Οι Άγιοι Ηρωδίων, Άγαβος, Ρούφος, Φλέγων, Ασύγκριτος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο Άγιος Ηρωδίων, ο οποίος υπήρξε διάκονος των Αγίων Αποστόλων, χειροτονήθηκε επίσκοπος Νέων Πατρών (Υπάτης) της Φθιώτιδας, όπου και δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο. Ο Άγιος Άγαβος είναι αυτός ο οποίος αφού δέθηκε με τη ζώνη του Αποστόλου Παύλου, προφήτευσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα δέσουν στα Ιεροσόλυμα οι Ιουδαίοι τον Παύλο, προφητεία που επαληθεύθηκε. Ο Άγιος Άγαβος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο Ρούφος, ο οποίος αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του, έγινε επίσκοπος στην πόλη της Θήβας στην Ελλάδα. Οι Άγιοι Φλέγων και Ασύγκριτος βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.
Οι Άγιοι Φλώρος και Λαύρος ήταν δίδυμα αδέλφια και κατάγονταν από το Βυζάντιο. Οι Άγιοι Πρόκλος και Μάξιμος μύησαν τα δύο αδέλφια στο χριστιανισμό και τους δίδαξαν την τέχνη του λιθοξόου. Όταν οι διδάσκαλοι τους βρήκαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους, οι Φλώρος και Λούρος μετέβησαν στα Ουλπιανά της Δαρδανίας, όπου ασκούσαν την τέχνη τους κοντά στον ηγεμόνα Λουκίωνα και διέδιδαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Λουκίωνας έστειλε τους δυο άνδρες στο γιο της βασίλισσας Ελπιδίας Λικίνιο, ο οποίος τους έδωσε χρήματα για να χτίσουν ένα ειδωλολατρικό ναό. Οι Άγιοι, αφού μοίρασαν τα χρήματα στους φτωχούς, άρχισαν με τη βοήθεια αγγέλου την ανέγερση του ναού. Όταν ο ναός ολοκληρώθηκε τα αδέλφια συγκέντρωσαν τους φτωχούς στους οποίους είχαν μοιράσει το ποσό που τους είχε δώσει ο Λικίνιος και, αφού γκρέμισαν τα ξόανα, μετέτρεψαν το ναό σε χριστιανικό. Ο Λικίνιος οργίστηκε τόσο όταν πληροφορήθηκε το γεγονός που διέταξε να ρίξουν τον Φλώρο και τον Λαύρο σ' ένα ξεροπήγαδο, όπου οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους.
Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.
Ο Άγιος Φωκάς καταγόταν από τη Σινώπη του Εύξεινου Πόντου. Ο πατέρας του Πάμφιλος και η μητέρα του Μαρία φρόντισαν να λάβει ο Φωκάς από μικρή ηλικία χριστιανική αγωγή. Ο Άγιος διακρίθηκε τόσο για τις αρετές του όσο και για την κατάρτιση του σε θέματα που αφορούσαν την Ορθοδοξία. Γνώριζε σε βάθος τις γραφές και με θέρμη υπηρετούσε τον θεό και τους συνανθρώπους του. Τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας αναγνώρισαν τις σπάνιες αρετές και την αφοσίωση του στο ευαγγελικό έργο του και τον ανακήρυξαν επίσκοπο Σινώπης. Η δράση του δεν αναγνωρίσθηκε μόνο από τους χριστιανούς, αλλά και από τον θεό, ο οποίος τον τίμησε με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Μάλιστα τα πολλά θαύματα του Αγίου Φωκά είχαν ως αποτέλεσμα να πιστέψουν στον Χριστό και να σωθούν πολλοί ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Φωκάς μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Τραϊανού. Προτού θανατωθεί από τους ειδωλολάτρες πληροφορήθηκε το τέλος του με τρόπο θαυμαστό: Μια περιστερά κάθισε στο κεφάλι του και αφού του τοποθέτησε ένα στεφάνι τον προειδοποίησε για το μαρτυρικό θάνατο του.
Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.
