Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Το Ευαγγέλιο του Ιούδα

Σπάραγμα παπύρου που φέρει το όνομα του Ιούδα
Πριν από δυο χρόνια περίπου τις ημέρες αυτές – παραμονές δηλαδή του Πάσχα – ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν την επικαιρότητα τότε, ήταν και η δημοσίευση του απόκρυφου Ευαγγελίου του Ιούδα. Και ενώ έγιναν ουκ ολίγες τηλεοπτικές εκπομπές, υποτίθεται για να δώσουν λύση στο θέμα που προέκυψε, δυστυχώς όπως συμβαίνει και με άλλα θέματα που κατά καιρούς απασχολούν την επικαιρότητα, όχι μόνο δεν δόθηκε λύση, αλλά αντίθετα επικράτησε σύγχυση και συσκότιση του εν λόγω θέματος. Μοναδικές εξαιρέσεις αποτέλεσαν για μία ακόμη φορά, οι αξιόλογες εκπομπές της κρατικής ΕΤ 3, που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό.
Έτσι σκεφτήκαμε να φωτίσουμε μερικές πτυχές που αφορούν και έχουν σχέση με το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιούδα, γιατί δεν είμαστε τόσο αφελείς να πιστεύουμε, ότι μπορεί να εξαντλήσουμε τελείως ένα τόσο τεράστιο θέμα, μέσα στα όρια ενός απλού άρθρου.
Αρχικά πρέπει να κάνουμε δύο απαραίτητες διευκρινίσεις, τις οποίες άλλοι καλοπροαίρετα και άλλοι κακοπροαίρετα, τείνουν να λησμονούν ασχολούμενοι με τα ζητήματα αυτά:
¨ Τα Ευαγγέλια όπως και τα υπόλοιπα βιβλία της Αγίας Γραφής, είναι θρησκευτικά κείμενα, άρα έτσι πρέπει και να αντιμετωπίζονται.
¨ Δεν γράφτηκαν πρώτα τα Ευαγγέλια και μετά δημιουργήθηκε η Εκκλησία, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ;
Αλλά μια και μιλάμε για το Ευαγγέλιο, νομίζουμε ότι είναι καιρός να δούμε, τι είναι πράγματι Ευαγγέλιο, γιατί δυστυχώς υπάρχει μεγάλη παρεξήγηση γύρω και από το ζήτημα αυτό. Ευαγγέλιο λοιπόν είναι ένα καινούργιο φιλολογικό είδος, που σκοπό έχει να φέρει την χαρμόσυνη είδηση (εξ ου και το όνομά του, ευ + αγγελία = καλή είδηση), ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Τον όρο αυτό, τον εισάγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος στην αρχή κιόλας του Ευαγγελίου του. Γράφει λοιπόν στο κεφάλαιο 1, στίχο 1 : «Αρχή του Ευαγγελίου Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού».Όσο χρόνο ο Χριστιανισμός έμενε μέσα στα στενά όρια της Ιουδαϊκής επικράτειας, δεν υπήρξε ανάγκη να γραφτούν τα Ευαγγέλια, γιατί αυτοί που έγιναν Χριστιανοί – μετά το γεγονός της Πεντηκοστής – είχαν δει, ακούσει και συναναστραφεί το Χριστό. Ίσως πάλι μερικοί από αυτούς να είχαν ευεργετηθεί από τη θαυματουργό δύναμή του ή το πιο τραγικό να είχαν φωνάξει πολλοί από αυτούς, «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν».
Όταν όμως ο Χριστιανισμός έσπασε τα στενά όρια του Ιουδαϊσμού και άρχισε να διαδίδεται δειλά – δειλά στον γνωστό τότε κόσμο, οι καινούργιοι πιστοί που δεν είχαν γνωρίσει το Χριστό, θέλανε να μάθουν περισσότερα πράγματα γύρω από το πρόσωπό του, τη διδασκαλία του, τη ζωή του, το Πάθος του και την Ανάστασή του. Έτσι η Εκκλησία βρέθηκε στην ανάγκη να διευκρινίσει τα ζητήματα αυτά. Και γι’ αυτό ανέλαβαν κάποιοι, οι οποίοι, είτε υπήρξαν μάρτυρες των γεγονότων αυτών, ως μαθητές του Χριστού π.χ. Ματθαίος, είτε τους τα διηγήθηκε κάποιος από τους μαθητές του Χριστού π.χ. Λουκάς, να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό.
