«Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Αδάμ καί η Εύα δημιουργήθηκαν 5000 χρόνια περίπου π.Χ. Ενώ η Επιστήμη δέχεται ότι οι πρώτοι άνθρωποι εμφανίσθηκαν στη γη πριν από εκατοντάδες χιλιάδες ή καί εκατομμύρια χρόνια»!
Σύμφωνα με τις γενεαλογίες της Π. Διαθήκης, καί το κείμενο των Ο' ειδικότερα, η δημιουργία των Πρωτοπλάστων έγινε:...
Περίοδος π.Χ.
Μέχρι τον Αβραάμ 2.000 χρόνια
από Αβραάμ μέχρι το Νώε 1.307 χρόνια
από Νώε μέχρι τον Αδάμ 2.262 χρόνια
Αδάμ καί Εύα 5.569 χρόνια
α) Ο υπολογισμός του χρόνου στην Π. Διαθήκη:
Οι άνθρωποι στην αρχαία εποχή δεν έδιναν μεγάλη σημασία στο χρόνο, όπως εμείς οι σημερινοί. Για τη μέτρηση του χρόνου καί τον υπολογισμό των ωρών, των ημερών, των ετών κ.λπ., ούτε επίσημα ημερολόγια υπήρχαν ή ημεροδείχτες ούτε ρολόγια. Το μοναδικό ρολόι πού υπήρχε ήταν ο ήλιος, με την κίνηση του οποίου (ανατολή, μεσουράνημα, δύση) οι άνθρωποι ρύθμιζαν τις εργασίες τους καί γενικά τη ζωή τους.
Για τους συγγραφείς της Π. Διαθήκης ειδικότερα υπάρχει καί ένας άλλος λόγος, για τον οποίο δεν επιμένουν σε ακριβείς χρονολογικές καταγραφές. Καί ο λόγος αυτός είναι ότι ο σκοπός τους ήταν καθαρά θρησκευτικός καί όχι ιστορικός. Οι συγγραφείς δηλαδή της Π. Διαθήκης ενδιαφέρονταν να καταγράψουν κυρίως τα έργα καί τη δράση του Θεού στον κόσμο καί την ιστορία (στο χώρο καί το χρόνο) για την σωτηρία του ανθρώπου. Μέσα στα πλαίσια αυτά, τα επί μέρους στοιχεία, όπως λ.χ. ο γεωγραφικός τόπος, η ακριβής χρονολογία (έτος, μήνας, ημέρα, ώρα κ.λπ.) δεν είχαν παρά δευτερεύουσα σημασία.
Αντίθετα όμως στις γενεαλογίες οι συγγραφείς της Π. Διαθήκης δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Σημειώνουν δηλαδή τους γενεαλογικούς καταλόγους (γενεαλογικό δένδρο) ορισμένων διακεκριμένων προσώπων της αρχαιότητας. Από τους καταλόγους αυτούς, οι πιο σημαντικοί, πού έχουν σχέση καί με το θέμα μας, είναι οι γενεαλογίες του Αδάμ (Γεν. ε'), του Νώε (Γεν. ια' 10-32) καί του Αβραάμ (Γεν. κα' εξ.). Εάν, μαζί με τις γενεαλογίες έδιναν καί τις αντίστοιχες χρονολογίες, όπως τις κατανοούμε εμείς σήμερα, θα μπορούσαμε να υπολογίσομε ακριβώς το χρόνο πού δημιουργήθηκε ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ.
Ωστόσο, καί οι γενεαλογικοί αυτοί κατάλογοι είναι αποσπασματικοί καί ελλιπείς. Ακόμη καί στο ίδιο το κείμενο της Γενέσεως πού υπάρχει σε τρεις τύπους, το Εβραϊκό, το Σαμαριτικό και της μεταφράσεως των Ο' παρατηρούνται σημαντικές διαφορές, ως προς τις χρονολογίες.
