Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Σκήτη του Αγίου Ανδρέα ή Σεράι

Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα ή Σεράι είναι ένα σύνολο επιβλητικών κτιρίων, απέχει 5΄ από τις Καρυές και αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο κέντρο του ρωσικού μοναχισμού στις αρχές του 20ου αιώνα. Είναι κτισμένη σε μορφή ενιαίου συγκροτήματος. Στη θέση αυτή υπήρχε, κατά τις αρχές του αγιορειτικού μοναχισμού, το μονύδριο του «Ξύστρου» ή «Ξέστρου». Εγκαθίσταται εδώ ο πατριάρχης Αθανάσιος Γ΄ ο Πατελάρος, μετά από την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο (1651) και προβαίνει σε ανακαινίσεις του κτιρίου και του ναού του Αγίου Πατρός Αντωνίου του Μεγάλου. Δεύτερος πατριάρχης – κτίτορας που εγκαθίσταται στο μονύδριο είναι ο Σεραφείμ Β΄ (μετά το 1761, έτος παραίτησης της πατριαρχίας του). Ο Σεραφείμ το διευρύνει σε κτίσματα, ώστε το μικρό μονύδριο να ονομαστεί «Σεράι». Ο ίδιος θεμελίωσε κι ένα δεύτερο ναό, προς τιμή του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα.
Μια 10ετία μετά την αποχώρηση των Τούρκων εγκαθίστανται στη Σκήτη δύο Ρώσοι έμποροι: ο ΒασίλειοςTolmachev και ο Βασίλειος Vavilov (ο πρώτος από τη Μόσχα, ο δεύτερος από την Τουλ). Κείρονται μοναχοί και παίρνουν μοναστικά ονόματα: Βησσαρίων και Βαρσανούφιος. Οι δύο Ρώσοι καταθέτουν την προσωπική περιουσία τους κι έτσι προσθέτονται νέα κτίρια.
Η Σκήτη κατά τη δεκαετία του 1850 αριθμεί 300 Ρώσους μοναχούς, όμως παραμένει κελλί. Έτσι η αδελφότητα προβαίνει στην αίτηση «όπως μεταποιηθεί εις όνομα και χρήμα σκήτης και μεταρρυθμισθή από κελλιωτικού εις σκητιωτικόν σκήνωμα». Πρώτος δικαίος ορίζεται ο παραπάνω Βησσαρίων. Σ' αυτό το έργο πολύ συνετέλεσε ο πανσλαβιστής συγγραφέας Ανδρέας-Νικολάγιεβιτς Muraviev. Προς τιμή του Muraviev, που είχε το όνομα Ανδρέας, η Σκήτη πήρε το όνομα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα. Μετά το θάνατο του Βησσαρίωνα (1862) δικαίος ψηφίζεται ο Θεοδώρητος, περισσότερο από μια 25ετία (1887). Τρίτος ψηφίζεται ο ιερομόναχος Θεόκλητος (1892), τέταρτος ο Ιωσήφ (1908) και πέμπτος ο Ιερώνυμος (από 9-7-1908).
Η Σκήτη με τα πολλά, μεγάλα, επιβλητικά και δομημένα με πολλή καλαισθησία, σε αυστηρά αρχιτεκτονικά σχέδια, κτίσματα, επιβάλλεται εντυπωσιακά. Το Κυριακό, ένας ναός βαρύς και επιβλητικός, εκθαμβωτικής μεγαλοπρέπειας, είναι χτισμένος από λαξευτό γρανίτη και μάρμαρο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους της Ορθοδοξίας, που χτίστηκαν μετά την άλωση. Το μήκος του είναι 60 μ., το πλάτος 33 και το ύψος 29. Οι τρούλοι καλύπτονται με μίγμα από μολύβι και χαλκό, στεφόμενοι από μεγάλους σιδερένιους σταυρούς. Υπάρχουν συνολικά στο όλο κτίσμα 150 θυρίδες και φεγγίτες. Ο ναός χτίστηκε με σχέδια του αρχιτέκτονα V. Supurof καθηγητή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πετρούπολης και ζωγραφίστηκε με νεορρωσικές ζωγραφιές του Τρονίν. Άλλος αρχιτέκτονας, που κατασκεύασε πολλά κτίσματα στη Σκήτη υπήρξε ο Σκοπελίτης αρχιτέκτονας Χριστόδουλος. Μια μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα στη μεσαία μεγάλη πύλη πληροφορεί στη ρωσική γλώσσα τον εισερχόμενο, ότι ο ναός θεμελιώθηκε από το μέγα δούκα Αλέξιο Αλεξάνδροβιτς, στις 16 Ιουνίου 1867 και η καθιέρωση έγινε στις 16 Ιουνίου 1900 υπό του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄.
