Ο πανεύφημος γέροντας Αβραάμιος είχε γονείς που λέγονταν Παύλος και Θέκλα, οι όποιοι είχαν πατρίδα την Έμισα, την περίλαμπρη μητρόπολη στα μέρη της Συρίας, όπου και κατοικούσαν. Εγεννήθηκε από αυτούς στην αρχή της βασιλείας του Ζήνωνος και απαρνήθηκε τον κόσμο από νεαρή ηλικία σε μοναστήρι γύρω από αυτήν την πόλη, αφού εκπαιδεύτηκε καλά στη μοναχική αγωγή. Όταν ήταν ηλικίας δεκαοκτώ ετών, γύρω στο 491, επειδή Σαρακηνοί έκαμαν εισβολή σ' αυτό το μοναστήρι, ανέβηκε μαζί με τον αββά του στην Κωνσταντινούπολη. Έπειτα από λίγο καιρό συνέβη ο αββάς του να γίνει ηγούμενος ενός από τα γύρω από την Κωνσταντινούπολη μοναστήρια και να έχει αυτόν τον φωστήρα γνήσιο συναγωνιστή και υπήκοο μαθητή και πιστότατο αποκρισσάριο. Καθώς προχωρούσε ο χρόνος διέπρεπε σε διάφορες αρετές ο Αβραάμιος, όπως επίσης και στις μέσα στο μοναστήρι διακονίες και στις εξωτερικές αποστολές, κι έτσι έγινε σε όλους προσφιλής τόσο για την ικανότητα του σε όλα, όσο και για τη γλυκύτητα της συζητήσεως, την καθαρότητα και σεμνότητα του τρόπου και την ιεροπρέπεια της παραστάσεως του.
Καθώς λοιπόν αυτός έλαμπε σ' αυτά και τα παρόμοια κατορθώματα, ένας ένδοξος άνδρας, που πολλές φορές ευδοκίμησε σε πολιτικά αξιώματα, κόμης των θησαυρών τότε, καταγόμενος από την πόλη Κρατεία της Ονωριάδας και ονομαζόμενος Ιωάννης, συνετέλεσε ώστε ο αδελφός του Πλάτων να γίνει επίσκοπος αυτής της πόλεως. Θέλησε λοιπόν να κτίσει μοναστήρι στον τάφο των γονέων του και όταν επληροφορήθηκε για την καθαρή διαγωγή και τον ανεπίληπτο βίο του Αβρααμίου, παρακάλεσε τον ηγούμενο του να τον απολύσει, για να φροντίσει για το κτιζόμενο αυτό μοναστήρι. Ο Αβραάμιος, αφού απολύθησε μ' ευχή από τον αββά του, πηγαίνει στην Κρατεία, οικοδομεί το μοναστήρι και γίνεται πρεσβύτερος και ηγούμενος του μοναστηρίου τούτου από τον Πλάτωνα τον επίσκοπο Κρατείας, κατά το εικοστό έβδομο έτος τής ηλικίας του. Κι αφού έκαμε δέκα χρόνια στην ηγουμενία, συγκρότησε εκεί λαμπρότατο μοναστήρι και συνάθροισε όχι λίγους αδελφούς, και οδηγώντας αυτούς κατά το θέλημα του Θεού, τους εκπαίδευσε στην πολιτεία των μοναχών.
