Η Εκκλησία με πλήρη συνέπεια προς τις επιταγές των κανόνων και την όλη λειτουργική της παράδοση, διαφυλάσσει με σταθερότητα την άποψη της ότι ο δεύτερος γάμος είναι ασυμβίβαστος με το χριστιανικό ιδεώδες και πρότυπο, ενώ είναι ανεκτός μόνο από συγκατάβαση προς την ανθρώπινη αδυναμία και ανεπάρκεια. Βέβαια, μπορεί να θεωρηθεί και ως μια δεύτερη ευκαιρία, που δίδεται σε ένα άνδρα ή μια γυναίκα για να συνάψουν ένα αληθινά χριστιανικό γάμο, αφού η πρώτη τους προσπάθεια απέτυχε και απεδείχθη μια λάθος ενέργεια. Ας σημειωθεί ότι η ευλογία που προσφέρει σε ένα γάμο η Εκκλησία, δεν μπορεί να διορθώσει με μαγικό τρόπο μια ένωση που ξεκίνησε με λανθασμένες προϋποθέσεις. Περιπτώσεις αγίων -για παράδειγμα η αγία Ταμάρα, βασίλισσα της Γεωργίας- που συνήψαν δεύτερο γάμο, αποδεικνύουν ότι η εκκλησιαστική θέση, σύμφωνα με την οποία μόνο ο πρώτος γάμος είναι ουσιαστικός και γνήσιος, δεν θα έπρεπε να κατανοηθεί μ' ένα νομικίστικο ή προσηλωμένο στο γράμμα του κανόνα, τρόπο.
Παραμένει πάντως το γεγονός ότι ο Μέγας Βασίλειος (+379), στον τέταρτο κανόνα του, ορίζει ότι αυτοί που συνάπτουν δεύτερο γάμο -εξαιτίας είτε χηρείας, είτε διαζυγίου- πρέπει να «κανονισθούν», να υποβληθούν δηλαδή σε εκκλησιαστικό έ πι τίμιο, το οποίο καθορίζει την αποχή τους από τη θεία Κοινωνία για ένα ή δύο χρόνια. Ο τρίτος γάμος επισύρει επιτίμιο αποχής από τη θεία Μετάληψη για τρία, τέσσερα ή ακόμη και πέντε χρόνια.
«Ονομάζουν ένα τέτοιο γάμο, τον τρίτο δηλαδή, πολυγαμία ή μάλλον πορνεία για τον οποίο αξίζει να επιβληθεί ένα καθορισμένο και αυστηρό επιτίμιο», σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος.
Σαφέστατα λοιπόν, εφόσον στην εποχή του Μεγάλου Βασιλείου ο γάμος τελείτο ακόμη στη διάρκεια της θείας Ευχαριστίας, αποκλεισμός από τη μετοχή σ' αυτήν σήμαινε, ότι αυτού του τύπου γάμοι -ο δεύτερος δηλαδή και ο τρίτος-θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μόνο ως συμβάσεις ή συμφωνίες νομοθετημένες από την πολιτεία. Μόνο αφού είχαν διανύσει τα καθορισμένα από το επιτίμιο χρόνια της αποχής από τη θεία Κοινωνία, τα ζευγάρια αυτά γίνονταν πάλι αποδεκτά στην τάξη των πιστών και τους επιτρεπόταν να μεταλάβουν. Τότε μόνο ο γάμος τους αναγνωριζόταν ως εκκλησιαστικός.
Οι θέσεις που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος διατηρούσαν την ισχύ και επιρροή τους τουλάχιστον μέχρι τον ένατο αιώνα. Αυτό μαρτυρούν ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (759-826) και οι κανόνες που αποδίδονται στον άγιο Νικηφόρο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (806-815). «Σε αυτόν που συνάπτει δεύτερο γάμο, όχι μόνο δεν επιτρέπεται να τοποθετείται στεφάνι στην κεφαλή του, αλλά του επιβάλλεται και επιτίμιο να απέχει από τη μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων για δύο χρόνια. Αυτός που παντρεύεται για τρίτη φορά, επιτιμάται με αποχή πέντε χρόνων»
Πάντως, αυτό που εντυπωσιάζει και προσελκύει την προσοχή μας δεν είναι η αυστηρότητα των κανόνων που παραθέσαμε, αφού η αποχή από τη θεία Κοινωνία επιβαλλόταν πολύ πιο συχνά, και σε περισσότερους πιστούς, κατά τους πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας από ο,τι συμβαίνει στις μέρες μας. Κυριολεκτικά μας καθηλώνει η ανύστακτη φροντίδα της Εκκλησίας να υπερασπισθεί την απόλυτη μοναδικότητα του χριστιανικού γάμου. Μόνο όταν αποχωρίσθηκε η ιεροτελεστία του γάμου από τη θεία Λειτουργία, στάθηκε πιο εύκολο για την Εκκλησία να δείξει μεγαλύτερη επιείκεια, επιτρέποντας να τοποθετούνται στέφανα στις κεφαλές αυτών οι οποίοι τελούσαν δεύτερο ή τρίτο γάμο παρόλο που διατηρούσε τους κανόνες που αναφέρονταν στην αποχή από τη θεία Μετάληψη.
