Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Σκήτη Αγίας Τριάδας

Η Σκήτη της Αγίας Τριάδος ή των Καυσοκαλυβίων, όπως συνήθως λέγεται, έχει μορφή οικισμού και βρίσκεται σ' ένα αμφιθεατρικό τοπίο με απότομη κατωφέρεια που οδηγεί στη θάλασσα, σε τόπο αλίμενο. Δύο νησίδες απέναντί της, ο Άγιος Χριστόφορος και το Δασκαλειό, όπου ασκήτευσαν τρανοί ασκητές από τη βυζαντινή εποχή μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, δημιουργούν την βεβαιότητα ότι ο τόπος κατά τα προχριστιανικά χρόνια θα σχημάτιζε ένα ασφαλές λιμάνι και θα επέτρεπε την ανάπτυξη του πολίσματος που υπήρχε εκεί. Το περιβάλλον είναι πρωτόγονο, ασκητικό και ησυχαστικό.
Η ονομασία Καυσοκαλύβια, όπως και οι λοιπές ακουστικές παραλλαγές της, οφείλεται στο μεγάλο ασητή και μυστικό του 14ου αιώνα Άγιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη. Ο Μάξιμος, ηγετική μορφή του αγιορείτικου μοναχισμού έκαιγε κατά διαστήματα τη χορτοκαλύβα του και πλανιόταν δια Χριστόν σαλός, μένοντας εντελώς αδέσμευτος από τα γεηρά. Μεγάλο όμως διάστημα της ασκητικής ζωής του, ο Μάξιμος το περνά σε σπήλαιο των Καυσοκαλυβίων, όπου και, γύρω στην περιοχή, συνάχτηκαν αρκετοί μοναχοί, μαθητές και θαυμαστές του Οσίου. Όμως ο πυρήνας της καλυβικής συνοικίας βρίσκεται βορειοδυτικά της σημερινής τοποθεσίας, στη Μεταμόρφωση, μισή ώρα ψηλότερα, όπου διακρίνονται τα ερείπια.
Η δεύτερη περίοδος της Σκήτης αρχίζει με την εγκαταβίωση του ονομαστού ασκητή και μεγάλου Αγίου της αγιορειτικής οικογένειας Ακακίου (+ 12 Απριλίου 1730). Ο Ακάκιος έζησε χωρίς τροφές και σκεπάσματα στο σπήλαιο που ασκήτευε ο Άγιος Μάξιμος, για μια 20ετία. Και η φήμη του επεκτείνεται σ' όλη την Ορθοδοξία, ενώ γύρω από το ασητήριό του χτίζουν καλύβες οι μαθητές του. Δυσκολεύονται όμως από τη λειψυδρία. Έτσι με ευχή του ο Ακάκιος ανοίγει μια πηγή με άφθονο νερό και η πηγή, μέχρι σήμερα ονομάζεται Αγίασμα. Τον Ακάκιο θα επισκεφθούν και προσωπικότητες της εποχής, για να πάρουν την ευλογία του, όπως ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος (1707-31) και ο Ρώσος μοναχός και συγγραφέας Μπάρσκι. Επίσης ο προηγούμενος της Λαύρας Νεόφυτος, που θα μαγνητισθεί από την αγιότητα του Ακακίου, θα αναλάβει με έξοδά του να ανεγείρει το Κυριακό. Το Κυριακό εκείνο, δυσανάλογο στο μεγάλο αριθμό των Καυσοκαλυβιτών, διευρύνεται το 1745 και ιστορείται το 1776 από τον μοναχό Μητροφάνη. Το 1804 προστίθεται ο εξωνάρθηκας, ο οποίος και ιστορείται το 1820. Το συγκρότημα του Κυριακού περιλαμβάνει εκτός από το ναό της Αγίας Τριάδας, Τράπεζα και ξενώνα. Εδώ μένει ο Δικαίος της Σκήτης που έχει ετήσια θητεία. Τέλος το 1897-98 χτίζεται και το υπάρχον κωδωνοστάσιο, δωρεά του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, σύμφωνα με δύο επιγραφές του.
