Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Αγιολόγιο 3

Ο Άγιος Σίμων ονομάστηκε Ζηλωτής εξαιτίας της θέρμης με την οποία κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου και της ξεχωριστής αγάπης που έτρεφε για τον παντοκράτορα θεό. Ο Απόστολος Σίμων καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίος και ήταν ο γαμπρός στο γάμο όπου ο Χριστός, καλεσμένος με τη μητέρα Του, επιτέλεσε το θαύμα της μεταβολής του ύδατος σε οίνο. Έπειτα από το θαύμα αυτό ο Σίμων πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και το σπίτι του και να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό. Μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές του Χρίστου δέχθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Αγίας Πεντηκοστής και από τότε επιδόθηκε με ζήλο στην ιεραποστολική δράση. Ακούραστος, διέτρεξε όλη την περιοχή από την Αίγυπτο ως τη Μαυριτανία, φανερώνοντας στο λαό την πλάνη της ειδωλολατρίας και την αλήθεια του ευαγγελικού λόγου. Ο τελευταίος τόπος τον οποίο επισκέφθηκε ο Σίμων ήταν η Βρετανία. Εκεί, αφού δίδαξε στο λαό τη χριστιανική πίστη, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι και τον εθανάτωσαν επί του σταυρού.
Ο όσιος Σισώης ο Μέγας γεννήθηκε στις αρχές του 4ου αι. μΧ. στην Αίγυπτο. Η αγάπη του για τον θεό ήταν τόσο μεγάλη και η επιθυμία του να τον υπηρετήσει τόσο ισχυρή ώστε μετέβη στη Σκήτη της Νιτρίας, όπου επιδόθηκε με ζήλο στην ασκητική ζωή. Θέλοντας να φτάσει σε τέλειο σημείο ασκητικής ζωής, έφυγε για να συναντήσει τον Μέγα Αντώνιο, κοντά στον οποίο υποβλήθηκε σε σκληρότερους ασκητικούς αγώνες. Αξιώθηκε δε να λάβει από τον Κύριο το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Ο όσιος Σισώης παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, σε ηλικία εβδομήντα ετών.
Οι επτά Άγιοι Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο δάσκαλος τους Ελεάζαρος έζησαν κατά την εποχή που βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.). θέλοντας να εξαναγκάσει τους Εβραίους να αρνηθούν το Μωσαϊκό Νόμο και να ασπαστούν την ειδωλολατρία, ο Αντίοχος προέβη σε αρκετές συλλήψεις. Μεταξύ αυτών συνελήφθησαν οι επτά παίδες, η μητέρα τους, καθώς και ο ενενηντάχρονος δάσκαλος τους. Σε αυτούς ο Αντίοχος πρόσφερε δόξα και τιμές προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους. Όμως οι μάρτυρες όρθωσαν το ηθικό ανάστημα τους απέναντι στον τύραννο, δηλώνοντας με θάρρος πως δεν υπήρχε τίποτα που να τους εξαναγκάσει να καταπατήσουν το νόμο των πατέρων τους. Όταν ο Αντίοχος συνειδητοποίησε πως καμία κολακεία δεν μπορούσε να κάμψει το φρόνημα των αγίων μαρτύρων, διέταξε το βασανισμό τους. Οι ειδωλολάτρες βασάνισαν πρώτα τον Ελεάζαρο, τον οποίο και έριξαν στην πυρά. Οι ελπίδες τους ότι ο μαρτυρικός θάνατος του Ελεαζάρου θα τρομοκρατούσε τους μαθητές του διαψεύστηκαν. Οι επτά παίδες δε λύγισαν ούτε σπγμή και έχοντας σύμμαχο την πίστη τους υπέμεναν τα βασανιστήρια τους. Όταν ο Αντίοχος σκότωσε ένα ένα και τα επτά παιδιά, η μητέρα τους έπεσε μόνη της στη φωτιά.
Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.
Ο Άγιος προφήτης Σοφονίας του οποίου τη μνήμη τελεί σήμερα η Εκκλησία μας καταγόταν από τη φυλή του Συμεών. Είχε αξιωθεί το προφητικό χάρισμα και κατάφερε να προμηνύσει την άλωση και την ερήμωση της Ιερουσαλήμ. Προείδε επίσης την έλευση του Ιησού Χρίστου, καθώς και την ημέρα της κρίσης. Ο Σοφονίας, αφού ολοκλήρωσε το προφητικό του έργο, εξεδήμησε εν ειρήνη προς Κύριον.
