Η επιθυμία του αγαθού είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Αυτό αποδεικνύεται και από την αναστροφή που αισθάνεται προς το κακό. Άλλωστε το αγαθό είναι πάντοτε ωραίο, ενώ το κακό άσχημο. Που βρίσκεται όμως το αγαθό, πως το ανακαλύπτει και πως μετέχει σε αυτό ο άνθρωπος;Πριν προχωρήσουμε στην αναζήτηση του αγαθού, χρειάζεται να επισημάνουμε ορισμένες προϋποθέσεις. Το αγαθό δεν πρέπει να αναζητηθεί ως ιδέα, γιατί δεν μπορεί να είναι ιδέα. Πρέπει να αναζητηθεί ως πραγματικότητα, γιατί μόνο ως πραγματικότητα μπορεί να συνδεθεί με τον άνθρωπο και τη ζωή του. Ακόμα το αγαθό δεν πρέπει να αναζητηθεί έξω ή τουλάχιστον μόνο έξω από τον κόσμο. Γιατί, αν βρισκόταν μόνο έξω από κόσμο, θα ήτα απρόσιτο και άχρηστο γι' αυτόν. Στην περίπτωση αυτήν ο κόσμος δεν θα μπορούσε να το αισθανθεί και να το ζήσει. Επομένως το αγαθό πρέπει να βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλλά και μέσα στον άνθρωπο. Γιατί, αν βρισκόταν μόνο μέσα στο κόσμο, αλλά δεν υπήρχε και μέσα στον άνθρωπο, δεν θα μπορούσε να είναι αληθινό αγαθό. Στην περίπτωση αυτή θα οδηγούσε τους ανθρώπους σε ιδιοτελείς αναζητήσεις και θα προκαλούσε αντιθέσεις και ανταγωνισμούς μεταξύ τους. Έτσι όμως το ίδιο το αγαθό θα γινόταν αιτία της αναιρέσεως του. Για να είναι λοιπόν αγαθό, πρέπει να είναι προσιτό στον άνθρωπο. Τέλος πρέπει να είναι εξίσου προσιτό σε όλους τους ανθρώπους, και μάλιστα έτσι, ώστε η μετοχή τους σε αυτό να μη δημιουργεί προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά να γίνεται αιτία για τη σύνδεση τους και την άρση των διαχωριστικών εμποδίων.
Το αγαθό ως πρόσωπο.
Κατά την χριστιανική διδασκαλία το αγαθό δεν είναι ιδέα αλλά πρόσωπο. Το αγαθό είναι ο Θεός. Ο Θεός, ως μόνος αγαθός ή ως «το πρώτως και κυρίως αγαθόν», που έχει ως φύση την αγαθότητα, δεν βρίσκεται μόνο έξω από τον κόσμο, αλλά και μέσα σε αυτόν. Επιπλέον δεν βρίσκεται μόνο μέσα στον κόσμο, αλλά και μέσα στον κάθε άνθρωπο. Τέλος προσφέρεται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους, γιατί όλοι είναι δημιουργήματα «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού, και η οικείωση του γίνεται αιτία για την ολοκλήρωση τους, όπως επίσης και για τη σύνδεση μεταξύ τους.
Ο Δημιουργός και τα δημιουργήματα.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε εν χρόνω και έχει την αιτία της υπάρξεως του έξω από τον εαυτό του. Όπως ολόκληρη η κτίση, έτσι και αυτός δημιουργήθηκε από το Θεό εκ του μη όντος. Έσχατη οντολογική πηγή του είναι το μη ον. Έχοντας όμως αρχή υπόκειται σε τροπή, γιατί η ίδια η αρχή είναι η πρώτη τροπή. Ενώ όμως ολόκληρη η κτίση είναι τρεπτη, μόνο η λογική φύση, που έχει το αυτεξούσιο, μπορεί να κινηθεί προς το καλό ή το κακό. Αυτό διανοίγει και την προοπτική της ηθικής ζωής.
«Καλά λίαν».
