Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Πώς επικράτησε ο Χριστιανισμός


Κατευθυνόμενη προπαγάνδα και σύγχυση

Η προπαγάνδα, που συστηματικά ασκείται στις μέρες μας από διάφορες πλευρές, δημιουργεί συνήθως τέτοια σύγχυση, ώστε πολλοί από μας κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ακόμη και τα αυτονόητα. Σε πολλές περιπτώσεις το αποτέλεσμά της είναι η πλήρης διαστροφή της ιστορικής αλήθειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας έντεχνα κατευθυνόμενης και μεθοδευμένης προπαγάνδας είναι οι ισχυρισμοί των γνωστών αρχαιολατρών της εποχής μας (οπαδών της αρχαίας ειδωλολατρίας και της αναβίωσής της), ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε με τη βία!, ότι επεβλήθη με αυτοκρατορικά διατάγματα!, ότι εξεδίωξε την αρχαία ελληνική θρησκεία!, ότι οι Χριστιανοί κατέστρεψαν τα αρχαία μνημεία (βλ. τεύχ. 37 του εντύπου μας)!, ότι διέπραξαν φοβερά εγκλήματα (προβάλλεται κατά κόρο η μοναδική ίσως περίπτωση της δολοφονίας της φιλοσόφου Υπατίας στη Αλεξάνδρεια. Αν υπήρχε και άλλο τέτοιο γεγονός, θα ήταν προφανώς πασίγνωστο μέσω της σύγχρονης προπαγάνδας: βλ. και τεύχ. 66 του εντύπου μας)! και πολλά άλλα. Η αρχαία ειδωλολατρία προβάλλεται συνήθως ως «όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος», ο δε Χριστιανισμός ως σκοταδισμός, φανατισμός, μισαλλοδοξία και οσπισθοδρόμηση. Η επιχειρούμενη διαστροφή περιβάλλεται ακόμη και επιστημονικό μανδύα: γίνεται επιλεκτική χρήση των πηγών η κάποιων μεμονωμένων μαρτυριών για ό,τι συμφέρει την προπαγάνδα, ενώ αγνοείται εντελώς ο κύριος όγκος των πηγών, ο οποίος συνήθως μαρτυρεί για το αντίθετο.Επειδή η αναζήτηση και η προβολή της αλήθειας είναι χρέος όλων μας, θα υπενθυμίσουμε στο τεύχος αυτό κάποια στοιχεία πολύ γνωστά από την ιστορία των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, τα οποία κινδυνεύουν να ξεχαστούν, απαντώντας παράλληλα σε ερωτήματα, όπως: Ποιώνει είναι οι διώκτες και ποιώνει οι διωκόμενοι στη συνάντηση του Χριστιανισμού με τον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο; Ποιώνει επέβαλαν με τη βία θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές; Ποιώνει προέβησαν σε συστηματικούς διωγμούς εναντίον συνανθρώπων τους με άλλη πίστη; Ποιώνει διέπραξαν φοβερά εγκλήματα, χύνοντας το αίμα εκατομμυρίων Μαρτύρων; Πως και γιατί επεκράτησε, τελικά, ο Χριστιανισμός;

Η πραγματικότητα των Διωγμών

Όπως είναι γνωστό, ο Χριστιανισμός γεννήθηκε στους κόλπους του μονοθεϊστικού Ιουδαϊσμού, αλλ’ αναπτύχθηκε και διαδόθηκε στο ειδωλωλατρικό περιβάλλο του ελληνορωμαϊκού κόσμου, όπου κυριαρχούσε η λατρεία του Δωδεκάθεου και κάποιων νεότερων θεοτήτων, που προστέθηκαν σ’ αυτό. Κατά τη γέννησή του αντιμετωπίστηκε ως ιουδαϊκή αίρεση. Οι Ιουδαίοι προφανώς δεν αντελήφθησαν ποιος ακριβώς ήταν ο Ιησούς Χριστός, γι’ αυτό εσταύρωσαν τον «Κύριο της Δόξης» (Α' Κορ. 2,8). Η Θυσία και το Μαρτύριο ήταν εξ αρχής χαρακτηριστικά της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός, η Κεφαλή της Εκκλησίας, είναι ταυτόχρονα ο πρώτος Μάρτυρας του Χριστιανισμού. Όπως μας πληροφορούν οι Πράξεις των Αποστόλων και οι Επιστολές του απ. Παύλου, ο Ιουδαϊσμός ήταν ο πρώτος θεσμός, που εδίωξε την Εκκλησία, θεωρώντας την ως απειλητική αίρεση.