Ο Άγιος Σπυρίδων έζησε την εποχή που βασίλευε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Καταγόταν από την Κύπρο και στην αρχή ζούσε ως ποιμένας προβάτων. Ήταν νυμφευμένος με μια ευσεβή γυναίκα, η οποία πέθανε νέα. Έκτοτε ο Άγιος πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αφοσιωμένος στην υπηρεσία του Κυρίου και των πλησίον του. Λόγω της ηθικής του αρτιότητας ο θεός τον τίμησε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Γι' αυτό και ονομάστηκε θαυματουργός. Οι αρετές του και η δύναμη της πίστης του εκτιμήθηκαν και από το λαό, ώστε όταν απεβίωσε ο επίσκοπος Τριμυθούντος της Κύπρου, του ζητήθηκε αμέσως να αναλάβει τον επισκοπικό θρόνο. Υπήρξε μεγάλος θεματοφύλακας της ορθόδοξης πίστης και με τα επιχειρήματα του ανέτρεπε τις κακοδοξίες των αιρετικών. Όταν ο Άγιος ήταν επίσκοπος Τριμυθούντος συνέβη και το εξής θαυμαστό περιστατικό: Δυο κλέφτες εισέβαλαν στο μαντρί της επισκοπής με σκοπό να κλέψουν το κοπάδι. Με θεία όμως παρέμβαση βρέθηκαν αλυσοδεμένοι. Την επόμενη ημέρα, όταν ο Σπυρίδων τους αντίκρισε, όχι μόνο τους ελευθέρωσε αλλά τους χάρισε και ένα κριάρι. Ο Άγιος Σπυρίδων απεβίωσε εν ειρήνη.
Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Άγιος Στέφανος υπήρξε ένας από τους επτά διακόνους τους οποίους εξέλεξαν ο; πρώτοι χριστιανοί και χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι, με σκοπό να επιβλέπουν τη διαχείριση των τροφίμων και των χρημάτων των χριστιανικών κοιινοτήτων. Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για την προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Με τη θαυματουργική του δράση ο Άγιος όχι μόνο θεράπευε πολλούς ασθενείς, αλλά και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική κατάρτιση που τον διέκρινε εξάλλου, ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Ιησού Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους. Κάποιοι μάλιστα από τους φανατικούς Ιουδαίους συκοφάντησαν τον Στέφανο διατεινόμενοι ότι δε σεβόταν τον θεό και τον οδήγησαν στο συνέδριο, μπροστά στους αρχιερείς. Όταν ο Στέφανος απολογήθηκε, δεινός γνώστης του ιουδαϊκού Νόμου καθώς ήταν, κατατρόπωσε το Συνέδριο και τους αρχιερείς, προκαλώνττας την μήνιν τους. Έπειτα από την απολογία του οι Ιουδαίοι έσυραν έξω από το δικαστήριο τον Άγιο και τον θανάτωσαν δια λιθοβολισμού.
Ο όσιος Στέφανος έζησε τον 8ο αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβείς χριστιανούς, τον Ιωάννη και την Άννα. Από νεαρή κιόλας ηλικία ήταν γνώστης των ιερών γραφών. Οι γονείς του ενίσχυαν τη θεάρεστη ενασχόληση του Στεφάνου και φρόντισαν να λάβει αξιόλογη μόρφωση. "Εχοντας πλέον αποκτήσει πλήρη θεολογική κατάρτιση, ο όσιος αναδείχθηκε ηγούμενος στο όρος του Αγίου Αυξεντίου. Υπήρξε εξαιρετικός ποιμένας, ενώ δε σταμάτησε ποτέ να υποβάλλεται σε σκληρούς πνευματικούς αγώνες. Όταν το 747 μ.Χ. ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος συνέχισε το αιρετικό έργο του Λέοντα Γ του Ισαυρου, καταστρέφοντας ιερούς ναούς και εικόνες και διώκοντας τους ομολογητές της ορθής πίστης. Ο Στέφανος δεν τρομοκρατήθηκε από τις διώξεις και τις απειλές του Κωνσταντίνου και τιμούσε τις εικόνες, κηρύττοντας τα δόγματα της Ορθοδοξίας. Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε τη δράση του οσίου, τον διέταξε να υπογράψει ένα κείμενο, με το οποίο θα δεχόταν την αίρεση. Ο Στέφανος αρνήθηκε και κλείστηκε στη φυλακή. Στη συνέχεια εστάλη σε τόπο εξορίας, όπου και θανατώθηκε με λιθοβολισμό από φανατικούς αιρετικούς.