Ο θεός δημιούργησε τα πάντα «καλά λίαν». Δεν τα παρουσίασε εξαρχής στην τελική μορφή του «άριστα», αλλά κάλεσε τον άνθρωπο σε εργασία και φροντίδα για την εκπλήρωση του τελικού σκοπού της δημιουργίας του. Εξάλλου η έννοια του καλού δεν περιορίζεται εδώ στο κάλλος των δημιουργημάτων, αλλά «τω λόγω της δημιουργίας κρίνεται». Βέβαια και το κάλλος των δημιουργημάτων υποδηλώνει το κάλλος του Δημιουργού. Αυτός είναι το υπερούσιο κάλλος, που μεταδίδει την ωραιότητα σε όλα τα όντα ανάλογα με τη δεκτικότητα τους, τα συνάπτει μεταξύ τους, τα κινεί και τα συνέχει με την έλξη της δικής του ωραιότητας.
Το κάλλος της κτίσεως.
Πρώτος ο άνθρωπος μέσα στο κόσμο εικονίζει το θείο κάλλος και μπορεί να χαίρεται το κάλλος της κτίσεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η εντολή του Θεού προς τον άνθρωπος συνδέεται με την κατά το θέλημα του Θεού χρήση της κτίσεως. Ο άνθρωπος όμως αθέτησε τη θεία εντολή και ακολούθησε την υπόδειξη του διαβόλου. Έτσι αλλοτριώθηκε από τον Θεό και οδηγήθηκε στην πτώση, που συμπαρέσυρε και ολόκληρη την κτίση. Με την αλλοτρίωση του αυτήν αποσυνδέθηκε από την πηγή του καλού και έχασε το «πρωτόκτιστον» κάλλος του. Ταυτόχρονα έχασε και την αίσθηση του πραγματικού κάλλους και έπαυσε να χαίρεται σωστά την κτίση.
Η πορεία της κτίσεως.
Η πορεία της κτίσεως συνυφαίνεται με την πορεία του ανθρώπου και προσδιορίζεται από αυτήν. Η πτώση του ανθρώπου είναι και δική της πτώση. Η καταστροφή του περιβάλλοντος, που συντελείται στην εποχή μας, δηλώνει σαφώς την αναλγησία του ανθρώπου απέναντι του και την ανάρμοστη συμπεριφορά του. Αλλά και η μετάβαση από το αισθητό στο νοητό κάλλος δεν είναι απλή ούτε εύκολη για τον άνθρωπο που υποτάχθηκε στην αμαρτία. Η μετάβαση αυτή προϋποθέτει την κάθαρση του νου και την απελευθέρωση των αισθήσεων από τις εμπαθείς σχέσεις με τα πράγματα.
Η θέση του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος είναι ο «εν μικρώ μέγας» κόσμος. Βρίσκεται σε σχέση συγγένειας και αλληλεγγύης με τον κόσμο, αλλά και έχει κορυφαία θέση και κυριαρχική εξουσία μέσα σε αυτόν. Δεν υπόκειται εξολοκλήρου σε κανέναν, αλλά υπάρχει ως δεδομένο ακόμα και για τον Θεό. Γι' αυτό οι σχέσεις του με τον Θεό βασίζονται στην αρχή της ελευθερίας. Ο άνθρωπος μπορεί να παραθεωρήσει τον Θεό και να μακρυνθεί από αυτόν. Εδώ βρίσκεται η τραγική πλευρά της ελευθερίας του. Αλλά και αυτή είναι απαραίτητη, προκειμένου να καταστεί μέτοχος της θείας ζωής, που δεν είναι προσδιορισμένη εκ των προτέρων. Η προβολή της κυριαρχικής εξουσίας του ανθρώπου χωρίς την παράλληλη επισήμανση της ευθύνης και της αναφοράς του στον Θεό δημιουργεί εύκολα τραγικές παρανοήσεις και έχει αρνητικές επιπτώσεις, όπως αυτές που οδήγησαν στη σύγχρονη οικολογική κρίση. Γι' αυτό και η υπόμνηση της χριστιανικής αλήθειας για τον άνθρωπος και τη σχέση του με τον κόσμο και τον Θεό είναι ιδιαίτερα επιτακτική.
«Κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν».