Επειδή η φήμη του περιέτρεξε παντού, έρχονται πολλοί προς αυτόν λαϊκοί και μοναχοί, και όχι μόνο αυτοί, αλλά εσύχναζαν σ' αυτόν και επίσκοποι, διότι ευχαριστούνταν με τη συντροφιά του. Αυτός όμως, σαν φιλήσυχος που ήταν από παιδί, ελυπούνταν για την ενόχληση που του εγινόταν. Από την πολλή στενοχώρια εβγήκε από την πόλη κρυφά και έφυγε γρήγορα προς την αγία πόλη, χωρίς να φέρει μαζί του τίποτε από τα κοσμικά και με πολλή ανέχεια και δυσκολία ήλθε στα Ιεροσόλυμα στην αρχή της πέμπτης ινδικτιώνος (η πέμπτη ινδιώνα άρχιζε την 1 Σεπτεμβρίου του 511), αφού συμπλήρωσε το τριακοστό έβδομο έτος της ηλικίας του. Καθώς επροσκυνούσε την Αγία Ανάσταση του συνέβηκε να συναντήσει τον Άγιο Ιωάννη, που από αξιωματικός έγινε μαθητής του αγίου πατέρα μας Σάββα κι αυτές τις ήμερες παρελάμβανε από αυτόν τον πύργο που είχε οικοδομηθεί παλαιά από τη μακαρία Ευδοκία.
Ο μακαριστός Ιωάννης λοιπόν, παρατηρώντας την κατάσταση του ήθους του Αβρααμίου, το εύτακτο βλέμμα και την ακρίβεια του λόγου, αντιλήφθηκε ότι είναι δούλος Θεού. Τον επήρε λοιπόν στο ξενοδοχείο της Μεγίστης Λαύρας (διότι δεν είχε αποκτήσει ακόμη δικό του ξενοδοχείο) και τον οδηγεί στον μακαριστό Σάββα τον Μάιο του 512 και με άδεια του τον κατέβασε στον παραπάνω πύργο. Ο Αβραάμιος ευρήκε εκεί δύο θεοφόρους γέροντες, στολισμένους με θεία σύνεση, τους οποίους είχε εγκαταστήσει εκεί ο μακάριος Σάββας μαζί με τον Σχολάριο, ονομαζόμενους Ιωάννη και Γρηγόριο, Ποντίους την καταγωγή. Προσκολήθηκε με αυτούς πνευματικά, δείχνοντας σ' αυτούς κάθε υπακοή διότι τους ευρήκε ικανούς να οδηγήσουν ψυχές στη σωτηρία.
Την ίδια εποχή το Άγιο Πνεύμα έφερε στα Ιεροσόλυμα έναν άνδρα ένδοξο, που καταγόταν από την Κλαυδιούπολη της Ονωριάδας και ονομαζόταν Ολύμπιος. Αυτός, αναζητώντας τον Αβραάμιο, (διότι πολλές φορές είχε την πνευματική του διδαχή στην Κρατεία που είναι κοντά στην Κλαυδιούπολη) και μαθαίνοντας που κατοικεί, ήλθε προς αυτόν στον πύργο, για να τον πείσει να επιστρέψει στην Κρατεία, διότι ο επίσκοπος Πλάτων τον έστειλε με πολλές παρακλήσεις σε αναζήτηση και επιστροφή. Ο Αβραάμιος δέχθηκε τον Ολύμπιο με μεγάλη χαρά, τον νουθέτησε με τον λόγο του Θεού και τον παρακαλούσε ν' απομακρυνθεί από τα πράγματα του βίου και να προσκολληθεί στον φόβο του Θεοί. Ο Ολύμπιος, αφού δέχθηκε τη νουθεσία του Αβρααμίου και παρετήρησε την αρετή και διαγωγή του Ιωάννη και του Γρηγορίου, των γερόντων και του Ιωάννη του Σχολαρίου και αποφάσισε με την ψυχή του, έκλινε ν' αποταχθεί τον πρόσκαιρο βίο· εφωτίσθηκε σ' αυτό ιδιαίτερα από την αστραφτερή χάρη του Αγίου πατέρα μας Σάββα, που τότε μετέτρεπε τον πύργο σε κοινόβιο και εφρόντιζε πολύ γι' αυτούς. Ο Ολύμπιος λοιπόν παρέδωσε τον εαυτό του ολοψύχως στο Θεό και σε λίγον καιρό σε τόσο Ύψος αρετής ανέβηκε, ώστε και διάκονος και πρεσβύτερος να χειροτονηθεί εκβιαστικά και να γίνει δεύτερος στη διοίκηση του μοναστηρίου.
