Κάποιος νέος κάποτε, ζώντας ακόλαστη ζωή, θέλησε κάποια Κυριακή να πάει στην εκκλησία, από περιέργεια. Στο κήρυγμά του ο λειτουργός ιερέας μίλησε για τη μετάνοια. Ο νέος συγκλονίστηκε τόσο πολύ, τόσο βαθειά, ώστε αποφάσισε να αλλάξει ζωή. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ζήτησε να εξομολογηθεί. Εξομολογήθηκε και την επομένη αποσύρθηκε στην ερημική του εξοχική κατοικία και έκλαιγε νύχτα μέρα για τις αμαρτίες του. Κατά παράδοξο, όμως, τρόπο δεν μπορούσε να παρηγορηθεί. Μια νύχτα σαν σε όραμα βλέπει τον Κύριο, τριγυρισμένο από ουράνιο φως και με καλοσύνη, τον ρωτάει με την γλυκύτατη εκείνη φωνή Του: - Τι έχεις παιδί μου και κλαις με τόσο πόνο; - Κλαίω, Κύριε, γιατί έπεσα. «Έπεσα», είπε με απόγνωση ο αμαρτωλός νέος. - Ε, τότε σήκω. - Δεν μπορώ μόνος Κύριε… Τότε άπλωσε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλεύς της αγάπης, ο φιλάνθρωπος Κύριος, και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος, όμως, δεν σταμάτησε να κλαίει… Και τον ρωτάει ο Κύριος. - Τώρα γιατί κλαίς; - Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτον των χαρισμάτων σου και τα νιάτα μου στις ασωτείες. Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με πολλή ιλαρότητα. - Αφού για μένα κλαις τόσο πολύ και’γω ξέχασα όλες σου τις αμαρτίες. Ο νέος σήκωσε τα μάτια του για να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του Χριστόν, μα Εκείνος είχε εξαφανιστεί. Λυτρωμένος πλέον από το βάρος της αμαρτίας και αναγεννημένος επέστρεψε στο σπίτι του. Από τότε έγινε το πιο λαμπρό παράδειγμα ενός πιστού χριστιανού, μέσα και έξω απ’ το σπίτι του, με λόγια και με έργα.
Αυτή η ιστορία, έχει να μας διδάξει πολλά. Και το πρώτον είναι η ανάγκη του τακτικού εκκλησιασμού από όλα τα μέλη της οικογένειας. Διότι η Θείας Λειτουργία με τις ιερές ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα, το κήρυγμα, και ειδικά την Θεία Κοινωνία, παρέχουν τις προϋποθέσεις της σωτηρίας μας. Ο λόγος του Θεού που ακούγεται είναι ο σωτήριος σπόρος που σπέρνεται στις καρδιές των χριστιανών. Και αν μεν η καρδιά αποδειχθεί γη αγαθή, τότε ο σπόρος μεγαλώνει και αποδίδει καρπούς μετανοίας, τριάκοντα, εξήκοντα, εκατό. Μετάνοια σημαίνει, ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής μας. Την άρνηση της αμαρτίας με όλη μας την καρδιά. Μίσος για το διάβολο. Τα πάθη μας και τις αδυναμίες μας, δυνατή απόφαση να μην ξαναπέσουμε στα ίδια. Να αισθανθούμε ως αμαρτωλοί ότι ζούμε σ’ ένα στάβλο μαζί με τους χοίρους. Απέναντι δε από το στάβλο, βρίσκεται η πολυτελής βίλα του πατέρα μας. Και τότε να πούμε : «Μα καλά τρελλάθηκα; Εδώ ο πατέρας μου έχει ένα παλάτι με όλα τα αγαθά και γω κάθομαι εδώ μέσα στις βρωμιές, μέσα στην κοπριά. Γυρίζω πίσω. Επιστρέφω, δηλαδή, στο σπίτι. Συμφιλιώνομαι με το Θεόν Πατέρα μου και με το κάθε αδελφό που έβλαψα και αρχίζω μια καινούργια ζωή, αναγεννημένος πλέον και δεδικαιωμένος». Άρα με τα έργα μετανοεί ο χριστιανός και όχι με τα λόγια. «Όλοι οι πνευματικοί, όλοι μαζί οι Πατριάρχες, όλοι οι Αρχιερείς, και ο όλος ο κόσμος να σε συγχωρέσουν είσαι ασυγχώρητος, αν δεν μετανοήσεις έμπρακτα», λέγει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Εάν, δηλαδή, δεν μισήσουμε την αμαρτία, και αν δεν πονέσουμε για το κακό που κάναμε στην ψυχή μας και στις ψυχές των άλλων, προσέξτε το αυτό, και στις ψυχές των άλλων κάνουμε ζημιά με τη δική μας αμαρτία, και δεν αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι