί σου· καταγάγετε αὐτὸν πρός με, καὶ ἐπιμελοῦμαι αὐτοῦ.
Γεν. 44,21 Συ είπες στους δούλους σου· Φέρετε αυτόν τον νεώτερον αδελφόν προς εμέ και μη φοβηθήτε, διότι εγώ θα φροντίσω δι' αυτόν.

Γεν. 44,22 καὶ εἴπαμεν τῷ κυρίῳ· οὐ δυνήσεται τὸ παιδίον καταλιπεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἐὰν δὲ καταλίπῃ τὸν πατέρα, ἀποθανεῖται.
Γεν. 44,22 Είπαμεν ημείς προς τον κύριον μας· Δεν είναι δυνατόν, αυτό το παιδί να εγκαταλείψη τον πατέρα του· εάν και τον εγκαταλείψη, εκείνος θα αποθάνη.

Γεν. 44,23 σὺ δὲ εἶπας τοῖς παισί σου· ἐὰν μὴ καταβῇ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος μεθ᾿ ὑμῶν, οὐ προσθήσεσθε ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου.
Γεν. 44,23 Συ δε είπες εις ημάς τους δούλους σου· Εάν δεν έλθη ο νεώτερος αδελφός σας μαζή σας, δεν πρόκειται να ίδετε ποτέ το πρόσωπόν μου και να πάρετε τροφάς από την Αίγυπτον.

Γεν. 44,24 ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἀνέβημεν πρὸς τὸν παῖδά σου πατέρα ἡμῶν, ἀπηγγείλαμεν αὐτῷ τὰ ῥήματα τοῦ κυρίου ἡμῶν.
Γεν. 44,24 Οταν λοιπόν μετέβημεν στον πατέρα μας, τον δούλον σου, του ανεφέραμεν τα λόγια του κυρίου μας.

Γεν. 44,25 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ ἡμῶν· βαδίσατε πάλιν καὶ ἀγοράσατε ἡμῖν μικρὰ βρώματα.
Γεν. 44,25 Οταν αι τροφαί ετελείωσαν, ο πατήρ μας είπε· Πηγαίνετε πάλιν εις την Αίγυπτον και αγοράσατε δι' όλους μας ολίγας τροφάς.

Γεν. 44,26 ἡμεῖς δέ εἴπομεν· οὐ δυνησόμεθα καταβῆναι. ἀλλ᾿ εἰ μὲν ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν ὁ νεώτερος καταβαίνει μεθ᾿ ἡμῶν, καταβησόμεθα· οὐ γὰρ δυνησόμεθα ἰδεῖν τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν τοῦ νεωτέρου μὴ ὄντος μεθ᾿ ἡμῶν.
Γεν. 44,26 Ημείς όμως του απαντήσαμεν· Είναι αδύνατον να μεταβώμεν εις την Αίγυπτον, εκτός εάν έλθη μαζή μας και ο νεώτερος αδελφός μας. Τοτε θα μεταβώμεν. Διότι δεν θα ημπορέσωμεν να παρουσιασθώμεν ενώπιον του άρχοντος της Αιγύπτου, εάν ο νεώτερος αδελφός μας δεν είναι μαζή μας.

Γεν. 44,27 εἶπε δὲ ὁ παῖς σου, ὁ πατὴρ ἡμῶν πρὸς ἡμᾶς· ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι δύο ἔτεκέ μοι ἡ γυνή·
Γεν. 44,27 Ο πατήρ μας, ο δούλος σου, μας είπε· Γνωρίζετε και σεις ότι δύο παιδιά μου εγέννησεν η σύζυγός μου η Ραχήλ.

Γεν. 44,28 καὶ ἐξῆλθεν ὁ εἷς ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ εἴπατε ὅτι θηριόβρωτος γέγονε, καὶ οὐκ εἶδον αὐτὸν ἄχρι νῦν·
Γεν. 44,28 Ο ένας από αυτούς έφυγεν από το σπίτι, δια να έλθη εις συνάντησίν σας και μου είπατε ότι άγριον θηρίον τον κατέφαγε. Δεν τον ξαναείδα πλέον μέχρις αυτής της στιγμής.