Ο τίμιος Αβραάμιος, αφού συμπλήρωσε τέσσερα χρόνια στη μονή του Σχολαρίου, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρατεία κατά τον εξής τρόπο. Ο επίσκοπος Κρατείας Πλάτων, που μνημονεύθηκε, πολλές φορές τον προσκάλεσε, κι επειδή δεν πέτυχε, χρησιμοποίησε τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Πρώτα τον διέταξε σε αργία, έπειτα, επειδή επέμενε, του έστειλε αφορισμό. Τότε ο μακάριος Ιωάννης ο Σχολάριος τον απήγαγε στη Μεγίστη Λαύρα και αναθέτει τη φροντίδα του στον μεγάλο πατέρα μας Σάββα. Ο μεγάλος πατέρας μας τους επήρε στην Αγία Πόλη και τους παρουσίασε στον αρχιεπίσκοπο Ηλία και τον παρακαλούσε, αν είναι δυνατό, να λύσει τον αφορισμό. Ο μεγάλος ιεράρχης όμως έλεγε ότι είναι αντικανονικό να λύσει άλλος τον αφορισμό άλλου και μάλιστα ζωντανού ακόμη, χωρίς αυτός που τον εχειροτόνησε και αφόρισε να τον προσκαλεί.
Καθώς άκουσαν αυτά οι μακάριοι πατέρες Σάββας και Ιωάννης, του παρήγγειλαν ν' ανεβεί προς τον Επίσκοπο του, για ν' απολυθεί απ' αυτόν. Ο αββάς Αβραάμιος, υποχωρώντας στις παραινέσεις των πατέρων αναχώρησε στην Κρατεία, όταν συμπληρωνόταν το τεσσαρακοστό πρώτο έτος της ηλικίας του (ήταν το έτος 515). Αφού λοιπόν ήλθε στην Κρατεία κι έγινε δεκτός ευμενώς από τον επίσκοπό του, αποκαταστάθηκε στην ηγουμενία του, επειδή ελύθηκαν οι αφορισμοί. Μετά τη λύση τους ο επίσκοπος Πλάτων έζησε λίγες μόνο ημέρες κι έπειτα πέθανε. Τότε όλος ο λαός της Κρατείας με κοινή ψήφο και παράκληση προς τον μητροπολίτη της χώρας αυτής ζητούν ως επίσκοπο τον Αβραάμιο. Ο μητροπολίτης λοιπόν αφού τον προσκάλεσε για κάποια άλλη τάχα αιτία τον εχειροτόνησε επίσκοπο Κρατείας.
Εδώ, χάριν συντομίας, παρασιωπούνται οι θεάρεστες πράξεις που έγιναν από τον Άγιο λεπτομερώς στην επισκοπή του, οι ορφανοτροφίες, οι ξενοδοχίες, οι νοσοκομίες, οι εκδιώξεις των δαιμόνων, οι βοήθειες σ' αυτούς που έχουν ανάγκη, οι οικοδομήσεις των εκκλησιών και οι διάφορες θαυματουργίες και φθάνομε στο τέλος του περί της επισκοπής λόγου.
Αφού λοιπόν ο Άγιος διέπρεψε επί δεκαπέντε χρόνια στην επισκοπή και εφωταγώγησε την πόλη του με το βίο και το λόγο, συνέβηκε να έχει η Εκκλησία του προβλήματα με κάποια πρόσωπα, ώστε και μη θέλοντας ν' αναγκάζεται να χάνει τον καιρό του σε διοικητήρια και ν' ανεβαίνει στην πρωτεύουσα. Ενθυμούμενος τη μοναχική ησυχία που είχε, όταν ασκούνταν στη μονή του Σχολαρίου, ελυπούνταν πολύ και εδυσφορούσε, διότι έβλεπε τον εαυτό του να είναι σε περισπασμό και σύγχυση από τις βιωτικές μέριμνες και παρακαλούσε τον Θεό εκτενώς λέγοντας: «Κύριε ο Θεός, αν σου είναι ευάρεστο ν' αναχωρήσω στην έρημο κατευόδωσε να γίνει το θέλημα σου».
