Οι Άγιοι Λαυρέντιος, Ξυστός και Ιππόλυτος έζησαν και μαρτύρησαν κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Λίγο προτού ξεκινήσει ο διωγμός εναντίον των χριστιανών ο πάπας Ρώμης Ξυστός, ο οποίος καταγόταν από την Αθήνα, παρέδωσε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας στον αρχιδιάκονο Λαυρέντιο. 'Έπειτα από λίγο καιρό ο Ξυστός συνελήφθη από τον Δέκιο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε τον αποκεφαλισμό του Ξυστού και τη σύλληψη του αρχιδιακόνου του. Όταν ο Λαυρέντιος οδηγήθηκε στον Δέκιο, εκείνος του ζήτησε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, τα οποία ο Λαυρέντιος είχε πουλήσει για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι, ο Λαυρέντιος πήρε τις άμαξες τις οποίες του είχαν δώσει για να φορτώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας και έβαλε σε αυτές τους φτωχούς στους οποίους είχε μοιράσει τα χρήματα. Μόλις αντίκρισαν το θέαμα οι ειδωλολάτρες εξοργίσθηκαν και έβαλαν τον Λαυρέντιο πάνω σε σχάρα, κάτω από την οποία έκαιγαν κάρβουνα. Όταν αργότερα ο Ιππόλυτος, ένας ευσεβής χριστιανός, παρέλαβε το τίμιο λείψανο του Λαυρεντίου ο Δέκιος διέταξε να τον θανατώσουν.
Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο 'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.
Η Aγία Ολυμπιάδα έζησε την εποχή των πατριαρχών Νεκταρίου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου. Η οικογένεια της την εφοδίασε με πολλά πνευματικά και υλικά αγαθά, τα οποία επιστράτευσε στην υπηρεσία του χριστιανισμού. Ήταν μνηστευμένη, αλλά έχασε τον μνηστήρα της πολύ νέα. Τότε αποφάσισε να αφοσιωθεί στην Εκκλησία, αρνούμενη τις εγκόσμιες απολαύσεις. Τα πλούτη της τα προσέφερε στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και με την καθοδήγηση του ίδρυσε στη συνέχεια μοναστήρι. Πέθανε ενώ ήταν εξόριστη στη Νικομήδεια και πέρασε στην αιώνια βασιλεία.
Ο Άγιος Ονήσιμος ήταν δούλος στο σπίτι του Ρωμαίου πολίτη Φιλήμονα, ο οποίος είχε διδαχθεί τη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Ο Ονήσιμος δραπέτευσε από το σπίτι του Φιλήμονα, αφού πρώτα καταχράστηκε ένα ποσό, και πήγε στη Ρώμη. Όταν βρισκόταν εκεί, έμαθε ότι ο Απόστολος Παύλος, από το λόγο του οποίου πολύ είχε εντυπωσιαστεί ο Ονήσιμος, ήταν υπόδικος. Τότε αποφάσισε να συναντήσει τον Απόστολο, από τον οποίο και διδάχθηκε την πίστη στον Χριστό. Ο Αγιος αφιερώθηκε με ζήλο στην υπηρεσία του θεού, αλλά και του Απόστολου Παύλου. Όταν όμως ο Παύλος μαρτύρησε, ο Ονήσιμος συνελήφθη και εξορίστηκε για να σταματήσει να υπηρετεί το χριστιανισμό. Όμως ο Αγιος δεν απαρνήθηκε την πίστη του και συνέχισε να κηρύττει το λόγο του θεού. Όταν ο έπαρχος Τέρτυλλος επισκέφθηκε τον τόπο της εξορίας του Ονησίμου, οργίσθηκε από τη χριστιανική δράση του και διέταξε τα βασανιστήρια του. Αφού οι ειδωλολάτρες πλήγωσαν το σώμα του με βάναυσο τρόπο, ο Αγιος Ονήσιμος παρέδωσε το πνεύμα τουυ στο Δημιουργό του, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Οι Άγιοι Φιλήμων, Απφία, Άρχιππος και Ονήσιμος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Νέρων (54-68 μΧ). Ο Φιλήμων και η Απφία ήταν σύζυγοι, ο Άρχιππος συγγενής τους και ο Ονήσιμος υπηρέτης του ζεύγους. Ήταν όλοι αρχικά ειδωλολάτρες, αλλά προσήλθαν στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Έκτοτε οι Άγιοι αφοσιώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη φιλανθρωπική δράση, μοιράζοντας τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Κάποτε οι Άγιοι, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία τους και προσεύχονταν στον θεό, πληροφορήθηκαν ότι οι ειδωλολάτρες ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο και να τους συλλάβουν. Αρκετοί χριστιανοί έφυγαν φοβισμένοι, όμως ο Φιλήμων, η Απφία, ο Ονήσιμος και ο Άρχιππος παρέμειναν στην εκκλησία, προετοιμασμένοι για ό,τι θα ακολουθούσε. Πράγματι, οι Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Ανδροκλέα, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Μετά από αυτό ο Ανδροκλέας διέταξε να βασανισθούν σκληρά. Καθ' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι δήμιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως οι Άγιοι αρνούνταν δοξολογώντας τον Κύριο. Αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια, οι Άγιοι ετελειώθησαν δια λιθοβολισμού.