Τα εγκαίνια του ναού ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Πλήθος Ορθόδοξοι κληρικοί πλασίωναν τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄. Παραβρέθηκαν ακόμα πολλοί αξιωματούχοι της τσαρικής αυλής και της διπλωματίας, εκπρόσωποι των ρωσικών μονών και της Θεολογικής Σχολής Μόσχας. Κατέπλευσαν επίσης και 6 ρωσικά πολεμικά, με επικεφαλής τον αντιναύαρχο του στόλου της Μεσογείου Αλέξ. Viriliev, που συνόδευαν 35 αξιωματούχοι.
Στο εσωτερικό του ο ναός κοσμείται από βαρύτιμα αντικείμενα: δύο πολυέλαιοι επίχρυσοι, βαριά στολισμένοι, ο ένας με 175 κηροπήγια. Δύο θρόνοι, ο ένας αρχιερατικός και ο άλλος ηγουμενικός, το τέμπλο που είναι ξυλόγλυπτο και χρυσωμένο, οι σπουδαίες εικόνες και το πάτωμα, που η τεχνική συναρμογή του σανιδώματος δημιουργεί την εντύπωση κυματισμένης θάλασσας. Ιδιαίτερη θέση στο ναό κατέχει η εικόνα της Παναγίας «Η Ελεούσα» του 10ου-11ου αιώνα. Η εικόνα βρέθηκε από χριστιανούς τεχνίτες το 1893, κατά τις επισκευές ενός τζαμιού στην Κωνσταντινούπολη.
Δίπλα στην είσοδο του ναού ορθώνεται τολμηρό και μεγαλόπρεπο το κωδωνοστάσιο ύψους 37 μ. Τη μεγάλη καμπάνα των 5 τόννων δώρισε στη Σκήτη ο δούκας Αλέξιος Αλεξάνδροβιτς που έθεσε και το θεμέλιο λίθο του ναού (16 Ιουνίου 1867). Ο δούκας δώρισε επίσης και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.
Η Σκήτη με τους 800 μοναχούς της και τη σύναξη των 80 προϊσταμένων έμοιαζε με πολύβουη πόλη. Όλοι εργάζονταν εντατικά για την ολοκλήρωση του συγκροτήματος. Υπήρχαν εδώ συγκροτημένα εργαστήρια μεγάλης δυναμικότητας: μηχανουργείο, κλειθροποιείο, ξυλουργείο, ραφείο, φωτογραφείο, εικονογραφείο κ.ά.. Επίσης είχε εκδοτικό οίκο και εφημερίδα, με τίτλο «Nastavlenije i utesenije v pravoslavnoi vere". Μετόχια είχε στην Κωνσταντινούπολη, Οδησσό, Πετρούπολη, Ροστόβ.
Η τριήμερη πυρκαγιά της 16ης Αυγούστου 1958, που κατέστρεψε τη Δυτική πλευρά της Σκήτης, και ο αποδεκατισμός των μοναχών συντέλεσαν σε μια τρομακτική ερήμωση. Ο ναός παρέμεινε ακέραιος. Λιγότερο ο παλιότερος του Αγίου Αντωνίου, και το Νότιο κτίριο, που στεγάζει από το 1953, την Αθωνιάδα Σχολή. Στη Σκήτη, στα υπόγεια του Κυριακού λειτουργούσε αξιολογότατο μουσείο, του οποίου τα πολύτιμα αποκτήματα χάθηκαν. Επίσης έχουν χαθεί και τα χειρόγραφα της Σκήτης.
Πρόσφατα επαναλειτούργησε με την εγκαταβίωση σ΄ αυτήν μικρής συνοδείας μοναχών. Ασχολούνται με συντηρήσεις εικόνων.

Χλιδή και μεγαλοπρέπεια

Στις 14 Ιουνίου 1900 το μικρό λιμανάκι της Δάφνης της Μοναστικής Πολιτείας του Αγίου Όρους γνωρίζει μια πρωτοφανή επισημότητα, που εκδηλώνεται με την άφιξη υψηλών προσώπων, ιερωμένων, πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων.