Η διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα δημιουργήματα συνοψίζεται στην «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού κατασκευή του. Σε αυτήν άλλωστε οφείλεται και η κυριαρχική εξουσία του. Στο μασωριτικό κείμενο οι λέξεις του βιβλίου του Γενέσεως «τσελέμ» και «ντεμούθ», που είναι αντίστοιχες με τις ελληνικές λέξεις «εικών» και «ομοίωμα», σημαίνουν το ίδιο πράγμα κατά το γνωστό σχήμα του συνωνυμικού παραλληλισμού. Με την απόδοση όμως των λέξεων αυτών από του Εβδομήκοντα δημιουργείται κάποια διαφοροποίηση. Οι Εβδομήκοντα δεν χρησιμοποιούν στη μετάφραση του τις λέξεις «εικών» και «ομοίωμα», αλλά τις λέξεις «εικών» και «ομοίωσις». Η «ομοίωσις» όμως έχει δυναμικό περιεχόμενο και δεν αποτελεί απλή επανάληψη της λέξεως «εικών» που φανερώνει περισσότερο κάποια δεδομένη κατάσταση. Με τη χρησιμοποίηση της λέξεως αυτής αποδίδεται το δυναμικό πνεύμα που διακρίνει τις εβραϊκές λέξεις. Έτσι ερμηνεύεται το σχετικό χωρίο με βάση το γενικότερο δυναμικό πνεύμα του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης. Για τους Πατέρες λοιπόν της Εκκλησίας, που χρησιμοποιούν συνήθως το κείμενο ων Εβδομήκοντα, το «κατ εικόνα» υποδηλώνει την κατάσταση στην οποία δημιουργήθηκε ο άνθρωπος από τον Θεό, ενώ το «καθ' ομοίωσιν» τη δυναμική αποστολή του. Όταν ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε «κατ' εικόνα Θεού» τηρεί τις εντολές του, οδηγείται στο «καθ' ομοίωσιν».
Το αγαθό ως σχέση.
Δυναμικό όμως περιεχόμενο δεν έχει μόνο η λέξη «ομοίωσις», που φανερώνει κίνηση προς το πρωτότυπο, αλλά και η λέξη «εικών», που φανερώνει σχέση με το εικονιζόμενο. Το ίδιο τέλος ισχύει και για τη λέξη «ομοίωμα». Ούτε η εικόνα ούτε το ομοίωμα μπορούν να θεωρηθούν αυτοτελώς. Η αλήθεια και των δύο βρίσκεται στο πρωτότυπο. Προκειμένου μάλιστα για ζωντανή εικόνα, όπως είναι ο άνθρωπος, η ομοίωση είναι η φυσική κίνηση για τη διατήρηση της ταυτότητας της.Έτσι το αγαθό υπάρχει πάντοτε σε σχέση με τον Θεό. Αυτός είναι το πλήρωμα των αγαθών, ενώ ο άνθρωπος που τον εικονίζει είναι μέτοχος του πληρώματος αυτού. Και όπως ο Θεός, έτσι και ο «κατ' εικόνα Θεού» πλασμένος άνθρωπος δεν υπάρχει απρόσωπα, αλλά προσωπικά σε σχέση αγάπης.
Η αρχή του προσώπου.
Ο άνθρωπος λοιπόν ως δημιούργημα «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Θεού δεν αποτελεί στατικό αλλά εκστατικό ον, που υπάρχει σε σχέση με τον Τριαδικό Θεό. Αυτόν εικονίζει και σε αυτόν αναφέρεται. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά και για την ανθρωπότητα στο σύνολο της. Αξίζει εδώ να προσεχθεί ιδιαίτερα η εναλλαγή ενικού και πληθυντικού αριθμού, που παρουσίαζε η βιβλική περιγραφή της δημιουργίας του ανθρώπου: «Και είπεν ο Θεός, ποήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν, και αρχέτωσαν...». Ο ένας Θεός χρησιμοποιεί τον πληθυντικό αριθμό («ποιήσωμεν»). Και για το ένα άνθρωπο χρησιμοποιείται πάλι ο πληθυντικός («αρχέτωσαν»). Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην περιγραφή της πτώσεως του ανθρώπου, όπως και της εξόδου του από τον παράδεισο. Η χρήση του πληθυντικού εδώ, που υποδηλώνει σκιωδώς την τριαδικότητα του Θεού, είναι χαρακτηριστική της αρχής του προσώπου. Το πρόσωπο δεν περιορίζεται στον εαυτό του, αλλά υπάρχει εν κοινωνία. Ο θεός Πατέρας ανοίγεται πλήρως στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αλλά και η ανθρωπότητα προβάλλει πολυυπόστατη, χωρίς να παύει να είναι ένας άνθρωπος. Κάθε ανθρώπινη υπόσταση γίνεται αυθεντική, όταν ανοίγεται πλήρως στις άλλες ανθρώπινες υποστάσεις κατά το πρότυπο του Τριαδικού Θεού, όταν «συγχωρεί» μέσα της με την αγάπη ολόκληρη την ανθρωπότητα ως έναν άνθρωπο.