Γεν. 44,29 ἐὰν οὖν λάβητε καὶ τοῦτον ἐκ τοῦ προσώπου μου καὶ συμβῇ αὐτῷ μαλακία ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ κατάξετέ μου τὸ γῆρας μετὰ λύπης εἰς ᾅδου.
Γεν. 44,29 Εάν λοιπόν πάρετε και τούτον από κοντά μου και του συμβή στον δρόμον κάποιο δυστύχημα, θα κρημνίσετε τα γεράματά μου βαθύτατα λυπημένα στον άδην.

Γεν. 44,30 νῦν οὖν ἐὰν εἰσπορεύωμαι πρὸς τὸν παῖδά σου, πατέρα δὲ ἡμῶν, καὶ τὸ παιδίον μὴ ᾖ μεθ᾿ ἡμῶν, ἡ δὲ ψυχὴ αὐτοῦ ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς,
Γεν. 44,30 Κυριε, εάν λοιπόν τώρα μεταβώ και παρουσιασθώ προς τον πατέρα μας, τον δούλον σου, το δε παιδίον τούτο δεν είναι μαζή μας, εφ' όσον η ζωή του πατρός μας κρέμαται από την ψυχήν του παιδιού,

Γεν. 44,31 καὶ ἔσται ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτὸν μὴ ὂν τὸ παιδίον μεθ᾿ ἡμῶν, τελευτήσει, καὶ κατάξουσιν οἱ παῖδές σου τὸ γῆρας τοῦ παιδός σου, πατρὸς δὲ ἡμῶν, μετὰ λύπης εἰς ᾅδου.
Γεν. 44,31 θα συμβή τούτο· όταν ο πατήρ μας ίδη ότι το νεώτερον τούτο παιδί δεν είναι μαζή μας, θα αποθάνη αμέσως. Και έτσι ημείς οι δούλοι σου θα κρημνίσωμεν τα γεράματα του πατρός μας βαθύτατα λυπημένα στον άδην.

Γεν. 44,32 ὁ γὰρ παῖς σου παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκδέδεκται τὸ παιδίον λέγων· ἐὰν μὴ ἀγάγω αὐτὸν πρὸς σὲ καὶ στήσω αὐτὸν ἐνώπιόν σου, ἡμαρτηκὼς ἔσομαι εἰς τὸν πατέρα πάσας τάς ἡμέρας.
Γεν. 44,32 Εγώ δε ο δούλος σου ανέλαβον υπ' ευθύνήν μου το παιδίον λέγων προς αυτόν· εάν δεν επαναφέρω σώον και παρουσιάσω ενώπιόν σου τούτο, θα έχω διαπράξει βαρύτατον αμάρτημα ενώπιον του πατρός μου δι' όλας τας ημέρας της ζωής μου.

Γεν. 44,33 νῦν οὖν παραμενῶ σοι παῖς ἀντὶ τοῦ παιδίου, οἰκέτης τοῦ κυρίου· τὸ δὲ παιδίον ἀναβήτω μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ.
Γεν. 44,33 Τωρα λοιπόν, θα μείνω εγώ δούλος σου αντί του παιδίου, ισόβιος ιδικός σου υπηρέτης. Το δε παιδίον τούτο ας επιστρέψη προς τον πατέρα μας μαζή με τους αδελφούς του.

Γεν. 44,34 πῶς γὰρ ἀναβήσομαι πρὸς τὸν πατέρα, τοῦ παιδίου μὴ ὄντος μεθ᾿ ἡμῶν; ἵνα μὴ ἴδω τὰ κακά, ἃ εὑρήσει τὸν πατέρα μου.
Γεν. 44,34 Διότι πως είναι δυνατόν και νοητόν να επιστρέψω προς τον πατέρα μας, χωρίς να είναι μαζή μας τούτο το παιδίον; Δεν θα επιστρέψω εις την χώραν μας, δια να μη ίδω τα δεινά, που θα εύρουν τον πατέρα μου”.