Τη στενή προκυμαία του μικρού λιμανιού, πίσω από το διώροφο λιθόκτιστο Τελωνείο, είχαν καταλάβει εκατοντάδες μοναχοί αλλά και λαϊκοί που ήρθαν ειδικά προσκεκλημένοι για την τελετή υποδοχής των επισήμων, ενώ ένα πλήθος εποχιακών εργατών είχε σταθεί στον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, και παρακολουθούσε εκ του μακρόθεν τις τελετές.
Ανοιχτά στη θάλασσα είχαν αγκυροβολήσει πέντε μεγάλα ρωσικά πολεμικά πλοία, με αναπεπταμένες τις σημαίες τους, γεμάτα Ρώσους αξιωματικούς και αγήματα ναυτών. Επρόκειτο για την επίσημη άφιξη του αντιναυάρχου του ρωσικού στόλου της Μεσογείου Αλέξιου Αλεξίεβιτς Βιρίλεβ, ο οποίος επισκεπτόταν το 'Αγιον Όρος, εκπροσωπώντας τον Τσάρο της Ρωσίας, προκειμένου να εγκαινιάσει το μεγαλοπρεπή νεόδμητο ναό του Αγίου Ανδρέα στην ομώνυμη Ρωσική σκήτη στις Καρυές.
Ο μεγάλος και επιβλητικός αυτός ναός, κατά πολύ μεγαλύτερος σε χωρητικότητα και όγκο από τα Καθολικά των άλλων μεγάλων Μονών του Αγίου Όρους, είχε θεμελιωθεί πριν από τριάντα τρία χρόνια, το 1867, από το Μέγα Δούκα Αλέξιο, ακριβώς την εποχή όπου η Ρωσία έμπρακτα και δυναμικά εκδήλωνε το ενδιαφέρον της για τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο «Μεγάλος Ασθενής» της εποχής, ήταν φανερό σε όλους τους ενδιαφερομένους πως κατέρρεε και οι Μεγάλοι της Ευρώπης (μεταξύ των οποίων και η Ρωσία) άρχισαν κιόλας να μοιράζουν προκαταβολικά τα οφέλη της κατάρρευσης, εκδηλώνοντας προσποιητό «ενδιαφέρον» για την τύχη και το μέλλον των βαλκανικών λαών. Δεν άφηναν επομένως ευκαιρία χωρίς να εμπλακούν στις βαλκανικές υποθέσεις, γεγονός που τους έδινε τη δυνατότητα να είναι «παρόντες» στην κρίσιμη ώρα της διανομής της λείας.
Οι Ρώσοι, επίσης, προσαρμοσμένοι και αυτοί απόλυτα στο πνεύμα των καιρών, έπρεπε να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην περιοχή. Ο χώρος της θρησκείας ήταν ο πλέον πρόσφορος γι' αυτούς, ιδιαίτερα στη Βαλκανική, αφού οι Βαλκάνιοι ήταν ομόδοξοι τους από τα χρόνια ακόμα της κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους, το Πανορθόδοξο αυτό «Κέντρο» για ολόκληρο τον κόσμο της Ανατολής, αποτελούσε πρόκληση για «διείσδυση», σύμφωνα με τα σχέδια της τσαρικής Αυλής. Μάλιστα «διείσδυση» ταυτόχρονα με έντονο εντυπωσιασμό, χλιδή και αίγλη ήταν η κατάλληλη σύνθεση για την πλέον αποδοτική για τα ρωσικά συμφέροντα επέμβαση και δράση.
Για τους λόγους αυτούς, στα εγκαίνια του μεγαλοπρεπούς ναού του Αγίου Ανδρέα στη Ρωσική σκήτη των Καρυών, εκτός των άλλων, παρέστη και ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Νελίδωρ, εκπροσωπώντας τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Πρίγκιπα Μιχαήλ Νικολάεβιτς Μουράβιεφ, εγγονό του κτήτορα της Ρωσικής σκήτης του Αγίου Ανδρέα Νικολάεβιτς Μουράβιεφ. Ο Νελίδωρ έφτασε στη Δάφνη με δύο ρωσικές κανονιοφόρους τις οποίες υποδέχτηκαν με κανονιοβολισμούς τα άλλα ρωσικά πλοία, ταράζοντας με ηχηρό και βάρβαρο τρόπο τη διάχυτη ηρεμία και γαλήνη της Μοναστικής Πολιτείας του Αγίου Όρους.
