ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ
Η κύρια πηγή πληροφόρησης για τον Ιησού είναι τα Χριστιανικά, κανονικά Ευαγγέλια (σε αντίθεση με τα μη κανονικά ή Απόκρυφα κείμενα). Αυτά τα κείμενα, δεν αποτελούν λεπτομερείς και αναλυτικές βιογραφίες του Ιησού Χριστού, ούτε και είναι έργα καθαρά ιστορικά με την έννοια των έργων Θουκυδίδη ή του Ιώσηπου, ή άλλων ιστορικών της αρχαιότητας. Είναι κείμενα γραμμένα από αιρετικούς συγγραφείς και το καθένα έχει το όνομα κάποιου γνωστού προσώπου από την πρώτη Εκκλησία, όπως «κατά Θωμάν Ευαγγέλιο», «Πράξεις Πέτρου», «Αποκάλυξη Παύλου», «Ευαγγέλιο του Ιούδα» κλπ.
ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προεξαγγέλεται στην Παλαιά Διαθήκη από τους Προφήτες, ως Μεσσίας Χριστός, υιός Δαβίδ και Υιός ανθρώπου, κεχρισμένος Προφήτης, Βασιλέας και Αιώνιος Αρχιερέας. Τονίζεται η θεία καταγωγή του και το μέγιστο έργο της σωτηρίας πάντων των ανθρώπων. Στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός, ως άσαρκος Λόγος, φανερώνει την Αγία Τριάδα.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Οι αρνούμενοι την ύπαρξη του Χριστού παραμερίζουν αυθαίρετα τα Ευαγγέλια. Αυτά μπορεί να συγγράφτηκαν για θρησκευτικούς σκοπούς αλλά στήριζαν το σκοπό αυτό με γεγονότα πραγματικά και ιστορικά. Αν πάλι σκεφτεί κανείς ότι τα Ευαγγέλια συγγράφηκαν τον 1 αιώνα μ.Χ., λίγο αργότερα από την ύπαρξη του Ιησού, μπορεί να συμπεράνει κανείς την ιστορικότητά του.
Η μαρτυρία των Αποστόλων είναι ιστορικά και επιστημονικά αξιόπιστη. Είναι δυνατό 11 άτομα να πέθαναν, να βασανίστηκαν, να διώχτηκαν για κάτι που ήταν εν γνώση τους ψέμματα; Πότε έχει συμβεί αυτό στην Ιστορία; Ποτέ! Αν οι Απόστολοι θυσιάστηκαν για κάτι που γνώριζαν πως ήταν ψέμματα (αφού λένε κάποιοι πως ο Χριστός δεν υπήρξε) γιατί το έκαναν; Για να κερδίσουν δύναμη και δόξα; Μα πέθαναν μόνοι, καταφρονεμένοι και κυνηγημένοι! Γιατί να πεθάνει κάποιος για κάτι που δεν υπάρχει; Πόσες ευκαιρίες είχαν οι απόστολοι να κερδίσουν κάνοντας συμφωνία με τις αρχές, και δεν το έκαναν; Αν ήξεραν πως λένε ψέμματα τότε γιατί το έκαναν;
Γιατί είχαν γνωρίσει τον Χριστό προσωπικά και πίστευαν πως ήταν ΘΕΟΣ.
Όταν λάβει κανείς επίσης υπ’ όψιν του την κοινή παραδοχή ότι η ιστορική επίδραση του Ιησού και η ηθική κυριαρχία υπήρξε μοναδική και πρωτοφανής, είναι αδύνατο να παραδεχθεί ότι ο Ιησούς αποτελεί θρύλο και μύθο της φαντασίας δημιούργημα. Αυτή η άποψη όχι μόνο ξεφεύγει από τα όρια της λογικής και του πιθανού αλλά κατευθύνεται στα όρια του παράλογου και του ασύστατου. Ότι μπορεί να στηρίζεται επί του ψέματος και του μηδενός αποτελεί άποψη που καμιά σοβαρή διάνοια δεν δύναται να διανοηθεί. Η δυσκολία όμως της επινόησης είναι ανυπέρβλητη καθόσον όχι ένας αλλά περισσότεροι έγραψαν για τον Ιησού και ο καθένας πλούτιζε την εικόνα αυτού με ιδιαίτερα χαραχτηριστικά. Γι’ αυτό διατηρεί μέχρι σήμερα την αξία της η γνώμη του Ρουσσώ:
«Φίλε μου δεν επινοούν κατά αυτόν τον τρόπο. Θα ήταν περισσότερο ακατανόητο το να συμφωνήσουν πολλοί άνθρωποι για να κατασκευάσουν το βιβλίο αυτό, παρά να υπάρξει πραγματικά ένας που να παράσχει με τον βίο του το αντικείμενο της συγγραφής του βιβλίου αυτού. Ποτέ συγγραφείς Ιουδαίοι δεν ήταν δυνατό να επινοήσουν την ηθική αυτή. Το Ευαγγέλιο δεν έχει χαραχτήρες αληθείας τόσο μεγάλους και αμίμητους, ώστε ο επινοητής θα εξέπληττε περισσότερο από τον ήρωα, ο οποίος θα επιτελούσε τα γραφώμενα στο Ευαγγέλιο» (Emile IV).
