Σε πολλά δημοσιεύματα νεοειδωλολατρικών έντυπων παρατηρείται τον τελευταίο καιρό έντονο αντιχριστιανικό και αντιεκκλησιαστικό περιεχόμενο. Τα δημοσιεύματα αυτά αναφέρονται σε δύο κυρίως θέματα: α) Ο Ελληνισμός είχε τους δικούς του θεούς και επομένως δεν έχει ανάγκη από ξένη προς αυτόν ιερά ιστορία και β) πρέπει να αποβληθεί τουλάχιστον η Παλαιά Διαθήκη από τη θρησκευτική διδασκαλία των νέων στα σχολεία, γιατί κατά τη γνώμη τους η Παλαιά Διαθήκη είναι η θρησκεία και η ιστορία των Εβραίων.
Δεν θεωρούμε ασφαλώς σοβαρό το «επιχείρημα» ότι ο Ελληνισμός είχε θεούς (το δωδεκάθεο του Ολύμπου με όλους τους μικροθεούς και ημιθέους) γι αυτό δεν θ' ασχοληθούμε και πάλι με το θέμα αυτό. Οι αναγνώστες του περιοδικού «Διάλογος» θα έχουν διαβάσει ανάλογα άρθρα συνεργατών της Π. Ε. Γ. όπου επισημαίνονται ότι διαπρεπείς αρχαίοι έλληνες συγγραφείς και φιλόσοφοι κατεδίκασαν, όχι χωρίς κινδύνους, την λατρεία των ειδώλων και την πολυθεΐα. Αργότερα μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, όπως ο Άγιος Αθανάσιος, επεσήμαναν τον παραλογισμό να λατρεύει κανείς τα κτίσματα και όχι τον κτίσαντα.
Είναι βέβαιο γεγονός ότι οι προγονοί μας εν αντιθέσει με άλλους αρχαίους λαούς που οι θεοί τους παρουσίαζαν αποκρουστικά και ζωώδη μορφώματα, εξεδήλωσαν την αναζήτηση του θείου και τη θεοσέβεια τους με καλλιτεχνικά δημιουργήματα που εκπλήσσουν ακόμη και σήμερα, αριστουργήματα όντως τέχνης και απεικόνισης. Κατασκεύασε για τους θεούς του περίτεχνους και λαμπρούς ναούς, βωμούς και μαντεία που θαυμάζονται και θα θαυμάζονται εις τον αιώνα. Οι θεοί των αρχαίων μας προγόνων απεικονίζονταν με ανατομικές ομοιότητες προς τον άνθρωπο, αλλά και με ψυχικά προτερήματα και ελαττώματα όμοια προς αυτόν και ευρίσκονταν αυτές οι ανθρωπομορφικές θεότητες σε ένα νοητό χώρο και κόσμο (Όλυμπος, θάλασσα, νησιά, λίμνες, ποτάμια).
Όμως οι πρόγονοί μας, που υπήρξαν πρωτοπόροι στην επιστήμη, στην τέχνη, στα γράμματα και τη σοφία και συνετέλεσαν τα μέγιστα στην πολιτιστική πρόοδο της ανθρωπότητας, δεν έπαψαν ποτέ ν' αναζητούν την αλήθεια ως προς το Δημιουργό και τη Δημιουργία του κόσμου. Και γι αυτό πρώτοι και καλύτεροι εδέχθησαν το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας του Ιησού Χριστού. Η νέα θρησκεία δεν επεβλήθη δια της βίας. Έγινε αποδεκτή με ελευθέρα βούληση.
Ένας άλλος λαός ο Ιουδαϊκός που κατοικούσε στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου είχε το προνόμιο να δεχθεί εξ αποκαλύψεως και να τιμά με ταπεινό φρόνημα τον Ένα, Μόνο, Αληθινό Προσωπικό Θεό. Ο Αληθινός θεός Δημιουργός, ο θεός του Ισραήλ παρέδωσε Διαθήκη μέσω των προφητών του που απετέλεσε την Αγία Γραφή, την Ιερά Βίβλο, όπου ιστορείται η πορεία του λαού αυτού μέσω των επεμβάσεων του Αληθινού θεού προς την απολύτρωσιν με την έλευση του Ιησού Χριστού. Επεμβαίνει ο Θεός, αλλά και ο άνθρωπος είναι πτωτικός και παρουσιάζει αρνήσεις και αμαρτωλή ακραία συμπεριφορά πολλές φορές.
Και η χειρίστη συμπεριφορά του περιούσιου λαού του Θεού, αν και οι προφήτες προφήτευσαν την έλευση του Σωτήρος Χριστού, είναι ότι δεν εδέχθηκαν τον ενανθρωπήσαντα, ανάμεσα τους, Υιόν και Λόγον του Θεού και παρέμειναν αποκλειστικά και μόνο στην διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Η διδασκαλία του Ιησού Χριστού είναι το Ευαγγέλιο της σωτηρίας και της λύτρωσης του άνθρωπου και μαζί με τις «Πράξεις των Αποστόλων» και τις «Επιστολές» τους, αποτελεί την Καινή Διαθήκη. Η Καινή Διαθήκη αποτελεί συνέχεια της Παλαιάς και δεν μπορεί να υπάρξει αυτοτελώς. Ο Χριστός διακήρυξε ότι δεν ήλθε να καταλύσει το νόμο, αλλά να τον συμπληρώσει. Επομένως η Παλαιά Διαθήκη για τον Χριστιανό δεν είναι η θρησκεία των Εβραίων και η ιστορία του ιουδαϊκού λαού, αλλά η αποκάλυψη του Αληθινού Θεού που οικονομεί μέσω επεμβάσεών Του τη σωτηρία του Ανθρώπου. Ο Δεκάλογος π. χ. με την έλευση του Χριστού δεν καταργήθηκε, αλλά αποτελεί στοιχείο της χριστιανικής κατήχησης. Ο Χριστιανισμός παρέλαβε την Παλαιά Διαθήκη την οποία ερμήνευσε η Καινή Διαθήκη. Οπότε και οι δύο Διαθήκες μαζί συναποτελούν αναπόσπαστα την Αγία Γραφή. Αποτελεί επομένως παραχάραξη της αληθινής ιστορίας η ταύτιση του Χριστιανισμού με την θρησκεία των Εβραίων. Κάθε δε προσπάθεια «πισωγυρίσματος» σε παλαιές δοξασίες, που έχουν έντονα και έμπρακτα αποδοκιμαστεί παγκόσμια, είναι όχι μόνο ουτοπική, αλλά και παρανοϊκή.