Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Σκήτη Μπογορόδιτσα

Βρίσκεται στις ΒΑ πλαγιές του Αγίου Όρους, σε απόσταση μιας ώρας από την Ιερά Μονή Παντοκράτορος και 30΄ από τη Σκήτη του Προφήτη Ηλία. Εορτάζει στις 15/28 Αυγούστου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και αποκαλείται με την κοινή ονομασία Μπογορόδιτσα, που στα βουλγαρικά σημαίνει Θεογεννήτρα. Υπάγεται στην Κυρίαρχο Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικού).
Είναι κτισμένη σε μια μικρή αμφιθεατρική κοιλάδα, πάνω από τη δεξιά όχθη του χειμάρρου που κατέρχεται από τη βόρεια πλευρά της και περιστοιχίζεται από δασώδεις οροσειρές, οι οποίες αποτελούν και τη μικρή της περιοχή, στα όρια της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος.
Η τοποθεσία στην οποία είναι κτισμένη η Σκήτη, σε υψόμετρο περίπου 700 μέτρων, είναι κοντά στην αρχαία Μονή Ξυλουργού, με την οποία ταυτίζεται. Η προσωνυμία Ξυλουργού προήλθε από το επάγγελμα του κτίτορα αυτής, ο οποίος, όπως φαίνεται σε πωλητήριο έγγραφο του 1030, ήταν ο Θεοδόσιος που αγόρασε την έκταση της γης στα όρια της Μονής Παντοκράτορος «παρά Δημητρίου του Χαλκέως», με σκοπό να επεκτείνει τη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το 1048 αναφέρεται σαν ηγούμενος της Μονής κάποιος Ιωαννίκιος.
Τον Δεκέμβριο του 1143 παραχωρείται, με έγγραφο του Πρώτου, στον ηγούμενο Χριστόφορο και οι μοναχοί της είναι ρώσοι. Στις 15 Αυγούστου 1169 ο Πρώτος εκχωρεί στους Πατέρες της Μονής Ξυλουργού την Μονή Θεσσαλονικέως, επειδή πληθύνθηκαν τόσο πολύ που ο χώρος δεν ήταν επαρκής να τους φιλοξενήσει.
Το 1312 γίνεται διαχωρισμός των ορίων μεταξύ Μονής Ξυλουργού και της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, η οποία απέχει 1 ώρα και 20΄.
Το 1340, επί Στεφάνου Δουσάν, διαμένουν στη Μονή Σέρβοι μοναχοί, ενώ το 1810 Βούλγαροι. Το σκήνωμα παρέμεινε για αιώνες ένα συνηθισμένο κελλί, ώσπου το 1818 μετατρέπεται σε Κοινόβια Σκήτη, η πρώτη που εμφανίζεται με αυτή τη μορφή.
Ο Θεοδώρητος, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, το 1805 αναφέρει: «Άνωθεν του τόπου όντος υπό την δεσποτείαν του Παντοκράτορος και καλουμένου τω παλαιώ ονόματι Φαλακρού κείται η Μονή Ξυλουργού Βογορόδιτσα νυν λεγομένη, ιδιοπεριόριστος, οικήματα έχουσα καλά και Ναόν αρχαίον. Αύτη εδόθη το πάλαι παρά του Πρώτου προς κατοικίαν των Ρώσσων (Ραουσαίων) Μοναχών».
Στα τέλη του 19ου αιώνα στη Σκήτη καταβίωναν 32 πατέρες, από τους οποίους οι περισσότεροι (25) ήταν Βούλγαροι και οι υπόλοιποι Βεσσαραβοί, που βρισκόταν σε διάσταση με τους πρώτους. Μετά τον θάνατο του Δικαίου Προκοπίου, την 11η Ιανουαρίου 1899, οι Βεσσαραβοί με κάθε τρόπο, υποκινούμενοι από τη Μονή Ρωσικού, προσπαθούν, αν και μειοψηφία, να εκρωσίσουν την Σκήτη και δεν αναγνωρίζουν τον νεοεκλεγέντα από την αδελφότητα Δικαίο Ιερομόναχο Στέφανο. Μόλις τον Φεβρουάριο του 1902 αναγκάσθηκε η κυρίαρχος Μονή ν' αποστείλει αντιπρόσωπό της για να εγκαθιδρύσει Δικαίο τον Ιερομόναχο Στέφανο, ενάρετο και χρηστό άνδρα.
Γύρω από τη Σκήτη σώζονται, ερειπωμένα πλέον, περίπου 20 ησυχαστήρια, δεδομένου ότι πριν από το 1800 ήταν ιδιόρρυθμος. Κοντά στο ημιονοστάσιο της Σκήτης υπήρχε το Μονύδριο του Αγίου Αυξεντίου, το οποίο αναφέρεται σε έγγραφο του 1316, και κατερειπωμένο χρησιμεύει σαν όριο της Σκήτης με την Ιερά Μονή Παντοκράτορος. Νότια της Σκήτης, επί της κορυφογραμμής των περιστοιχιζόντων ορέων, υπήρχε ανεμόμυλος, ενώ τους χειμερινούς μήνες διατηρούσε και υδρόμυλο στον παραρρέοντα χείμαρρο.