Παρόμοια ήταν και η στάση του εθνικού (ειδωλολατρικού) κόσμου. Οι εθνικοί κατηγορούσαν τους Χριστιανούς για «θυέστεια δείπνα» (δήλθε μετάληψη αίματος στη Θεία Ευχαριστία) και «οιδιπόδειες μίξεις» (γάμους μεταξύ «αδελφών», όπως αποκαλούντο οι Χριστιανοί μεταξύ τους). Η σύγκρουση με τη ρωμαϊκή πολιτεία ήταν αναπόφευκτη από τη στιγμή που οι Χριστιανοί αρνούντο πεισματικά να προσφέρουν θυσίες και θυμίαμα (αναγνωρίζοντας θείες ιδιότητες) στον αυτοκράτορα και στους θεούς, που εκείνος αναγνώριζε. Μη λησμονούμε ότι την εποχή εκείνη ο εκάστοτε Ρωμαίος αυτοκράτορας, πέραν του ότι διεκδικούσε για τον εαυτό του θείες ιδιότητες, ήταν ο κατ’ εξοχή εκφραστής και εκπρόσωπος της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, κατείχε δε και το αξίωμα του «Μέγιστου Αρχιερέα» («Pontifex Maximus») των ειδώλων και μετείχε ενεργά στις λατρευτικές εκδηλώσεις. (Ας θυμηθούμε και το μετέπειτα εγχείρημα του Ιουλιανού, 361-363 μ.Χ., ο οποίος τόσο επαινείται από τους σύγχρονους αρχαιολάτρες και ο οποίος προσπάθησε ακριβώς να μιμηθεί το παράδειγμα των προκατόχων του αυτοκρατόρων διωκτών του Χριστιανισμού). Έτσι ο Χριστιανισμός πολύ νωρίς πέρασε στη παρανομία: οι Χριστιανοί εδιώκοντο μόνο για το όνομά τους (nomen ipsum)! μόνο επειδή δήλωναν ότι είναι Χριστιανοί!
Η αφορμή για την έναρξη των μεγάλων Διωγμών, που συγκλόνησαν την Εκκλησία για δυόμισι περίπου αιώνες (64-313 μ.Χ.), δόθηκε όταν ο παράφρων αυτοκράτορας Νέρων (54-68 μ.Χ.) κατηγόρησε τους Χριστιανούς για τη μεγάλη πυρκαγιά στη Ρώμη το 64 μ.Χ. Πλήθος Χριστιανών οδηγήθηκε τότε στο μαρτύριο, μεταξύ των οποίων και οι Πρωτοκορυφαίοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Το παράδειγμα του Νέρωνα μιμήθηκαν οι αυτοκράτορες Δομιτιανός (81-96), Τραϊανός (98-117), Ανδριανός (117-138), Αντωνίνος (138-161), Μάρκος Αυρήλιος (161-180) και Μαξιμίνος (235-238). Οι Χριστιανοί υφίσταντο φρικτά βασανιστήρια και εθανατώνονταν με τη ρίψη τους στη πυρά η στα θηρία η με επωνείδιστο σταυρικό θάνατο. Μόνο όσοι ήσαν ρωμαίοι πολίτες είχαν την «τύχη» να θανατώνονται με ξίφος. Τότε μαρτύρησαν οι άγιοι Ιγνάτιος Αντιοχείας (107), Πολύκαρπος Σμύρνης (156) κ.α.. Την περίοδο αυτή οι Χριστιανοί εδιώκοντο με βάση τη νομοθεσία περί μυστικών εταιρειών: ο Χριστιανισμός εθεωρείτο «collegium illicitum» («απαγορευμένη εταιρεία»).
