Μια φορά κι έναν καιρό ο Βασίλης, ένα αγόρι 25 χρονών, πήγε μαζί με τον πατέρα του στο δάσος, για να κόψουν ξύλα. Εκεί είδε πολλά ζώα και του άρεσαν πολύ. Τότε είπε στον πατέρα του:
Πατέρα μπορούμε να πιάσουμε μερικά από αυτά τα ζώα και να τα πάρουμε στο σπίτι μας;
Απαντάει ο πατέρας του:
Μα, αγόρι μου, εσένα θα ήθελες να σε παίρνανε από το σπίτι μας και να σε πηγαίνανε σε μια φυλακή;
Μάλλον έχεις δίκιο, πατέρα. Δε θα μου άρεσε καθόλου κάτι τέτοιο.
Γύρισαν στο σπίτι τους με τα ξύλα για το τζάκι. Ο Βασίλης παίρνει ένα μαχαίρι κι ένα ξύλο και αρχίζει να το σκαλίζει. Μετά από πολύ ώρα είχε κάνει μια γάτα. Έπειτα πήρε και άλλο ξύλο και έκανε ένα αρκουδάκι και συνέχισε φτιάχνοντας και άλλα πολλά.
Είχαν πια έρθει τα Χριστούγεννα και ο Βασίλης είχε φτιάξει πολλά ομοιώματα ζώων από ξύλο και σκέφτηκε, αφού είχαν έρθει τα Χριστούγεννα, να τα μοιράσει στα παιδιά. Η μητέρα του και ο πατέρας του τού είπαν ότι η ιδέα του ήταν καταπληκτική και ότι θα έδινε χαρά στα παιδιά. Πήρε, λοιπόν, ένα τσουβάλι και έβαλε μέσα όσα ομοιώματα ζώων είχε κάνει. Πήγε σε πολλά σπίτια και έδωσε χαρά στα παιδιά αλλά και στους γονείς τους.
Όταν οι νεράιδες είδαν ότι έδωσε χαρά σε πολλούς ανθρώπους, αποφάσισαν να του δώσουν δυο δώρα. Το δώρο της αθανασίας και το δώρο να μπαίνει από τις καμινάδες, αλλά άμα δε χωράει να μπει να μπαίνει σαν τον άνεμο. Τα παιδιά τον ονόμασαν Αι Βασίλη.