Οι Άγιοι Αββάδες ησύχαζαν σε σπηλιές του Όρους Σινά, όπου κατοικούσαν οι Σαρακηνοί. Επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού και ενώ πατριάρχης Αλεξανδρείας ήταν ο Πέτρος πέθανε ο αρχηγός των Σαρακηνών, οι οποίοι τότε ξεθηκώθηκαν και σκότωσαν πολλούς από τους ασκητές. Για την ακρίβεια σκότωσαν 38 οσίους ενώ μόνο2 γλίτωσαν. Ο Ησαΐας και ο Σάββας οι οποίοι συνέλεξαν τα λείψανα των φονευθέντων και τα έθαψαν με σεμνότητα. Λίγο καιρό μετά την σφαγή τον ίδιο μαρτυρικό θάνατο βρήκαν 30 χριστιανοί αναχωρητές, που ησύχαζαν στην έρημο της Ραϊθού.
Ο όσιος Στυλιανός ανατράφηκε από πλούσια οικογένεια, η οποία όμως του δίδαξε πώς να χειρίζεται το χρήμα ώστε να στηρίζει και να βοηθά τους έχοντες ανάγκη. Όταν οι γονείς του απεβίωσαν, ο Στυλιανός μοίρασε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και έκανε πραγματικότητα τη μεγαλύτερη επιθυμία του: Αποσύρθηκε στην έρημο, όπου κλείστηκε σε ένα σπήλαιο, τρεφόμενος από άγγελο Κυρίου. Ο όσιος καλλιέργησε σε βάθος κάθε χριστιανική αρετή και ασκήθηκε επίπονα στην εγκράτεια. Αξιώθηκε μάλιστα από τον θεό να θεραπεύει τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, καθώς καιι τα άρρωστα παιδιά.
Ο Άγιος Συμεών ήταν γιος του μνήστορα της Θεοτόκου Ιωσήφ και αδελφός του αδελφοθέου Ιακώβου. Λόγω της αγωνιστικότητας και της βαθιάς πίστης του τιμήθηκε με το αξίωμα του επισκόπου Ιεροσολύμων που ανέλαβε μετά την δολοφονία του Ιακώβου. Κατά τη διάρκεια της επισκοπικής του θητείας υπήρξε αντάξιος του αδελφού του. Η αγωνιστικότητα του και το θάρρος του οδήγησε πολλές ψυχές στη σωτηρία. Αν και εκατόν είκοσι ετών γέροντας, το φρόνημα του δεν κάμφθηκε μπροστά στο μαρτύριο και υπέστη το σταυρικό θάνατο με νεανική φλόγα.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ήταν από την Παφλαγονία και έζησε τον 10ο αιώνα. Οι γονείς του Βασίλειος και Θεοφανώ φρόντισαν για την εκπαίδευση του και συνέχισε στην Κων/πολη τις σπουδές του. Τον δέχθηκαν στην περίφημη Μονή του Στουδίου, όπου ασχολήθηκε με θεολογικές μελέτες. Κατόπιν στην Μονή Αγ. Μάμαντα πήρε μοναχικό σχήμα και έγινε ηγούμενος της. Όταν θέλησε να επιβάλει τους μοναστικούς κανόνες του Μεγ. Βασιλείου συνάντησε αντίδραση και παραιτήθηκε. Διατάχθηκε να πάει σε ένα μοναχικό παρεκκλήσι στην Ασιατική Προποντίδα όπου πέθανε σε γεροντική ηλικία. Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά ποιήματα. Για την θεολογική του δεινότητα ονομάσθηκε: Νέος θεολόγος.
Ο όσιος Συμεών ο Στυλίτης καταγόταν από το χωριό Σισάν της Κιλικίας. Έζησε τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Λέων Α' και πατριάρχης Αντιοχείας ο Μαρτυρίας. Από νεαρή ηλικία αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του θεού και γρήγορα στην ψυχή του γεννήθηκε η επιθυμία να ασκητεύσει. Για το λόγο αυτό συνόδευσε τον όσιο Ηλιόδωρο, κοντά στον οποίο έμεινε για δέκα χρόνια. Όμως η ανάγκη του για πιο ήσυχη ζωή ήταν μεγάλη, οπότε πήρε την απόφαση να ζήσει πάνω σε ένα στόλο, όπου έμεινε για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Απεβίωσε εν ειρήνη.Ο όσιος Συμεών έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α'. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας όπου και ανατράφηκε. Πόλο μικρός ο όσιος -ήταν μόλις έξι ετών-πλήρης χάριτος και πνεύματος αγίου εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ανέβηκε σ' ένα όρος για να αφιερωθεί στο θεό. Στη συνέχεια πήγε σ" ένα μοναστήρι, όπου πήρε και τα υψηλότερα διδάγματα χριστιανικής αγωγής, και τέλος αποσύρθηκε στο θαυμαστό Όρος, έναν τόπο που είχε μόνο ξερολίθια. Εκεί έζησε τη σκληρότερη ασκητική ζωή επί σαράντα πέντε χρόνια. Λόγω της θαυμαστής του καρτερίας αξιώθηκε ννα ζήσει ογδόντα πέντε χρόνια και να αποτελέσει πρότυπο μοναχικού βίου. Εκοιμήθη εν ειρήνη και μετέβη στην αιώνια μακαριότητα.