Η σφραγίδα της Σκήτης, στα ελληνικά, γράφει: «Σφραγίς της ιεράς Σκήτης της Βογορόδιτσας των Βουλγάρων».
Η Σκήτη στις αρχές του 20ου αιώνα απαρτίζονταν από τις παλιές πτέρυγες και μια νεόδμητη διώροφη, βόρεια του Καθολικού, η οποία έγινε το 1885 στη θέση παλιάς ερειπωμένης, η οποία κατεδαφίστηκε. Στον επάνω όροφο αυτής της πτέρυγας υπάρχει ωραιότατο παρεκκλήσι που τιμάται στη μνήμη των Θεσσαλονικέων αυταδέλφων Μεθοδίου και Κυρίλλου, οι οποίοι επινόησαν την Σλαβικήν αλφάβητον και δίδαξαν στους σλάβους την προς Θεόν πίστην. Στο υπέρθυρο, εσωτερικά της εισόδου του Ναού, υπάρχει σλαβική επιγραφή σωβινιστικού περιεχομένου: «εγένετο επί τη μνήμη των Σλαύων αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου επί Προηγουμένου Ιερομονάχου Προκοπίου τω 1885». Ο Γερ. Σμυρνάκης θεωρεί ιστορική αυθάδεια τον χαρακτηρισμό των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου ως Σλάβων.
Στον δεύτερο όροφο της ίδιας πτέρυγας υπάρχουν τα αρχονταρίκια της Σκήτης τα οποία χρησιμοποιούνται για τους επισήμους και κάτω από αυτά τα μαγειρεία και η Τράπεζα η οποία χωρεί 120 πατέρες περίπου, καθώς και άλλη ευπρεπής Τράπεζα για τους επισκέπτες. Η νότια πτέρυγα έγινε το 1847 ενώ ανατολικά της Σκήτης δεν υπάρχει πτέρυγα.
Ο Κυριακός Ναός είναι μικρής χωρητικότητας και ιδρύθηκε πιθανώτατα στα μέσα του 18ου αιώνα. Ανατολικά αυτού υπάρχει παρεκκλήσι, στη μνήμη του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας, το οποίο φέρει σλαβική επιγραφή, άνωθεν του υπερύθρου του κυρίως Ναού: «εγένετο επί Προηγουμένου Σωφρονίου τη 12η Ιουνίου 1820», ο δε νάρθηκας φέρει χρονολογία 1847, έτος κατά το οποίο προσετέθη στο Ναό.
Στη Σκήτη υπήρχε η θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος «Γλυκοφιλούσης». Ατυχώς όμως, αυτή και τα ιερά σκεύη, μεταφέρθηκαν, μετά την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης, στην πολύκλαυστο νήσο των Ψαρών προς φύλαξιν. Κατά την πυρπόληση της νήσου καταστράφηκε και ο Μητροπολιτικός Ναός, όπου υπήρχε η εικόνα και τα σκεύη. Σήμερα υπάρχει αντίτυπο της εικόνας αυτής μέσα στο Κυριακό, δίπλα στον Αρχιερατικό θρόνο, με την βουλγαρική επιγραφή «Σλάτκοε Τσελοβάνιε (Γλυκοφιλούσα)».
Πυρκαγιές που υπέστη η Σκήτη στο παρελθόν, αφαίρεσαν πολλά από τα αυθεντικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία.
Το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων της Σκήτης βρίσκονται σε κακή κατάσταση.
Στη Βόρεια πτέρυγα διατηρείται αρκετά καλά το παρεκκλήσι των Αγίων Κυρίλου και Μεθοδίου. Εκεί φυλάσσονταν μέχρι πρόσφατα 25 σπουδαία σλαβικά χειρόγραφα, τα οποία τελευταία μεταφέρθηκαν στη Μονή Ζωγράφου.
Στη Σκήτη φυλάσσονται: Μικρό τμήμα του Τιμίου Ξύλου, τμήματα των λειψάνων των Αγίων Ευθυμίου, Ιγνατίου και Ακακίου των Ιβηριτών, Ιωάννου του Χρισοστόμου, Παντελεήμονος, Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, Αγίου Θεοφόρου Ιγνατίου, Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, Ιωάννου του Καλυβίτου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου, Αναστασίου του Πέρσου, Κυρίλλου και Μεθοδίου, Γεωργίου του Νέου, Ευδοκίμου του Βατοπεδινού, Ιακώβου του Πέρσου κλπ.
Σήμερα η Σκήτη κατοικείται από ολιγάριθμους μοναχούς.