Μετά την άφιξη των επισήμων στο λιμανάκι της Δάφνης, μια μεγάλη πομπή Ρώσων μοναχών, με εξαπτέρυγα, λάβαρα και εικόνες στα χέρια, ξεκίνησε με κατεύθυνση τις Καρυές. Ανάμεσα στο πλήθος των μοναχών πορεύονταν με φανερή έπαρση οι Ρώσοι στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι μαζί με τους Ρώσους αρχιερείς, που φορούσαν λαμπρά, χρυσοποίκιλτα άμφια, επιδεικνύοντας έναν πλούτο άγνωστο για τους λοιπούς ομόδοξους τους προσκεκλημένους στην τελετή των εγκαινίων.
Ο μεγαλοπρεπής μαρμαρολιθόκτιστος ναός του Αγίου Ανδρέα που εγκαινιαζόταν στις Καρυές την επόμενη ημέρα ήταν ο «Κυριάκος» ναός της σκήτης, όπως δηλαδή το Καθολικό στις Μονές. Οι Ρώσοι τιμούν και σέβονται ιδιαίτερα τον 'Αγιο Ανδρέα. Κατά την παράδοση τους ο Απόστολος Ανδρέας ήταν αυτός που μετέφερε στη Ρωσία το χριστιανισμό και το «άγιον βάπτισμα» της χριστιανικής πίστης. Το κτίσμα όμως που επρόκειτο να εγκαινιαστεί στο συγκεκριμένο χώρο στις Καρυές ήταν εκτός τόπου και χρόνου, αλλά και εκτός κλίμακας για το αθωνικό λεπτό και ευαίσθητο τοπίο. Ο ναός είχε χτιστεί από λαξευτούς γρανίτες, ήταν τεράστιος σε μέγεθος και η πρόσβαση γινόταν με τελετουργικό τρόπο, από μια τεράστια μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε -προφανώς όχι τυχαία- αξονικά στο ιερό. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν υπερμεγέθη, η στέγη πολύτρουλη, το δάπεδο από σκληρό λουστραρισμένο παρκέτο, το τέμπλο ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο με τεράστιες ολόσωμες εικόνες, πολυέλαιοι κρυστάλλινοι, θρόνοι μεγαλοπρεπείς για τους υψηλόβαθμους ιερωμένους και τους επισήμους.
Ήταν ένα κτίσμα-πρόκληση για τους ταπεινούς Ελληνες Αγιορείτες μοναχούς που λειτουργούσαν και προσεύχονταν αναπέμποντας δεήσεις αλλά και ευχαριστίες προς τον Κύριο, σε ναούς σεμνούς, φτωχικούς και απέριττους. Όσο για τους «κελιώτες» μοναχούς, που ζούσαν απομονωμένοι από τα εγκόσμια σε μικρά κελιά σκορπισμένα σε ολόκληρο το Όρος, δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να αντιληφθούν το λόγο ανέγερσης παρόμοιων κτισμάτων σε έναν τόπο όπου κύριο έργο των μοναχών είναι να διάγουν βίο σεμνό και μετρημένο, απόλυτα αφιερωμένοι στον Θεό, με συνεχή και αυστηρή αποχή από γήινες απολαύσεις και χαρές της ζωής. Για τους ερημίτες ασκητές που ζούσαν στις σπηλιές και στα ασκηταριά τους, ούτε λόγος να γίνεται. Ούτε που ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν ποιο ήταν το γεγονός αυτό που εντυπωσίασε τους πάντες τότε στις Καρυές...
Την τελετή των εγκαινίων του ναού του Αγίου Ανδρέα στη Ρωσική σκήτη των Καρυών τέλεσε την επομένη ημέρα, 15 Ιουνίου 1900, ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωακείμ Γ', συλλειτουργούντος και του Επισκόπου Αρσένιου, πρύτανη τότε της θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας. Στη λαμπρή τελετή μετείχαν επίσης δύο Αρχιμανδρίτες, τριάντα έξι Ρώσοι ιερομόναχοι, δέκα ιεροδιάκονοι και πολυμελής αντιπροσωπεία της Ρωσικής Μονής του Αγίου Παντελεήμονα του Αγίου Όρους, με επικεφαλής τον ηγούμενο της Μονής. Για τους λοιπούς μοναχούς του Αγίου Όρους, και κυρίως για τους φτωχούς και ρακένδυτους των Ελληνορθόδοξων Μονών, δεν βρέθηκε χώρος για να παραστούν και αυτοί στις λαμπρές τελετές των εγκαινίων του ναού...
