Χάραξε 31 Δεκεμβρίου.
Το ρολόι χτύπησε.
Σχεδόν μηχανικά, σήκωσε το χέρι του και έκλεισε το ξυπνητήρι.
Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το δωμάτιο.
Ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά που ξυπνούσε μέσα σε αυτό το συγκεκριμένο δωμάτιο, πάνω σ’ αυτό το συγκεκριμένο κρεβάτι.
Δεν του πήγαινε η καρδιά να σηκωθεί. Όμως έπρεπε.
Είχε να κάνει κάποιες τελευταίες ετοιμασίες.
Σηκώθηκε βαριεστημένα.Στον δρόμο προς την τουαλέτα σκεφτόταν την ημέρα που είχε ξημερώσει.
365 ημέρες προετοιμαζόταν γι’ αυτή την ημέρα.
'Σαν έτοιμος από καιρό’, που έλεγε και ο ποιητής, έπρεπε να νοιώθει, αλλά αυτός δεν ένοιωθε έτσι.
"Αντίδραση στο αναπόφευκτο" σκέφτηκε και άνοιξε την βρύση να πλυθεί. Έριξε τα μάτια του στον καθρέπτη.
Έντρομος συνειδητοποίησε πόσο μεγάλος έδειχνε, άσχετα αν ήταν μόλις ενός έτους παρά μία ημέρα, στην γήινη μονάδα μέτρησης του χρόνου.
‘Παράξενο πράγμα που είναι ο χρόνος’ σκέφτηκε φεύγοντας από την τουαλέτα. ‘Αν και τον αντιπροσωπεύω επάξια εδώ στην γη, κάτι πρέπει να κάνω για να του αλλάξω την διάρκεια’ σκέφτηκε εντονότερα και με μία αποφασιστικότητα στο βλέμμα.
‘Δεν μπορεί, το ίδιο χρονικό διάστημα, για έναν ηλικιωμένο να είναι το 1/70 του χρόνου του, για έναν μεσόκοπο το 1/50, για έναν νέο το 1/30, για ένα παιδί το 1/10 και για μένα όλη μου η ζωή.
Δεν είναι δυνατόν’ αναφώνησε απορημένος, φέρνοντας συνάμα την κούπα με το ζεστό τσάι που είχε φτιάξει, στα χείλη του.
‘Θα πρέπει να μιλήσω με τον Άχρονο Οριστή του Χρόνου.
Θα πρέπει να επιληφθεί του θέματος.
Δεν μπορεί να επιτρέπει να υπάρχει τόση αδικία’ ομολόγησε στον εαυτό του, αφήνοντας την κούπα πάνω στο τραπέζι και εγείροντας το κορμί του από την πολυθρόνα που καθόταν.
Φόρεσε το παλτό του, κρύο έκανε έξω δεν ήθελε να συναχωθεί, και κίνησε για τον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας που ζούσε.
Εκεί επάνω, στο ρετιρέ του οικοδομήματος του Χρόνου, ζούσε από πάντα ο Άχρονος Οριστής του Χρόνου.
Τον είχε δει ήδη μία φορά, τότε που χρειάστηκε να παραλάβει από τα χέρια του τα κλειδιά του διαμερίσματος που έμενε.
Πριν από ένα χρόνο και μία μέρα, ακριβώς.
Του είχε κάνει εντύπωση, σ’ εκείνη την πρώτη τους συνάντηση, η καλοσύνη και η πραότητα που είχε στο πρόσωπό του ο Άχρονος Οριστής. Φοβερό επίτευγμα, αν αναλογιστείς ότι αυτός ο άνθρωπος διαχειριζόταν τον χρόνο δισεκατομμυρίων άλλων ανθρώπων.
Χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος.
Η πόρτα άνοιξε αυτόματα και εισήλθε μέσα στο λιτά διακοσμημένο δωμάτιο, με τα πολλά ρολόγια στους τοίχους, τόσα όσα οι γήινες και οι συμπαντικές μονάδες μέτρησης του χρόνου.
Ο Άχρονος Οριστής του Χρόνου καθόταν στο μέσο του δωματίου, πίσω από ένα γραφείο γεμάτο και αυτό με μικρά ρολόγια, πάνω σε μία αναπαυτική πολυθρόνα. Ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του όταν αντίκρισε τον επισκέπτη του.
- Καλώς τον. Σε τι οφείλω την τιμή της επισκέψεώς σου;
- Ξέρεις, Άχρονε Οριστή του Χρόνου, έχω ένα πρόβλημα.
- Τι πρόβλημα;
- Πιστεύω ότι η διάρκεια ορισμού του χρόνου είναι δυσανάλογη για κάθε άνθρωπο. Και αυτό το βρίσκω άδικο.
- Μα, καλέ μου, είναι λογικό να είναι δυσανάλογη.
