Με όλη την οικογένεια των φιδιών να παρακολουθεί τηλεόραση, ο Σάμυ ρώτησε την μαμά του
«Μαμά τι είναι αυτό που βλέπω;»
Kαι η μητέρα του απάντησε «Δεν θα μάθεις ποτέ μικρέ μου, αυτό δεν είναι για φίδια, είναι χιόνι. Το φιδίσιο αίμα μας χρειάζεται τον καλοκαιρινό ήλιο, στο χιόνι εμείς θα παγώσουμε και θα πεθάνουμε.
Γι αυτό και τους χειμερινούς μήνες κοιμόμαστε ή κρυβόμαστε. 'Oσο υπάρχει χιόνι όλα τα φίδια είναι κρυμμένα».
Ο μικρούλης Σάμυ όμως ονειρευόταν τις παγωμένες νιφάδες και το μυαλουδάκι του αμφέβαλλε «για όνομα του θεού, απλά θα το σκάσω κρυφά και κανένας δεν θα το μάθει, και θα διασκεδάσω με το χιόνι».
Πέταξε το παλιό του δέρμα και το χρησιμοποίησε ως καμουφλάζ για να δείξει ότι κοιμάται, το σκέπασε με το πάπλωμά του και περίμενε να καθαρίσει το πεδίο για να φύγει από την φωλιά. Και έτσι κι έγινε.
Ήταν εκεί και το χιόνι τον περίμενε, τόσο απαλό και γυαλιστερά λευκό, κυλίστηκε μέσα και πάνω το. Αυτό το μικρό φιδάκι τελικά λάτρευε το χιόνι. 'Eπαιζε φτιάχνοντας σχεδιάκια και καθώς χτύπησαν οι βραδινές καμπάνες είχε ήδη φύγει ο ήλιος και το σκοτάδι ήταν βαθύ.
Τότε μόνο ανακάλυψε ο μικρός Σάμυ ότι είχε χάσει το δεύτερο στρώμα του δέρματός του.
'Aρχισε να κρυώνει πολύ και σύντομα η αναπνοή το άρχισε να πέφτει. Είχε παγώσει και η γλώσσα του και η μύτη του σκεπάζονταν από πάγο. Δεν μπορούσε να κινηθεί όπως πριν και άρχισε να γλιστράει.
«Πρέπει να κάνω κάτι σύντομα, πριν γίνω παγοκολώνα» σκέφτηκε.
Και τότε ξαφνικά από τον ουρανό ήρθε ένα μικρό έλκηθρο. «Η απάντηση στις προσευχές μου» σκέφτηκε ο μικρούλης «ίσως και να επιβιώσω αν καταφέρω να τυλιχτώ εκεί».
Είδε μερικά τριχωτά πλασματάκια εκεί κοντά αλλά το κρύο τον έκαναν και ξεπέρασε τον φόβο του.
'Eφτασε το έλκηθρο και οι ελπίδες του λιγόστευαν καθώς σκαρφάλωνε με πόνο επάνω του. αλλά αυτό δεν τον βοήθησε, αντιθέτως ένιωσε περισσότερο κρύο. Ξαφνικά είδε ένα πλαστικό ραβδί που μπορούσε να τον προστατεύσει από τον καιρό και είχε τριγύρω του δέρμα. Τυλίχτηκε γύρω από αυτό και έλπιζε να επιβιώσει.
Είδε έναν μεγάλο χονδρό άντρα με λευκά γένια και μια χαζούλικη γκριμάτσα να ανεβαίνει στο έλκηθρο και συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι αυτά τα τριχωτά πλάσματα έσερναν το έλκηθρό του. Κοίταξε πιο προσεκτικά τριγύρω του και είδε μια κόκκινη στολή και τις οπλές των ταράνδων. Δεν το πίστευε είχε εμπρός του τον Αϊ Βασίλη!!
Και έτσι καθώς ο μικρούλης καημενούλης Σάμυ προσπαθούσε να κρυφτεί, ο 'Aγιος Βασίλης ξεκινούσε φωνάζοντας «Πάνω και ψηλά, πάνω και ψηλά». Ο Σάμυ νόμιζε ότι ο ουρανός γινόταν ολοένα και πιο κρύος και έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το χερούλι.
'Eλπιζε ότι ο 'Aγιος δεν θα τον καταλάβαινε και μόνο η ουρά του φαινότανε λίγο.
Κάθε φορά προσγειώνονταν σε μια σκεπή και σύντομα ήτανε και πάλι πάνω στον ουρανό, και τότε άκουσε «πήγαινε Πράνσερ, κουνήσου Ντάνσερ μην χαμηλώνεις, για να κρατήσω την προσοχή σας σε αυτό το ταξίδι μου φαίνεται ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσω το μαστίγιό μου» και άρπαξε το μαστίγιο τόσο συνηθισμένα μιας και το χε κάνει τόσες φορές όμως του φάνηκε χαλαρό και κάπως γλοιώδες.