Παράλληλα με τους αγιασμούς και τους ύμνους προς τον Ύψιστο, τελέστηκε και ευχέλαιο υπέρ του Αυτοκράτορος Πασών των Ρωσιών Νικόλαου Αλεξάνδροβιτς και πάσης της αυτοκρατορικής οικογένειας. Στο τέλος μάλιστα της λαμπρής τελετής των εγκαινίων του νεόδμητου «Κυριακού» ναού της σκήτης εντοιχίστηκε στο μεγαλόπρεπο κτίσμα και ο ρωσικός αυτοκρατορικός θυρεός με το δικέφαλο αετό, έμβλημα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Όταν έπεσε, άλλωστε, η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους το 1453, οι Ρώσοι εμφανίστηκαν στον τότε κόσμο ως «διάδοχοι» του Βυζαντίου, ονομάζοντας τη Μόσχα «Πρωτεύουσα της Χριστιανοσύνης» και «τρίτη Ρώμη»...
Κανείς όμως εκείνες τις ώρες της χλιδής και του μεγαλείου δεν φανταζόταν ότι από τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα θα ξεκινούσε λίγα χρόνια αργότερα μια θρησκευτική κίνηση, αυτή των «Ονοματολατρών» Ρώσων μοναχών, που αναστάτωσε τόσο το 'Αγιον Όρος όσο και την κοσμική κοινωνία στη Ρωσία, σε μια κρίσιμη περίοδο για το θρόνο του Τσάρου και την Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επαφής και επικοινωνίας με το χαμηλόβαθμο κλήρο και το λαό.
Η αρχή του 20ού αιώνα υπήρξε μια ταραγμένη εποχή, ιδιαίτερα για τα Βαλκάνια, όπου κυοφορούνταν μεγάλες αλλαγές, εξελίξεις και ανατροπές. Το Αγιον Όρος, ανήκοντας στην πνευματική καθοδήγηση και εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, βρέθηκε τότε στο κέντρο των εθνικών διεκδικήσεων των Βαλκανίων λαών. Η κατάσταση είχε ήδη εκτραχυνθεί από το 1870, όταν η Βουλγαρική Εκκλησία αποσπάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σχηματίζοντας τη «Βουλγαρική Εξαρχία». Οι Βούλγαροι κινήθηκαν από λόγους επεκτατικούς, αλλά χρησιμοποίησαν την πρόφαση ότι ενήργησαν με αυτό τον τρόπο επειδή οι επίσκοποι του Πατριαρχείου καταπίεζαν τον κατώτερο βουλγαρικό κλήρο. Η αλήθεια, όμως, ήταν πως η «χειραφέτηση» της Εκκλησίας της Βουλγαρίας ήταν ο κακοραμμένος μανδύας του «Πανσλαβισμού», υπόθεση που υποκινούσε και ενίσχυε με κάθε μέσο και τρόπο η Ρωσία, για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Είχε ξεκινήσει αγώνας για τη διεκδίκηση της Μακεδονίας και η θρησκεία αποτελούσε ένα ισχυρό μέσο επιρροής των ντόπιων πληθυσμών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν ελληνικής καταγωγής. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης έσπευσε, βέβαια, να καταδικάσει ως «σχισματική» τη «Βουλγαρική Εξαρχία» αλλά και τον «εθνοφυλετισμό» των λαών της Βαλκανικής καθώς και τις ένοπλες βίαιες συγκρούσεις. Τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά ως αμελητέα. Εκεί βεβαίως που οι πατριαρχικές νουθεσίες είχαν απήχηση ήταν η Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους, όπου διατηρήθηκε το ενιαίον και αδιαίρετον. Παρά τις επίμονες προσπάθειες της «Βουλγαρικής Εξαρχίας» να αποσπάσει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τη Σερβική Μονή Χιλανδαρίου, τη Βουλγαρική Μονή Ζωγράφου καθώς και τη Βουλγαρική σκήτη της Βογορόδιτσας, το 'Αγιον Όρος, στο σύνολο του, έμεινε πιστό στην Ιερά Επιστασία των Καρυών και στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.