τίποτα. Εδώ, όμως, αδελφοί μου πρέπει να αναφέρουμε μερικούς τρόπους εξομολογήσεως χριστιανών, που δεν είναι καθόλου σύμφωνα με το πνεύμα του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως. Πρώτον: Η εξομολόγησις δεν είναι φιλική συζήτησις με τον πνευματικό. Ούτε μπορούμε να ρθούμε και να καθίσουμε μπροστά του, καθήμενοι σταυροπόδι. Δεύτερον: Δεν είναι ξερή απαρίθμησις αμαρτημάτων που αναφέρονται σε μια κόλλα χαρτί. «Είμαι αυτό, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι εκείνο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, είμαι το άλλο, το άλλο…». Αυτό δεν είναι Εξομολόγησις! Τρίτον: Δεν είναι αναφορά των καλών μας έργων. Τέταρτον: Δεν είναι μετάθεσις της ευθύνης στους άλλους. Γιατί στην ουσία εξομολογούμαστε τις αμαρτίες των άλλων και όχι τις δικές μας. Πέμπτον: Υπάρχει μια κατηγορία χριστιανών που είναι όλο δικαιολογίες. Είναι μεν αμαρτωλοί, ναι μεν έπεσαν σε σοβαρά λάθη, στην άλφα ή στην βήτα θανάσιμη ή μη αμαρτία, αλλά φταίνε πάντοτε οι άλλοι, φταίνε οι περιστάσεις, φταίει η κακιά τους τύχη, φταίνε τα μάγια που τους έκαναν οι άλλοι, φταίει ακόμα και η κακή συνήθεια. Αυτοί δεν φταίνε ποτέ. Είναι καλοί άνθρωποι. Αγαπάνε όλο τον κόσμο αλλά αμάρτησαν γιατί φταίνε οι άλλοι. Έχουν, είναι αλήθεια, πολλές και καλές δικαιολογίες, και μερικές είναι και πολύ λογικές. Αλλά, χριστιανοί μου, η δικαιολογία είναι δικαιολογία. Δεν είναι αναγνώρισις του σφάλματος που ξεκινάει από τον ίδιο τον εαυτόν μας. Η δικαιολογία, λένε οι Πατέρες, είναι ο δικηγόρος του διαβόλου. Θέλετε να το επαναλάβω; Όσοι δικαιολογούμαστε στην εξομολόγηση καλούμε τον διάβολο συνήγορο. Γι’ αυτό, όποιος δικαιολογείται, ούτε σωστή εξομολόγηση κάνει, ούτε αληθινή μετάνοια έχει. Έκτον: Δεν είναι, επίσης, εξομολόγησις το να ζητάμε να μας διαβαστεί η συγχωρητική ευχή, χωρίς να εξομολογηθούν, και αυτό διότι πιστεύουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ή άμα δεν έχουν αμαρτίες, αν δεν έχουν αμαρτήσει, δεν τους χρειάζεται και η ευχή. Εάν είναι άγιοι, να τους βάλουμε και μια μετάνοια.
Έβδομον: Δεν υπάρχει μετάνοια, όταν οι εξομολογούμενοι αντιδρούν στις υποδείξεις του πνευματικού για κάποια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, για εγκράτεια και προσευχή, για λογική νηστεία, για εκκλησιασμό, για μικρό πνευματικό αγώνα και λοιπά. Όγδοον: Άλλοι πάλι το έχουν δίπορτο και για να μην το πω και τρίπορτο. Όποια γνώμη ή συμβουλή τους βολεύει, αυτή και ακολουθούν διότι πηγαίνουν σε δυο και τρείς πνευματικούς. Από τις αντικρουόμενες όμως οδηγίες των δύο πετραχηλίων δημιουργείται ψυχική ακαταστασία, που αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη σωτηρία τους. Ένατον:Υπάρχουν και αρκετοί χριστιανοί, που αναζητούν πνευματικούς με προορατικά, με διορατικά ή και με προφητικά χαρίσματα. Εξαιτίας δε αυτών των λανθασμένων αναζητήσεων, ο πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε τα εξής, προσέξτε το τι έλεγε: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού, βγήκε γύρω από το όνομά μου η φήμη, ότι είμαι άγιος, και από τότε έχω χάσει την ησυχία μου». Το επαναλαμβάνω: «Με την ευχή του διαβόλου και την κατάρα του Θεού βγήκε η φήμη ότι είμαι άγιος». Άρα, αυτού του είδους οι χριστιανοί δεν ενδιαφέρονται για την σωτηρία της ψυχής των, δια μέσου της αληθινής μετανοίας, αλλά ψάχνουν να βρούν μαγικές λύσεις για τα προβλήματά τους, ή για να καμαρώνουν, για τον άγιο πνευματικό που έχουν. Μα όσο πιο πολύ άγιος είναι ο πνευματικός, τόσο και περισσότερο μεγαλώνουν οι ευθύνες μας απέναντι στον Άγιο Θεό. Τα παραδείγματα που αναφέραμε, είναι αρκετά, υπάρχουν και άλλα, αλλά θα φανεί ότι θίγω ορισμένους εξ ημών. Εκείνο που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η αληθινή μετάνοια. Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος και της αθλιότητός μας, αδελφοί μου, μπορεί να μας έρθει και εντελώς απροσδόκητα, ύστερα από ένα κήρυγμα. Ή ύστερα από ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε σε μας προσωπικά το γεγονός αυτό, είτε στην οικογένειά μας. Και αυτό μπορεί να μας δημιουργήσει σεισμόν μετανοίας. Αληθινής μετάνοιας, που για να διατηρηθεί με σοβαρότητα, χρειάζεται αρκετός χρόνος, κόπους, θυσίες, άσκηση, πολλά καυτά δάκρυα, και αγώνα πνευματικό μέρα νύχτα και πάντοτε κάτω από την Χάριν του Αγίου Θεού. Ολοκληρώνεται δε και πραγματοποιείται με υπομονή πολλή και μυστικά στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού. Αρχίζει δηλαδή καθημερινός σκληρός αγώνας, για να κοπούν οι κακές συνήθειες.
Μετανόησες, συγχωρέθηκες, τις συνήθειες να κόψεις τώρα. Να μαραθούν και να ξεριζωθούν τα πάθη. Να εξαγνισθούν οι πέντε αισθήσεις. Να περιορισθούν οι προσβολές των ακαθάρτων λογισμών απ’ τη Χάρη του Θεού. Να δημιουργηθούν νέες καλές συνήθειες. Να πυκνώσει η συνειδητή συμμετοχή στα δύο σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας και να αλλάξει ολόκληρος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά. Μετάνοια και εξομολόγησις είναι ακόμα χριστιανοί μου, ένα ξέρασμα. Ξέρασμα πνευματικό. Ξερνάμε με πόνο ψυχής όσο δηλητήριο έχουμε πιεί, ό,τι σάπιο έχουμε φάει. Στην εξομολόγηση δηλαδή ξερνάμε το δηλητήριο της αμαρτίας. Και αν αυτό το δηλητήριο της αμαρτίας δεν το αποβάλουμε αμέσως, υπάρχει κίνδυνος να μη γιατρευτούμε ποτέ και να πεθάνουμε μια για πάντα. Μετά, όμως, από το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, απαιτείται άμεση συντηρητική αγωγή με τα φάρμακα που χορηγεί το μεγάλο θεραπευτήριο της Εκκλησίας μας. Αν τυχόν πάλι η Εξομολόγησή μας δεν είναι ειλικρινής, και ολοκληρωμένη, αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Ή λέμε τις μισές αλήθειες γιατί φοβόμαστε να δούμε ποιος είναι ο πραγματικός εαυτός μας, από ντροπή; πιθανόν ή που ασυνείδητα θέλουμε να συνεχίσουμε την αμαρτία. Αυτό, όμως, είναι εμπαιγμός του μυστηρίου και «Θεός ου μυκτηρίζεται». Αυτή η τακτική, δυστυχώς, γίνεται αφορμή στο να επιστρέφουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε στα ίδια σκοτάδια της αμαρτίας και ανατρεφόμαστε ηδονικά, από την πληθώρα των παθών μας. Δεν θέλουμε, δηλαδή, να δούμε τον παλιάνθρωπο που κρύβουμε μέσα μας. Έναν άνθρωπο γεμάτο εγωισμό. Υπερηφάνεια και φιλαυτία. Έναν πεισματάρη, γεμάτο θυμό και οργή. Έναν άνθρωπο γεμάτο κακίες και αισχρότητες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην έχουμε τη συντριβή της μετανοίας. Άρα η εξομολόγησίς μας δεν είναι εξομολόγησις. Απλώς ξεγελάμε τον εαυτόν μας. Ο Θεός, όμως, που δεν θέλει το θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, επεμβαίνει πολλές φορές με τρόπους δυναμικούς, και συχνά οδυνηρούς, για να μας φέρει στα σύγκαλά μας, να μας φωτίσει και να μας βάλει μυαλό. Δηλαδή, η Θεία Χάρις ξυπνά την κοιμισμένη ή πωρωμένη συνείδησή μας και ενεργοποιείται η προαίρεσίς μας ξανά για μια νέα αρχή, για ένα καινούργιο αγώνα ειλικρινούς μετανοίας.