Ίδρυση: 10ος αιώνας Ιδρυτής: Αγνωστος Εορτάζει: Την Ανάληψη του Κυρίου
Bιβλιοθήκη: 400 χειρόγραφα Συλλογή: Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες. Ξεχωρίζει η ψηφιδωτή του Χριστού.
Μονή Εσφιγμένου (ελληνική, κοινόβια Μονή, γιορτάζει την ανάληψη του Κυρίου).
Βρίσκεται στη ΒΑ παραλία, κοντά στη Μονή Χιλανδαρίου, χτισμένη έτσι που η θάλασσα να βρέχει τα θεμέλιά της. Κατά την παράδοση, η θέση όπου ιδρύθηκε αρχικά η Μονή ήταν λίγες εκατοντάδες μέτρα δυτικότερα, ενώ σήμερα σώζονται στο σημείο αυτό τμήματα αρχαίων κτιρίων και πρόσφατα οικοδομήθηκε ναός με μέριμνα από τη Μονή. Σχετικά με την ονομασία της, η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο ιδρυτής μοναχός, άγνωστος κατά πάντα, ζούσε ασκητική ζωή ζωσμένος σφιχτά με σχοινί. Η πρώτη ιστορική μνεία για τη Μονή είναι το 1001, οπότε ο ηγούμενός της Θεόκτιστος Α΄ υπογράφει στο «εγκληματικό γράμμα» του οσίου Παύλου του Ξηροποταμηνού. Υπάρχει η παράδοση ότι η πρώτη Μονή καταστράφηκε τον 11ο αιώνα από κατολισθήσεις βράχων και για λόγους ασφαλείας επανοικοδομήθηκε στη σημερινή θέση. Στους επόμενους αιώνες βρισκόταν σε ακμή. Το 1046 στο Β΄ Τυπικό κατέχει την 5η θέση, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η Μονή πρέπει να χτίστηκε γύρω στο 980. Στο Γ΄ Τυπικό του 1394 κατέχει την 9η θέση μεταξύ των 25 μονών και την ίδια θέση κατέχει ως το 1430 μεταξύ των 19 μονών. Το 1533 καταστράφηκε από πειρατές, οι οποίοι λεηλάτησαν τα πάντα, και πολλά από τα σημερινά κειμήλιά της δεν θα υπήρχαν αν «ο κυρ Ακάκιος από τη Μονή του Κοχλιαρά» δεν αγόραζε αρκετά από τους πειρατές και δεν τα επέστρεφε αργότερα στη Μονή. Η ανοικοδόμηση άρχισε το 1552 μετά από σχετική άδεια της τουρκικής αρχής. Το 17ο αιώνα διέρχεται περίοδο παρακμής, αλλά στις αρχές του 18ου αιώνα ο πρώην μητροπολίτης Μελενίκου Γρηγόριος φρόντισε για την ανόρθωσή της. Με δική του οικονομική ενίσχυση ξεπληρώθηκε το χρέος που βάρυνε τη Μονή, χτίστηκαν οικοδομές και αγοράστηκαν πολύτιμα κειμήλια. Τον Αύγουστο του 1797 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ επικύρωσε με πατριαρχικό σιγίλιο τη μετατροπή της σε κοινόβιο και τον ίδιο τρόπο ζωής ακολουθεί μέχρι σήμερα. Θεωρείται μάλιστα ένα από τα αυστηρότερα κοινόβια που υπάρχουν στο Αγιον Όρος. Στον επαναστατικό Αγώνα του 1821 η Μονή προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες και θυσίασε τόσο έμψυχο, όσο και άψυχο υλικό. Το σημερινό καθολικό χτίστηκε το 1806-1810 στη θέση του παλαιότερου ναού που κατεδαφίστηκε, και το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης καλύφθηκε από το μητροπολίτη Κασσανδρείας Ιγνάτιο. Τα μολύβια της στέγης αφαιρέθηκαν ωστόσο από τον τουρκικό στρατό το1821 και επανατοποθετήθηκαν το 1841 με έξοδα του πρώην μητροπολίτη Μελενίκου Εσφιγμένου. Αριστερά και δεξιά του κυρίως ναού, βρίσκονται δυο παρεκκλήσια (Εισόδια της Θεοτόκου και Αρχάγγελοι), τα οποία προστέθηκαν το 1854 με έξοδα του πατριάρχη ʼνθιμου του ΣΤ΄. Η τοιχογράφηση του ναού έγινε από τους Γαλατσάνους ζωγράφους Βενιαμίν, Ζαχαρία και Μακάριο το 1811 και 1818. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, από τα καλύτερα στο Αγιον Όρος, κατασκευάστηκε το 1813. Η τράπεζα, απέναντι από το καθολικό, ανακαινίστηκε το 1810 και τοιχογραφήθηκε με έξοδα του ηγουμένου Ευθύμιου, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών καταστράφηκε από τις φωτιές των Τούρκων στρατιωτών το 1821. Η φιάλη κατασκευάστηκε το 1815 από τον ηγούμενο Ευθύμιο Β΄ στη θέση της βυζαντινής φιάλης. Η βιβλιοθήκη στεγάζεται στο υπερώο του νάρθηκα του καθολικού και μεταξύ των 400 περίπου χειρογράφων περιλαμβάνονται και μερικά με πλούσια εικονογράφηση, μοναδικά στο είδος τους. Μέσα στη Μονή βρίσκονται 6 παρεκκλήσια και εκτός αυτής άλλα 6, μεταξύ των οποίων και ένα στη μνήμα του Αντωνίου Πετσέρσκι (Ρώσου μοναχού, ο οποίος έζησε στην περιοχή γύρω από τη Μονή τον 11ο αιώνα).