ΓΕΝΕΣΙΣ 45

Γεν. 45,1 Καὶ οὐκ ἠδύνατο Ἰωσὴφ ἀνέχεσθαι πάντων τῶν παρεστηκότων αὐτῷ, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐξαποστείλατε πάντας ἀπ᾿ ἐμοῦ. καὶ οὐ παρειστήκει οὐδεὶς τῷ Ἰωσήφ, ἡνίκα ἀνεγνωρίζετο τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Γεν. 45,1 Κατασυνεκινήθη ο Ιωσήφ, δεν ηδυνατο πλέον να κυριαρχήση επί του εαυτού του ενώπιον όλων των ακολούθων του, που ήσαν παρόντες, και είπεν· “απομακρύνατε όλους τους Αιγυπτίους απ' εμπρός μου”. Και έτσι κανείς από τους Αιγυπτίους δεν ήτο παρών, όταν ο Ιωσήφ απεκαλύφθη στους αδελφούς του.

Γεν. 45,2 καὶ ἀφῆκε φωνὴν μετὰ κλαυθμοῦ· ἤκουσαν δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, καὶ ἀκουστὸν ἐγένετο εἰς τὸν οἶκον Φαραώ.
Γεν. 45,2 Ο Ιωσήφ αφήκε μεγάλην φωνήν μετά κλαυθμού. Ηκουσαν δε τούτο οι Αιγύπτιοι, έγινε δε γνωστόν και στον οίκον του Φαραώ.

Γεν. 45,3 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἐγώ εἰμι Ἰωσήφ. ἔτι ὁ πατήρ μου ζῇ; καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ ἀδελφοὶ ἀποκριθῆναι αὐτῷ· ἐταράχθησαν γάρ.
Γεν. 45,3 Είπε δε ο Ιωσήφ προς τους αδελφούς του (εις την γλώσσαν των πλέον) “εγώ είμαι ο Ιωσήφ ! Ζη ακόμη ο πατήρ μου;” Οι αδελφοί έμειναν άναυδοι. Δεν ημπορούσαν να απαντήσουν ούτε λέξιν διότι συνεταράχθησαν, τα έχασαν.

Γεν. 45,4 εἶπε δὲ Ἰωσὴφ πρὸς τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἐγγίσατε πρός με, καὶ ἤγγισαν. καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰωσὴφ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, ὃν ἀπέδοσθε εἰς Αἴγυπτον.
Γεν. 45,4 Είπε προς τους αδελφούς του ο Ιωσήφ· “πλησιάσατέ με”. Εκείνοι τον επλησίασαν και ο Ιωσήφ τους είπεν· “εγώ είμαι ο Ιωσήφ, ο αδελφός σας, τον οποίον σεις επωλήσατε δια την Αίγυπτον.

Γεν. 45,5 νῦν οὖν μὴ λυπεῖσθε, μηδὲ σκληρὸν ὑμῖν φανήτω, ὅτι ἀπέδοσθέ με ὧδε· εἰς γὰρ ζωὴν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν·
Γεν. 45,5 Ομως, μη λυπείσθε τώρα. Και το ότι, με επωλήσατε ως δούλον, ώστε να έλθω εδώ εις την Αίγυπτον, ας μη σας φανή πικρόν και οδυνηρόν διότι ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερον από σας, δια να σώσω και την ιδικήν σας ζωήν.

Γεν. 45,6 τοῦτο γὰρ δεύτερον ἔτος λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔτι λοιπὰ πέντε ἔτη, ἐν οἷς οὐκ ἔστιν ἀροτρίασις οὐδὲ ἄμητος·
Γεν. 45,6 Το έτος τούτο είναι το δεύτερον έτος του λιμού εις την γην. Θα ακολουθήσουν και άλλα πέντε ακόμη, κατά τα οποία ούτε όργωμα θα γίνεται εις την γην ούτε θερισμός θα υπάρχη, διότι οι αγροί θα μενούν άκαρποι.

Γεν. 45,7 ἀπέστειλε γάρ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν, ὑπολείπεσθαι ὑμῖν κατάλειμμα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκθρέψαι ὑμῶν κατάλειψιν μεγάλην.
Γεν. 45,7 Ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερα από σας, δια να διατηρήσω σας εν τη ζωή εις την γην αυτήν και να σας διαθρέψω κατά το διάστημα της μεγάλης αυτής ανάγκης σας.