Έτσι, από τον Αδάμ μέχρι το Νώε στο Εβραϊκό κείμενο μεσολαβούν 1656 χρόνια, στο Σαμαριτικό 1307 χρόνια καί στη μετάφραση των Ο' 2242-2262 χρόνια. Καί από το Νώε μέχρι τον Αβραάμ μεσολαβούν, κατά το Εβραϊκό κείμενο 1946 χρόνια, κατά το Σαμαριτικό 2247 καί κατά τους Ο' 3312 χρόνια! Ανάμεσα δηλαδή στα δύο επίσημα κείμενα πού χρησιμοποιεί η χριστιανική Εκκλησία (Δυτική καί Ανατολική) υπάρχει διαφορά 1000-1200 ετών.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν γνωρίζομε τον τρόπο, με τον οποίο οι αρχαίοι υπελόγιζαν το χρόνο ή ότι οι αριθμοί πού αναφέρουν είναι εντελώς συμβολικοί. Πάντως, η ηλικία του ανθρωπίνου γένους πρέπει οπωσδήποτε να είναι μεγαλύτερη από 5000 χρόνια π.Χ. Αυτό φανερώνουν τόσο η στατιστική του πληθυσμού της γης όσο καί τα παλαιοντολογικά ευρήματα.
β) Η ηλικία του ανθρωπίνου γένους:
Η στατιστική του παγκοσμίου πληθυσμού υπολογίζει ότι το 5.000 π.Χ. οι κάτοικοι της γης ήταν 3-5.000.000. Ο αριθμός αυτός μεταθέτει πολύ προς τα πίσω τόσο τον Κατακλυσμό όσο καί τη δημιουργία των πρώτων ανθρώπων. Οι παλαιοντολόγοι πού δέχονται τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών ισχυρίζονται ότι ο πρώτος άνθρωπος εμφανίσθηκε στη γη πριν από 100.000-3.500.000 χρόνια (μακροχρονολόγηση). Τον ισχυρισμό τους αυτό οι παλαιοντολόγοι επιστήμονες τον στηρίζουν αφ' ενός στην ηλικία των παλαιοντολογικών ευρημάτων καί αφ' ετέρου στη θεωρία της εξέλιξης, βασική προϋπόθεση της οποίας είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί, όπως λένε, για να γίνει η εξελικτική διαμόρφωση του ανθρώπου χρειάσθηκε πολύ χρόνο καί πιο συγκεκριμένα εκατοντάδες χιλιάδες καί εκατομμύρια ακόμη χρόνια!
Υπάρχουν όμως καί άλλοι επιστήμονες, κυρίως αρχαιολόγοι καί φυσικοί, οι οποίοι, επί τη βάσει δικών τους υπολογισμών, υποστηρίζουν μικρότερες χρονολογίες (βραχυχρονολόγηση) καί τοποθετούν την εμφάνιση του ανθρώπου από 10.000-100.000 χρόνια πρίν.
Η σοβαρή αυτή διάσταση απόψεων ανάμεσα στους ειδικούς επιστήμονες πρέπει να κάνει τους πιστούς πολύ επιφυλακτικούς ως προς την επιστημονική χρονολόγηση της ηλικίας του ανθρωπίνου γένους. Οι εξελικτικοί μάλιστα επιστήμονες διαφωνούν καί μεταξύ τους, τόσο ως προς το χρόνο, όσο καί ως προς το χώρο, όπου εμφανίσθηκε ο πρώτος άνθρωπος. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στους πιστούς ν' αμφισβητούν δικαιολογημένα την μακροχρονολόγηση, αφού οι ίδιοι οι παλαιοντολόγοι δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε οριστικά επιστημονικά συμπεράσματα.
Η βραχυχρονολόγηση όμως (10.000-100.000 χρόνια) θέτει πραγματικά ένα ερώτημα στους πιστούς, γιατί έχουν ανακαλυφθεί ανθρώπινα λείψανα πού η ηλικία τους υπολογίζεται με κάποια βεβαιότητα από 10.000-100.000 χρόνια. Μπορεί όμως ο χριστιανός ν' αποδεχθεί την άποψη αυτή, όταν η Γένεση μιλάει για 5.000 χρόνια μόνο;
Στό ερώτημα αυτό θα προσπαθήσαμε να δώσομε απάντηση στη συνέχεια.