Και έτσι χρησιμοποιώντας το υπάρχον υλικό που κυκλοφορούσε μέσα στην Εκκλησία όλα αυτά τα χρόνια και αφορούσε το Χριστό, συν αυτά που γνώριζαν προσωπικά ο καθένας για το Χριστό, σχηματίζουν τα τέσσερα[1] Ευαγγέλια : το κατά Ματθαίο, κατά Μάρκο, κατά Λουκά και κατά Ιωάννη. Ο χρόνος συγγραφής τους ξεκινά από το 65 μ.Χ., με πρώτο συγγραφέα το Μάρκο, και τελειώνει το 90 μ.Χ., με τελευταίο συγγραφέα τον Ιωάννη.
Προσοχή όμως! Τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν είναι βιογραφίες του Χριστού.Οι Ευαγγελιστές, δεν έχουν δηλ. στόχο να μας ικανοποιήσουν την περιέργεια πληροφορώντας μας για όλα τα γεγονότα της ζωής του Χριστού, από την Γέννησή του μέχρι την Ανάληψή του. Σκοπός τους είναι να μας μεταφέρουν γεγονότα και λόγια του Χριστού, που έχουν σχέση με την σωτηρία μας. Γι’ αυτό άλλωστε τα γεγονότα του Πάθους και της Ανάστασής του, που αφορούν χρονικό διάστημα μόλις τριών ημερών, βρίσκουν εκτενέστατη ανάλυση μέσα στα Ευαγγέλια.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ;
Το κενό αυτό των κανονικών Ευαγγελίων – γύρω από τη λεπτομερή ζωή του Χριστού και των Αποστόλων – έρχονται να καλύψουν τα λεγόμενα «απόκρυφα Ευαγγέλια». Ονομάζονται έτσι, γιατί οι συντάκτες τους υποστήριζαν, ότι αυτά που έγραφαν στηρίζονται σε κρυφές πηγές που γνώριζαν μόνο αυτοί. Και για να γίνουν πιστευτοί από τους Χριστιανούς, χρησιμοποίησαν το όνομα κάποιου Αποστόλου ή κάποιου γνωστού προσώπου της Εκκλησίας, σαν δήθεν συγγραφέα του «Ευαγγελίου» τους. Έτσι έχουμε το «Ευαγγέλιο» του Θωμά, το «Ευαγγέλιο» του Πέτρου, το «Ευαγγέλιο» του Νικόδημου κ.λ.π.
Ο χρόνος συγγραφής τους για κάποια από αυτά, αρχίζει τον 1ον μ.Χ. αιώνα. Τα περισσότερα όμως από αυτά γράφονται τον 2ον μ.Χ. αιώνα. Την ύπαρξη τέτοιων βιβλίων, μας την κάνει γνωστή ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς, στην αρχή κιόλας του Ευαγγελίου του. Γράφει λοιπόν σχετικά: «Επειδή πολλοί επιχείρησαν να συντάξουν διήγηση για τα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ μας ….», και μετά αρχίζει και εκθέτει το Ευαγγέλιο του.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ
Αν θελήσει κάποιος να διαβάσει τα «Ευαγγέλια» αυτά (σ.σ. κυκλοφορούν στο εμπόριο) και να τα συγκρίνει με τα κανονικά Ευαγγέλια θα καταλάβει αμέσως γιατί δεν έγιναν αποδεκτά από την Εκκλησία. Είναι γεμάτα από υπερβολές, παιδαριώδη περιεχόμενο, έλλειψη φιλολογικού ύφους και γλώσσας και προπαντός τα χαρακτηρίζει πλήρης έλλειψη θεολογικού βάθους και δομής, που διαθέτουν τα κανονικά Ευαγγέλια. Ας φέρουμε κάποια παραδείγματα.