Η παρέμβαση των Ρώσων στο 'Αγιον Όρος, παρά τις συστάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου να γίνει σεβαστός ο χώρος και να διαφυλαχτεί η ενότητα και ο χαρακτήρας της Μοναστικής Πολιτείας, υπήρξε απροκάλυπτη και πολλές φορές βίαιη και βάναυση. Οι Έλληνες μοναχοί γνώρισαν ιδιαίτερα πιεστικές καταστάσεις ώστε να ενδώσουν στον «εκρωσισμό» του Όρους, υποβαθμίζοντας συγχρόνως και το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Ο μέγας κίνδυνος για το Όρος δεν ήταν βέβαια οι εντυπώσεις από την ανέγερση ογκωδών και πολυτελών κτισμάτων από την τσαρική Ρωσία, όσο η πλημμυρίδα των στρατευμένων Ρώσων, δήθεν «μοναχών», που καθημερινά κατέφταναν στον 'Αθω, ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα.
Παράλληλα είχε εξαπολυθεί μία συντονισμένη επιχείρηση για να επιβληθεί ρωσικός οικονομικός έλεγχος στις Μονές και ιδιαίτερα τις ελληνικές μέσα από διάφορες οικονομικές εξαρτήσεις, δανειοδοτήσεις, αγοραπωλησίες, επιχορηγήσεις κ.λπ. Η προσπάθεια που έγινε από τους Ρώσους να εκρωσιστεί η Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους υπήρξε χαρακτηριστική. Ύστερα από σχεδόν αναγκαστικό δανεισμό της Μονής από τους Ρώσους για να αντιμετωπιστούν παλιές και πιεστικές υποχρεώσεις, η Ρωσία ζήτησε ως αντάλλαγμα από το ελληνορθόδοξο μοναστήρι να της παραχωρήσει μια έκταση ιδιοκτησίας του στο Όρος, με σκοπό προφανώς να ανεγείρει εκεί νέα Ρωσική Μονή, παραβιάζοντας τους κανόνες που ισχύουν από αιώνες. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας έσπευσε τότε να βοηθήσει οικονομικά τη Μονή Εσφιγμένου για να αποφύγει την αναγκαστική αυτή ρωσική κηδεμονία...
Το πώς χτίστηκε ο μεγαλοπρεπής ναός, το «Κυριάκο», της Ρωσικής σκήτης του Αγίου Ανδρέα στις Καρυές αποτελεί ενδεικτικό γεγονός και απόλυτα χαρακτηριστικό του τρόπου της ρωσικής «διείσδυσης» στο 'Αγιον Όρος.
Τον Ιούνιο του 1867 επισκέφτηκε τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα, το λεγόμενο «Σεράι», ο Μέγας Δούκας της Ρωσίας Αλέξιος Αλεξάνδροβιτς. Χάρη στις ενέργειες του επετράπη η ανέγερση ενός μεγάλου ναού στο χώρο της σκήτης, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία του πατέρα του, Τσάρου της Ρωσίας Αλέξανδρου Β' Νικολάγιεβιτς, σε απόπειρα δολοφονίας του στο Παρίσι, στις 25 Μαΐου 1867. Ο πατέρας του, τσάρος Αλέξανδρος Β', είχε εγκαινιάσει ένα σύστημα πολλών και σημαντικών μεταρρυθμίσεων στην απέραντη χώρα του υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Παράλληλα, όμως, φρόντιζε φανερά και με επιμέλεια να μη θιγούν ούτε στο ελάχιστο τα συμφέροντα των αριστοκρατών και των πλουσίων, ούτε να υποστεί δοκιμασία ή να αμφισβητηθεί το απολυταρχικό σύστημα διοίκησης της αχανούς χώρας. Όταν όμως εκδηλώθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του, ο Τσάρος άλλαξε στάση. Κάτω από την επιρροή της πτέρυγας των «σλαβόφιλων» συμβούλων του υιοθέτησε απολυταρχική και ακραία εθνικιστική πολιτική, με κύριο στόχο την επέκταση της Ρωσίας στην Ευρώπη και πρώτο βήμα τα «ευάλωτα», «απροστάτευτα» και «αδύναμα» Βαλκάνια. Στα σχέδια αυτά περιλαμβανόταν και η ανέγερση ενός επιβλητικού ναού στο θρησκευτικό «Κέντρο» της Ορθοδοξίας, στο 'Αγιον Όρος, αφιερωμένου στον 'Αγιο Ανδρέα. Στόχος: να καταστεί και στο χώρο αυτόν «κυρίαρχη» δύναμη η Ρωσία...