γ) Συσχέτιση των βιβλικών στοιχείων καί της βραχυχρονολόγησης:
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του γενεαλογικού καταλόγου του Αδάμ, όπως τον δίνει η Γένεση είναι η μακροβιότητα των αρχαίων αυτών ανθρώπων. Σύμφωνα λοιπόν με το κείμενο των Ο':
1. Ο Αδάμ έζησε 930 χρόνια
2. Ο Σήθ 912 »
3. Ο Ενώς » 905 »
4. Ο Καϊνάν » 910 »
5. Ο Μαλελεήλ » 895 »
6. Ο Ιάρεδ » 962 »
7. Ο Ενώχ » 365 »
8. Ο Μαθουσάλας » 969 »
9. Ο Λάμεχ » 753 »
10. Ο Νώε » 950
όπως φαίνεται από τον πίνακα αυτόν, η ηλικία των πρώτων ανθρώπων φθάνει τα 1000 περίπου χρόνια!
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η μακροβιότητα αυτή σε εξωβιβλικές πηγές (Βέροσος, πρίσμα Weld, πλάκες Νιππούρ) επαυξάνεται σε εκπληκτικούς αριθμούς, από 10.000 μέχρι 60.000 χρόνια! Συνολικώς δε η ηλικία δέκα μόνον ονομάτων φθάνει τα 345.000 χρόνια! (Βλ. Πίνακα Δ' στο τέλος του βιβλίου). Οι ειδικοί ερμηνευτές υποστηρίζουν ότι οι αριθμοί αυτοί είναι συμβολικοί καί ότι τα ονόματα, τα οποία αναφέρονται είναι δυνατόν να εκπροσωπούν δυναστείες, φυλές ή έθνη!
Αν λοιπόν λάβομε υπόψη πρώτον, την ελλειπτικότητα και αποσπασματικότητα των γενεαλογικών καταλόγων, δεύτερον, την μακροβιότητα των αρχαίων ανθρώπων (1000 χρόνια) καί τρίτον, την άποψη ότι τα αναφερόμενα ονόματα είναι δυνατόν να εκπροσωπούν φυλές ή έθνη, μπορούμε να υπολογίσαμε την ηλικία του ανθρωπίνου γένους μέχρι τον Αδάμ μέχρι καί 100.000 χρόνια π.Χ.! Ιδού πώς:
1) Ο αδαμικός ή προκατακλυσμιαίος κόσμος (100.000-50.000 π.Χ.):
Τα ονόματα του γενεαλογικού δένδρου του Αδάμ αποτελούν κατ' αρχήν μια ομάδα δέκα οικογενειών ή φυλών. Με βάση επίσης την ελλειπτικότητα του καταλόγου μπορούμε να αυξήσομε τον αριθμό των αδαμικών αυτών φυλών. Η μεγάλη αυτη αδαμική οικογένεια μπορεί έτσι άνετα να καλύψει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι καί 50.000 χρόνια, δεδομένης της μακροβιότητας των πρώτων ανθρώπων, όπως είπαμε.
Έχοντας πάλι υπόψη ότι, ως προς το γεωγραφικό χώρο εμφάνισης του πρώτου ανθρώπου η επικρατέστερη επιστημονική άποψη συμπίπτει περίπου με τη βιβλική, μπορούμε να ορίσομε πάνω στο χάρτη το χώρο ανάπτυξης του αδαμικού, προκατακλυσμιαίου κόσμου .
2) Ο μετακατακλυσμιαίος κόσμος (50.000-10.000 π.Χ.):
Οι δέκα οικογένειες ή φυλές του γενεαλογικού δένδρου του Νώε, στις οποίες πρέπει να προστεθούν καί άλλες οικογένειες πού παραλείπονται από τον κατάλογο της Γένεσης, μπορούν άνετα να καλύψουν 30.000-40.000 χρόνια, δεδομένης καί της μείωσης του χρόνου ζωής των μετακατακλυσμιαίων ανθρώπων.