- Γιατί;
- Γιατί ο χρόνος του κάθε ανθρώπου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την μνήμη του. Και είναι λογικό, κάθε ηλικία να έχει την δική της μνήμη και την δική της εμπειρία. Αν όλα ήταν ίσα, αν όλα ήταν όμοια, τότε δεν θα υπήρχε καμία ομορφιά στη ζωή.
Δεν ξέρεις ότι η διαφορετικότητα δίνει νόημα και ομορφαίνει τον κόσμο;
- Δεν έχεις άδικο αλλά εγώ, που ήρθα πριν από ένα χρόνο στη γήινη ζωή και τώρα ετοιμάζομαι να φύγω από αυτή, γιατί να ζήσω τόσο λίγο; Εγώ δεν έχω φτιάξει την μνήμη μου όσο την έχει φτιάξει κάποιος που έχει ζήσει 70 χρόνια, έτσι δεν είναι; αυτό δεν είναι άδικο;
- Εσύ, μπορεί να μην έχει μνήμη εβδομηντάρη, αλλά έχεις την μνήμη όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως ηλικίας, που έχουν ζήσει μέσα σε αυτή την χρονιά.
Εσύ αντιπροσωπεύεις τις στιγμές όλων μαζί και καθενός χωριστά. Και πίστεψέ με, αυτό είναι το πιο σπουδαίο πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
- Αφού είναι έτσι, γιατί πρέπει εγώ να φύγω και να έρθει κάποιος άλλος στη θέση μου;
- Γιατί θέλω ο καθένας από εσάς, τους Ετήσιους Χρόνους, να κουβαλάει το βάρος μόνο της δικής του χρονιάς. Με τα καλά και τα άσχημα, με τα ίσια και τα ανάποδα.
Γιατί έτσι προστατεύω και εσάς και τους ανθρώπους. Δημιουργώ ένα πλέγμα αναμνήσεων με οριζόντιους άξονες εσάς και κάθετους άξονες τους ανθρώπους. Έτσι δεν είναι;
- Δίκιο έχεις Άχρονε Οριστή του Χρόνου πρέπει να το παραδεχτώ, όσο κι’ αν με πονάει.
- Ήξερα ότι θα καταλάβαινες.
- Σ’ ευχαριστώ. Τώρα πρέπει να φύγω. Έχω να ετοιμαστώ. Σε κάποιες ώρες πρέπει να αποχωρήσω.
- Εγώ σ’ ευχαριστώ που ανταποκρίθηκες στις προσδοκίες όλων μας. Και τις δικές μου και των ανθρώπων. Θα σε θυμούνται νοσταλγικά. Πίστεψέ με.
- Το εύχομαι.
- Στο καλό να πας.
- Σ’ ευχαριστώ. Θα τα ξαναπούμε άραγε;
- Βεβαίως. Να είσαι σίγουρος. Όσο ζεις στις μνήμες των ανθρώπων, τόσο θα ζεις και μέσα στις καρδιές τους.
Με πιο ανάλαφρη καρδιά, ο Ετήσιος Χρόνος επέστρεψε στο διαμέρισμά του.
Η συνομιλία που είχε με τον Άχρονο Οριστή του Χρόνου τον είχε κάνει να νοιώσει καλύτερα και να συνειδητοποιήσει την σπουδαιότητά του στην πορεία του Χρόνου. Κοίταξε το ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο του καθιστικού.
Του απέμεναν λίγες ώρες μέχρι να την τελική αποχώρησή του. Έριξε μια ματιά στις βαλίτσες του, πιστοποίησε ότι είχε βάλει μέσα όλα εκείνα τα γεγονότα που είχαν συμβεί κατά την διάρκεια της ζωής του και τις έκλεισε ερμητικά. Ντύθηκε με τα καλά του ρούχα και αφού έφτιαξε μία ακόμη κούπα ζεστό τσάι, έκατσε ανάλαφρα στην πολυθρόνα του να δει τηλεόραση.
Όλα τα δελτία ειδήσεων ανήγγειλαν την αποχώρησή του με χαρά.
Αν και του φαινόταν παράξενη αυτή η χαρά, εντούτοις δεν έβαλε στεναχώρια στην καρδιά του.
Υπομονετικά, περίμενε να περάσει η ώρα για να σηκωθεί και να φύγει. Όχι, δεν θα πήγαινε μακριά. Στον από πάνω όροφο θα πήγαινε. Εκεί. Μαζί με τους υπόλοιπους Ετήσιους Χρόνους.
Στο διαμέρισμα των Αναμνήσεων και των Περασμένων Μεγαλείων.
Η ώρα έφτανε. Να! Το κουδούνι χτύπαγε. Έπρεπε να φύγει. Από την πόρτα Εξόδου.
Να μην συναντήσει τον Νέο Ετήσιο Χρόνο. Έθιμο βλέπεις.
Σηκώθηκε, έριξε το παλτό του στους ώμους του, πήρε τις βαλίτσες του και κίνησε για την πόρτα. Έριξε μία τελευταία ματιά στον χώρο και άνοιξε την πόρτα…