Και στους Προμάχους αλλά και στη Σωσάνδρα υπήρχε η συνήθεια να βάζει η γιαγιά στο τζάκι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων πέντε κάρβουνα, που το καθένα ταυτίζονταν με κάποιο αγροτικό προϊόν. Το ένα κάρβουνο ταυτιζόταν με το σιτάρι, το άλλο με το καλαμπόκι, το άλλο με το κριθάρι. Αν γινόταν μέχρι το πρωί στάχτη όλα τα κάρβουνα, τότε θα υπήρχε καλή σοδειά τη νέα χρονιά σε όλα τα αγροτικά προϊόντα. Αν όμως γίνονταν στάχτη μερικά κάρβουνα, τότε θα υπήρχε καλή σοδειά μόνο στα προϊόντα που συμβόλιζαν τα αντίστοιχα κάρβουνα. Το έθιμο φανερώνει την ανησυχία του αγροτικού κόσμου για τη γεωργική παραγωγή της επόμενης χρονιάς.
Σύμφωνα με κάποιο άλλο έθιμο το βράδυ της παραμονής έβγαζε κάθε οικογένεια τρία κάρβουνα από το τζάκι. Το ένα αποσκοπούσε στην προστασία της οικογένειας από το Θεό, το δεύτερο στη πρόοδό της οικογένειας και το τρίτο ήταν για τα ζωντανά. Ο παππούς έκοβε ένα ξύλο ροδιάς ή τζιτζιφιάς και το έβαζε στη φωτιά, που έκαιγε μέσα στο τζάκι.
Εκεί το ξύλο καίγονταν λίγο-λίγο κατά την διάρκεια του βραδινού φαγητού, διαδικασία που γινόταν κάθε βράδυ από την παραμονή μέχρι τα Φώτα. 'Eπειτα ο παππούς έκοβε ένα κομματάκι από το ξύλο που δεν είχε καεί και το έδενε στο αλέτρι, για να είναι "γερό" το αλέτρι και να υπάρχει αφθονία στη γεωργική παραγωγή. Το καμένο ξύλο το έκρυβαν σε κάποιο σημείο του αμπελιού.
Την παραμονή των Χριστουγέννων η γιαγιά ζύμωνε ένα ψωμί με σόδα, όπου έβαζε μια τρύπια δεκάρα και στη συνέχεια το έψηνε "στη στάχτη". Το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού μαζεύονταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι, ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε το χριστόψωμο. Το πρώτο κομμάτι ήταν αφιερωμένο στο Θεό, το δεύτερο στο σπίτι, για το "καλό", το επόμενο στα ζώα, για την παραγωγή τους. 'Eπειτα έπαιρνε ένα κομμάτι κάθε μέλος της οικογένειας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το μοίρασμα του χριστόψωμου είναι έθιμο που παραπέμπει στις σπονδές των αρχαίων Ελλήνων.
Στη συνέχεια η δυναμική γιαγιά έδενε με μια κλωστή το φλουρί σ' ένα γκιούμι, όπου έμενε μέχρι το πρωί των Φώτων. Τότε τα εγγόνια πήγαιναν να γεμίσουν νερό στο γκιούμι, απ' όπου έπιναν τα μέλη της οικογένειας, για να υπάρχει υγεία. Και η γιαγιά φύλαγε την "τρύπια δεκάρα" του τυχερού μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα. Το πρωί των Χριστουγέννων, χαρούμενοι και καθαροί από τη νηστεία των σαράντα ημερών, οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, για να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού.
Το μεσημέρι συγκεντρώνονταν όλη η οικογένεια στο σπίτι, όπου γίνονταν πλούσιο φαγοπότι με βασικό φαγητό το χοιρινό κρέας κι έπειτα ακολουθούσε χορός και τραγούδι. Μετά το χριστουγεννιάτικο δείπνο οι νοικοκυρές "δε σήκωναν το τραπέζι", γιατί κυριαρχούσε η δοξασία ότι θα καθόταν ο Χριστός, για να φάει. Το τραπέζι το μάζευαν το επόμενο πρωί.
Χαρακτηριστική είναι η απουσία του χριστουγεννιάτικου δένδρου, από τους Προμάχους και τη Σωσάνδρα τα παλιότερα χρόνια, όπως άλλωστε και από τα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Η καθιέρωση όμως και στα χωριά αυτά τα τελευταία χρόνια του εθίμου αυτού, που παραπέμπει στο αρχαίο ρωμαϊκό έθιμο του στολισμού των σπιτιών με κλαδιά δένδρων και που πέρασε σε μας από τις βόρειες χώρες δεν είναι κατακριτέα. Κι αυτό, γιατί το χριστουγεννιάτικο δένδρο, που συμβολίζει την αναπαραγωγή, την αναβλάστηση, το "οικογενειακό δένδρο" και την καινούρια ζωή, χαρίζει κέφι και χαρά σε μικρούς και μεγάλους, απομακρύνοντάς τους από την πεζή πραγματικότητα.