Ο όσιος Ονούφριος καταγόταν από την Περσία. Από πολύ νωρίς εξέφρασε την επιθυμία να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Κοριό. Αρνήθηκε τις εγκόσμιες απολαύσεις και εντάχθηκε σε μια κοινοβιακή αδελφότητα. Στο κοινόβιο αυτό, που βρισκόταν στην Ερμούπολη των Θηβών, πήρε τα πρώτα μαθήματα άσκησης και εγκράτειας. Χάρη στη βαθιά πίστη και την ταπεινοφροσύνη του ξεχώρισε ανάμεσα στους αδελφούς που τον περιέβαλαν με την απεριόριστη αγάπη και το θαυμασμό τους. Όταν άκουσε για πρώτη φορά το βίο του προφήτη Ηλία και του Ιωάννη του Προδρόμου, θέλησε να φύγει για την έρημο, μιμούμενος τη ζωή των εκεί ασκητών. Πρότυπο ασκητικής ζωής, ο Ονούφριος έμεινε στην έρημο, και μάλιστα επί εξήντα χρόνια δε συνάντησε άνθρωπο. Κάποτε ο μοναχός Παφνούτιος, που ταξίδευε στην έρημο μέρες προκειμένου να συναντήσει κάποιον ασκητή, βρήκε τον Ονούφριο κάτω από ένα φοίνικα. Έμαθε τα πάντα για το βίο του ασκητή, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή μπροστά στον Παφνούτιο. Εκείνος τότε έθαψε το άγιο λείψανο κάτω από το φοίνικα.
Ο Άγιος Ορέστης καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας. Έζησε και μαρτύρησε όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν γνωστός για τη δύναμη της πίστης του και τη χριστιανική του δράση και γι' αυτό συνελήφθη από τον ηγεμόνα Μαξιμίνο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του. Μπροστά στην άρνηση του Ορέστη ο Μαξιμίνος διέταξε το βασανισμό του. Ο Άγιος Ορέστης βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα, ετελειώθη όταν οι ειδωλολάτρες τον έδεσαν σε άλογο, το οποίο τον έσυρε για αρκετά χιλιόμετρα στο έδαφος.
Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.
Ο Άγιος Ουάρος ήταν από τα Τύανα και καταγόταν από οικογένεια επιφανή. Ο ίδιος ήταν χριστιανός και διακρινόταν για τις αρετές και τον ευσεβή βίο του. Μαρτύρησε στα χρόνια που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, στο στρατό των οποίων υπηρετούσε ως στρατιώτης. Οι συστρατιώτες και οι αξιωματικοί του δε γνώριζαν ότι ήταν χριστιανός, γεγονός που του επέτρεπε να επισκέπτεται στις φυλακές τους χριστιανούς που μαρτυρούσαν για την πίστη τους χωρίς να κινεί καμία υποψία. Κάποια στιγμή οι ειδωλολάτρες συνέλαβαν και φυλάκισαν επτά ασκητές, τους οποίους ο Ουάρος φρόντιζε όπως και τους υπόλοιπους χριστιανούς. Όμως ένας από αυτούς δεν άντεξε στη δοκιμασία και εξεδήμησε προς Κύριον. Όταν, λοιπόν, οι έξι ασκητές οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα αυτός ρώτησε ποιος ήταν ο έβδομος. Τότε ο Ουάρος απάντησε πως ο έβδομος ασκητής ήταν αυτός και ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οι αξιωματικοί του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά μάταια. Ο Ουάρος είχε πάρει την απόφαση του να πεθάνει μαζί με τους άλλους χριστιανούς. Πράγματι, την επόμενη μέρα αποκεφαλίσθηκε μαζί με τους έξι ασκητές. Το τίμιο λείψανο του ετάφη από ευλαβείς χριστιανούς.
Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Άγιος Παγκράτιος καταγόταν από την Αντιόχεια. Οι γονείς του ήταν εύποροι και μετά το θάνατο τους ο Παγκράτιος κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, την οποία διέθεσε στους φτωχούς. Το Ευαγγέλιο δίδαξε στον Παγκράτιο ο Απόστολος Πέτρος, ο οποίος και τον χειροτόνησε επίσκοπο Ταυρομενίου. Για την ευσεβή και ενάρετη δράση του, ο Κύριος τίμησε τον Άγιο με το χάρισμα της θαυματουργίας. Ο Παγκράτιος επιτέλεσε πολλά θαύματα και ενέταξε στους κόλπους της Εκκλησίας πλήθος ανθρώπων. Βρήκε όμως μαρτυρικό θάνατο, καθώς λιθοβολήθηκε από Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.
Ο όσιος Παΐσιος καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε το 300 μ.Χ. από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Σε νεαρή ηλικία πήγε στην έρημο στον δάσκαλο Παμβώ, όπου απέκτησε θείες αρετές. Πλήθος ανθρώπων πήγαιναν να ακούσουν λόγια πνευματικά. Σε βαθιά γεράματα κατέβηκε στην κοντινότερη πόλη για να διδάξει. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία και ετάφη στην έρημο. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στην ομώνυμη Μονή στην Πισιδία.
Ο μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων έζησε την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και καταγόταν από τη Νικομήδεια. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης και η μητέρα του ευσεβής χριστιανή, που δυστυχώς πέθανε πρόωρα. Ο θεός όμως δεν άφησε τον Άγιο αβοήθητο μετά το θάνατο της μητέρας του. Τον αξίωσε να διδαχθεί τη χριστιανική πίστη από τον Ιερέα Ερμόλαο και την ιατρική τέχνη από έναν κορυφαίο γιατρό, τον Ευφρόσυνο. Με τη δύναμη της προσευχής του γέμισε αγαλλίαση και ειρήνη χιλιάδες ψυχές και θεράπευσε πολλούς ασθενείς, μεταξύ των οποίων και έναν τυφλό, που έγινε η αιτία της σύλληψης του Αγίου. Συγκεκριμένα, όταν πληροφορήθηκε ο βασιλιάς τη θεραπεία του τυφλού, τον κάλεσε και τον ρώτησε ποιος τον θεράπευσε και με ποιον τρόπο. Τότε εκείνος απάντησε ότι τον θεράπευσε ο Παντελεήμων με τη δύναμη της πίστης του. Ο πρώην τυφλός αποκεφαλίσθηκε αμέσως ενώ παράλληλα διατάχθηκε και η σύλληψη του Αγίου. Ο Παντελεήμων, παρά τις απειλές που δέχθηκε από το βασιλιά, παρέμεινε ακλόνητος και συνέχισε να ομολογεί την πίστη του. Τότε οδηγήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, από τα οποία βγήκε αλώβητος, γι' αυτό και τον αποκεφάλισαν. Ο Άγιος Παντελεήμων, με το μαρτυρικό του θάνατο, ανήλθε στους ουρανούς στεφανηφόρος.
Οι Άγιοι μάρτυρες Καρπός, Πάπυλος, Αγαθόδωρος και Αγαθονίκη κατάγονταν από την Πέργαμο. Έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο διώκτης των χριστιανών Δέκιος. Ο Καρπός, ο οποίος είχε σπουδάσει, όπως και ο συνεργάτης του Πάπυλος, την ιατρική επιστήμη, ήταν επίσκοπος Θυατείρων. Στην επισκοπή του υπηρετούσε κι ένας ευσεβής χριστιανός, ο Αγαθόδωρος. Για τη χριστιανική τους δράση οι τρεις άνδρες συνελήφθησαν από τον ανθύπατο της Μικρός Ασίας Βαλέριο. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον ηγεμόνα, αυτός τους ζήτησε να θυσιάσουν στους θεούς των ειδωλολατρών. Όμως οι Καρπός, Πάπυλος και Αγαθόδωρος αρνήθηκαν και ομολόγησαν, χωρίς να φοβηθούν, την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από την ομολογία τους οι τρεις άνδρες βασανίσθηκαν σκληρά. Μάλιστα, ο Βαλέριος έδωσε εντολή στους δήμιους του να ανάψουν κάμινο και να ρίξουν μέσα τους Αγίους μαζί με την αδελφή του Παπύλου, Αγαθονίκη. Όμως μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά και οι τέσσερις Άγιοι σώθηκαν. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να αποκεφαλίσουν τους τρεις άνδρες και την Αγαθονίκη. Οι Άγιοι με το θάνατο τους κέρδισαν το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Παράμονος και συν αυτώ τριακόσιοι εβδομήντα άγιοι μάρτυρες άθλησαν επί αυτοκρατορίας Δεκίου, ο οποίος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους διώκτες των χριστιανών. Εκείνη την εποχή πολλοί ασθενείς επισκέπτονταν έναν τόπο κοντά στον Τίγρη ποταμό, όπου ανέβλυζαν ιαματικά ύδατα, για να θεραπευθούν. Εκεί πήγε κάποτε ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος για να βρει θεραπεία σε κάποια ασθένεια που τον βασάνιζε. Ως ακολουθία του, εκτός από τους στρατιώτες, είχε πάρει τον Παράμονο και άλλους τριακόσιους εβδομήντα χριστιανούς, τους οποίους κρατούσε φυλακισμένους μέχρι να αρνηθούν την πίστη τους. Ο Ακυλίνος πρόσφερε θυσία σε ένα βωμό της θεάς Ισιδος που βρισκόταν εκεί και στη συνέχεια ζήτησε από τους χριστιανούς να μιμηθούν την πράξη του. Κανένας από τους χριστιανούς δε δέχθηκε να θυσιάσει στη θεά των ειδωλολατρών. Αντιθέτως, άρχισαν όλοι μαζί να ψάλουν δοξολογία προς τον Κύριο και θεό τους, εξοργίζοντας ακόμη περισσότερο τον άρχοντα, ο οποίος διέταξε να θανατωθούν όλοι. Με το μαρτυρικό θάνατο τους ο Παράνομος και οι τριακόσιοι εβδομήντα Άγιοι που ετελειώθησαν από τα ξίφη των ειδωλολατρών ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.
Ο όσιος Παρθένιος καταγόταν από τη Μικρά Ασία και έζησε επί αυτοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ήταν άνθρωπος αγράμματος και ασχολούνταν με το ψάρεμα. Όσα χρήματα εισέπραττε από την πώληση των ψαριών δεν τα κρατούσε για τον ίδιο, παρά τα μοίραζε στους φτωχούς. Με την επιθυμία να αποκτήσει υψηλού βαθμού θεολογική κατάρτιση, ώστε να μπορέσει να υπηρετεί τον Κύριο του καλύτερα, κατέβαλε επίμονες προσπάθειες και σε μεγάλη πλέον ηλικία έμαθε γράμματα. Εκτιμώντας τις αρετές του ο επίσκοπος Μελιτοπόλεως τον χειροτόνησε ιερέα, ενώ αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Λαμψάκου. Εκοιμήθη εν ειρήνη.
Ο όσιος Πατάπιος καταγόταν από τις Θήβες της Αιγύπτου. Από πολύ νωρίς γνώρισε την αλήθεια και ντυμένος με την πανοπλία της πίστης αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Ασκήτευσε πολλά χρόνια στην έρημο και κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε να ζει αυστηρή ασκητική ζωή. Για το λόγο αυτό ο θεός τον τίμησε με το χάρισμα της θαυματουργίας και μπόρεσε έτσι να βοηθήσει δεκάδες ανθρώπους, θεράπευσε τυφλούς και δαιμονισμένους και στάθηκε στο πλευρό όσων χρειάζονταν τη βοήθεια του. Ο όσιος απεβίωσε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας.
Ο Άγιος Πατρίκιος με τη βαθιά του πίστη και την πνευματική του δύναμη έγινε ένας από τους πιο θερμούς υπερασπιστές του Ευαγγελίου. Ευλογημένος από τον θεό, είχε πνευματική διαύγεια τόση και παρρησία τέτοια ώστε πάλεψε με δεινότητα ενάντια στους ειδωλολάτρες και έφερε πολλούς ανθρώπους στο δρόμο της αλήθειας. Διετέλεσε επίσκοπος Προύσσης και από τη θέση αυτή μπόρεσε να ευεργετήσει παντοιοτρόπως το ποίμνιο του. Μάλιστα διάλεξε τρεις άξιους συνεργάτες, τον Ακάκιο, τον Μένανδρο και τον Πολύαινο, που αφιερώθηκαν ολοκληρωτικά στο αποστολικό τους έργο. Αυτό εξόργισε τον άρχοντα Ιούλιο, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Πατρικίου. Ο Άγιος δε λύγισε μπροστά στις απειλές του Ιουλίου και με ρητορική δεινότητα ανέτρεψε την επιχειρηματολογία του. Συγκεκριμένα ο άρχοντας επιχείρησε να πείσει τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό, λέγοντας ότι τα αναβλύζοντα θερμά ύδατα θερμαίνονται με την πρόνοια των θεών της ειδωλολατρικής θρησκείας. Ο Άγιος μάρτυρας όμως απάντησε ότι τα θερμά ύδατα, όπως και όλη η κτίση, είναι υπό την πρόνοια του ενός και μοναδικού θεού. Ο άρχοντας τότε εξοργισμένος διέταξε να αποκεφαλίσουν τον Πατρίκιο και τους τρεις συνεργάτες του.
