Για την Εκκλησία μας η Θεοτόκος είναι «του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις». Βοήθησε στη σάρκωση του Χριστού, εξυπηρέτησε την παγκόσμια σωτηρία γιατί μ' αυτήν πραγματοποιήθηκε η προαιώνια απόφαση του Θεού: η σάρκωση του Λόγου και η δική μας σωτηρία(Ιω. Δαμασκηνός).
Από τις Θεομητορικές εορτές ξεχωρίζει η εορτή της Κοιμήσεως (15 Αυγούστου). Με αυτήν η Εκκλησία μας εορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου που περιλαμβάνει, πρώτο, το θάνατο και την ταφή της και, δεύτερο, την ανάσταση και τη μετάστασή της στους ουρανούς. Όπως λέει το κοντάκιο της εορτής, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησε (τη Θεοτόκο), ως γαρ ζωής μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον». Ο Κύριος δηλαδή που είναι η πηγή της αληθινής ζωής, πήρε την ανθρώπινη σάρκα στην κοιλιά της Θεοτόκου και γεννήθηκε από αυτήν. Έτσι έκαμε την Παναγία Μητέρα του, μητέρα της ζωής, πηγή της ζωής.
Αφού ο Κύριος με το σταυρικό του θάνατο πάτησε και κατάργησε το θάνατο, ήταν φυσικό να ανεβάσει στους ουρανούς τη Μητέρα του και να της χαρίσει τη δόξα της αιωνιότητας. Όπως λένε τα τροπάρια της Κοιμήσεως, ο θάνατός της προμνηστεύεται τη ζωή. Αυτή που γέννησε τη ζωή, έχει μεταβεί στη ζωή. Έτσι ο θάνατός της ονομάζεται «αθάνατος Κοίμησις». Και όλα αυτά γιατί η Παναγία πρώτη μεταξύ των ανθρωπίνων πλασμάτων πραγματοποίησε τη θεοποίηση του ανθρώπου, που είναι η συνέπεια της σάρκωσης. Όπως ακριβώς το είπαν οι Πατέρες «Ο Θεός ενηθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». «Άνθρωπος γίνεται Θεός ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται» (Μ. Αθανάσιος, ΒΕΠ 30, 119. Δοξαστικό αίνων, 25 Μαρτίου). Αυτήν τη θεοποίηση έδειξε η Θεοτόκος, γιατί, όπως λέει ο ιερός Καβάσιλας, φανέρωσε τον άνθρωπο όπως ήταν στην αρχή στον Παράδεισο, και όπως έπρεπε στη συνέχεια να γίνει. Με την Κοίμησή της προπορεύτηκε στη δόξα που μας περιμένει. Ωραία παρατηρήθηκε, «αυτή είναι δόξα μεγαλύτερη από όλαις τις δόξαις, οπού έλαβε η Θεοτόκος, να αναστηθεί πρωτύτερα από τον καιρό της αφθαρσίας, να δοξασθή προτού να γίνει η κρίσις και η εξέτασις, να λάβη την ανταπόδοσιν προτού να έλθη η ημέρα της ανταποδόσεως, να τιμηθή τέλος πάντων με προνόμια, όμοια με εκείνα του υιού της» (Νικήφόρος Θεοτόκης). Εκείνο δηλαδή που θα απολαύσουν οι πιστοί μετά τη δεύτερη έλευση του Κυρίου και γενική κρίση, προαπολαμβάνει κατεξοχήν η Μητέρα του Θεού. Έτσι εξηγείται γιατί η εορτή της Κοιμήσεως είναι στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, ένα δεύτερο Πάσχα. Της «άλλης βιοτής της αιωνίου, την απαρχήν» που εορτάζουμε το Πάσχα, ο πρώτος καρπός είναι η δόξα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Για την Κοίμηση της Θεοτόκου δεν έχουμε πληροφορίες από την Καινή Διαθήκη. Γι' αυτή μαθαίνουμε από την «Απόκρυφον διήγησιν του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαρίας», από το σύγγραμμα «Περί θείων ονομάτων» του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, από τα «Εγκώμια εις την Κοίμησιν» Πατέρων της Εκκλησίας όπως των αγίων Μόδεστου Ιεροσολύμων, Ανδρέα Κρήτης, Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Δαμασκηνού κ.ά., καθώς και από τα τροπάρια που ψάλλει η Εκκλησία μας. Στα κείμενα αυτά διασώζεται η «αρχαία και αληθεστάτη» παράδοση της Εκκλησίας μας γι' αυτό το Θεομητορικό γεγονός. Ένα κομμάτι της παράδοσης είναι άλλωστε και η ορθόδοξη εικονογραφία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μάς δίνουν τα παραπάνω κείμενα, η Θεοτόκος ειδοποιήθηκε από άγγελο του Θεού για τον επικείμενο θάνατό της. Αφού στη συνέχεια ανέβηκε στο όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, κατέβηκε στο σπίτι της. Εκεί γνωστοποίησε στους γνωστούς της την αναχώρησή της απ' αυτόν τον κόσμο και ετοίμασε τα της ταφής της. Γύρω από την κλίνη της Θεοτόκου συγκεντώθηκαν όλοι οι απόστολοι, εκτός από το Θωμά. Δύναμη του Αγίου Πνεύματος με σχήμα νεφέλης τους άρπαξε από τα διάφορα μέρη της οικουμένης, όπου κήρυσσαν και τους συγκέντρωσε στα Ιεροσόλυμα. «Το δε θεοδόχον αυτής σώμα μετά αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας εκκομισθέν και κηδευθέν, εν σορώ τη εν Γεσθημανή κατετέθη, εν ω τόπω επί τρεις ημέρας η των αγγέλων χοροστασία και υμνωδία διέμεινεν άπαυστος. Μετά δε την τρίτην ημέραν της αγγελικής υμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οι απόστολοι, ενός αυτοίς απολειφθέντος (του Θωμά που έλειπε) και μετά την τρίτην ελθόντος και το θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος, ήνοιξαν την σορόν. Και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας εμφορηθέντες (= γέμισαν από την ανείπωτη ευωδία που έβγαζαν) ησφάλισαν την σορόν». (Ιωάννου Δαμασκηνού, Β' Εγκώμιον εις την πάνσεπτον Κοίμησιν της Θεομήτορος, 18). Ο Υιός της που είχε σαρκωθεί από αυτήν, είχε δεχτεί στους ουρανού το άχραντο σώμα της και την αγία της ψυχή. Την ευσεβή αυτή παράδοση της Εκκλησίας μας συνοψίζει άριστα το εξαποστειλάριο της εορτής της Κοιμήσεως, «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεσθημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».