Ήταν επειδή στο χέρι του είχε τον Σάμυ. Και αυτό το μαστίγιο δεν έκανε ούτε κρακ απλά σίγησε στον αέρα.
Και καθώς ο 'Aγιος χάζεψε με μεγάλη έκπληξη, τα φοβισμένα φιδίσια ματάκια τον κοίταξαν πίσω.
Ο Αϊ Βασίλης αναφώνησε «για το όνομα του θεού, το μαστίγιό μου μετατράπηκε σε ένα φίδι!!!» και ο καημενούλης ο Σάμυ βρήκε μόνο αυτές τις λέξεις να πει «κρύωνα τόσο και θα πάγωνα αν δεν ερχόμουν εδώ....είναι χειμώνας και τα φίδια δεν πρέπει να κυκλοφορούν όμως εγώ αγαπώ το χιόνι και έπρεπε να παίξω μαζί του, με προειδοποίησε η μαμά μου αλλά εγώ δεν την άκουσα και θα ήμουν σίγουρα νεκρό αν δεν ήσουνα εσύ..».
Ο Αϊ Βασίλης απάντησε «κοίτα τι θα κάνουμε, θα με βοηθήσεις πριν να φύγε τελείως η νύχτα και θα κάνεις το μαστίγιο για να τους κάνεις να πηγαίνουν πιο γρήγορα».
Κρίμα που δεν το δε αυτό ο κόσμος, ήταν πραγματικά αστείο!! Οι τάρανδοι γέλαγαν και τραγουδούσαν «ο 'Aγιος Βασίλης έρχεται στην πόλη..» και η νύχτα έμοιαζε να περνάει πετώντας, μοιράζοντας τα δώρα κατά μήκος του ουρανού.
Ο 'Aγιος έλεγξε προσεκτικά την λίστα με δώρα και μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν λείπει κανένα από κανένα παιδί , ξαφνικά βγήκε και ο πρωινός ήλιος.
Και 'Aγιος φώναξε «αυτό είναι παιδιά, τελειώσαμε! Μέχρι τώρα η γυναίκα μου και τα ξωτικά θα ξέρουν ότι σώσαμε τον Σάμυ από το χιόνι».
Στο σπίτι του Αϊ Βασίλη λέγανε την ιστορία και ο Σάμυ άστραφτε από χαρά αλλά παρόλα αυτά δεν ξεχνούσε πόσο φοβήθηκε το κρύο και την νύχτα.
Η γυναίκα του Αϊ Βασίλη άνοιξε το κουτί με τα πλεκτά της και έφτιαξε του Σάμυ δύο κάλτσες σαν σωλήνες, η κόκκινη ήταν για να την φοράει και η πράσινη για ανταλλακτική. «Τώρα πρέπει να μας πεις αν θες να μείνεις ή αν θες να φύγεις και να πας σπίτι σου.
Πάω στοίχημα ότι η μαμά σου θα έχει ανησυχήσει πάρα πολύ.
Πάντως αν θες οι φίλοι μου θα σε πάνε μέχρι εκεί» είπε ο Αϊ Βασίλης.
«Θέλω να πάω σπίτι μου, μου λείπει η μαμά μου πάρα πολύ, θα τους ειδοποιήσω για το τι βρίσκετε εδώ πάνω και θα βεβαιωθώ ότι όλοι θα παραμείνουν κάτω όλο τον χειμώνα. Δεν ήθελα να το σκάσω, θα θελα να πάω πίσω σπίτι. 'Oμως επειδή η μαμά θα είναι και θυμωμένη θα ήθελα να της γράφατε ένα μικρό γράμμα» είπε ο Σάμυ.
Ο Αϊ Βασίλης γέλασε και είπε «αυτό το μήνυμα θα πάει και μέσω Ιντερνετ «ετοίμασε ένα πάρτι καλωσορίσματος για τον γιο σου, όλος ο κόσμος είναι περήφανος για αυτό που έκανε»
Και όταν ο Σάμυ πήγε σπίτι όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι και τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν και ο Αϊ Βασίλης είπε.. «eίναι και κάτι που πρέπει να ξέρεις.
Κάθε 25η Δεκεμβρίου θα θυμόμαστε όλοι την ειδική μας βόλτα και σε κάθε χριστουγεννιάτικο ταξίδι μας θα σε σκεφτόμαστε σαν το χριστουγεννιάτικο φίδι μας!! Είσαι ο Σάμυ Ήρωας»
Τώρα ο Σάμυ το φιδάκι είναι πίσω στο σπίτι του φορώντας το πράσινο καλτσάκι, είναι ζεστός χαρούμενος και ευτυχισμένος και η μαμά του είναι σίγουρη ότι θα μείνει μέσα όταν χιονίζει.