Στο «Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου» (Ευαγγέλια Απόκρυφα, Κων/νου Τίσσεντορφ, εκδόσεις Σπανός[2]), και στις σελίδες 36 και 37 αναφέρεται, ότι κάποια γυναίκα ονόματι Σαλώμη, έβαλε το δάχτυλο της στη «φύση» της Παναγίας, για να βεβαιωθεί ότι παρέμεινε παρθένος και μετά την γέννηση του Χριστού! Ομοίως στο «Ευαγγέλιο της Παιδικής Ηλικίας του Ιησού Χριστού» (Απόκρυφα Κείμενα της Καινής Διαθήκης, Τόμος 1, έκδοση Πύρινος Κόσμος), και στις σελίδες 53 και 54 διαβάζουμε, ότι όταν η Παναγία έβαλε τον μικρό Χριστό στην πλάτη κάποιου, που μια κακιά γυναίκα με μάγια είχε μεταμορφώσει σε μουλάρι, το μουλάρι αυτό έγινε πάλι κανονικός άνθρωπος!
Βέβαια, δεν είναι όλα αρνητικά στα «απόκρυφα Ευαγγέλια». Κάποιες γιορτές όπως π.χ. της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, των Εισοδίων της κ.λ.π. άντλησαν το περιεχόμενό τους από αυτά. Ή ότι οι γονείς της Παναγίας ονομάζονταν Ιωακείμ και Άννα το γνωρίζουμε από το «Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου». Επίσης και η Βυζαντινή Τέχνη σε επίπεδο ποίησης και αγιογραφίας, πολλές φορές στηρίχτηκε στις παιδαριώδεις μα τόσο χαριτωμένες αφηγήσεις των κειμένων αυτών.
Απόκρυφα Ευαγγέλια δεν έγραφαν μόνο οι πιστοί, αλλά και οι αιρετικοί, που επιθυμούσαν με αυτό τον τρόπο να διαδώσουν τις δοξασίες τους. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και το «απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιούδα». Είναι ένα γνωστικό κείμενο του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το αναφέρει – επειδή το πολέμησε – ο Ειρηναίος (2ος μ.Χ. αιώνας), επίσκοπος Λουγδούνουμ(σημερινή Λυών της Γαλλίας).

ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ Ο ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Ο Γνωστικισμός ήταν ένα φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα, με το οποίο ο Χριστιανισμός πάλεψε σκληρά τους τρεις πρώτους αιώνες, μέχρι να επικρατήσει. Ήταν προγενέστερος του Χριστιανισμού και είχε επηρεαστεί από τον Πλατωνισμό, τις ανατολικές Θρησκείες του Ζωροαστρισμού, Παρσισμού κ.λ.π., καθώς και τα Αιγυπτιακά μυστήρια. Όταν εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός πήρε στοιχεία και από αυτόν, γι’ αυτό και έγινε επικίνδυνος για την Εκκλησία.
Δέχονταν δύο κόσμους, ένα νοητό, όπου εκεί υπάρχει ο αληθινός Θεός με τα καθαρά πνεύματα, και έναν κατώτερο κόσμο, τον υλικό, στον οποίο είναι φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων. Μεταξύ αυτών των δύο κόσμων υπάρχουν οι άγγελοι και κάποια ανώτερα όντα που ονομάζονταν «αιώνες».
Ένας τέτοιος «αιώνας» ήταν και ο Χριστός, ο οποίος ήρθε να δώσει την «γνώση» στους ανθρώπους, με ποιο τρόπο δηλαδή το πνευματικό στοιχείο που έχουν μέσα τους, θα απελευθερωθεί από το σώμα – που το κρατάει φυλακισμένο – και θα επιστρέψει πάλι στον καθαρό πνευματικό κόσμο που ανήκε.
Έτσι εξηγούνται τα λόγια που είπε ο Χριστός στον Ιούδα και τα οποία προκάλεσαν τόσο θόρυβο στις μέρες μας: « Γιατί εσύ θα θυσιάσεις τον άνθρωπο που με ενδύει»[3] (Το Ευαγγέλιο του Ιούδα, έκδοση National Geographic, σελίδα 47).Οι Γνωστικοί, επειδή θεωρούσαν το σώμα φυλακή της ψυχής, επιθυμούσαν να το καταστρέψουν. Έτσι άλλοι από αυτούς έφταναν σε υπερβολική εγκράτεια και αποχή (φαγητό, ποτό κ.λ.π.), αξιοθαύμαστη πολλές φορές, και άλλοι σε υπερβολική ακολασία και ανηθικότητα.