Στις «Κανονικές Αποκρίσεις» του Μητροπολίτη Ηρακλείας Νικήτα, που έζησε το 13ο αιώνα, διαβάζουμε ότι «αν θέλουμε να τηρήσουμε την εκκλησιαστική ακρίβεια, δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να τοποθετείται στεφάνι στο κεφάλι αυτού ο οποίος επιχειρεί να παντρευτεί δεύτερη φορά. Αλλά η πρακτική της Μεγάλης Εκκλησίας (δηλαδή της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως) δεν διατηρεί ούτε επιμένει σε αυτή την αυστηρότητα. Αντίθετα, ανέχεται την τοποθέτηση των στεφάνων στις κεφαλές αυτών των ζευγαριών, ενώ ποτέ κανείς από τους Ιερουργούς κληρικούς δεν κλήθηκε σε απολογία. Παρ' όλα αυτά όμως, τα εν λόγω ζευγάρια πρέπει να απέχουν από τη θεία Μετάληψη για ένα ή δύο χρόνια»
Στο σύγχρονό μας ευχολόγιο, η «Ακολουθία εις Δίγαμον» είναι εντυπωσιακά διαφορετική από την «Ακολουθία του Στεφανώματος» που τελείται στον πρώτο γάμο. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια βραχεία διεύρυνση της «Ακολουθίας των Αρραβώνων». Δεν ξεκινά με την εκφώνηση «Ευλογημένη η Βασιλεία...», που συνδέει το γάμο με την Ευχαριστία, αλλά με τη συνηθισμένη επίκληση «Ευλογητός ο θεός ημών πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», η οποία ακολουθείται από την ανάγνωση της προοιμιακής προσευχής «Βασιλεύ Ουράνιε...» και του «τρισάγιου». Η Μεγάλη Συναπτή σμικρύνεται, περιλαμβάνοντας λίγες απλές αιτήσεις, ενώ διαβάζονται μόνο οι δυο σύντομες ευχές της Ακολουθίας του Αρραβώνα. Η εκτενέστερη ευχή που ακολουθεί τη σταυροειδή εναλλαγή των δακτυλιδιών, αντικαθίσταται από μια συγχωρητική ευχή, η οποία ζητεί «συγγνώμη παραπτωμάτων, αμαρτιών ιλασμόν, συγχώρησιν ανομιών εκουσίων τε και ακουσίων» των συναπτομένων σε δεύτερο γάμο ζευγαριών. Οι προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρονται σε αυτή, δεν είναι τα ένδοξα ζευγάρια της βιβλικής Ιστορίας, αλλά η Ραάβ η πόρνη, ο συντετριμμένος Τελώνης, και ο ευγνώμων ληστής. Και οι τρεις αυτοί έγιναν αποδέκτες της συγχώρησης, που τους επιδαψίλευσε ο Θεός εξαιτίας της πίστης και της μετάνοιας που επέδειξαν.
Μια δεύτερη ευχή παρουσιάζει το γαμπρό και τη νύφη ως «τον καύσωνα και το βάρος της ημέρας, και της σαρκός την πύρωσιν μη ισχύοντες βαστάζειν» και γι' αυτόν το λόγο «εις γάμου δευτέραν κοινωνίαν συνέρχονται». Χωρίς καμιά λιτανευτική πομπή προς το κέντρο του κυρίως ναού και χωρίς απόλυση και εναρκτήρια εκφώνηση, ακολουθεί η τελετή του Στεφανώματος, που ξεκινά με την τρίτη και συντομότερη ευχή της κανονικής Ακολουθίας του πρώτου Γάμου.
Το τυπικό της «Ακολουθίας εις Δίγαμον» είναι τόσο έντονα διαφορετικό από αυτό του πρώτου, τόσο σκόπιμα γεμάτο από φράσεις μετανοητικού χαρακτήρα, ώστε σε κάποιες περιπτώσεις, όπου ένας δεύτερος γάμος είναι ολοφάνερα ένα χαροποιό γεγονός για το γαμήλιο ζευγάρι, είναι δύσκολο να δικαιολογήσει ο ιερέας τη χρήση του και να δώσει μια καλοδεχούμενη και εύκολα αποδεκτή εξήγηση του τόσο στο γαμήλιο ζευγάρι όσο και στο εκκλησίασμα. Οι οδηγίες που σημειώνονται -συνήθως με ερυθρά τυπογραφικά στοιχεία-στα ορθόδοξα λειτουργικά βιβλία, συνιστούν η Ακολουθία σε Δίγαμο να ψέλνεται μόνο στην περίπτωση εκείνη που και οι δυο, ο γαμπρός και η νύφη, συνάπτουν δεύτερο γάμο. Αυτός ο διευκρινιστικός περιορισμός είναι δύσκολο να εξηγηθεί θεολογικά, επειδή, όπως έχουμε ήδη σημειώσει πιο πάνω, η αγιογραφική παράδοση και οι επιταγές των κανόνων της Εκκλησίας σίγουρα δεν θα θεωρούσαν πλήρως «κανονικό» ένα γάμο, όπου έστω και ένα από τα δυο συμβαλλόμενα μέλη έχει ήδη τελέσει άλλο γάμο προηγουμένως.