Η κοινωνία με τον όντως Όντα.
Όλα προέρχονται από τον Θεό της αγάπης. Τίποτε δεν είναι ξένο προς αυτόν. Όλα φανερώνουν την προσωπική παρουσία του. Και με όλα καλείται ο άνθρωπος σε προσωπική κοινωνία μαζί του. Αυτή όμως γίνεται δυνατή μόνο μετά την αυτοαποκάλυψη του Θεού ως προσώπου, που αρχίζει στο Σινά με το «Εγώ ειμί ο Ων». Με αυτήν εισάγεται ο άνθρωπος σε απεριόριστο πλατυσμό, που έχει ως όριο την ομοίωση του προς τον Θεό και την ανάδειξη του σε αληθινό πρόσωπο. Ότι εκτρέπεται από αυτήν την προσωπική κοινωνία κατευθύνεται στο μη ον. Και η ζωή που βιώνεται έξω από αυτήν οδηγεί στον θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό, όπως παρατηρεί και ο ιερός Χρυσόστομος, ότι μετά την παρακοή αποκαλεί ο Θεός τον άνθρωπο «γη». Αντίθετα η κοινωνία με τον Θεό προσφέρει στον άνθρωπο την αληθινή ζωή.
Καταφατική και αποφατική θεώρηση.
Ο θεός είναι αγαθός και πηγή κάθε αγαθότητας κατά τις κοινές εκφράσεις της καταφατικής θεολογίας. Από αυστηρά όμως θεολογική άποψη ο Θεός βρίσκεται πέρα από κάθε ανθρώπινη έννοια, επομένως πέρα από την έννοια του αγαθού. Η έννοια του αγαθού, όπως και κάθε ανθρώπινη έννοια, είναι σχετική. Γι' αυτό και η θεώρηση του Θεού ως αγαθού μπορεί εύκολα να δημιουργήσει λαθεμένες εντυπώσεις. Γι να αποφευχθούν λοιπόν τέτοιες εντυπώσεις, ο Θεός χαρακτηρίζεται και ως υπεράγαθος. Με τον χαρακτηρισμό αυτόν ο Θεός τοποθετείται πάνω από κάθε αγαθό. Έτσι ερχόμαστε στην αποφατική θεολογία, που προχωρεί στην υπέρβαση κάθε ανθρώπινης έννοιας. Ο Θεός δεν είναι αγαθός σαν οποιοδήποτε αγαθό στον κόσμο, αλλά βρίσκεται επάνω από κάθε σχετική έννοια που μπορεί να συλλάβει ο άνθρωπος. Στα Αρεοπαγιτικά κείμενα λέγονται τα εξής: «Η αιτία ων πάντων, που βρίσκεται επάνω από όλα, δεν είναι ούτε ανούσια, ούτε άζωη, ούτε άλογη, ούτε χωρίς νου, ούτε είναι σώμα, ούτε σχήμα, ούτε μορφή, ούτε ποιότητα ή ποσότητα, ούτε έχει όγκο... ούτε ζει, ούτε είναι ζωή, ούτε είναι ουσία, ούτε αιώνας, ούτε χρόνος, ούτε υπάρχει νοητή επαφή μαζί της, ούτε είναι επιστήμη, ούτε αλήθεια, ούτε βασιλεία, ούτε σοφία, ούτε είναι ένα, ούτε ενότητα, ούτε θεότητα ή αγαθότητα, ούτε είναι πνεύμα που μπορεί να γνωριστεί από εμάς». Και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος χαρακτηρίζει τον Θεό ως ανύπαρκτη ύπαρξη, αγέννητη γέννηση, ανυπόστατη υπόσταση και υπερούσια ουσίωση.