Οι όσιοι πατέρες Συμεών και Ιωάννης κατάγονταν από την Έδεσσα της Συρίας και έδρασαν την εποχή του βασιλιά Ιουστίνου Α' (518-527 μ.Χ.). Τους έδενε βαθιά φιλία και ταύτιση τόση, που αποφάσισαν να πάνε μαζί στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Όταν αντίκρισαν το Τίμιο Ξύλο ένιωσαν τη φλόγα της πίστης να φουντώνει στα στήθη τους και έτσι αποφάσισαν να αφοσιωθούν στον ασκητικό βίο. Αφού αποσύρθηκαν στη Μονή του Αγίου Γερασίμου, έλαβαν το άγιο σχήμα από τον όσιο Νίκωνα. Δεν συμπλήρωσαν όμως εφτά ημέρες στο μοναστήρι και έφυγαν για την έρημο. Εκεί έμειναν σαράντα ολόκληρα χρόνια υπομένοντας τη σκληρή αυτή ζωή με μόνη δύναμη την προσευχή τους. Κατόπιν ο Συμεών επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα για να κηρύξει το Ευαγγέλιο, ενώ ο πνευματικός αδελφός του Ιωάννης έμεινε πίσω στην έρημο. Ο Συμεών μάλιστα κατά την επιστροφή του παρακάλεσε τον Κοριό να του δώσει δύναμη για να βοηθήσει τους πάσχοντες και να επιδοθεί σε αγαθοεργίες. Επίσης του ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, γιατί δεν ήθελε να δοξαστεί και να τιμηθεί επίγεια. Και έτσι έγινε: Ο Συμεών θεράπευσε ασθενείς και φώτισε πολλούς ανθρώπους χωρίς ποτέ να αποκαλύψει το όνομα και την ιδιότητα του. Τελικά πέθανε φτωχός και ταλαιπωρημένος, κερδίζοντας όμως την αιώνια βασιλεία των ουρανών.
Ο Άγιος Συμεών ήταν αρχιερέας των χριστιανών στην Περσία, όταν ήταν βασιλιάς ο Σαπώρ Β'. Οι Πέρσες, που δεν συμπαθούσαν τους χριστιανούς, διέβαλαν τον Συμεών στο βασιλιά, ο οποίος διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο στη φυλακή. Μετά ο Συμεών και χίλιοι εκατόν πενήντα ακόμη χριστιανοί αποκεφαλίσθηκαν και παρέδωσαν το πνεύμα τους στο θεό
ΣΥΝΑΞΗΣ ΑΓΙΩΝ 70 ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - Έπειτα από την επιλογή των δώδεκα Αποστόλων, ο Ιησούς διάλεξε εβδομήντα ακόμη, όπως μαρτυρεί το κατά Λουκά Ευαγγέλιο. Είχαν ως αποστολή να πηγαίνουν σε κάθε πόλη που επρόκειτο να πάει ο Ιησούς και να προετοιμάζουν τους κατοίκους για τον ερχομό Του. Τους έδωσε μάλιστα εντολή να μην έχουν μαζί τους τίποτε (σακίδια - χρήματα -υποδήματα) προκειμένου να διδάσκουν με τον τρόπο του βίου τους, την εγκράτεια και την αντοχή στις κακουχίες. Τους ζήτησε να μην χάνουν ώρα, να μην καθυστερούν, να μην σταματούν και να μην χαιρετούν κανένα στο δρόμο τους. Ο Κύριος τους είπε να τρώνε και να πίνουν ότι τους δίνουν, να κοιμούνται όπου τους δέχονται και να μην αλλάζουν τόπο διαμονής. Τους ζήτησε να θεραπεύουν τους αρρώστους και να αναγγέλλουν τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού διαβεβαιώνοντάς τους πως η πόλη που δεν θα τους καλοδεχόταν δεν θα είχε την επιείκεια του Θεού κατά την ημέρα της κρίσης. Οι εβδομήντα Απόστολοι εξετέλεσαν με ακρίβεια και πειθαρχία το έργο τους.
