Κυριακή προ της Γεννήσεως του Χριστού
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από τα Χριστούγεννα, παρμένο από την αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου, περιέχει την κατά σάρκα γενεαλογία του Χριστού και στη συνέχεια την οικονομία του Θεού για την εκ Πνεύματος Αγίου και εκ Παρθένου Μαρίας γέννησή του. Στη σημασία του γεγονότος αυτού για τον κάθε άνθρωπο ας στρέψουμε για λίγο την προσοχή μας.
Μέσα σε ατμόσφαιρα χαράς και αγαλλιάσεως πανηγυρίζει η Εκκλησία μας κάθε χρόνο τη Γέννηση του Χριστού και ψάλλει ωραίους ύμνους προς τον ενανθρωπήσαντα και αναπλάσαντα τη φθαρμένη ανθρώπινη φύση Θεό. Η ορθόδοξη υμνογραφία και η θεολογία εξαίρουν τη μεγάλη ανθρωπολογική σημασία της θείας ενσαρκώσεως: από την απελπιστική φθορά και από το χάος του καταστροφικού μίσους σώζει τον άνθρωπο η αγάπη του Θεού που παίρνει σάρκα και οστά μέσα στην ιστορία με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού· κι’ όχι μόνο τον λυτρώνει από τη σίγουρη καταστροφή, αλλά και τον οδηγεί στο «αρχαίον κάλλος», τον θεώνει, κατά την γνωστή πατερική ορολογία.
Αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει ο άνθρωπος ένεκα της υποδουλώσεώς του στη δαιμονική δύναμη της φθοράς και της αμαρτίας, προσφέρεται από
τον γεννηθέντα εκ Πνεύματος αγίου και εκ της Παρθένου Μαρίας. Ακριβώς δε η εκ Πνεύματος αγίου προέλευση του Σωτήρα δείχνει με τρόπο εύγλωττο ότι
η σωτηρία δεν ήταν δυνατό να προέλθει από τα χαλάσματα και τα συντρίμμια της αναπόφευκτα καταδικασμένης σε θάνατο ανθρωπότητας, αλλά από τον ουρανό, από το Πνεύμα του από την πηγή της ζωής.
Μιλάμε για την σημαντική ανθρωπολογική μεταλλαγή που σημαίνει η Γέννηση του Χριστού σαν νάναι μόνο μια σχετική βέβαια με μας αλλά και ανεξάρτητη από μας αντικειμενική κατάσταση και ξεχνάμε να συσχετίσουμε άμεσα και ζωντανά, δυναμικά και υπαρξιακά ο καθένας ξεχωριστά τον εαυτό του με το σημαντικό γεγονός της Γεννήσεως. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι σ’ αυτή την προσωπική του καθενός παράλειψη οφείλεται η τραγική αντίφαση κατά την οποία, ενώ ο Χριστός γεννήθηκε για να σώσει τον άνθρωπο από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου, οι άνθρωποι καθημερινά φθείρονται, καταστρέφονται και καταστρέφουν τους άλλους· ενώ οι άγγελοι ψάλλουν το χαρμόσυνο μήνυμα ότι «ετέχθη Σωτήρ» και ήλθε «επί γης ειρήνη» (Λουκ. 2, 11·14), παράλληλα τα μέσα επικοινωνίας και ενημερώσεως μας μεταφέρουν θλιβερές ειδήσεις πολέμων και καταστροφών.
Η Γέννηση του Χριστού αποκτά νόημα σαν υπαρξιακό γεγονός του κάθε ανθρώπου στην ιδιαιτερότητα και μοναδικότητά του, στο προσωπικό πρόβλημα και την αγωνία του, στο φόβο του για τον αφανισμό και στην ελπίδα του για τη ζωή. Όσο ο «ήλιος της δικαιοσύνης» δεν ανατέλλει μέσα στη ψυχή του κάθε ανθρώπου, άδικα αυτός περιμένει το φωτισμό της ανθρωπότητας στη γενικότητά της· όσο η σωτηρία δε γίνεται γεγονός προσωπικό του, αδικαιολόγητη θάναι η απορία και διαμαρτυρία για τη γενική επικράτηση του μίσους, του εγκλήματος, του πολέμου· κι’ όσο η Γέννηση του Χριστού μένει απλώς ένα σημαντικό πλην όμως μακρινό ιστορικό γεγονός ή μια συγκινητική μόνο γιορτή της Εκκλησίας και δεν συντελείται μέσα στον κάθε άνθρωπο, μάταια θα αναζητούμε τις εμφανείς συνέπειες της.
Ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης ενσαρκώνεται μέσα στην ιστορία τέμνοντάς την αποφασιστικά σαν φωτεινό ορόσημο σε προχριστιανικό σκότος και σε χριστιανικό φως, σε προχριστιανικό μίσος και σε χριστιανική αγάπη, σε προχριστιανική ατμόσφαιρα οσμής θανάτου και σε χριστιανική ελπίδα αναστάσεως. Αν η ζωή των ανθρώπων σήμερα έχει τα παραπάνω προχριστιανικά χαρακτηριστικά, η αιτία δεν βρίσκεται έξω από τον εαυτό τους. Η Γέννηση του Χριστού δεν σημαίνει αναγκαστική επικράτηση της αγάπης και της ειρήνης, άλλ’ αποτελεί αφετηρία διαλόγου, δυνατότητα αλλαγής του άνθρωπου σε τρόπο ώστε, αν ακούσει και ενστερνισθεί το θείο μήνυμα, να μεταβληθεί ριζικά: να παύσει να βλέπει τον συνάνθρωπό του σαν εχθρό έναντι του οποίου αμύνεται συνεχώς και μάλιστα πολλές φορές επιτιθέμενος για να εξασφαλίσει περισσότερο την οντότητά του, αλλά να τον βλέπει σαν αδελφό για τον οποίο επίσης γεννήθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Υιός του Θεού.
Πολλοί ξένοι θεολόγο: χαρακτηρίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν κατ’ εξοχή Εκκλησία της Αναστάσεως. Και είναι σωστό.
Εξίσου σωστό όμως είναι ότι οι Πατέρες και θεολόγοι της Εκκλησίας μας στρέφουν συνεχώς τις σκέψεις τους γύρω από το «μυστήριο» της ενσαρκώσεως που αποτελεί το θεμέλιο και το επίκεντρο της θεολογίας τους, που συνιστά την προϋπόθεση της σωτηρίας των ανθρώπων, που σημαίνει την αλλαγή και ανακαίνιση των πάντων.
Πέρα όμως από τις χρήσιμες ασφαλώς θεολογικές διατυπώσεις για το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου, πέρα από την αναγνώριση της ανθρωπολογικής σπουδαιότητας και της αναπλαστικής δυνάμεώς της, πέρα και μέσα από την πανηγυρική ατμόσφαιρα των ωραίων εκκλησιαστικών ύμνων, εκείνο που χρειάζεται για τη φανέρωση των συνεπειών της Γεννήσεως του Χριστού είναι το προσωπικό ταπεινό γονάτισμα του καθενός μπροστά στη φάτνη, η απόφαση διαλόγου υπαρξιακού με τον γεννηθέντα και πάντοτε παρόντα μέσα στον κόσμο Σωτήρα.