Από το 1872 η Σκήτη απαλάσσεται από το μεγάλο βάρος της αποπληρωμής του κεφαλικού φόρου, χάρη στο Χίο φιλομόναχο Δημήτριο Σκαναβή στην Κωνσταντινούπολη, που ανέλαβε ο ίδιος να της χορηγεί κάθε χρόνο τα υπέρ των 64 μοναχών που ασκήτευαν εκεί 300 γρόσια: «έκαμε και γράμμα δια να τα δίνη μετά τον θάνατόν του και ο υιός του».
Τη Σκήτη καθαγίασαν οι Άγιοι: Πέτρος ο Αθωνίτης (9ος αιώνας), Μάμμος ο Καυσοκαλυβίτης (14ος αιώνας), Νήφων (+ 1411), Ακάκιος (+ 1730) κ.ά. Κατά τα τελευταία χρόνια ασκητεύουν εδώ ο εξ εβραίων Νεόφυτος ο Πελοποννήσιος, πολυμαθής συγγραφέας καθηγητής στην Αθωνιάδα και σ' άλλες σχολές (+ 1784). Ο Ραφαήλ ο υμνογράφος, ο Ακαρνάνας. Ο νομομαθής και πολύγλωσσος Θεόκλητος ο Καρατζάς, διερμηνέας του ναυάρχου Ορλώφ και συγγραφέας του ανέκδοτου νομοκανόνα της Ι.Μ. Ξενοφώντος 797, του 1767. Ο Χαρίτων ο πνευματικός (1836-1906), του οποίου σώζεται και η βιβλιοθήκη στην καλύβα του Ακαθίστου κ.ά. Επίσης εδώ διέπρεψαν και κάποιοι ξυλογλύπτες, των οποίων τα λειτουργήματα κοσμούν τις πιό επίσημες συνοδικές αίθουσες. Και οι μοναχοί που ασκητεύουν εδώ καρτερικά, έχοντας ασκητικά πρότυπα τους παραπάνω αγίους Πατέρες, πληθαίνουν: στα μέσα του 18ου αιώνα είναι 80. Το 1880, είναι 70. Το 1903 είναι 120 (39 καλύβες).
Εδώ έχουν να επιδείξουν και ένα ποτήρι ραγισμένο σε δύο ίσα μέρη. Δύο μοναχοί – προσκυνητές κατά την πανήγυρη του Αγίου Θεολόγου συζητούσαν ποιός τάχα να είναι μείζων στη βασιλεία των ουρανών: ο Πρόδρομος Ιωάννης ή ο Θεολόγος Ιωάννης. Τη στιγμή εκείνη το ποτήρι με θεία επέμβαση, κόβεται σε δύο ακριβώς ίσα μέρη, διαβεβαιώνοντας την ισότιμη αξία των δύο στύλων της Εκκλησίας.
Οι σχέσεις της Σκήτης με την κυρίαρχο Μονή καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό της Σκήτης εκδεδομένο το 1846. Στο έγγραφο περιέχονται 8 όροι αυστηρότατοι. Αριθμεί, κατά ποικίλες έντυπες πληροφορίες, 270 χειρόγραφα. Δεν είναι όμως περισσότερα από 50.
Σήμερα ο οικισμός της Σκήτης Καυσοκαλυβίων, περιλαμβάνει τριαντατέσσερις καλύβες με ενσωματωμένο ναό και πέντε ξεροκάλυβα. Διαθέτουν μικρή εδαφική έκταση. Διασώζεται η καλύβη του Αγίου Ακακίου, αρχών του 18ου αιώνα, με προσωπικά αντικείμενα. Οι γέροντες της Σκήτης (40 σύμφωνα με την απογραφή του 2001), ασχολούνται με την αγιογραφία, ξυλογλυπτική, μικρογλυπτική και με άλλα εργόχειρα. Κατασκευάζουν εικόνες, σφραγίδες για τα πρόσφορα, κοχλιάρια, κομβολόγια και κομβοσχοίνια.