Στο ερώτημα τώρα, γιατί ο Ιούδας παρουσιάζεται διαφορετικός απ’ ότι στα κανονικά Ευαγγέλια η απάντηση είναι πολύ απλή. Οι Γνωστικοί θεωρούσαν ότι δημιουργός του υλικού κόσμου – κακού κατ’ αυτούς – ήταν ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης. Άρα όλοι αυτοί που αναφέρονται στην εβραϊκή και χριστιανική ιστορία πως στράφηκαν εναντίον του, όπως ο αδελφοκτόνος Κάϊν, ο επαναστάτης Εωσφόρος(Σατανάς), οι κάτοικοι των Σοδόμων και Γομόρρων εκλαμβάνονταν από τους Γνωστικούς ως καλοί. Ισχυρίζονταν μάλιστα, πως όλοι αυτοί μπόρεσαν να δουν την πραγματική αλήθεια(γνώση), την οποία προσπάθησαν να μεταδώσουν στους ανθρώπους. Ανάμεσα σ’ αυτούς βέβαια συγκαταλέγεται και ο Ιούδας, ακριβώς επειδή έχει παίξει αρνητικό ρόλο στη επίσημη Χριστιανική Ιστορία.
Βέβαια, όποιος θελήσει να διαβάσει το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιούδα, νομίζοντας ότι «θα βγάλει λαβράκι», για δήθεν ανακάλυψη της πραγματικής αλήθειας για το Χριστιανισμό, την οποία τάχα εμείς οι άνθρωποι της Εκκλησίας κρύβουμε, θα απογοητευτεί οικτρά. Όπως πιστεύουμε πως απογοητεύτηκαν οι περισσότεροι που το διάβασαν, αφού έπεσαν θύματα –όπως και εμείς άλλωστε – της διαφήμισης και του θορύβου που προκλήθηκε. Θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για ένα ανερμάτιστο –όχι μόνο επειδή του λείπουν προτάσεις–, ακατανόητο και αθεολόγητο κείμενο που δεν μπορεί να συγκριθεί σε τίποτα με το μεγαλείο των κανονικών Ευαγγελίων.

«ΓΕΥΣΗ» ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Ας πάρουμε όμως κάποια γεύση από το «απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιούδα». Σελίδα 46: «Ο Σάκλας (σ.σ. εννοεί τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης), όταν συμπληρώσει το χρονικό διάστημα που ορίστηκε γι’ αυτόν, ο πρώτος τους αστέρας θα φανερωθεί μαζί με τις γενεές, και θα τελειώσουν αυτό που είπαν ότι μπορούν να κάνουν». Και λίγο παρακάτω στη σελίδα 47: « Ο Ιησούς απάντησε και είπε, δεν γελώ με σας αλλά με την πλάνη των αστέρων, επειδή αυτοί οι έξι αστέρες περιπλανώνται μαζί με τους πέντε αυτούς μαχητές, και όλοι θα καταστραφούν μαζί με τα δημιουργήματά τους». Για τέτοιο θεολογικό βάθος μιλάμε! Άλλωστε σ’ αυτό το ακατανόητο ύφος κινείται όλο το βιβλίο. Αλίμονο! Τέτοιου είδους «αριστουργήματα» κρύβουμε εμείς οι θεολόγοι και οι παπάδες από τον κόσμο, και τον εμποδίζουμε να δει την πραγματική αλήθεια για τον Χριστιανισμό!
Και αναρωτιόμαστε. Μπορούν αυτά τα «αριστουργήματα» να συγκριθούν με τα κανονικά Ευαγγέλια; Από πού ν’ αρχίσουμε και που να τελειώσουμε. Από την παραβολή του Ασώτου, την επί του όρους ομιλία του Χριστού (γνωστή και ως Μακαρισμοί), το επεισόδιο με την μοιχαλίδα, την συγχώρεση του ληστή και των σταυρωτών του, την φροντίδα του για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους κ.λ.π., κ.λ.π.;
Αυτά όμως τα περί δήθεν συνομωσίας της Εκκλησίας και των Ευαγγελίων για την αλήθεια του Χριστιανισμού, έχουμε κουραστεί να τ’ ακούμε χρόνια, χωρίς βέβαια ποτέ να αποδεικνύεται τίποτε. Και όλοι αυτοί που τα υποστήριξαν και προέβλεψαν την πτώση του, πέρασαν στη λήθη, ενώ ο Χριστιανισμός ζει και βασιλεύει.

