Ο Θεός λέγει: «Τί ήμαρτον;»
«Αυτοί δεν ήθελαν να τον ονομάζουν Θεό, κι αυτός δεν έπαυε να τους όνομάζη λαό του. Αυτοί αρνούνταν την εξουσία του, αυτός όμως δεν τους θεωρούσε ξένους, αλλά τους θεωρούσε δικούς του και τους προσέλκυε κοντά του λέγοντας: «Λαός μου, τί εποίησά σοι;» (Μιχ. 6, 3). Μήπως, λέγει, σου έγινα ενοχλητικός ή βαρύς και μισητός; Αλλ' ούτε αυτό μπορείς να το πής, διότι κι αν ακόμη συνέβαινε αυτό, ούτε κι έτσι έπρεπε ν' άποσκιρτήσης από κοντά μου; «Τίς γαρ εστίν υιός, όν ου παιδεύει πατήρ» (Έβρ. 12, 7). Άλλ' όμως ούτε αυτό μπορείτε να το πήτε. Και πάλι: «Τί εύροσαν οι πατέρες υμών εν εμοί πλημμέλημα;» Περ. 2, 5). Μεγάλα και άξια θαυμασμού τα λόγια αυτά. Διότι, αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: ποιο σφάλμα, λέγει, έκανα; Ό Θεός λέγει στους ανθρώπους, ποιο σφάλμα έκανα; Πράγμα που δεν ανέχονται ούτε οι δούλοι να τους το πει ό κύριος τους. Καί δεν λέγει ποιο σφάλμα έκανα προς εσάς, αλλά στους πατέρες σας. Αλλ' ούτε αυτό μπορείτε, λέγει, να το πήτε, ότι δηλαδή κρατάτε απέναντι μου πατρική έχθρα. Διότι ούτε τους προγόνους σας άφησα να με κατηγορήσουν ποτέ για την πρόνοια μου, ότι δηλαδή τους παρέβλεψα για λίγο ή πολύ. Και δεν είπε απλώς, τι είχαν οι πατέρες σας, αλλά «τι εύρον;». Πολλά ζήτησαν και πολλά πέρασαν στα τόσα χρόνια κάτω από την καθοδήγησί μου, αλλ' όμως δεν μου βρήκαν κανένα σφάλμα»