Ο Ιούλιος ο Αφρικανός, ένας Χριστιανός συγγραφέας, που χρονολογείται γύρω στο 221 μ.Χ., μιλάει για το σκοτάδι που έπεσε επάνω στη γη, στη διάρκεια της Σταύρωσης του Χριστού. Ο Θαλλός, ένας εθνικός συγγραφέας που έζησε τον 1ο αιώνα, στο τρίτο βιβλίο των ιστοριών του, εξηγεί το σκοτάδι σαν έκλειψη ηλίου, πράγμα παράλογο, γιατί δεν μπορεί να γίνει έκλειψη ηλίου σε περίοδο που το φεγγάρι είναι γεμάτο, πράγμα που συνέβαινε την εποχή του Πασχαλινού ολόγιομου φεγγαριού, όταν πέθανε ο Χριστός.
Απ’ αυτή την αναφορά του Ιούλιου του Αφρικανού συμπεραίνεται ότι: (α) Η παράδοση των Ευαγγελίων, ή τουλάχιστον η παραδοσιακή ιστορία του Πάθους, ήταν γνωστή στη Ρώμη, σε μη Χριστιανικούς κύκλους περί τα μέσα του πρώτου αιώνα∙ και (β) ότι οι εχθροί του Χριστιανισμού προσπαθούσαν ν’ αρνηθούν αυτή την Χριστιανική παράδοση, δίνοντας μια φυσιοκρατική ερμηνεία στα γεγονότα που αναφέρει.
Τα έργα όμως του Θαλλού χάθηκαν. Μας είναι γνωστά μόνο από αποσπάσματά τους που παραθέτουν μεταγενέστεροι συγγραφείς. Εκτός απ’ αυτόν κανένας άλλος δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στον Χριστιανισμό, σ’ οποιοδήποτε εκτεταμένο μη Χριστιανικό Εθνικό κείμενο του πρώτου αιώνα. Όμως, υπάρχει στο Βρεττανικό Μουσείο ένα ενδιαφέρον χειρόγραφο, το οποίο διασώζει το κείμενο μιας επιστολής που γράφτηκε μετά το 73 μ.Χ., αλλά δεν είναι σίγουρο, πόσο χρόνο μετά. Το γράμμα αυτό το έστειλε ένας Σύριος, ονόματι Μάρα Βαρ – Σεραπίων, στο γιο του. Εκείνη την εποχή ο Μάρα Βαρ – Σεραπίων ήταν στη φυλακή, έγραψε όμως στο γιο του για να τον ενθαρρύνει να κυνηγάει τη σοφία, και τόνιζε πως εκείνοι που θανατώνουν σοφούς άνδρες δυστυχούν. Έφερνε σαν παραδείγματα το θάνατο του Σωκράτη, του Πυθαγόρα και του Χριστού:
«Τι κέρδισαν οι Αθηναίοι θανατώνοντας τον Σωκράτη; Η πείνα κι οι επιδημίες έπεσαν επάνω τους σαν κρίση για το έγκλημα. Τι κέρδισαν οι άνθρωποι της Σάμου καίγοντας τον Πυθαγόρα; Μονομιάς η χώρα τους καλύφθηκε από άμμο. Τι κέρδισαν οι Ιουδαίοι εκτελώντας το σοφό Βασιλιά τους; Αμέσως μετά, το βασίλειό τους αφανίστηκε. Ο Θεός δίκαια εκδικήθηκε το θάνατο των τριών αυτών σοφών ανθρώπων: Οι Αθηναίοι πέθαναν απ’ την πείνα. Οι κάτοικοι της Σάμου αφανίστηκαν απ’ τη θάλασσα. Οι Ιουδαίοι καταστράφηκαν κι οδηγήθηκαν μακρυά απ’ τη γη τους για να ζήσουν διασπαρμένοι. Όμως, ο Σωκράτης δεν πέθανε. Έμεινε ζωντανός στη διδασκαλία του Πλάτωνα. Ούτε ο Πυθαγόρας πέθανε. Ζωντάνεψε στο άγαλμα της Ήρας. Ούτε ο σοφός Βασιλιάς πέθανε. Ζωντανεύει μες τη διδασκαλία Του».