Η έννοια των χαρακτηρισμών.
Ο χαρακτηρισμός του Θεού ως αγαθού δεν ορίζει, και συνεπώς δεν περιορίζει τον Θεό σε ανθρώπινες έννοιες, αλλά ικανοποιεί την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να σκεφτεί και να πει κάτι για τον Θεό. Με άλλα λόγια ο χαρακτηρισμός αυτός, όπως και κάθε ανάλογος χαρακτηρισμός του Θεού, αποτελεί μέσο αγαπητικής αναφοράς του ανθρώπου. Προτιμότερη όμως μέθοδος αναφοράς στον Θεό δεν είναι η καταφατική αλλά η αποφατική. Η καταφατική θεολογία που έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, συμπληρώνεται πάντοτε με την αποφατική. Τέλος η αποφατική θεολογία δεν έρχεται σε αντίθεση με την καταφατική, αλλά υπογραμμίζει την πνευματική διάσταση της. Η αποφατική θεολογία λοιπόν τοποθετεί τον Θεό επάνω από την έννοια του αγαθού. Ο Θεός ως υπερβατικός, υπερούσιος και υπεραισθητός, βρίσκεται πέρα και επάνω από οποιαδήποτε ανθρώπινη σκέψη και έννοια. Εξάλλου ο άνθρωπος χαρακτηρίζει το αγαθό πάντοτε σε σχέση ή μάλλον σε αντίθεση με το κακό. Το κακό όμως δεν αποτελεί την αντίθεση του αγαθού, αλλά την άρνηση του. Δεν υπάρχει ως φύση, αλλά εμφανίζεται ως έξη. Γι' αυτό άλλωστε είναι και ασθενέστερο από το αγαθό. Το αγαθό δεν έχει τέλος, επομένως ούτε περιορισμό ή ορισμό. Αλλά για να το εννοήσει κάποιος, αντιπαραθέτει σε αυτό τη στέρηση του, δηλαδή το κακό.
Μυστική προσέγγιση του αγαθού.
Όσο όμως ο άνθρωπος παραμένει σε αφηρημένες έννοιες και παραστάσεις για τον Θεό ή προσπαθεί να τον προσεγγίσει με αποφατικό τρόπο, δεν ζει σε πραγματική κοινωνία μαζί του. Γι' αυτό πέρα από την καταφατική και την αποφατική θεολογία χρειάζεται και η μυστική θεολογία, που κορυφώνεται με την εμπειρία της παρουσίας του Θεού, δηλαδή την θεοπτία. Αυτή καθιστά περιττή κάθε λογική ή φανταστική προσέγγιση του Θεού, γιατί φέρνει τον άνθρωπο σε προσωπική κοινωνία μαζί του και τον κάνει κοινωνό της αγαθότητας του. Στην κατάσταση αυτήν ο άνθρωπος χωράει μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα, για την οποία προσεύχεται όπως ο Χριστός στην Γεθσημανή. Έτσι αναδεικνύεται σε αληθινό πρόσωπο, αληθινή υπόσταση.
Ειδωλοποίηση και αυτάρκεια.
Όταν λείπει η αίσθηση της προσωπικής κοινωνίας με τον Θεό, εύκολα ο Θεός αντικιμενοποιείται και μεταβάλλεται σε είδωλο. Στη συνέχεια το είδωλο αυτό πλαισιώνεται με άλλες αντικειμενοποιημένες αξίες, που εξαφανίζουν ουσιαστικά την ύπαρξη του και νεκρώνουν κάθε κοινωνία μαζί του. Επιπλέον οι αξίες αυτές δημιουργούν στον άνθρωπο κάποια αυτάρκεια, που καλλιεργεί την υποκρισία και δίνει την ευχέρεια για κρίσεις και επικρίσεις των άλλων. Γι' αυτό ο Χριστός κατέκρινε με δριμύτητα τα είδωλα της αντικειμενοποιημένης θρησκευτικής και ηθικής ζωής. Καυτηρίασε την ευσέβεια, την προσευχή, τη νηστεία και την ελεημοσύνη που παρουσίαζαν οι Φαρισαίοι ως αυτοαξίες και όχι ως μέσα αγάπης και αναφοράς προς το Θεό.