Κάποιοι αυτοκράτορες επέδειξαν ανεκτικότερη στάση, όμως κατά τον γ' και δ' μ.Χ. αιώνα οι διωγμοί γενικεύτηκαν με μεγαλύτερη ένταση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Οι αυτοκράτορες αυτής της περιόδου θεωρούσαν την επίσημη θρησκεία ως παράγοντα ενότητας της αυτοκρατορίας. Η εθνική θρησκεία (ειδωλολατρία) προβαλλόταν ως ουσιώδες στοιχείο του μεγαλείου της. Έτσι ο Δέκιος (249-253), ένας από τους μεγαλύτερους διώκτες του Χριστιανισμού, επέβαλλε με διάταγμά του (249) τη συμμετοχή όλων των υπηκόων σε γενική θυσία. Ο Χριστιανισμός καταδικάστηκε πλέον ως «religio illicita» («απαγορευμένη θρησκεία») και νέοι απηνείς διωγμοί άρχισαν. Γνωστοί επίσκοποι, συνοδευόμενοι από κληρικούς τους και πολυάριθμους πιστούς, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις τους για να αποφύγουν τις διώξεις των αρχών, όπως οι άγιοι Κυπριανός Καρθαγένης (200-258) και Διονύσιος Αλεξανδρείας (248-264). Τα βασανιστήρια ήταν τόσο φρικτά, ώστε λίγοι κατόρθωναν να αντέξουν. Ο διωγμός ανέδειξε πλήθος Μαρτύρων, αλλά δημιούργησε και πλήθος «πεπωκότων» (lapsi), δηλ. αρνητών του Χριστού. Κάποιοι έσπευδαν να προμηθευθούν η να εξαγοράσουν ψευδείς βεβαιώσεις (libeli) ότι θυσίασαν στα είδωλα, για να αποφύγουν το μαρτύριο («λιβελλοφόροι» η «δηλωσείες»), η Εκκλησία, όμως, τους αντιμετώπισε κι αυτούς ως «πεπτωκότες». Την ίδια περίπου τακτική εφάρμοσε ο διάδοχος του Δεκίου Βαλεριανός (253-260). Ακολούθησε περίοδος ειρήνης επί Γαλλιηνού (260-268) και Διοκλητιανού (284-305), όμως ο Διοκλητιανός, 19 ολόκληρα χρόνια μετά την άνοδό του στον θρόνο, αποφάσισε να εξαπολύσει τον τελευταίο και σκληρότερο διωγμό εναντίον των Χριστιανών (303), εκδίδοντας τέσσερα σχετικά διατάγματα. Με το πρώτο διέτασσε α) την κατεδάφιση όλων των χριστιανικών Ναών, που είχαν εν τω μεταξύ οικοδομηθεί, β) την καύση όλων των χριστιανικών βιβλίων, γ) την καθαίρεση από κάθε τιμή και διάκριση όσων Χριστιανών κατείχαν τιμητικές θέσεις και δ) τη στέρηση της ελευθερίας (φυλάκιση) όλων των Χριστιανών διοικητικών υπαλλήλων. Το δεύτερο διάταγμα όριζε τη φυλάκιση όλων των ηγετών (κληρικών) της Εκκλησίας και το τρίτο υποχρέωνε τους φυλακισμένους πλέον Χριστιανούς να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Το τέταρτο διάταγμα, τέλος, γενίκευε την απαίτηση από όλους να προσφέρουν θυσίες παντού, σε κάθε πόλη και χωριό της αυτοκρατορίας. Η Εκκλησία άρχισε και πάλι να καταγράφει χιλιάδες Μαρτύρων, αλλά και πεπτωκότων. Ο αριθμός των Χριστιανών Μαρτύρων είναι ανυπολόγιστος. Κάποιοι μιλούν για πολλά εκατομύρια. Ήδη η προς Εβραίους επιστολή, κείμενο της πρώϊμης χριστιανικής περιόδου (65-70 μ.Χ., πριν τη γενίκευση των Διωγμών), κάνει λόγο για «νέφος μαρτύρων» (Εβρ. 12,1).