Ο Άγιος Ανίκητος και ο ανιψιός του Άγιος Φώτιος κατάγονταν από τη Νικομήδεια και έζησαν επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού. Όταν ο αυτοκράτορας κίνησε διωγμό κατά της χριστιανοσύνης, εκφώνησε στη Σύγκλητο λόγο με τον οποίο απειλούσε ότι θα βασάνιζε σκληρά όποιον επικαλούνταν το όνομα του Χριστού και ότι θα εξόντωνε όποιον του αντιστεκόταν. Δε δίστασε μάλιστα να βλασφημήσει τον Υιό του θεού. Ο Άγιος Ανίκητος, που ήταν παρών στη Συνεδρίαση της Συγκλήτου, όταν άκουσε όλους αυτούς τους λόγους, χωρίς καθόλου να φοβηθεί από τις απειλές του αυτοκράτορα, ομολόγησε ότι ήταν χριστιανός. Μετά από αυτό ο Διοκλητιανός διέταξε να ρίξουν τον Ανίκητο στα λιοντάρια. Όταν όμως τον οδήγησαν μπροστά σε ένα άγριο θηρίο, αυτό πλησίασε ήμερο τον Άγιο, χωρίς να του προξενήσει καμία βλάβη. Τότε έγινε σεισμός, ο οποίος γκρέμισε τα είδωλα της πόλης. Ακολούθως, οι ειδωλολάτρες έβαλαν τον Άγιο σε τροχό, ο οποίος σταμάτησε με τρόπο θαυμαστό, και ο Ανίκητος σώθηκε. Ο ανιψιός του Φώτιος, που παρακολουθούσε τα βασανιστήρια του Ανίκητου, όταν είδε το θαύμα έτρεξε χαρούμενος να αγκαλιάσει το θείο του. Τότε οι ειδωλολάτρες έριξαν και τους δυο σε κάμινο, όπου οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους.
Ο Άγιος Φώτιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 820 μ.Χ. από οικογένεια θεεοφιλή και ορθόδοξη, που αγωνίσθηκε για την τιμή και την αποκατάσταση των αγίων εικόνων. Υπηρέτησε και διέπρεψε σε ανώτατα πολιτικά αξιώματα, αλλά διακρίθηκε κυρίως ως ποιμένας της Εκκλησίας. Όταν ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιγνάτιος απομακρύνθηκε με τρόπο βίαιο, τον πατριαρχικό θρόνο ανέλαβε ο Φώτιος, αφού μέσα σε έξι μέρες ανήλθε όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης. Το αξίωμα του ο Φώτιος το έθεσε στην υπηρεσία της ορθόδοξης πίστης, πολεμώντας επιτυχώς τους αιρετικούς. Η ευφυΐα του και η πολυμάθεια του υπήρξαν τα όπλα με τα οποία νίκησε τον αιρετικό πάπα της Ρώμης Νικόλαο, τον οποίο και καθαίρεσε με νόμιμα μέσα, προφυλάσσοντας την καθαρότητα της Εκκλησίας μας. Όμως οι υπέρμαχοι της παπικής αίρεσης δε σταμάτησαν να διώκουν και να επιβουλεύονται τον Άγιο, ο οποίος δεν έπαψε να αγωνίζεται για την προστασία της Ορθοδοξίας. Όμως ο αυτοκράτορας Λέων τον έδιωξε από το θρόνο και ο Φώτιος πέθανε εξόριστος στη Μονή Αρμενιανών το 891 μ.Χ.
Ο Άγιος Χαράλαμπος έζησε στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Σεβήρου. Ήταν ιερέας στη Μαγνησία, όπου έπαρχος ήταν ο Λουκιανός. Όταν το 198 μΧ. ο Σεβήρος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών, ο Χαράλαμπος συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον Λουκιανό, ο οποίος του ζήτησε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Χαράλαμπος όχι μόνο δεν απαρνήθηκε τον Κοριό του, αλλά προκάλεσε τον έπαρχο, λέγοντας του ότι οι δήμιοι του δεν είναι ικανοί να τον κάνουν να επικαλεσθεί την επιείκεια του ηγεμόνα, αφού αυτός έχει τη χάρη του θεού. Ο Λουκιανός οργίστηκε τόσο που πήρε ο ίδιος σιδερένια νύχια και προσπάθησε να πληγώσει το σώμα του Αγίου. Όμως τα χέρια του έπαρχου κόπηκαν και έμειναν κρεμασμένα πάνω στο σώμα του μάρτυρα, ο οποίος ζήτησε από τον θεό να αποκαταστήσει την αρτιμέλεια του Λουκιανού. Βλέποντας το θαύμα αυτό οι δήμιοι και τρεις γυναίκες που παρευρίσκονταν εκεί πίστεψαν στον Χριστό. Ο ειδωλολάτρης έπαρχος δε δίστασε να διατάξει τον αποκεφαλισμό τόσο των δημίων και των γυναικών που αναζήτησαν το δρόμο της αλήθειας όσο και του Χαραλάμπους, ο οποίος παρέδωσε το πνεύμα του προτού τον ακουμπήσει το ξίφος.