Η αξίες της κοινωνικής ζωής.
Οι αξίες που διαμορφώνονται και επικρατούν στη ζωή κάποιας κοινωνίας έχουν μεγάλη σπουδαιότητα για τη συνοχή και τη σωστή λειτουργία της. Το ίδιο ισχύει και για τις θρησκευτικές εντολές πους γίνονται αποδεκτές ως αξίες και καθιερώνονται στις κοινωνίες. Από τη σκοπιά όμως της χριστιανική ηθικής η καθιέρωση των εντολών του Θεού ως κοινωνικών ή ηθικών αξιών περικλείει μεγάλους κινδύνους. Έτσι οι θείες εντολές εύκολα αυτονομούνται και χάνουν τον προσωπικό τους χαρακτήρα. Παύουν να θεωρούνται ως θελήματα ή ενέργειες του προσωπικού Θεού και αντιμετωπίζονται ως απρόσωπες δεοντολογίες ή αντικειμενικές αξίες.
Θρησκευτικές αρετές και αξίες.
Οι θρησκευτικές αρετές περιέχουν αξίες. Άλλωστε και ετυμολογικά αξία είναι αυτό που «άγει», που οδηγεί κάπου. Η αξία δεν είναι αγαθό καθεαυτό, αλλά μέσο που οδηγεί στο αγαθό. Αν δεν οδηγεί στο αγαθό αλλά στο κακό, γίνεται απαξία. Και η αρετή είναι κίνηση που οδηγεί στην αλήθεια. Αν δεν οδηγεί σε αυτήν αλλά στο ψευδός, δεν είναι αρετή αλλά κακία. Η αρετή υπάρχει για την αλήθεια και όχι η αλήθεια για την αρετή. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε από την πείρα, το ίδιο πράγμα μπορεί να χρησιμοποιείται ως αγαθό και ως κακό. Μπορεί να γίνεται αξία και απαξία. Ο ρυθμιστικός παράγοντας είναι το ανθρώπινο πρόσωπο. Π.χ. η πυρηνική ενέργεια είναι δυνατό να χρησιμοποιείται ως αγαθό αλλά και ως κακό. Να γίνεται ευεργεσία αλλά και συμφορά. Το ίδιο ισχύει και για οποιαδήποτε άλλο πράγμα ή και για τις λεγόμενες θρησκευτικές η ηθικές αξίες. Τίποτε δεν είναι καθεαυτό αγαθό εκτός από τον Θεό και την κοινωνία με αυτόν. Αλλά και τίποτε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κακό καθεαυτό εκτός από την άρνηση του Θεού και την εγκατάλειψη του, δηλαδή την αμαρτία. Οι θρησκευτικές αρετές είναι αγαθές και περιέχουν αξίες, όχι όταν καλλιεργούνται καθεαυτές, αλλά όταν τοποθετούνται στην προοπτική της αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεό. Η αρετή είναι αυθεντική και καρποφορεί, όταν καλλιεργεί την ταπείνωση. Χωρίς αυτήν αλλοτριώνεται και καταστρέφεται. Η ταπείνωση, που χαρακτηρίζεται τον ίδιο τον Θεό, αφανίζει την αμαρτία και καταξιώνει την αρετή.
Η μετοχή στον αγαθό.
Ο θεός, που είναι η πηγή του αγαθού, υπερβάλλει κάθε έννοια κτιστού αγαθού. Έτσι όμως δημιουργείται το ερώτημα: Πως υπάρχει το αγαθό μέσα στον κόσμο, και ποια είναι η σχέση του κόσμου με αυτό;Απαντώντας στο ερώτημα αυτό σημειώνουμε τα ακόλουθα: Το αγαθό που υπάρχει στον κόσμο δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί με τον Θεό. Δεν είναι όμως δυνατό και να χωριστεί από αυτόν, γιατί σε αυτόν οφείλει την ύπαρξη και τη διατήρηση του. Όλα τα κτίσματα υπάρχουν, γιατί μετέχουν στην αγαθότητα του Θεού, που εκδηλώνεται με τη μορφή των θείων ενεργειών. Άλλα όμως μετέχουν μόνο στην ουσιοποιό ενέργεια του Θεού και υπάρχουν απλώς ως όντα, άλλα μετέχουν και στη ζωοποιό ενέργεια του και υπάρχουν ως ζώντα, αλλά μετέχουν επιπλέον και στη σοφοποιό ενέργεια του και υπάρχουν ως λογικά όντα, ενώ μόνο οι άγγελοι και οι άγιοι μετέχουν στη θεοποιό θεία ενέργεια.