Η σκήτη του Αγίου Ανδρέα άρχισε τότε να επεκτείνει συστηματικά τις κτιριακές εγκαταστάσεις της και να δέχεται πλήθος νέων Ρώσων μοναχών. Ανάμεσα τους -και αυτό είναι χαρακτηριστικό- ήταν και ο Αρχιμανδρίτης Κοσμάς, πρώην συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού. Όταν το 1878, μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-1878), υπογράφηκε αναγκαστικά από την ηττημένη Τουρκία η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι Ρώσοι, στο άρθρο 22 της Συνθήκης, ρύθμισαν σύμφωνα με τις επιθυμίες και πάγιες επιδιώξεις τους και τα ζητήματα του Αγίου Όρους, ονομάζοντας τις Ρωσικές σκήτες... «Μονές». Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και η ελληνική κυβέρνηση ξεσηκώθηκαν, αλλά η αυθαιρεσία διορθώθηκε αργότερα, με τη Συνθήκη του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1878.
Ο ναός του Αγίου Ανδρέα της ομώνυμης Ρωσικής σκήτης στις Καρυές του Αγίου Όρους χτίστηκε με σχέδια του καθηγητή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης αρχιτέκτονα V. Supurof, ενώ την όλη κατασκευή ανέλαβε ένας Έλληνας αρχιτέκτονας, καταγόμενος από τη Σκόπελο, ονόματι «Χριστόδουλος». Οι διαστάσεις του ναού είναι εντυπωσιακές ακόμα και για Μονή και όχι για σκήτη. Ενώ τα Καθολικά των Ελληνορθόδοξων Μονών του Όρους μόλις που ξεπερνούν το μήκος των 15 μ., ο «Κυριάκος» ναός της σκήτης του Αγίου Ανδρέα στις Καρυές έχει μήκος 58,5 μ. και πλάτος 33 μ. Εντυπωσιακό είναι επίσης και το ύψος του ναού που φτάνει τα 29 μ. καθώς και η θολωτή στέγη του με τους τρούλους από μολύβι και χαλκό. Ακόμα το κωδωνοστάσιο του ναού, που θεωρείται ένα από τα ψηλότερα κτίσματα του Αγίου Όρους, έχει ύψος 37 μ. και κυριαρχεί στο τοπίο των Καρυών, επιβάλλοντας βίαια την παρουσία του. Σε αντίθεση με τα απλά και μικρά σιδερένια σήμαντρα που χρησιμοποιούνται στις άλλες Μονές και σκήτες του Αγίου Όρους, οι Ρώσοι τοποθέτησαν στο κωδωνοστάσιο της σκήτης του Αγίου Ανδρέα 25 καμπάνες, από τις οποίες η μια έχει βάρος 5 τόν. και αποτελεί δώρο και προσφορά του Μεγάλου Δούκα της Ρωσίας Αλέξιου Αλεξάνδροβιτς, γιου του τσάρου Αλέξανδρου Β'...
Ανάλογη και εντυπωσιακή είναι και η εσωτερική εικόνα του επιβλητικού ναού, όπου κυριαρχεί ένας περίεργος αρχιτεκτονικός ρυθμός που θα μπορούσε να ονομαστεί «βυζαντινίζον μπαρόκ». Το ξύλινο παρκέτο του δαπέδου του ναού είναι κατασκευασμένο από επιλεγμένο ξύλο αγριοκαστανιάς. Οι δύο τεράστιοι επίχρυσοι πολυέλαιοι, με 175 και 48 κηροπήγια ο καθένας, θυμίζουν τις αίθουσες των τσαρικών ανακτόρων της Αγίας Πετρούπολης, ενώ το ολόχρυσο γλυπτό τέμπλο εντυπωσιάζει με τις τεράστιες ολόσωμες εικόνες του, επενδεδυμένες με ασήμι και χρυσό.
Ο ναός θεμελιώθηκε από τον ίδιο το Μεγάλο Δούκα Αλέξιο Αλεξάνδροβιτς στις 16 Ιουνίου 1867 και οι εργασίες άρχισαν τον Απρίλιο του 1881, για να αποπερατωθούν, όπως προκύπτει από διάφορα αφιερώματα, το 1900. Το ποσό που διατέθηκε για την ανέγερση του ναού της σκήτης του Αγίου Ανδρέα είναι τεράστιο για τα οικονομικά μεγέθη του Αγίου Όρους, φτάνοντας τα 2 εκατομ. ρούβλια ή 233.333 οθωμανικές λίρες. Και αυτά την ίδια περίοδο όπου οι Έλληνες μοναχοί του Αγίου Όρους ζούσαν «εν τιμία πενία», αδυνατούντες να καλύψουν τα τεράστια χρέη και υποχρεώσεις των Μονών που συσσωρεύτηκαν από αιώνες.
