Η Σκήτη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που είναι γνωστή σαν Ξενοφωντινή, βρίσκεται ανατολικά της Μονής σε μια στενή λουρίδα γης που εκτείνεται παράλληλα προς τον ποταμό Πούραντα. Απέχει 40΄ από την κυρίαρχο Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Τα σπίτια είναι παρατεταγμένα σχεδόν δυο δυο και οριοθετούνται κατά μήκος από την κεντρική οδό. Αρχικά η Σκήτη βρισκόταν χαμηλότερα, κοντά στις εκβολές του Πούραντα και μεταφέρθηκε εδώ που βρίσκεται σήμερα, σε υψόμετρο 300 μ., κατά τα μέσα του 18ου αιώνα.
Το Κυριακό χτίστηκε το 1760 και ιστορήθηκε το 1766 σύμφωνα με την επιγραφή: «Ανηγέρθη εκ βάθρων ο θείος ούτος και ιερότατος Ναός της Θεοτόκου δι εξόδων των φιλελεημόνων χριστιανών, δια συνδρομής δε του Πανοσιωτάτου αγίου πνευματικού κυρίου Σιλβέστρου του εξ Άρτης και των οσιωτάτων Γερόντων κυρίου Εφραίμ Ζαγοριανού και κυρ Αγαπίου Τζαριτσανιώτου. Ιστορήθη δε πάλιν υπό των αυτών συνδραμόντος μετ' αυτών εις την ιστορίαν και του οσιωτάτου κυρ Χατζή Σερριώτου εν έτει 1766, Σεπτεμβρίου 20ην χειρί Κωνσταντίνου και Αθανασίου».
Η Τράπεζα και το Αρχονταρίκι οικοδομήθηκαν το 1815, ενώ το κωδωνοστάσιο ανηγέρθη το 1896.
Οι εικόνες στο Κυριακό, του Αγίου Γεωργίου και Δημητρίου έγιναν το 1757, δια χειρός Κωνσταντίνου και Αθανασίου από την Κορυτσά, ενώ του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης δια χειρός Γεωργίου Ιερέως από την Κοζάνη το 1761, όπως και αυτή των Τριών Ιεραρχών. Οι τοιχογραφίες του Κυριακού εντυπωσιάζουν για τη θεματολογία και την τεχνική τους.
Τον Ιανουάριο του 1901, οι υπεύθυνοι της Σκήτης, κατεδάφισαν τον νάρθηκα του Κυριακού επειδή κάποιος βαθύπλουτος μοναχός της ρωσικής Σκήτης του Αγίου Ανδρέα (Σεράι), ο Ιννοκέντιος, προσέφερε 100 οθωμανικές λίρες, υποσχόμενος να καταβάλει και τις υπόλοιπες 300-400 λίρες που θα χρειαζόταν για την αποπεράτωση, με τον όρο ότι θα ετίθετο το όνομά του, σε επιγραφή μέσα στο ναό, σαν κτήτορας. Οι πατέρες της Σκήτης απέρριψαν την τελευταία προσφορά, διαβλέποντας και άλλα παγιδεύματα των Ρώσων, και έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε συνδρομές. Κατάφεραν, μέχρι τέλους του 1901, να έχουν κτίσει τον προνάρθηκα, τον νάρθηκα και δύο παρεκκλήσια, δεξιά του Αγίου Νικολάου και αριστερά του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
Οι φτωχές και ταπεινές καλύβες της Σκήτης, όπως και οι ασκητές της, συνεχώς αυξάνουν μέχρι προπολεμικά. Το 1808 οι μοναχοί είναι 30. Το 1903 απαρτίζεται από 23 καλύβες, από τις οποίες οι 13 έχουν προσαρτημένες μικρές εκκλησίες. Οι δύο είναι ρωσικές, οι δύο ρουμανικές οι τρεις βουλγάρικες και 16 ελληνικές. Οι μοναχοί ανέρχονται σε 80, ζώντας από τα εργόχειρά τους. Προπολεμικά οι καλύβες ήταν 30 και οι μοναχοί 80. Σήμερα η Σκήτη έχει 20 καλύβες, από τις οποίες κατοικούνται οι πέντε. Ορισμένες έχουν, λόγω εγκατάλειψής τους, πολύ μεγάλα κτιριολογικά προβλήματα. Όλες οι καλύβες έχουν προσαρτημένο ναό, καθώς και μικρή εδαφική έκταση την οποία και καλλιεργούν οι μοναχοί. Οι δέκα περίπου γέροντες της Σκήτης ασχολούνται με την κηπουρική, την μελισσοκομία και την Παρασκευή θυμιάματος.
Η Σκήτη διοικείται από έναν αυστηρό Εσωτερικό Κανονισμό 16 άρθρων, ο οποίος αντικατέστησε τον προηγούμενο της 20ης Οκτωβρίου 1839 που είχε συνταχθεί επί Ηγουμένου της Μονής Ξενοφώντος Νικηφόρου και Δικαίου της Σκήτης Κυρίλλου Ιερομονάχου.
Στον τόπο αυτό αναδείχτηκαν οσιακές μορφές. Η Ιερά Μονή Κασταμονίτου, για να ανασυγκροτηθεί, κατέφυγε στο μοναστικό δυναμικό της Σκήτης. Εδώ ήταν ο προσφιλής τόπος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος στο διήγημά του «Αγάπη εις τον γκρεμνόν» περιγράφει μια ευχάριστη περιπέτεια που του συνέβη.
Η βιβλιοθήκη της Σκήτης περιέχει 150 έντυπα βιβλία και ορισμένα χειρόγραφα. Η Σκήτη διαθέτει 100 περίπου εικόνες από τις οποίες ξεχωρίζουν η Παναγία η Γλυκοφιλούσα και η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Στο Κυριακό της Σκήτης, πλην του Τιμίου Ξύλου, φυλάσσονται και τα εξής Άγια Λείψανα: τμήμα της κάρας του Αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων, τμήμα της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, του Αγίου Ιουλιανού, των Αγίων Μοδέστου, Κυπριανού, Κοσμά του εκ των Αναργύρων, των οσίων πατέρων των εν Σινά αναιρεθέντων, αίμα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Θεσσαλονίκης κ.ά.