Γεν. 45,8 νῦν οὐχ ὑμεῖς με ἀπεστάλκατε ὧδε, ἀλλ᾿ ἢ ὁ Θεός, καὶ ἐποίησέ με ὡς πατέρα Φαραὼ καὶ κύριον παντὸς τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἄρχοντα πάσης γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 45,8 Λοιπόν, δεν με απεστείλατε σεις εδώ, αλλά ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος και με ανέδειξε πατέρα του Φαραώ και κύριον όλου του οίκου του και άρχοντα όλης της Αιγύπτου.

Γεν. 45,9 σπεύσαντες οὖν ἀνάβητε πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ εἴπατε αὐτῷ· τάδε λέγει ὁ υἱός σου Ἰωσήφ· ἐποίησέ με ὁ Θεὸς κύριον πάσης γῆς Αἰγύπτου· κατάβηθι οὖν πρός με καὶ μὴ μείνῃς·
Γεν. 45,9 Σπεύσατε λοιπόν, πηγαίνετε προς τον πατέρα μου και ειπέτε του· Αυτά λέγει το παιδί σου ο Ιωσήφ· Ο Θεός με κατέστησεν άρχοντα όλης της Αιγύπτου. Ελα λοιπόν προς εμέ και μη μείνης άλλο εις την Χαναάν.

Γεν. 45,10 καὶ κατοικήσεις ἐν γῇ Γεσὲμ Ἀραβίας καὶ ἔσῃ ἐγγύς μου σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ υἱοὶ τῶν υἱῶν σου, τὰ πρόβατά σου καὶ οἱ βόες σου καὶ ὅσα σοι ἐστί,
Γεν. 45,10 Θα κατοικήσης εις την χώραν Γεσέμ της Αραβίας και θα είσαι κοντά μου συ και οι υιοί σου και τα παιδιά των υιών σου, τα πρόβατά σου και τα βόδια σου και όσα άλλα έχεις.

Γεν. 45,11 καὶ ἐκθρέψω σε ἐκεῖ· ἔτι γὰρ πέντε ἔτη λιμός· ἵνα μὴ ἐκτριβῇς σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντά σου.
Γεν. 45,11 Εγώ θα σε διαθρέψω εκεί· πέντε έτη θα κρατήση ακόμη ο λιμός. Ελα, δια να μην εξαφανισθήτε από την πείναν συ και τα παιδιά σου και όλα τα ζώα σου.

Γεν. 45,12 ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν βλέπουσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ Βενιαμὶν τοῦ ἀδελφοῦ μου, ὅτι τὸ στόμα μου τὸ λαλοῦν πρὸς ὑμᾶς.
Γεν. 45,12 Ιδού, οι οφθαλμοί σας και οι οφθαλμοί του ομομητρίου αδελφού μου, του Βενιαμίν, βλέπουν ότι το ιδικόν μου το στόμα είναι που ομιλεί προς σας.

Γεν. 45,13 ἀπαγγείλατε οὖν τῷ πατρί μου πᾶσαν τὴν δόξαν μου τὴν ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὅσα εἴδετε, καὶ ταχύναντες καταγάγετε τὸν πατέρα μου ὧδε.
Γεν. 45,13 Αναγγείλατε λοιπόν προς τον πατέρα μου όλα τα μεγαλεία μου, που έχω εις την Αίγυπτον και όσα είδατε. Λοιπόν μη βραδύνετε σπεύσατε και οδηγήσατε εδώ τον πατέρα μου”.

Γεν. 45,14 καὶ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον Βενιαμὶν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ Βενιαμὶν ἔκλαυσεν ἐπὶ τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ.
Γεν. 45,14 Επεσε κατόπιν με ορμήν στον τράχηλον του αδελφού του του Βενιαμίν, έκλαυσεν επάνω του, όπως επίσης και ο Βενιαμίν έκλαυσε σφικταγκαλιασμένος στον τράχηλον του αδελφού του του Ιωσήφ.