Ο Άγιος μάρτυρας Λουκιλλιανός ήταν ιερέας των ειδώλων όταν άκουσε χριστιανικό κήρυγμα. Ο θείος λόγος ρίζωσε βαθιά στην ψυχή του και άρχισε να διακηρύσσει την πίστη του, εξοργίζοντας τον κόμη Λιβάνιο, ο οποίος διέταξε να υποβάλουν τον Λουκιλλιανό σε φρικτά βασανιστήρια. Οδηγήθηκε στη φωτιά μαζί με τέσσερα παιδιά τα οποία είχαν φυλακισθεί για τον ίδιο λόγο. Όμως δυνατή βροχή έσβησε τη φωτιά και έτσι μετέφεραν τον Άγιο και τους νέους στο Βυζάντιο όπου μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο ενώ τα παιδιά αποκεφαλίσθηκαν. Η παρθένος Παύλη πήρε τα ιερά του λείψανα και τα ενταφίασε, γι' αυτό το λόγο βασανίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε.
Ο Άγιος Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ένθερμος εραστής του Μωσαϊκού Νόμου καθώς ήταν, υπήρξε σκληρός διώκτης των χριστιανών. Μετέβαινε μάλιστα στη Δαμασκό, για να κυνηγήσει του χριστιανούς. Τον κατεδίωκε όμως ο μεγάλος κυνηγός, ο Χριστός, ο Οποίος του φανερώθηκε και τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία, ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Από τη στιγμή εκείνη ο Παύλος έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη. Αφού δίδαξε τη σωτήρια αλήθεια σε πολλούς ειδωλολάτρες, κατέληξε στη Ρώμη, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε γραμματέας του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου, τον οποίο και διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο. Η χειροτονία και ανάρρηση του Παύλου έλαβε χώρα ερήμην του αυτοκράτορα Κωνσταντίου, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Παύλο. Τότε ο Αγιος πήγε στη Ρώμη, όπου συνάντησε τον εξόριστο από τον Κωνστάντιο Μέγα Αθανάσιο. Πληροφορηθείς τα γεγονότα ο αδελφός του Κωνστάντιου και αυτοκράτορας της Δόσης Κώνστας, επενέβη ζητώντας να αποκατασταθούν στους πατριαρχικούς θρόνους τους ο Παύλος και ο Αθανάσιος. Το αίτημα του Κώνστα έγινε δεκτό και ο Παύλος επέστρεψε στο έργο του. Όταν όμως ο Κώνστας απεβίωσε, ο Κωνστάντιος εξόρισε τον Παύλο στον Κουκουσό της Αρμενίας. Στον τόπο αυτό ο Αγιος ετελειώθη από φανατικούς αρειανούς, οι οποίοι τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο τη στιγμή που τελούσε τη θεία Λειτουργία. Με αυτόν το μαρτυρικό θάνατο παρέδωσε το πνεύμα του ο Αγιος Παύλος, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.
Ο όσιος Παύλος ονομάσθηκε Απλός, διότι ήταν άνθρωπος άκακος και με τρόπους απλοϊκούς. Στο επάγγελμα ήταν γεωργός, εργασία την οποία ασκούσε με αφοσίωση. Άνθρωπος σεμνός και αγνός καθώς ήταν δεν είχε υποψιαστεί ότι η σύζυγος του είχε υποπέσει στο αμάρτημα της μοιχείας. Όταν κάποια μέρα γύρισε στο σπίτι του μετά την εργασία και βρήκε τη γυναίκα του να μοιχεύεται, δεν οργίστηκε, παρά πήρε την απόφαση να την εγκαταλείψει και να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Πράγματι, πήγε στην έρημο και συντρόφευσε στην ασκητική ζωή τον Μέγα Αντώνιο. Έπειτα από πολλές ασκήσεις στην εγκράτεια επιβραβεύθηκε με το χάρισμα να θαυματουργεί. Ετελειώθη ειρηνικά.