Ο Άγιος Σώζων καταγόταν από την πόλη Λυκαονία της Μικρός Ασίας. Ήταν ποιμήν στο επάγγελμα και ως εθνικός ονομαζόταν Ταράσιος. Όμως γρήγορα ασπάσθηκε τη χριστιανική πίστη και ονομάσθηκε Σώζων. Υπήρξε άνθρωπος ενάρετος και θεοσεβής. Μελετούσε τις ιερές γραφές και κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου, σώζοντας με αυτόν τον τρόπο πολλές ψυχές. Κάποια μέρα ο Σώζων μπήκε σε έναν ειδωλολατρικό ναό, όπου είδε ένα αγαλματίδιο φτιαγμένο από χρυσό. Όταν είδε αυτό το θέαμα ο Σώζων οργίστηκε με τη σκέψη ότι οι ειδωλολάτρες έφτιαχναν πολυτελή είδωλα τη στιγμή που αρκετοί άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Τότε έκοψε το ένα χέρι του αγάλματος και, αφού το πούλησε, μοίρασε τα χρήματα στους απόρους. Ο ηγεμόνας της περιοχής όταν έμαθε τι είχε συμβεί άρχισε να συλλαμβάνει και να τιμωρεί αρκετούς χριστιανούς. Ο Σώζων θεώρησε πως δεν έπρεπε να διώκονται άλλοι για πράξεις τις οποίες είχε κάνει ο ίδιος και γι' αυτό παρουσιάσθηκε οικειοθελώς στον ηγεμόνα, στον οποίο και ομολόγησε με θάρρος και χωρίς να έχει μετανιώσει ότι αυτός ήταν που είχε αφαιρέσει το κομμάτι του αγάλματος. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια, ο Σώζων παρέδωσε μαρτυρικά το πνεύμα του στο θεό.
Οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος αφιερώθηκαν στο ιεραποστολικό καθήκον με θαυμαστή συνέπεια. Κήρυξαν το θείο λόγο, ίδρυσαν εκκλησίες και προσέλκυσαν πολλούς ανθρώπους στη χριστιανική πίστη. Είχαν ήδη διατελέσει επίσκοποι, όταν πήγαν στην Κέρκυρα για να συνεχίσουν τη δράση τουυς. Εκεί ο ειδωλολάτρης άρχοντας Κερκυλλίνος τους συνέλαβε και τους φυλάκισε δίχως να φαντάζεται ότι οι απόστολοι θα προσέλκυαν πιστούς ακόμα και στη φυλακή. Έκαναν χριστιανούς επτά φυλακισμένους λήσταρχους του νησιού και μάλιστα όλη την οικογένεια του άρχοντα Δατιανού. Ο απόστολος Σωσίπατρος γνώρισε μαρτυρικό θάνατο, ενώ ο Ιάσων απεβίωσε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας.
Ο όσιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στη Φοινίκη γύρω στο 580 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και ταπεινοί, γι' αυτό και ο όσιος από νωρίς διαμόρφωσε δυνατό χριστιανικό φρόνημα. Η αγάπη του για τη γνώση τον ώθησε να καταρτιστεί φιλοσοφικά και να διακριθεί για τη σοφία και τη σύνεση του. Επιστράτευσε τα χαρίσματα του στον αγώνα για την Ορθοδοξία, συγγράφοντας μάλιστα και πολλά έργα για την καταπολέμηση των αιρετικών. Σε ηλικία 55 ετών περίπου έγινε πατριάρχης Ιεροσολύμων και από τη θέση αυτή φώτισε και καθοδήγησε το ποίμνιο του με αγάπη μέχρι το 638 μΧ., οπότε και εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον.