Αυτός ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι Χριστιανός, αλλιώς θα έλεγε πως ο Χριστός είναι ζωντανός, επειδή αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα ένας Εθνικός φιλόσοφος, που πρώτος τοποθέτησε τον Χριστό ανάμεσα στους μεγάλους δασκάλους της αρχαιότητας.
Ο Ιουστίνος κι ο Τερτυλλιανός (Ιουστίνος, Απολ. 1/34, Τερτυλλιανός Κατ. Μάρκ IV/9,19) πίστευαν πως η μαρτυρία της απογραφής του Λουκά 2,1, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα και της απογραφής του Ιωσήφ και της Μαρίας ήταν δυνατό να βρεθεί στα επίσημα αρχεία της βασιλείας του Αυγούστου, και μάλιστα παρέπεμπαν τους αναγνώστες τους σ’ αυτά, για να επιβεβαιωθούν έτσι για τα γεγονότα της Γέννησης του Κυρίου μας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως οι ίδιοι συμβουλεύτηκαν τα αρχεία, απλώς, ήσαν αρκετά σίγουροι πως οι μαρτυρίες αυτές διατηρήθηκαν μέσα σ’ αυτά.
Γύρω στο 150 μ.Χ., ο μάρτυρας Ιουστίνος, απευθύνοντας το έργο του, Υπεράσπιση του Χριστιανισμού(Σημ.τ.μετ.: Πρόκειται για την Απολογία Α’), στον Αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή, τον παραπέμπει στην αναφορά του Πιλάτου, η οποία, υπέθετε ο Ιουστίνος, πως είχε διασωθεί στα αυτοκρατορικά αρχεία. «Κάρφωσαν τα πόδια μου και τα χέρια μου», λέει, είναι μια περιγραφή των καρφιών, που έβαλαν στα πόδια Του και τα χέρια Του στον Σταυρό. Αφού τον σταύρωσαν, πήραν τα ενδύματα Του και τα μοίρασαν μεταξύ τους. Το ότι πράγματι όλα αυτά έγιναν έτσι, μπορείς να το μάθεις από τις Πράξεις που καταγράφτηκαν επί Πόντιου Πιλάτου’» (Απολ. Ι/35). Αργότερα λέει: «Για το ότι έκανε αυτά τα θαύματα μπορείς να βεβαιωθείς από τις «Πράξεις του Πόντιου Πιλάτου» (Απολ. Ι/48).
Ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ιστορικός την εποχή της Αυτοκρατορίας ήταν ο Κορνήλιος Τάκιτος, ο οποίος γεννήθηκε μεταξύ του 52 και 54. Γύρω στα εξήντα του, όταν έγραφε την ιστορία της βασιλείας του Νέρωνα, αναφέρει:
«Έτσι, λοιπόν, για να καταπνίξει τη φήμη, ο Νέρωνας κατηγόρησε ως εμπρηστές και τιμώρησε με τον πιο σκληρό τρόπο, για τάξη ανθρώπων, που ήσαν μισητοί για τα ελαττώματά τους, τους οποίους το πλήθος ονόμαζε Χριστιανούς. Ο Χριστός, απ’ τον οποίο πήραν το όνομά τους είχε εκτελεστεί με εντολή του προκουράτορα Πόντιου Πιλάτου, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τιβέριος. Η ολέθρια αυτή δεισιδαιμονία, στην αρχή ελεγχόταν, για να ξεσπάσει ολόφρεσκη, όχι στην Ιουδαία, την πατρίδα αυτής της επιδημίας, αλλά στην ίδια τη Ρώμη, όπου όλα τα τρομερά κι αισχρά πράγματα του κόσμου μαζεύονται και βρίσκουν πατρίδα» (Χρονικά, XV/44).
Οτιδήποτε κι αν σκεφτεί κανείς για τις μαρτυρίες των αρχαίων Ιουδαίων και Χριστιανών συγγραφέων, θεμελιώνουν χωρίς άλλο, για κείνους που αρνούνται τη μαρτυρία των Χριστιανικών έργων, τον ιστορικό χαρακτήρα του ίδιου του Ιησού. Μερικοί ίσως να παίζουν με την ψευδαίσθηση ενός «Χριστού-μύθου», αλλά, δεν μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο, βάσει των ιστορικών μαρτυριών. Η ιστορικότητα του Χριστού είναι για τον απροκατάληπτο ιστορικό το ίδιο αξιόπιστη, όπως και η ιστορικότητα του Ιούλιου Καίσαρα.
ΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
2.500 κώδικες περιέχουν ολόκληρη την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή. 25.000 κώδικες περιέχουν μεγάλα κομμάτια από την Αγία Γραφή, (συνήθως μόνο την Καινή Διαθήκη). Οι παραπάνω κώδικες, προέρχονται από ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Σε αντιπαράθεση με άλλους αρχαίους συγγραφείς, έχουμε:
50 μόνο αντίγραφα του Αισχύλου, 100 του Σοφοκλή, 8 του Θουκυδίδη, 200 του Πλινίου, 500 του Ορατίου.
Άρα, από αριθμό σωσμένων κωδίκων, η Αγία Γραφή είναι το πλέον αξιόπιστο κείμενο που έχουμε.
Όσον αφορά την αρχαιότητα των κωδίκων αυτών:
1. Η ιστορία του Θουκιδίδη, εξιστορεί τα γεγονότα της περιόδου 460-400 π.Χ. Δεν σώζεται το πρωτότυπο. Τα 8 διασωθέντα χειρόγραφα, είναι όλα γραμμένα μετά το 900 μ.Χ., δηλαδή 1300 χρόνια μεταγενέστερα!
2. Η Ποιητική του Αριστοτέλη, γράφτηκε το 343 π.Χ. Ο αρχαιότερος κώδικάς της, προέρχεται από το 1100 μ.Χ., δηλαδή είναι 1400 χρόνια μεταγενέστερος!
3. Ο Γαλατικός πόλεμος του Ιουλίου Καίσαρος, γράφτηκε το 50 μ.Χ. Σώζεται σε λίγους κώδικες, που όλοι γράφτηκαν μετά το 1000 μ.Χ.
Αμφισβητεί κανείς τα βιβλία αυτά; Κανείς! Γιατί αμφισβητούμε την Αγία Γραφή;
Ο ερευνητής-συγγραφέας Ian Wilson στο βιβλίο του «ΙΗΣΟΥΣ: ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ» (Εκδόσεις Κονιδάρη), λέει τα εξής: «Οι ανακαλύψεις χειρογράφων της Καινής Διαθήκης δείχνουν μια καθησυχαστική γενική συνοχή. Η αντιγραφή από ένα χειρόγραφο σε άλλο με το χέρι έχει σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα λάθη και παροράματα...Αλλά στο σύνολό τους τα λάθη και οι διαφορές του κειμένου είναι σχετικά ασήμαντα και τα κανονικά ευαγγέλια μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι σε μεγάλο βαθμό όπως τα έγραψαν οι συγγραφείς τους. Και μόνον ο πλούτος των παλιών ντοκουμέντων είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές πλευρές τους. Αν και από τα έργα του μεγάλου Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου [1ος μ.Χ. αιώνας] υπάρχει μόνον ένα αντίγραφο ενός χειρογράφου, που χρονολογείται από το 12ο αιώνα, υπάρχουν επίσης κάπου 274 χειρόγραφα σε περγαμηνή, κανονικών έργων που βεβαιώνουν την ύπαρξη του Ιησού...που χρονολογούνται μεταξύ του 4ου και 11ου αιώνα, και 88 αποσπάσματα παπύρων που χρονολογούνται μεταξύ 2ου και 4ου αιώνα... Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τα ευαγγελικά κείμενα ήταν γνήσια παλιά και ότι οι αντιγραφείς τους ήταν λογικά αξιόπιστοι». (σελίδες 43-44).
Είναι αξιοσημείωτο ωστόσο, ότι ο συγγραφέας αυτός δεν πιστεύει στη θεοπνευστία της Βίβλου, και ότι ούτε πιστεύει στον Ιησού. Γι΄ αυτό η ομολογία του, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα! Θα δεχτούμε ότι τα Ευαγγέλια είναι αξιόπιστα ιστορικά κείμενα και πηγές για τον βίο και τη διδαχή του Ιησού; ή θα δεχτούμε τις διάφορες γνώμες των οποιονδήποτε συγγραφέων, που δεν έχουν να παρουσιάσουν κανένα πραγματικό ιστορικό στοιχείο, αλλά αντίθετα, μόνο τις δικές τους υποθέσεις, οι οποίες διαστρεβλώνουν και παρερμηνεύουν τα κείμενα των πραγματικών μαρτυριών αυτών που έζησαν και μίλησαν με τον ίδιο τον Ιησού; Τι θα προτιμήσουμε; Τα κείμενα των αυτόπτων μαρτύρων ή τις από δεύτερο και τρίτο χέρι.... ερμηνείες διάφορων συγγραφέων και μελετητών;
http://users.sch.gr/