Παραμονή Πρωτοχρονιάς ο γέρο χρόνος ο στριμμένος δεν ήθελε να κλείσει το βαρύ μπαούλο του με όλες τις κουρελαρίες του μέσα κι αφού έβγαλε την τσαγιέρα από τη φωτιά, πρόσφερε τσάι στις μέρες, στις βδομάδες και στους μήνες, που είχαν γεράσει μαζί του και κουρασμένοι κάθονταν γύρω του.
Η καμπάνα χτύπησε τρεις φορές στο σπίτι του γέρο χρόνου και μια κουτσή υπηρέτρια στιγμή, πετάχτηκε κουτσαίνοντας να ανοίξει την πόρτα. Μπήκαν οι ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα που πέρασαν μαζί του και ξεφυσώντας κι αναστενάζοντας στρώθηκαν κι αυτά γύρω του.
Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος πρόσφερε και σ'αυτά τσάι κι άρχισε να τους εξηγεί το τρομερό σχέδιό του. "Σας κάλεσα εδώ απόψε για να σας πω ότι δεν έχω σκοπό να εγκαταλείψω το σπίτι μου και να το αφήσω να μου το πάρει ο νέος χρόνος.
Αυτός ο νέος χρόνος θέλει να δοξαστεί με ένα παγκόσμιο γεγονός που θα γίνει, την Ολυμπιάδα.
Μα, εγώ δε θα τον αφήσω. Θα μείνω και θα αναλάβω εγώ τους Ολυμπιακούς αγώνες.
΄Ετσι μαζί με σας θα αρχίσω και πάλι να περνάω επάνω στα ρολόγια και θα δοξαστώ στους αιώνες, στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων".
"Μπράβο, μπράβο", χειροκρότησαν οι γριές υπηρέτριες στιγμές.
Οι μέρες και οι ώρες, αφού κοιτάχτηκαν με έκπληξη με αυτά που άκουσαν, μία-μία συνερχόταν κι άρχισαν να γελάνε. ΄Υστερα άρχισαν να γελάνε οι βδομάδες και τα λεπτά κι όταν στο τέλος προστέθηκαν οι μήνες και τα δευτερόλεπτα, το σπίτι του γέρο χρόνου τραντάζονταν από τα γέλια. "Ποτέ δεν μας έκανες να γελάσουμε έτσι", έλεγαν και δεν μπορούσαν να σταματήσουν.
Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος κρατούσε το χοντρό κεφάλι του, "σταματήστε", φώναζε και τον έπιασε μια νευρική τρεμούλα που έγινε σεισμός. "Τα επτά χάπια μου.
Πού είναι τα επτά χάπια μου", διέταξε κι αμέσως μια γριά υπηρέτρια στιγμή, που ήταν και λίγο κουφή, του έφερε δεκαεπτά χάπια που τα ήπιε όλα με μιας.
- Τώρα είμαι καλύτερα. Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, ναι! Που λέτε, εγώ θα μείνω και μαζί μου θα μείνετε κι εσείς και θα...
- Μα πώς θα γίνει αυτό γέρο χρόνε στριμμένε; Είπαν οι μέρες.
- Ο,τι πέρασε περνά και δεν ξαναγυρνά, είπαν οι βδομάδες κι οι μήνες συμφώνησαν.
Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος που φορούσε μια γκρίζα φθαρμένη στολή με χρυσά κουμπιά και συρίτια κι ένα σκουριασμένο ρολόι στο κεφάλι αντί για καπέλο, έκανε μια νευρική κίνηση και καθώς χύθηκε το καυτό τσάι επάνω του, έβγαλε μια αστεία κραυγή.
Τότε οι ώρες μαζί με τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα του φώναξαν:
"Το μπαούλο σου να κλείσεις και να μην ξαναγυρίσεις".
"Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ!", άστραψε και μπουμπούνισε ο γέρο χρόνος ο στριμμένος κι έριξε μια ξαφνική μπόρα μαζί με χοντρό χαλάζι που έσπαγε τα κεραμμύδια των σπιτιών και κατέστρεφε τις σοδειές από τα χωράφια, ενώ οι άνθρωποι έτρεχαν να φυλαχτούν.
"Πολύ μας ταλαιπώρησε αυτός ο χρόνος", συζητούσαν κάτω από τα υπόστεγα.
Στο σπίτι του γέρο χρόνου, οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες τελείωσαν το τσάι τους και σηκώθηκαν.
"Ας πηγαίνουμε καλύτερα", είπαν και μαζί τους σηκώθηκαν οι ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα. "Ναι, ας πηγαίνουμε, πριν ο νέος χρόνος μας βρει εδώ στο σπίτι του και θυμώσει".
"Αυτός που θα θυμώσει είμαι εγώ", είπε ο γέρο χρόνος ο στριμμένος και φυλάκισε τις μέρες, τις βδομάδες και τους μήνες στα κατάβαθα υπόγεια του σπιτιού του, εκεί που φυλάκιζε τους μπελάδες, τις σκοτούρες και τις αγωνίες. Κάθε τόσο, διέταζε τις γριές υπηρέτριες στιγμές του και ξεκλείδωναν αρκετούς απ'αυτούς τους μπελάδες, τις σκοτούρες και τις αγωνίες, για να τις μοιράσει ολόγυρα στον κόσμο.
Μα ήταν τόσες πολλές που είχαν περισσέψει στα υπόγειά του. ΄Οσο για τις ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, τα πέρασε όλα στη ζώνη του και τα έκανε κομπολόι. Δίχως αυτά δεν θα υπήρχε ο ίδιος και δεν θα μπορούσε να λέγεται χρόνος. ΄Υστερα σφράγισε καλά τα παράθυρα και πίσω από τις πόρτες έσειρε κι έβαλε βαριά έπιπλα, τα βάσανα.
Κι αυτά του είχαν περισέψει. ΄Ετσι λοιπόν ο νέος χρόνος δεν θα μπορούσε να ανοίξει να μπει στο σπίτι και να τον διώξει. ΄Όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Οι τελευταίες του ώρες επάνω στο σκουριασμένο ρολόι που φορούσε στο κεφάλι του προχωρούσαν κι ήταν έτοιμες να παραδώσουν το σπίτι στο νέο χρόνο.
Τότε ο γέρο χρόνος ο στριμμένος έβγαλε το σκουριασμένο ρολόι από το κεφάλι του και το πέταξε μακριά.
Από τα μαλλιά του ξεχύθηκαν χιόνια που έγιναν πυκνές χιονοστιβάδες και σκέπασαν όλο τον κόσμο, ενώ το σπίτι θάφτηκε για τα καλά από κάτω. "Χα, χα, χα, άντε τώρα να μας βρει ο νεαρός χρόνος", είπε, μα του κόπηκε η ανάσα κι έπιασε την καρδιά του.
΄Ένα-ένα τα χρυσά κουμπιά από τη φθαρμένη, γκρίζα στολή του έπεφταν στο πάτωμα και κυλούσαν γύρω από τις τελευταίες υπηρέτριες στιγμές του, που έτρεχαν από δω κι από κει για να τα μαζέψουν. Μια άλλη γριά στιγμή που δεν έβλεπε καλά, ήρθε γρήγορα με βελόνα και κλωστή για να τα ράψει, μα το ύφασμα της στολής του ήταν πια ένα σκέτο κουρέλι.
Ο γέρο χρόνος ο στριμμένος ένοιωθε πολύ κουρασμένος με όλα τούτα.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε με ένα ροχαλητό από κεραυνούς και μπουμπουνητά και δεν ξαναξύπνησε..........