Η Αγία Χαριτίνη έζησε όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός (284-305 μΧ.). Ήταν χριστιανή και δούλη ενός πλούσιου Ρωμαίου, του Κλαυδίου. Κάποια στιγμή ο κόμης Δομέτιος έμαθε για την πίστη της Χαριτίνης και διέταξε τον Κλαύδιο να στείλει σε αυτόν την Αγία για να την εξετάσει ο ίδιος. Η Χαριτίνη δε φοβήθηκε, αλλά ένιωσε χαρά με τη σκέψη ότι θα θυσιαζόταν για τη δόξα του Κυρίου. Όταν παρουσιάσθηκε στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα η Χαριτίνη δε δίστασε να ομολογήσει ότι ο αληθινός θεός είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο Δομέτιος εξοργίσθηκε από τα λόγια της Αγίας και διέταξε να την υποβάλουν σε πλήθος φριχτών βασανιστηρίων. Στο τέλος μάλιστα διέταξε να δέσουν πέτρα γύρω από το λαιμό της και να τη ρίξουν στη θάλασσα. Με τη βοήθεια του Χριστού η Χαριτίνη σώθηκε και εμφανίσθηκε στον ειδωλολάτρη, θέλοντας να του δείξει την παντοδυναμία του Κυρίου. Όμως ο Δομέτιος όχι μόνο δε συνετίστηκε από το θαύμα, αλλά διέταξε να βασανισθεί ξανά η Αγία. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της η Αγία Χαριτίνη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο.
Ο όσιος Χαρίτων έζησε κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Αυρηλιανός (270-275 μΧ.), ο οποίος κήρυξε διωγμό εναντίον των χριστιανών. Φημισμένος για τη χριστιανική του δράση καθώς ήταν, ο Χαρίτων συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον έπαρχο του Ικονίου. Όταν ρωτήθηκε από τον ειδωλολάτρη άρχοντα για την πίστη του, ο Χαρίτων δε δίστασε να ομολογήσει ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός θεός. Από τη στιγμή εκείνη ο Χαρίτων υπέστη πολλά βασανιστήρια, τα οποία υπέμεινε με το θάρρος που του έδινε η δύναμη της πίστης του. Ενώ ο Χαρίτων βρισκόταν στη φυλακή, ο Αυρηλιανός δολοφονήθηκε και ο διωγμός σταμάτησε. Ο όσιος τότε αφέθηκε ελεύθερος, αλλά διερχόμενος από ένα ερημικό μέρος αιχμαλωτίσθηκε από ληστές, οι οποίοι τον οδήγησαν στο σπήλαιο τους, όπου τον κρατούσαν αλυσοδεμένο. Μια μέρα όμως που οι ληστές απουσίαζαν μια οχιά μπήκε στο σπήλαιο και έχυσε το δηλητήριο της σε μια στάμνα με κρασί. Μόλις αυτοί επέστρεψαν, ήπιαν από το κρασί και δηλητηριάστηκαν όλοι, ενώ με τρόπο θαυματουργό ο Χαρίτων ελευθερώθηκε από τις αλυσίδες του. Ο όσιος απεβίωσε ειρηνικά σε βαθύ γήρας.
Οι Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησαν το 304 μ.Χ., κατά την εποχή δηλαδή του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός οι τρεις παρθένες κατέφυγαν σε ένα βουνό, αλλά σύντομα τις ανακάλυψαν και τις συνέλαβαν. Αφού παρουσιάσθηκαν μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, αυτός τους ζήτησε να δηλώσουν ότι αρνούνται τον Κύριο τους. Οι τρεις αδελφές όμως, οι οποίες ήταν έτοιμες να δεχθούν κάθε μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, δε φοβήθηκαν και ομολόγησαν την πίστη τους. Μετά από αυτό οι τρεις Αγίες βασανίσθηκαν και ετελειώθθησαν με τρόπο μαρτυρικό.
Η Αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς καταγόταν από την Τύρο της Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού. Παρ' ότι οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες, η Χριστίνα προσήλθε στο χριστιανισμό με τη βοήθεια μιας ευσεβούς γυναίκας. Όταν ο Ουρβανός έμαθε ότι η κόρη του έγινε χριστιανή, την έκλεισε σε κάποιο πύργο και με απειλές την πρόσταζε να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Εκείνη ακλόνητη και με θαυμαστή παρρησία συνέχισε να ομολογεί την πίστη της και να αρνείται τα είδωλα. Τότε ο πατέρας της, εξοργισμένος που δεν κατάφερε να δαμάσει την πίστη της, τη φυλάκισε και έδωσε εντολή να την αφήσουν νηστική. Εκείνη όμως με μόνη την πνευματική τροφή και την προσευχή της, σώθηκε και συνέχισε να ομολογεί τον Κοριό της. Τότε, μετά το θάνατο του πατέρα της, την ανέλαβε κάποιος ονομαζόμενος Δίων, ο οποίος την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Στη συνέχεια την παρέδωσαν στον Ιουλιανό, ο οποίος έριξε την Αγία σε πυρακτωμένη κάμινο, αφού της καταξέσκισε το σώμα. Η Αγία με τη δύναμη του θεού βγήκε από όλα αυτά τα ανήκουστα βασανιστήρια αβλαβής, γεγονός ττου οδήγησε χιλιάδες θεατές των βασάνων της στη χριστιανική πίστη. Τελικά η Μεγαλομάρτυς έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, όταν χτυπήθηκε με λόγχες στην καρδιά.