Ο ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΝΩΕ
1. Σήμ έζησε 600 χρόνια
2. Αρφαξιάδ έζησε 438 χρόνια
3. Σαλά έζησε 433 χρόνια
4. Εβερ έζησε 404 χρόνια
5. Φαλέγ έζησε 239 χρόνια
6. Ραγαύ έζησε 239 χρόνια
7. Σερούχ έζησε 230 χρόνια
8. Ναχώρ έζησε 148 χρόνια
9. Θάρα έζησε 145 χρόνια
10. Αβραάμ έζησε 175 χρόνια
Ως προς το γεωγραφικό χώρο πού κατέλαβε ο μετακατακλυσμιαίος κόσμος έχομε τα εξής στοιχεία:
Οι απόγονοι του Σήμ, Εβραίοι, Ασσύριοι, Σύροι, Ελαμίτες (κάτοικοι της Β. Κοιλάδας του Ευφράτη) αναπτύχθηκαν στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου καί της Μ. Ανατολής (βλ. καί Γεν. ι' 21-31).
Οι απόγονοι του Χαμ κινήθηκαν προς Νότον, τη Ν. καί Κεντρική Αραβία, την Αίγυπτο καί την Ανατολική ακτή της Αφρικής (Βλ. καί Γεν. ι' 6-20).
Οι απόγονοι του Ιάφεθ μετακινήθηκαν προς Βορράν καί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω από τη Μαύρη καί Κασπία θάλασσα. Έγιναν οι γεννήτορες των μεγάλων Καυκάσιων φυλών της Ευρώπης καί της Ασίας. Οι αρχαίοι Έλληνες επίστευαν ότι ο Ιαπετός (= Ιάφεθ;) ήταν ο πατέρας του ανθρωπίνου γένους.
3) Ο Νεολιθικός κόσμος (10.000-1 π.Χ.):
Για την ανάπτυξη των κατοίκων της γης κατά την περίοδο αυτή τα επιστημονικά στοιχεία συσχετίζονται απόλυτα με τα δεδομένα της Γένεσης.
δ) Η θέση της Εκκλησίας:
Η άποψη της Εκκλησίας είναι ότι η ακριβής χρονολογία της δημιουργίας του πρώτου ανθρώπου αποτελεί κεκρυμμένο μυστήριο. Ο Θεός δεν θέλησε ν' αποκαλύψει το θέμα αυτό στους ανθρώπους είτε δια της θείας Αποκαλύψεως είτε δια της επιστημονικής έρευνας.
Η Εκκλησία εξάλλου δέχεται ότι η βιβλική Κοσμογονία καί η διήγηση για τη δημιουργία του πρώτου ανθρωπίνου ζεύγους από το Θεό αποτελούν προφητικά κείμενα, πού έγραψε ο προφήτης Μωϋσής, Ο Θεός δηλαδή αποκάλυψε στον προφήτη Μωϋση ορισμένα βασικά στοιχεία για τα δυο αυτά μεγάλα θέματα της αρχής καί της αυγής της ανθρώπινης ιστορίας, όπως αντίστοιχα στον Ευαγγελιστή Ιωάννη πάλι με αποκαλυπτικό τρόπο φανέρωσε τα γεγονότα που συνδέονται με τη συνέχιση καί το τέρμα της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους.
Η θέση αυτής της Εκκλησίας είναι καθορισιτκή για τη στάση των πιστών, πού δεν μπορεί να είναι άλλη παρά μια στάση σεβασμού μπροστά στο προφητικό μυστήριο της Κοσμογονίας καί της δημιουργίας του ανθρώπου. Βέβαια, μια τέτοια στάση δεν αποκλείει την έρευνα των ειδικών, τόσο των θεολόγων ερμηνευτών όσο καί των επιστημόνων ερευνητών, για μια συνεχή πρόοδο στην προσέγγιση του μεγάλου αυτού μυστηρίου.
Συμπέρασμα
Η ηλικία του ανθρωπίνου γένους δεν είναι δυνατό να καθορισθεί με ακρίβεια. Σύμφωνα με ένα συσχετισμό των βιβλικών στοιχείων καί των δεδομένων της επιστημονικής έρευνας, μπορούμε να πούμε ότι οι πρώτοι άνθρωποι δημιουργήθηκαν πρίν από 10.000-100.000 χρόνια!
Πηγή: «Αθώος» του σεβ. Μητροπολίτου Αχελώου κ.κ. Ευθυμίου