Ήδη, όμως, το κλίμα είχε αρχίσει να μεταβάλλεται αισθητά υπέρ του Χριστιανισμού. Ο λαός της αυτοκρατορίας παρακολουθούσε στη αρχή με αδιαφορία και αργότερα με συμπάθεια προς τους Χριστιανούς την άφρονα πολιτική των ρωμαϊκών αρχών. Οι Διωγμοί έληξαν επίσημα με το περίφημο Διάταγμα της ανεξιθρησκείας, που συνυπέγραψαν στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) το 313 μ.Χ. οι αυτοκράτορες Μέγας Κων/νος (306-337) και Λικίνιος (308-323). Στη Εκκλησία έπνευσε επί τέλους άνεμος ελευθερίας. Το 324 ο Μέγας Κων/νος έγινε μονοκράτορας. Μολονότι ευνόησε φανερά τον Χριστιανισμό, δεν έλαβε κανένα απολύτως μέτρο εναντίον της αρχαίας θρησκείας, μάλιστα διατήρησε τον τίτλο του «Μέγιστου Αρχιερέα» ως το τέλος της ζωής του. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εισέρχεται πλέον δυναμικά στη χριστιανική της φάση. Η αρχαία ειδωλολατρία, αν και διατηρείται στους επόμενους αιώνες, σταδιακά παρακμάζει και τελικά εξαφανίζεται, χωρίς να απαιτηθεί κάποια άνωλθε προς τούτο επιβολή.
Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα για τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, από την οποία, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ποιώνει είναι οι διώκτες και ποιώνει οι διωκόμενοι, ποιώνει διέπραξαν εγκλήματα, ποιώνει χρησιμοποίησαν βία και ποιώνει διαστρέφουν σήμερα την αλήθεια (Για τους Διωγμούς βλ. Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, βιβλ. 8, έκδ. Γαλαξία, 2001, σ. 126-132, Βλ. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία, τ. Α', Αθήναι 19942, σ. 114-139, Ιστορία της Ορθοδοξίας, τ. 1, σ. 526-579 κ.α).

Η μαρτυρία των Συναξαρίων της Εκκλησίας

Χαρακτηριστική μαρτυρία για την έκταση των Διωγμών και των εγκλημάτων εις βάρος των πρώτων Χριστιανών παρέχουν τα ιερά Συναξάρια, όπου καθημερινά αναφέρονται περιπτώσεις Μαρτύρων που τιμά η Εκκλησία. Εκτός από τους γνωστούς μεγάλους Μάρτυρες, καταγράφεται ένα πλήθος μικρότερων Μαρτύρων, αλλά και μαρτύρια οικογενειών, παιδιών, νηπίων, γερόντων κ.α. Πιο εντυπωσιακές είναι οι περιπτώσεις μεγάλων ομάδων Χριστιανών Μαρτύρων. Τα Συναξάρια δεν αποτελούν, βέβαια, ιστορικές πηγές. Όσοι θεωρούν υπερβολικούς τους αριθμούς που παρέχουν σε κάποιες περιπτώσεις, ας τα εκλάβουν τουλάχιστο ως απλές ενδείξεις για την έκταση των γεγονότων της εποχής. Παραθέτουμε τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ομαδικών μαρτυρίων, όπως ακριβώς καταγράφονται στα ιερά Συναξάρια.
7 Φεβρουαρίου: «Μνήμη των αγίων χιλίων Μαρτύρων και τριών (1.003), οικετών των τεσσάρων Προτικτόρων, των εν Νικομηδεία μαρτυρησάντων».
20 Φεβρουαρίου: «Μνήμη του αγίου Μάρτυρος Σαδώκ επισκόπου, και των συν αυτώ τελειωθέντων τον αριθμόν εκατό εικοσιοκτώ (128)».
5 Μαρτίου: «Ο άγιος Μάρτυς Αρχέλαος και οι συν αυτώ εκατό τεσσαράκοντα δύο (142) Μάρτυρες ξίφει τελειούνται».
9 Μαρτίου: «Μνήμη των αγίων μεγάλων Τεσσαράκοντα (40) Μαρτύρων, των εν Σεβαστεία τη πόλει μαρτυρησάντων».
18 Μαρτίου: «Οι άγιοι μύριοι (10.000) Μάρτυρες, τους αυχένας τμηθέντες, τελειούνται» (μαρτήρησαν στη Νικομήδεια).
23 Μαρτίου: «Μνήμη του αγίου Μάρτυρος Νίκωνος και των αυτού μαθητών, εκατό ενενηκονταεννέα (199) Μαρτύρων».