Ο «ΚΑΝΟΝΑΣ» ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Και θα ολοκληρώσουμε τη σύντομη σημερινή μας αναφορά, με τον τρόπο που βρήκε η Εκκλησία να αμυνθεί σε τέτοιου είδους προκλήσεις, που νόθευαν την αληθινή πίστη. Αυτό έγινε με την θέσπιση του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Θέλοντας δηλαδή η Εκκλησία, να προφυλάξει τους πιστούς, από τα νόθα(ψεύτικα) βιβλία που κυκλοφορούσαν και αλλοίωναν την χριστιανική πίστη ή προκαλούσαν σύγχυση, σχημάτισε ένα κατάλογο(κανόνα), με τον οποίον καθόριζε ποια είναι ακριβώς τα γνήσια κείμενα που περιείχαν την αληθινή χριστιανική πίστη.
Ο κανόνας αυτός ξεκίνησε να διαμορφώνεται τον 2ον μ.Χ. αιώνα και έλαβε την επίσημη και τελική μορφή του με την απόφαση ΛΒ΄ (32) της Συνόδου της Καρχηδόνας, το 397 μ.Χ. Τα τέσσερα όμως Ευαγγέλια, ήταν ήδη αναγνωρισμένα από την Εκκλησία, από τον 2ον μ.Χ. αιώνα. Αυτό αποδεικνύεται και από ένα κείμενο της Εκκλησίας της Ρώμης, που ανακαλύφθηκε το 1740 από τον Λ. Α. Μουρατόρι και ανάγεται στο 170 – 180 μ.Χ. Το απόσπασμα αυτό που είναι γνωστό πλέον ως Μουρατόρειο απόσπασμα ή κανών, είναι μια πρώτη επίσημη συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτό περιέχονται σχεδόν όλα τα σημερινά βιβλία της Καινής Διαθήκης, εκτός από δύο με τρεις επιστολές του Πέτρου και του Παύλου.
Πρέπει σ’ αυτό το σημείο να τονιστεί, ότι κριτήριο για την γνησιότητα ενός βιβλίου της Καινής Διαθήκης δεν ήταν μόνο πως γράφτηκε από κάποιο Απόστολο ή συνεργάτη του, αλλά πως το βιβλίο αυτό ήταν σε μακρά χρήση μέσα στην εκκλησία, γεγονός που το διέκρινε από το νόθο βιβλίο.
Ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα μας δοθεί η ευκαιρία να πούμε περισσότερα για τα τόσο σπουδαία αυτά θέματα, τελειώνουμε με την παράθεση των βιβλίων του κανόνος της Καινής Διαθήκης, ο οποίος αποτελείται από 27 βιβλία: 1) Ευαγγέλια (κατά Ματθαίον, κατά Μάρκο, κατά Λουκά και κατά Ιωάννη), 2) Πράξεις των Αποστόλων 3) Επιστολές Αποστόλου Παύλου (Προς Ρωμαίους, Κορινθίους Α΄ και Β΄, Γαλάτας, Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολασαείς, Θεσσαλονικείς Α΄ και Β΄, Τιμόθεο Α΄ και Β΄, Τίτο, Φιλήμονα, Εβραίους) 4) Καθολικές Επιστολές (Ιακώβου, Πέτρου Α΄ και Β΄, Ιωάννου Α΄ - Β΄ - Γ΄ , Ιούδα) 5) Αποκάλυψις Ιωάννου.
[1] Τα Ευαγγέλια είναι τέσσερα και όχι δώδεκα όπως νομίζουν πολλοί. Η εντύπωση αυτή σχηματίστηκε, επειδή το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, διαβάζονται δώδεκα κομμάτια από τα τέσσερα Ευαγγέλια.
[2] Είναι σπάνια έκδοση. Υπάρχουν δύο αντίτυπα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Λαμίας, απ’ όπου και δανειστήκαμε το εν λόγω βιβλίο.
[3] Κάποια δημοσιογράφος, που ήταν καλεσμένη στην εκπομπή της Άννα Δρούζα στην ΝΕΤ, και είχε ως θέμα το Ευαγγέλιο του Ιούδα, παντελώς άσχετη από θεολογικά θέματα, υποστήριξε, ότι ο Χριστός ζήτησε από τον Ιούδα να του κάνει ευθανασία!