Είτε ως δεύτερη ευκαιρία, είτε ως συγκατάβαση στις ανθρώπινες γήινες επιθυμίες και αδυναμίες, ο δεύτερος γάμος γινόταν αποδεκτός και επιτρεπόταν μόνο εφόσον διατηρείτο η ιδανική εκκλησιαστική άποψη για την αιώνια ενότητα του ζευγαριού στο όνομα του Χριστού σύμφωνα με τους νόμους της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού. Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Εκκλησία τελικά συμπεριέλαβε στην «Ακολουθία εις Δίγαμον» και τη στέψη με στέφανα αυτών που τελούσαν δεύτερο γάμο, αποδεικνύει ότι και εκείνοι όφειλαν να αναγνωρίζουν αυτό το ιδανικό πρότυπο, παρά το γεγονός ότι ο δεύτερος γάμος επίσημα εμφανιζόταν ως παρατυπία ή αταξία και αντικανονικότητα από την καθιερωμένη βασική αρχή αιωνιότητας του γαμικού δεσμού, που απεικόνιζε ο πρώτος γάμος. Αυτή η βασική εκκλησιαστική θέση και αρχή διακηρύχθηκε δημόσια με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, αλλά και με συνέπεια, τόσο από τις επιταγές των κανόνων, όσο και άπ' αυτή την ίδια τη θεία Λειτουργία, ως παραδεδομένη πίστη μάλλον, παρά ως αφηρημένη και νομικίστικη αντίληψη εμμονής στο αδιάλυτο του πρώτου και μοναδικού γάμου.
Στην πράξη, βέβαια, η ποιμαντική «οικονομία», που επιτρέπει ένα Δεύτερο γάμο επειδή η Εκκλησία ως φιλόστοργη μητέρα θέλει και μπορεί να νοικοκυρέψει και να οικονομήσει τα του οίκου της, φθάνει ακόμη πιο μακριά με τη θεσμοθέτηση ενός τρίτου γάμου, αποκλείοντας όμως παντελώς έναν τέταρτο - ενώ για το γράμμα και το πνεύμα των κανόνων του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Νικηφόρου, που παραθέσαμε πιο πάνω, δεν είναι επιτρεπτή ούτε η απλή μνεία αυτού του γάμου, έστω και ως πιθανότητα. Η περιβόητη περίπτωση του αυτοκράτορα Λέοντα του ΣΤ' του Σοφού (886-912), που έγινε αίτια για τη διεξαγωγή ατέλειωτων και άκαρπων συζητήσεων, ακόμη και για ένα σχίσμα, έκλεισε με τη δημοσίευση του «Ενωτικού Τόμου»* το 920 οι διατάξεις του οποίου απαγόρευαν τον τέταρτο γάμο, ενώ επέτρεπαν τον τρίτο μόνο μέχρι την ηλικία των σαράντα ετών.
Είναι φανερό, πλέον, πως δεν υφίσταται κανένας θεολογικός λόγος ικανός για να περιορίζει και να καθηλώνει τους επιτρεπόμενους για ένα χριστιανό, διαδοχικούς γάμους στον αριθμό τρία. Ο περιορισμός έχει παιδευτικό και μόνο χαρακτήρα και καθορίζεται από την «οικονομία», η οποία δεν είναι μια ανοιχτή θύρα ή παράθυρο για απεριόριστους συμβιβασμούς, έστω και αν συχνά δίδεται μια τέτοια εντύπωση από την αλόγιστη χρήση της. Είναι πράγματι η εκκλησιαστική «οικονομία» μια αξιοθαύμαστη στη σύλληψή της παίδευση και μαθητεία των πιστών. Η Εκκλησία οφείλει να συναντήσει αλλά και να διαλεχθεί με τις υλικές ανάγκες του ενήλικα άνθρωπου και ακόμη περισσότερο να τις δει με σεβασμό και κατανόηση, ως μικρότερης σπουδαιότητας κακό. Αλλά η ίδια η σωτηρία του ανθρώπου απαιτεί να έχει μάθει με τη διδασκαλία να ξεπερνά και να νικά οτιδήποτε δεν ανήκει στη Βασιλεία του Θεού, η οποία είναι ήδη παρούσα με την Εκκλησία.