24 Μαίου: «Μνήμη των αγίων μαρτύρων Μελετίου του στρατηλάτου και των συν αυτώ, Ιωάννου, Στεφάνου, Σεραπίωνος του Αιγυπτίου, Καλλινίκου του μάγου, κομήτων και Τριβούνων δώδεκα (12), γυναικών τριών (3), Μαρκιανής, Παλλαδίας και Σωσάννης, νηπίων δύο (2), Κυριακού και Χριστιανού, και των συν αυτοίς μαρτυρησάντων χιλιάδων ένδεκα και διακοσίων οκτώ (11.208). Τελείται δε η σύναξη πάντων τούτων, εις τον ναόν του αγίου μάρτυρος Πλάτωνος τον ευρισκόμενο εις τα προαύλια τα ονομαζόμενα του Δομνίου».
2 Ιουνίου: «Οι άγιοι τριάκοντα οκτώ (38) Μάρτυρες, εν λουτρώ βληθέντες, της θύρας εμφραγείσης τελειούνται».
1 Ιουλίου: «Οι άγιοι δισχίλιοι (2.000) Μάρτυρες ξίφει τελειούνται».
10 Ιουλίου: «Μνήμη των αγίων τεσσαράκοντα πέντε (45) Μαρτύρων των εν Νικοπόλει της Αρμενίας μαρτυρησάντων».
27 Ιουλίου: «Οι άγιοι πεντήκοντα τρεις (53) Μάρτυρες, οι εκ της Θράκης, εν τη θαλάσση τελειούνται».
19 Αυγούστου: «Μνήμη του αγίου Μεγαλομάρτυρος Ανδρέου του Στρατηλάτου, και των συν αυτώ τελειωθέντων δισχιλίων πεντακοσίων ενενήκοντα τριών (2.593)».
4 Σεπτεμβρίου: «Ο άγιος Βαβύλας, ο εν Αντιοχεία διδάσκαλος, συν τοις υπ αυτόν ογδοήκοντα τέσσαρσι (84) παισί, ξίφει τελειούται».
6 Σεπτεμβρίου: «Οι άγιοι εκατό τέσσαρες και χίλιοι (1.104) στρατιώται, και η αγία Καλοδότη, ξίφει τελειούνται».
29 Σεπτεμβρίου: «Μνήμη των αγίων εκατόν πεντήκοντα (150) Μαρτύρων των εν Παλαιστίνη, και των αγίων Μαρτύρων Τρύφωνος, Τροφίμου και Δορυμέδοντος, και της αγίας Μάρτυρος Πετρωνίας».
30 Σεπτεμβρίου: «Οι άγιοι χίλιοι (1.000) Μάρτυρες, ξίφει τελειούνται».
10 Οκτωβρίου: «Μνήμη των αγίων διακοσίων (200) Μαρτύρων, των συναναιρεθέντων τω αγίω Ευλαμπίω».
12 Οκτωβρίου: «Οι άγιοι εβδομήκοντα (70) Μάρτυρες, ξίφει τελεούνται».
14 Οκτωβρίου: «Οι άγιοι τεσσαράκοντα (40) Μάρτυρες οι εξ Αιγύπτου και Παλαιστίνης ξίφει τελειούνται».

Πως επικράτησε ο Χριστιανισμός

Ο Χριστιανισμός είναι στη ουσία του κλήση σε ελευθερία: «επ’ ελευθερία εκλήθητε» (Γαλ. 5,13) και «τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. 1,1). Στο κλίμα αυτό της «ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21) δεν έχει θέση ούτε η βία, ούτε η καταπίεση, ούτε ο εξαναγκασμός. Ο ίδιος ο Ιησούς είπε, «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν» (Μαρκ. 8,34) και «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι προς αυτόν» (Αποκ. 3,20). Γι’ αυτό και η Χριστιανική Εκκλησία, σε αντίθεση με θρησκείες όπως η αρχαία ειδωλολατρία (Διωγμοί) και το Ισλάμ (επιβολή της πίστεως «δια πυρός και σιδήρου»), ουδέποτε χρησιμοποίησε βία για να επιβάλλει τη διδασκαλία της η να προσηλυτίσει μέλη, αφού κάθε άσκηση βίας καταργεί την «εν Χριστώ» ελευθερία. Βία ασκήθηκε μόνο σε περιπτώσεις έκπτωσης του Χριστιανισμού από την αυθεντικότητά του, δηλ. εκτός Ορθοδοξίας (Μεσαίωνας, Ιερά Εξέταση, Σταυροφορίες, σύγχρονες «χριστιανικές» αιρέσεις).