Η Εκκλησία μας (18 -5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίσττη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 1020 από γονείς ευσεβέστατους. Η σχολική του επίδοση υπήρξε αξιοσημείωτη, και από νεαρός ανατράφηκε στη μοναχική ζωή. Με συνδρομή του βασιλιά Αλεξίου Κομνηνού έκτισε τη Μονή του Ευαγγ. Ιωάννη στην Πάτμο όπου και μόνασε. Οι επιδρομές των Αράβων τον ανάγκασαν να καταφύγει για 7-8 χρόνια στην Εύβοια όπου και πέθανε το 1707. Το ιερό του λείψανο μετακομίσθηκε αργότερα στην Μονή της Πάφου.
Ο Άγιος Χριστόφορος έζησε επί αυτοκρατορίας Δεκίου. Όταν οι Ρωμαίοι τον συνέλαβαν το όνομα του ήταν Ρέπροβος. Χριστόφορος ονομάσθηκε αφού δέχθηκε τη χριστιανική διδασκαλία και βαπτίσθηκε. Ο Άγιος δε δίσταζε να ελέγχει τους ειδωλολάτρες διώκτες των χριστιανών, προκαλώντας έτσι την οργή τους. Για το λόγο αυτό οι χριστιανοί τον συμβούλεψαν να φύγει για να είναι ασφαλής. Όμως ο Δέκιος έστειλε απόσπασμα για να τον βρει και να τον συλλάβει. Όταν οι στρατιώτες βρήκαν τον Άγιο ήταν αποκαμωμένοι και είχαν ελάχιστη τροφή. Τότε ο Χριστόφορος πολλαπλασίασε το λιγοστό άρτο τους και οι έκπληκτοι στρατιώτες πίστεψαν στον Χριστό. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Δέκιος αποκεφάλισε εκτός από τον Χριστόφορο και τους ευλαβείς στρατιώτες, που διακήρυξαν με θάρρος την αποστροφή τους προς τα είδωλα.
Οι Άγιοι μάρτυρες Χρύσανθος και Δαρεία έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού. Ο Χρύσανθος καταγόταν από γονείς ειδωλολάτρες, οι οποίοι όταν έμαθαν για το χριστιανικό του φρόνημα προσπάθησαν να τον κλονίσουν. Τον πάντρεψαν μάλιστα με την όμορφη Δαρεία, ελπίζοντας ότι η νέα αυτή θα τον επανέφερε στη λατρεία των ειδώλων. Με τη θεία πρόνοια όμως φώτισε ο Χρύσανθος τη Δαρεία και αφοσιώθηκαν μαζί στη διάδοση του Χριστιανισμού. Για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Στο τέλος τους έριξαν σε βρωμερό λάκκο, όπου και ετελειώθησαν, ενώ οι ψυχές τους επέταξαν λαμπροφόρες στον στεφανοδότη Κύριο.
Ο προφήτης Ωσηέ έζησε επί βασιλείας των Οζία, Ιωάθαμ, Άχαζ και Εζεκία και προφήτευσε από το 750 μέχρι το 722 πΧ. Το όνομα του στα ελληνικά σημαίνει σωτήρας. Καταγόταν από τη φυλή του Ισάχαρ και ήταν γιος του Βεηρεί. Στηλίτευσε το λαό του Ισραήλ για τον αμαρτωλό τρόπο της ζωής του και προφήτευσε τον ερχομό του Μεσσία. Παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο εν ειρήνη στην ηλικία των εβδομήντα πέντε χρόνων.
έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Α' (457-474 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Μεσοποταμία και ήταν γόνος ευσεβούς οικογένειας. Μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία οι γονείς του τον πήγαν σε κάποιο μοναστήρι προκειμένου να ασκητεύσει. Αφού αφοσιώθηκε αρκετό καιρό στον ασκητικό βίο, αποσύρθηκε σε κάποιο μέρος της Θράκης, κατόπιν θείας αποκάλυψης, και κλείστηκε σε κάποιον ειδωλολατρικό ναό. Η παραμονή του εκεί υπήρξε φοβερή δοκιμασία για την ψυχή του, κατάφερε όμως να φύγει και να επανέλθει πιο δυνατός στο μοναχικό βίο. Μάλιστα έγινε στυλίτης και έζησε την υπόλοιπη ζωή του επιτελώντας θαύματα και προφητεύοντας ήταν ένας από τους τέσσερις μείζρνες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.