Όταν κάποτε έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και έμαθε ότι ο πατέρας μας Σάββας είναι εκεί (είναι η δεύτερη παρουσία του Σάββα στην Κώνσταντινούπολη, το 531), τον αναζήτησε αμέσως με ζήλο. επειδή όμως δεν ευρήκε τον αγαπητό άγιο γέροντα, ερώτησε γι' αυτόν κι έμαθε ότι έφυγε για την Ιερουσαλήμ τρεις ημέρες πριν από τη δική του είσοδο στην Κωνσταντινούπολη. Τότε εστενοχωρήθηκε πολύ που δεν τον ευρήκε. Εκείνη τη νύκτα τον είδε στον ύπνο του να του λέγει: «Μη στενοχωρείσαι που δεν με ευρήκες στην Κωνσταντινούπολη, αν επιθυμείς να ευρείς ανάπαυση από τις φροντίδες του κόσμου, γύρισε πάλι στο μοναστήρι σου κι εκεί θα κοιμηθείς».
Τότε σηκώθηκε από τον ύπνο του, δεν είπε σε κανένα τίποτε, αλλά προσκάλεσε αμέσως τους διακόνους, στους οποίους παρέδωσε όσα περιουσιακά στοιχεία είχε από την Εκκλησία, ανέβηκε σ ένα πλοίο μη παίρνοντας τίποτε από τα πράγματα του κόσμου μαζί του. Ήλθε στην Ιερουσαλήμ κι' επήγε αμέσως στη μονή του Σχολαρίου. Κατά την άφιξη του ο Ιωάννης ο Σχολάριος και ο ενάρετος Αλβάνιος εγέμισαν μεγάλη χαρά κι' οι τρεις, ήταν σαν μιά ψυχή. Είχαν την ίδια στέγη, τροφή και αρετή. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε έργα αγαθά και καθετί που έκαναν, ήταν κατά την ευδοκία του Θεού. Κρατιώνταν μακριά από τα έργα του κόσμου και προσέγγιζαν στο Θεό.
Όταν επέρασε ένας μήνας από τον ερχομό του Αβρααμίου, πέθανε ο Άγιος πατέρας μας Σάββας, στις 5 του πρώτου μηνός, του Δεκεμβρίου. Ο Άγιος Αβραάμιος έπρεπε κατά τις ημέρες της νηστείας να βγει στην έρημο του Ρουβά μαζί με τον Ιωάννη το Σχολάριο και τον Αλβάνιο. Εκεί τότε οι άνθρωποι ζήτησαν εκείνες τις ημέρες τη σιωπή σ' αυτή την έρημο, διότι ποθούσαν την ησυχία. Εκεί έμειναν οι τρεις πρόθυμα με την ίδια άσκηση οκτώ χρόνια, έπειτα πέθανε ο Αλβάνιος και όλοι οι μοναχοί κατάλαβαν ότι είχε αποκτήσει το χάρισμα της προφητείας.
Ο μεγάλος όμως Αβραάμιος ήταν ένας ιατρός των ψυχών και των σωμάτων και πολλοί έρχονταν προς τα εκεί, για να ζητήσουν θεραπεία από τις αρρώστιες τους. Έπειτα από λίγον καιρό αρρώστησε ο Ιωάννης ο Σχολάριος με μιά σύντομη ασθένεια και πληροφορήθηκε από το Άγιο Πνεύμα την αποχώρησή του από αυτόν τον κόσμο και ετακτοποίησε ό,τι ήθελε. Μετά παρέλευση τεσσάρων ήμερων από την αρρώστια του ανεχώρησε για τον Χριστό, τον δεύτερο μήνα, δηλαδή τον Ιανουάριο. Τότε, αφού ο Αβραάμιος συμπλήρωσε τα 68 χρόνια της ζωής του, ανέλαβε την ηγουμενία της Μονής μετά από τον Σχολάριο ο Κυριάκος, που έπειτα άφησε την ηγουμενία (*).