Ο Άγιος Ταράσιος διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, αξίωμα με το οποίο τιμήθηκε λόγω του υποδειγματιικού και ταπεινού του βίου. Ο πατριάρχης Ταράσιος (784-8Ο6 μΧ.) ήταν μπολιασμένος με βαθιά πίστη και πνευματική διαύγεια τέτοια που κατόρθωσε να φέρει την ενότητα μεταξύ της Αγίας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων Πατριαρχείων. Συγκεκριμένα, διακήρυξε την προσκύνηση των σεπτών εικόνων, πράξη την οποία υποδείκνυε η ορθόδοξη παράδοση. Απαρνήθηκε τα πλούτη και έκανε πράξη τη χριστιανική εξαγγελία-επιταγή για φιλανθρωπία και αγάπη. Διετέλεσε Πατριάρχης είκοσι δύο έτη και εκοιμήθη εν ειρήνη.
Οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος έζησαν και μαρτύρησαν κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ο Ανδρόνικος ήταν από την Έφεσο της Ιωνίας και ο Τάραχος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία όταν ξέσπασε ο διωγμός, καταγόταν από την Ιλλυρία. Ήταν άνθρωποι θεοσεβείς και γνώριζαν σε βάθος τις ιερές γραφές. Γι' αυτό ο ηγεμόνας της Ταρσού Μαξέντιος ζήτησε να συλληφθούν και να οδηγηθούν μπροστά του οι τρεις άνδρες με την κατηγορία ότι ήταν χριστιανοί. Οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν στον Μαξέντιο και ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Μετά την ομολογία τους οι ειδωλολάτρες τους υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, οι δήμιοι του Μαξεντίου, αφού τους συνέτριψαν το σώμα, τους έκοψαν τα αυτιά και τη γλώσσα και τους καταξέσχισαν τις σάρκες, θανάτωσαν και τους τρεις ομολογητές της πίστης με μαχαίρι. Με αυτό το μαρτυρικό θάνατο ετελειώθησαν οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος, οι οποίοι ανήλθαν στεφανηφόροι στη βασιλεία των ουρανών.
Η Αγία Τατιανή  - Γεννήθηκε επί αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου Σεβήρου, που βασίλευσε από το 222 έως το 238 μ.Χ. από επιφανή οικογένεια. Κατείχε το αξίωμα της διακόνισσας. 'Όταν την ανάγκασε ο αυτοκράτορας να τον ακολουθήσει σε ειδωλολατρικό ναό, εκεί η Τατιανή με την δύναμη της πίστης της γκρέμισε τα είδωλα. Τότε ήταν που την υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια, τα οποία όμως η Αγία υπέμεινε με σθένος. Χαρακτηριστικά της χτύπησαν το πρόσωπο, έσκισαν με σιδερένια νύχια τα βλέφαρά της, ξύρισαν το κεφάλι της, την κρέμασαν ανάποδα, την έριξαν στην φωτιά, στα άγρια θηρία και στο τέλος της έκοψαν το κεφάλι.
Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο,, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.
Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο 'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.
Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες κατάγονταν από διαφορετικά μέρη, ήταν όμως όλοι αφοσιωμένοι στρατιώτες του Κυρίου. Η ακλόνητη πίστη τους και η παρρησία με την οποία τη διακήρυτταν, προκάλεσε το μένος των χριστιανομάχων, οι οποίοι τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν σε ανάκριση. Παρά τις πιέσεις που δέχθηκαν προκειμένου να θυσιάσουν στα είδωλα, εξακολούθησαν με γενναιότητα να ομολογούν την αλήθεια. Γι' αυτό και, αφού λιθοβολήθηκαν, ρίχθηκαν γυμνοί σε παγωμένη λίμνη. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους οι Άγιοι ένιωθαν τις δυνάμεις τους να τους εγκαταλείπουν, περίμεναν όμως υπομονετικά τον λυτρωτικό θάνατο. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν τόση η φλόγα και η δύναμη που εξέπεμπαν, ώστε φώτισαν το δεσμοφύλακα τους, ο οποίος ρίχθηκε στη λίμνη, στη θέση ττου μοναδικού μάρτυρα που λυπήθηκε τη ζωή του και βγήκε από το παγωμένο νερό. Εκτός από το δεσμοφύλακα, ηρωική συμπεριφορά επέδειξε και η μητέρα ενός εκ των μαρτύρων. Ο μάρτυρας αυτός επειδή δεν ετελειώθη μαζί με τους υπολοίπους -λόγω του νεαρού της ηλικίας του- παροτρύνθηκε από τη μητέρα του να κάνει υπομονή και να μη φοβάται τα βασανιστήρια και το θάνατο, για να λάβει τους αμάραντους στεφάνους του μαρτυρίου. Πράγμα που έγινε για να συναριθμηθεί και η δική του ψυχή με των υπολοίπων, που τιμήθηκαν με την ουράνια μακαριότητα.