Η πρώτη Εκκλησία ήταν και ορατή πραγματικότητα, όχι μόνο αόρατη, επειδή η Κεφαλή, ο Χριστός, ήταν αόρατος. Ήταν συγκεκριμένη κοινότητα και κοινωνία, που περιελάμβανε και την άσκηση των αγίων αρετών του Χριστού (Α' Κορ. ια' 1). Στο κέντρο του ενδιαφέροντός της ήταν η σύναξη της Κυριακής με κέντρο την «κλάσιν του άρτου» (Πράξ. κ' 7). Όποιος άνηκε σ' αυτή τη συγκεκριμένη κοινότητα και ελάμβανε μέρος στη χριστιανική σύναξη, ονομαζόταν και ήταν χριστιανός, όποιος δεν άνηκε σ' αυτή την σύναξη, δεν ήταν χριστιανός.
Το ότι η πρώτη Εκκλησία ήταν ορατή πραγματικότητα αποδεικνύεται και από την όλη δομή της. Εκτός από τους αποστόλους, υπήρχαν σ' αυτήν και άλλα πρόσωπα, στα οποία είχαν ανατεθεί συγκεκριμένες λειτουργίες. Υπήρχαν πρεσβύτεροι και διάκονοι ή, όπως αναφέρεται σε άλλα σημεία της αγίας Γραφής, επίσκοποι και διάκονοι (Φιλιπ. a' 1. Α' Τιμ. ε' 17. Πράξ. κ' 28 κ.ο.κ.).
Είχε δηλαδή συγκεκριμένη Ιεραρχία, που όμως δεν τοποθετήθηκε από ανθρώπους, αλλά από το Πνεύμα το Άγιο (Πράξ. κ'28).
Όταν εδημιουργούνταν κάποια σοβαρά προθήματα που αναφέρονταν στην πίστη, συνερχόταν σύνοδος των αποστόλων που ελάμβανε συγκεκριμένες αποφάσεις, που γίνονταν σεβαστές από όλες τις χριστιανικές κοινότητες, σαν αποφάσεις της Εκκλησίας, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.
Η αποστολική σύνοδος ήταν το στόμα της Εκκλησίας, η οποία Εκκλησία είναι «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Πράξ. ιε' 22-29. Α' Τιμ.γ' 15).
Η Εκκλησία για την οποία κάνει λόγο η αγία Γραφή, η πρωτοχριστιανική Εκκλησία, ήταν τόσο ορατή και συγκεκριμένη, ώστε στα μέλη της συμπεριλαμβάνονταν και ασθενικά, ακόμη και «νεκρά» μέλη, τα οποία εκκαλούνταν σε μετάνοια, για να μην αποβληθούν (Ματθ. ιγ' 30, 47. Ιούδα 12, 23. Α' Κορ. ε' 1, 11).