Γεν. 45,15 καὶ καταφιλήσας πάντας τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλάλησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ πρὸς αὐτόν.
Γεν. 45,15 Κατεφίλησε κατόπιν ο Ιωσήφ όλους τους αδελφούς του και έκλαυσεν εναγκαλιζόμενος αυτούς. Επειτα δε από όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα ανεθάρησαν και ωμίλησαν προς αυτόν οι αδελφοί του.

Γεν. 45,16 Καὶ διεβοήθη ἡ φωνὴ εἰς τὸν οἶκον Φαραὼ λέγοντες· ἥκασιν οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσήφ. ἐχάρη δὲ Φαραὼ καὶ ἡ θεραπεία αὐτοῦ.
Γεν. 45,16 Εκαμε κρότον το γεγονός και διεδόθη αμέσως στον οίκον του Φαραώ, ότι ήλθαν οι αδελφοί του Ιωσήφ. Ο Φαραώ και το περιβάιλλον του εχάρησαν δι' αυτό.

Γεν. 45,17 εἶπε δὲ Φαραὼ πρὸς Ἰωσήφ· εἰπὸν τοῖς ἀδελφοῖς σου, τοῦτο ποιήσατε· γεμίσατε τὰ φορεῖα ὑμῶν καὶ ἀπέλθετε εἰς γῆν Χαναὰν
Γεν. 45,17 Είπε δε ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “πες στους αδελφούς σου· Τούτο να κάμετε· γεμίσατε τους σάκκους, φορτώσατε τα μεταγωγικά σας ζώα και πηγαίνετε εις την γην Χαναάν.

Γεν. 45,18 καὶ ἀναλαβόντες τὸν πατέρα ὑμῶν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν ἥκετε πρός με, καὶ δώσω ὑμῖν πάντων τῶν ἀγαθῶν Αἰγύπτου, καὶ φάγεσθε τὸν μυελὸν τῆς γῆς.
Γεν. 45,18 Παρετε από εκεί τον πατέρα σας και όλα τα υπάρχοντά σας, ελάτε προς εμέ και εγώ θα σας δώσω από όλα τα αγαθά της Αιγύπτου, θα φάτε το μεδούλι της χώρας, ο,τι δηλαδή εκλεκτόν έχει αυτή.

Γεν. 45,19 σὺ δὲ ἔντειλαι ταῦτα, λαβεῖν αὐτοῖς ἁμάξας ἐκ γῆς Αἰγύπτου τοῖς παιδίοις ὑμῶν καὶ ταῖς γυναιξὶν ὑμῶν. καὶ ἀναλαβόντες τὸν πατέρα ὑμῶν παραγίνεσθε·
Γεν. 45,19 Συ δε δώσε αυτήν την εντολήν στους αδελφούς σου· Παρετε αμάξας από την Αίγυπτον και μεταφέρατε με αυτάς τα παιδιά σας και τας γυναίκας σας. Παρετε ιδιαιτέρως τον πατέρα σας και ελάτε εδώ.

Γεν. 45,20 καὶ μὴ φείσησθε τοῖς ὀφθαλμοῖς τῶν σκευῶν ὑμῶν, τὰ γὰρ πάντα ἀγαθὰ Αἰγύπτου ὑμῖν ἔσται.
Γεν. 45,20 Και μη λυπηθήτε, όταν θα ίδετε ότι ευρεθήκατε εις την ανάγκην να αφήσετε και μερικά σκεύη στο σπίτι σας, τα οποία θα σας είναι αδύνατον να πάρετε μαζή σας, διότι όλα τα αγαθά της Αιγύπτου θα είναι ιδικά σας”.

Γεν. 45,21 ἐποίησαν δὲ οὕτως οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· ἔδωκε δὲ Ἰωσὴφ αὐτοῖς ἁμάξας κατὰ τὰ εἰρημένα ὑπὸ Φαραὼ τοῦ βασιλέως καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐπισιτισμὸν εἰς τὴν ὁδόν,
Γεν. 45,21 Ετσι έκαμαν τα παιδιά του Ιακώβ. Ο Ιωσήφ τους έδωσεν αμάξας, όπως είχε διατάξει ο Φαραώ ο βασιλεύς της Αιγύπτου, και τροφάς δια το ταξίδιόν των.