Στο πλαίσιο αυτό τίθεται το ερώτημα: Πως και γιατί επεκράτησε, τελικά, ο Χριστιανισμός; Στο καίριο αυτό για την ιστορία των πολιτισμών ερώτημα πολλοί επιχείρησαν να απαντήσουν. Διατυπώθηκαν απόψεις για υπεροχή της διδασκαλίας του Χριστιανισμού, υπεροχή της χριστιανικής «ηθικής», παροχή ικανοποιητικών απαντήσεων σε αγωνιώδη ερωτήματα και αναζητήσεις της εποχής, διαμόρφωση κατάλληλου «πνευματικού» κλίματος, συγγένεια με πολιτιστικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής κ.λ.π. Προφανώς όλ’ αυτά ισχύουν, αλλά δεν αποτελούν τους κυριώτερους λόγους επικράτησης του Χριστιανισμού. Π.χ. η υπερέχουσα και συγροτημένη διδασκαλία συγκινούσε μόνο έναν περιορισμένο αριθμό λογίων της εποχής και «ηθικά» υποδείγματα υπήρχαν πάμπολλα εκτός του Χριστιανισμού. Φρονούμε ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε για πιο πρακτικούς λόγους:
- Επικράτησε επειδή οι άγιοι Μάρτυρες σταύρωναν τα είδωλα, τα οποία κατακρημνίζονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρευρισκομένων, δηλ. επικράτησε επειδή η δύναμη του Χριστού κατατρόπωνε τη δύναμη του διαβόλου.
- Επικράτησε επειδή τα λείψανα των αγίων Μαρτύρων θαυματουργούσαν, ευωδίαζαν και παρέμεναν άφθαρτα, ως σύμβολα αιωνιότητας και σημεία της «εν Χριστώ» κατάργησης του θανάτου.
- Επικράτησε επειδή η Εκκλησία περιεβλήθη «ως πορφύραν και βύσσον» τα αίματα των Μαρτύρων της, όπως τονίζει χαρακτηριστικά η εκκλησιαστική υμνολογία.
- Επικράτησε επειδή οι Χριστιανοί στη προσωπική τους ζωή είχαν νικήσει δια του Χριστού τον κατ’ εξοχή εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο, με αποτέλεσμα να επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη τόλμη μπροστά στο μαρτύριο και να έχουν υπερβεί τον φόβο του θανάτου (πρβλ. Εβρ. 2,15).
- Επικράτησε επειδή οι Διδάσκαλοι του Χριστιανισμού (Απόστολοι, Μάρτυρες, Πατέρες) επικύρωναν τη διδασκαλία τους με θαυμαστά σημεία που ενεργούσε μέσω αυτών η Χάρις του Θεού, όπως ακριβώς αναφέρεται στο Ευαγγέλιο (Μάρκ. 16,20).
- Επικράτησε επειδή ο ζωντανός λόγος του Θεού με την ανακαινιστική του δύναμη μετέβαλλε ριζικά τις ψυχές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων (Χριστιανών), αναδεικύοντάς τους «φώτα» του κόσμου και μέτοχους «άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχής».
- Επικράτησε σε τελευταία ανάλυση επειδή η Εκκλησία του Χριστού δεν αποτελεί φαινόμενο του κόσμου τούτου, αλλά παρουσία της «Βασιλείας του Θεού» εντός του παρόντος κόσμου.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι οι Χριστιανοί δεν ήσαν κάποιοι έξωλθε επιβουλείς η «εχθροί» (ποιοί άραγε;), που κατέκτησαν με τη βία τους αρχαίους Έλληνες προγόνους μας, όπως αφήνει να εννοηθεί η σύγχρονη νεοειδωλολατρική προπαγάνδα, αλλά οι ίδιοι οι πρόγονοί μας, οι οποίοι, αναγνωρίζοντας την υπεροχή της «νέας θρησκείας», εγκατέλειψαν αυθόρμητα την πλάνη των ειδώλων, μετέτρεψαν τους ναούς τους σε χριστιανικούς και άρχισαν να λατρεύουν τον Ιησού Χριστό ως μόνο αληθινό Θεό.