Ο μεγαλοπρεπής ναός υποτίθεται πως ανεγέρθηκε στο Όρος... για να ευχαριστήσει τον θεό ο Μέγας Δούκας της Ρωσίας Αλέξιος καθώς σώθηκε ο πατέρας του τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Β' από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.
Στο ρωσικό θυρεό που αναρτήθηκε στο κτίσμα κατά τα εγκαίνια αναγράφεται στη ρωσική γλώσσα:
«Ούτος ο μεγαλοπρεπέστατος Ναός εθεμελιώθη αυτοπροσώπως υπό της Α.Α. Μεγαλειότητάς του Μεγάλου Δουκός Αλεξίου Αλεξάνδροβιτς τη 16η Ιουνίου 1867 επί τη μνήμη της θαυμάσιας σωτηρίας του γεννήτορος αυτού Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Β' εκ της κατ' αυτού κακούργου απόπειρας εν Παρισίοις τη 25 Μαίου 1867».
Το εντυπωσιακό όμως «αφιέρωμα» δεν άλλαξε τελικά τη μοίρα του Τσάρου της Ρωσίας. Ο Αλέξανδρος Β' δολοφονήθηκε στις 13 Μαρτίου 1881 αμέσως μάλιστα μετά από την υπογραφή του διατάγματος με το οποίο δημιουργούσε «νομοθετική συνέλευση» στη Ρωσία. Ο τσάρος Αλέξανδρος Β' είχε αργήσει να κάνει αυτό που οι καιροί και οι συγκυρίες απαιτούσαν να γίνει από πριν. Την αργοπορία αυτή, κοινό χαρακτηριστικό των ανακτοβουλίων και των αρχόντων του 19ου αιώνα, την πλήρωσε με παρόμοιο τρόπο και ο εγγονός του Αλέξανδρου Β', ο Νικόλαος Β', ο τελευταίος Τσάρος της Ρωσίας... Και αυτός προτού προλάβει... να συγκαλέσει τη ρωσική Δούμα κατέρρευσε, για να εκτελεστεί με όλα τα μέλη της οικογένειας του στο Αικατερίνεμπουργκ το 1918, μετά από απόφαση των σοβιέτ της Οκτωβριανής Επανάστασης των μπολσεβίκων...
Λίγους μήνες μετά από τα επίσημα εγκαίνια και τις λαμπρές τελετές στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα των Καρυών αναγκάζεται να παρέμβει ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η Ιερά Σύνοδος Κωνσταντινούπολης. Ο Ιωακείμ Γ', με ένα ιστορικό έγγραφο του απευθυνόμενο προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1901, υπενθυμίζει σε όλους, μέσα κι έξω από το 'Αγιον Όρος, πως η Μοναστική Πολιτεία δεν είναι τόπος επίδειξης γήινων πραγμάτων αλλά «κορύφωμα» της απάρνησής τους, τονίζοντας πως οι Αγιορείτες μοναχοί πρέπει να απέχουν από τα επίγεια και ως «αρνητές του κόσμου» οφείλουν να φροντίζουν αποκλειστικά για τα επουράνια ως «τα άνω ποθούντες»...
Ύστερα από έναν αιώνα περίπου, κατά τη διάρκεια του οποίου συνέβησαν πολλά κοσμοϊστορικά γεγονότα, ανατέλλει μια εποχή κατά την οποία οι δείκτες της Ιστορίας αντί να κινηθούν προς τα εμπρός κινούνται προς τα πίσω. Η μεγάλη αυτή χρονική διάρκεια, ως να ήταν μια σύντομη παρένθεση χωρίς ουσία και περιεχόμενο, δεν άλλαξε τα δεδομένα των αρχών του 20ού αιώνα για κάποια θέματα και ζητήματα εκείνων των καιρών. Μέσα σε μια κατάσταση γενικής ρευστότητας, ανατροπών και συγχύσεων, η αγωνία για την «αυριανή ημέρα» οδηγεί τους λαούς που δοκιμάζονται από αυτή την πρωτοφανή κρίση προς το παρελθόν αντί να τους κατευθύνει προς το μέλλον. Η κατάσταση δε αυτή είναι περισσότερο ευδιάκριτη και πραγματική στη δοκιμαζόμενη Ρωσία, όπου η αβεβαιότητα συνυπάρχει με την παρακμή ύστερα από την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη διάλυση της άλλοτε κραταιάς Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.