Γεν. 45,22 καὶ πᾶσιν ἔδωκε δισσὰς στολάς, τῷ δὲ Βενιαμὶν ἔδωκε τριακοσίους χρυσοῦς καὶ πέντε ἐξαλλασσούσας στολάς,
Γεν. 45,22 Εις όλους τους άλλους έδωσε διπλάς στολάς, εις δε τον Βενιαμίν έδωσε τριακόσια χρυσά νομίσματα και πέντε διαφορετικάς ωραιοτάτας στολάς.

Γεν. 45,23 καὶ τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἀπέστειλε κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ δέκα ὄνους αἴροντας ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν Αἰγύπτου καὶ δέκα ἡμιόνους αἰρούσας ἄρτους τῷ πατρὶ αὐτοῦ εἰς ὁδόν.
Γεν. 45,23 Εις τον πατέρα του έστειλεν επίσης τα εξής· Δέκα όνους φορτωμένους από όλα τα αγαθά της Αιγύπτου και δέκα ημιόνους φορτωμένους τροφάς δια το ταξίδι.

Γεν. 45,24 ἐξαπέστειλε δὲ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθησαν· καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ ὀργίζεσθε ἐν τῇ ὁδῷ.
Γεν. 45,24 Κατευώδωσε δε τους αδελφούς του και όταν ανεχώρουν τους είπε· “μη οργίζεσθε και μη φιλονεικήτε ο ενας κατά του άλλου στον δρόμον δια την διαγωγήν που εδείξατε προς εμέ”.

Γεν. 45,25 Καὶ ἀνέβησαν ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἦλθον εἰς γῆν Χαναὰν πρὸς Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτῶν,
Γεν. 45,25 Εκείνοι ανεχώρησαν από την Αίγυπτον και ήλθαν εις την γην Χαναάν προς τον πατέρα των.

Γεν. 45,26 καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ λέγοντες· ὅτι ὁ υἱός σου Ἰωσὴφ ζῇ, καὶ αὐτὸς ἄρχει πάσης γῆς Αἰγύπτου. καὶ ἐξέστη τῇ διανοίᾳ Ἰακώβ· οὐ γὰρ ἐπίστευσεν αὐτοῖς.
Γεν. 45,26 Εκεί, ανήγγειλαν εις αυτόν τα γεγονότα και του είπαν· “ο υιός σου ο Ιωσήφ ζη και είναι άρχων όλης της Αιγύπτου”. Εμεινε κατάπληκτος ο Ιακώβ και σαν να εσταμάτησεν η διάνοιά του, διότι δεν τους επίστευεν.

Γεν. 45,27 ἐλάλησαν δὲ αὐτῷ πάντα τὰ ῥηθέντα ὑπὸ Ἰωσήφ, ὅσα εἶπεν αὐτοῖς. ἰδὼν δὲ τὰς ἁμάξας, ἃς ἀπέστειλεν Ἰωσὴφ ὥστε ἀναλαβεῖν αὐτόν, ἀνεζωπύρησε τὸ πνεῦμα Ἰακὼβ τοῦ πατρὸς αὐτῶν.
Γεν. 45,27 Ολα δε μαζή τα παιδιά του εγνωστοποίησαν εις αυτόν όλα τα λόγια, τα οποία τους είχεν είπει ο Ιωσήφ. Ο Ιακώβ, όταν είδε τας αμάξας που έστειλεν ο Ιωσήφ δια να τον παραλάβουν, συνήλθεν από την κατάπληξίν του, ανεζωογονήθη το πνεύμα του

Γεν. 45,28 εἶπε δὲ Ἰσραήλ· μέγα μοί ἐστιν, εἰ ἔτι Ἰωσὴφ ὁ υἱός μου ζῇ· πορευθεὶς ὄψομαι αὐτὸν πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν με.
Γεν. 45,28 και είπεν· “είναι μεγάλο τούτο το γεγονός δι' εμέ, εάν το παιδί μου ο Ιωσήφ ζη ακόμη, θα μεταβώ λοιπόν προς αυτόν, δια να τον ίδω, πριν αποθάνω”.