Η Νύχτα και το Σκοτάδι ήταν δύο αγαπημένα αδερφάκια. Μόνο που διέφεραν πολύ.
Η Νύχτα ήταν χαρούμενη και ξέγνοιαστη ενώ το Σκοτάδι ήταν μελαγχολικό κι απομονωμένο στην έρημη και απόμερη μεριά της πόλης. Γι αυτό, το Σκοτάδι ένιωθε πλήξη, μονοτονία και μοναξιά.
Μάταια το καλούσε η αδερφή του η Νύχτα να βγεί από την βαθειά κρυψώνα του, να έρθει στη γιορτινή πλατεία με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια και τους Αγιο Βασίληδες και να παίξουνε με τα παιδιά που έτρεχαν τριγύρω χαρούμενα.
Όταν η θεία τους η Μέρα κουραζόταν από τις πολλές και δύσκολες δουλειές των ανθρώπων, ζαλισμένη από τις πολλές κουβέντες και τις φωνές τους, τα πέρα-δώθε στους δρόμους και στα γραφεία, άνοιγε ένα στόμα τεράστιο και χασμουριόταν.
Τότε από μέσα ξεπετάγονταν νυχτοπούλια, νυχτερίδες, κουκουβάγιες και ξωτικά της νύχτας.
Ο Μπάρμπα Ήλιος, αποκαμωμένος κι αυτός, μάζευε τις κόρες του τις ηλιαχτίδες κι αφού έριχνε ένα τελευταίο βλέμμα τριγύρω, αν όλα ήταν τακτοποιημένα, έλεγε καληνύχτα στη θεία Μέρα κι έγερνε στο πίσω κρεβάτι των λόφων. Σιγά-σιγά, οι δρόμοι, τα κτίρια και τα μαγαζιά ερήμωναν.
Το χιόνι έπεφτε δίχως διακοπή. Ψυχή δεν υπήρχε πουθενά και μόνο δύο παράξενες σκιές άρχιζαν να σαλεύουν.
Η Νύχτα και το Σκοτάδι, τα δύο αγαπημένα αδερφάκια.
"Έλα, πού είσαι; Βγες να παίξουμε", ψιθύριζε η Νύχτα στο Σκοτάδι καθώς έκανε τσουλήθρα στους παγωμένους δρόμους. Μα τα σκοτάδια δεν φαίνονται, αφού πάντα είναι κρυμμένα σε απόμερα μέρη.
Η Νύχτα επέμενε και καλούσε το Σκοτάδι να βγει χορεύοντας και σιγοτραγουδώντας χαρούμενη, μέσα στους γιορτινούς δρόμους, παρέα με τις νιφάδες χορεύτριες του χιονιού που έπεφταν απαλά επάνω στα κράσπεδα των πεζοδρομίων και στα περβάζια των μπαλκονιών.
Τα λαμπιόνια από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα αναβόσβηναν μπροστά στα παράθυρα των σπιτιών που ήταν στολισμένα με αγγελάκια και Αγιοβασίληδες.
"Βγες να δεις τι ωραία που είναι όλα", ξαναείπε η Νύχτα και καθώς παραπάτησε επάνω σε κάτι, πήρε μια τούμπα και ξαπλώθηκε φαρδιά - πλατειά επάνω στο χιόνι.
Τότε έγινε διακοπή ρεύματος. Όλα τα φώτα της πόλης έσβησαν, μα κι από τον ουρανό σα να έσβησαν ξαφνικά όλα τα αστέρια.
Η Νύχτα βρήκε το Σκοτάδι και τα δύο αδερφάκια συμφώνησαν τελικά να παίξουν ένα παιχνίδι που έπαιζαν συχνά : τις αστρόμπαλες. Καθώς έψαχνε η Νύχτα στον ουρανό να κατεβάσει μια χούφτα αστέρια, το Σκοτάδι της έδειξε κάτι που λαμπύριζε λίγο πιο πέρα στη μέση του δρόμου.
Η Νύχτα έσκυψε και είδε ότι ήταν ένα μικρό αστέρι που στραφτάλιζε το φως του, σαν ψάρι που ανέπνεε στην ξηρά. "Πώς βρέθηκες εσύ εδώ"; Είπε η Νύχτα και το πήρε προσεκτικά στην αγκαλιά της.
Το μικρό αστέρι πρώτα κοκκίνισε, ύστερα έγινε ροζουλί και στο τέλος πήρε ένα χρώμα μελί! Ήταν τόσο όμορφο και φωτεινό που το Σκοτάδι βγήκε από την κρυψώνα του και χαμογέλασε.
Τότε μισοφωτίστηκε η έρημη κι απόμερη γωνιά της πόλης.
- Πώς σε λένε αστέρι-αστεράκι;
- Διομελένια με λένε, είπε αυτό κι αφού γαλαζοπρασίνισε ξανάγινε μελί!
- Και πού μένεις Διομελένια;
- Ουρανού και Σελήνης 4, ζαλίστηκα κι έπεσα εδώ, είπε και χρυσαφοκιτρίνισε, πριν γίνει πάλι μελί!
Το Σκοτάδι είχε πλησιάσει τόσο πολύ το αστέρι που φωτίστηκε κι άλλαζε κι αυτό χρώματα.
- Θέλω να μείνεις για πάντα εδώ. Να σ'αγαπώ και να με φωτίζεις, είπε το Σκοτάδι.
- Όχι, θα με ψάχνει η γιαγιά μου η Πούλια, πρέπει να φύγω, είπε κι έσταξε ένα μικρό διαμαντάκι, σαν δάκρυ, στα πόδια της Νύχτας.
Το Σκοτάδι έσκυψε να σηκώσει το διαμαντάκι του αστεριού.
- Μπορώ τουλάχιστον να κρατήσω το διαμαντάκι σου; ρώτησε, μα το αστέρι είχε εξαφανιστεί.
Στο κατώφλι της γης, η γιαγιά η Πούλια είχε φέξει με το αστροφάναρό της κι αφού είδε τη Διομελένια, την πήρε από την αγκαλιά της Νύχτας και την καρφίτσωσε στο πέτο του ουρανού!
Αμέσως άναψαν όλα τα φώτα της πόλης!
Η γιαγιά η Πούλια κι η Διομελένια γύρισαν πίσω στο σπίτι τους κι όλα στον ουρανό και στη γη ξανάγιναν γιορτινά και χαρούμενα! Με τα λαμπιόνια από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα να αναβοσβήνουν μπροστά στα παράθυρα των σπιτιών!
Με τον Αϊ Βασίλη που κάθε τόσο πάρκαρε το έλκηθρο του στις σκεπές των σπιτιών για να ρίξει από τις καμινάδες τα δώρα των παιδιών και με τις νιφάδες χορεύτριες που είχαν στήσει τρελό χορό ολόγυρα στους γιορτινούς δρόμους!
Σκοτάδι κρυμμένο στην έρημη κι απόμερη μεριά της πόλης σταμάτησε να είναι μελαγχολικό και δεν ένοιωθε πια πλήξη, μοναξιά και μονοτονία, αφού έκρυβε μέσα του το διαμαντάκι του αστεριού!
Κάθε τόσο έπαιζε με την αδερφή του τη Νύχτα και διασκέδαζαν αλλάζοντας χρώματα, όπως το αστέρι.
Ίσως σε κάθε σκοτάδι να υπάρχει κρυμμένο ένα τέτοιο μικρό διαμαντάκι!