Αισθητά και νοητά.
Η ύπαρξη των δημιουργημάτων μαρτυρεί την ύπαρξη του Δημιουργού. Η αιτία και ο σκοπός του αισθητού κόσμου βρίσκονται στον νοητό. Με τα φαινόμενα θεωρούνται τα μη φαινόμενα. Η ορθή όμως θεώρηση των φαινομένων από τον υποδουλωμένο στην αμαρτία άνθρωπο γίνεται δυνατή με την προσωπική φανέρωση του Θεού, που ολοκληρώνεται με την ενανθρώπηση.
Υλισμός και ειδωλολατρία.
Οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν συνήθως ως αγαθά τα πράγματα εκείνα που ικανοποιούν τις ανάγκες και επιθυμίες τους. Η αυτοτελής αντιμετώπιση των πραγμάτων αυτών χωρίς αναφορά στην αιτία τους, δηλαδή τον Θεό, οδηγεί στον υλισμό, ενώ η απολυτοποίηση και θεοποίηση τους στην ειδωλολατρία. Ειδωλολατρία και υλισμός υπάρχουν σε κάθε εποχή με διάφορες παραλλαγές και μεταμορφώσεις. Αντίθετα η χριστιανική θεώρηση του κόσμου πραγματοποιείται με την αναγωγή από τα αισθητά στα υπεραισθητά, από τα κτιστά στα άκτιστα, από τα φθαρτά στα άφθαρτα. Το κάλλος των επίγειων πραγμάτων δεν πρέπει να αιχμαλωτίζει τον Χριστιανό, αλλά να γίνεται αφορμή, για να ανυψώνεται στην αναζήτηση του υπέρτατου κάλλους. Και αυτό δεν πραγματοποιείται μόνο με την ανθρώπινη θέληση αλλά και με τη θεία ενίσχυση. Πως μπορεί ο άνθρωπος να στρέφεται στα άφθαρτα, αν προσηλώνεται στα φθαρτά; Αλλά και πως μπορεί να υψώνεται στα ουράνια, αν δεν πτερώνεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος;
Η διάκριση των πραγμάτων.
Όταν ο άνθρωπος πιστεύει στον Θεό και ατενίζει τον κόσμο με το φως της πίστεως, τότε διακρίνει την παρουσία του στην κτίση και την ιστορία. Στην περίπτωση αυτήν όλα αποκτούν θετικό νόημα, έστω και αν εμφανίζονται ως δυσάρεστα και βλαβερά. Όταν όμως δεν πιστεύει στον Θεό και αντιμετωπίζει τον κόσμο μηδενιστικά ή εγωκεντρικά, όλα γίνονται αδιαφανή και διαψεύδουν τον άνθρωπο, έστω και αν χαρακτηρίζονται ως αγαθά και ωφέλιμα Σε τελική λοιπόν ανάλυση η διάκριση των πραγμάτων και των γεγονότων σε αγαθά και κακά δεν εξαρτάται τόσο από αυτά, όσο από τον άνθρωπο και από την τοποθέτηση το απέναντι στον Θεό και τα έργα του. Από την τοποθέτηση αυτήν καθορίζεται και η ηθική ποιότητα του ανθρώπου. Το αγαθό δεν παρουσιάζεται στατικά αλλά δυναμικά. Δεν εμφανίζεται ως αντικείμενο, αλλά ως πρόσωπο, που έρχεται σε προσωπική σχέση και κοινωνία. Αγαθό για τον άνθρωπο είναι η κοινωνία με τον Θεό. Και η κίνηση για την ανάπτυξη της κοινωνίας αυτής είναι η πραγμάτωση της αρετής.