Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Μ.Βασιλείου: Ομιλία προς τους πλουσίους

.Έχομεν ομιλήσει και άλλοτε σχετικά με τον νεανίσκον  αυτόν και εξάπαντως θα ενθυμήται ο επιμελής ακροα­τής αυτά που εξετάσαμεν τότε. Πρώτον μεν δεν είναι ο ίδιος με τον νομικόν που αναφέρεται εις τον Λουκάν . Διότι ε­κείνος μεν ήταν πειρακτήριος με το να κάμνη ειρωνικάς ε­ρωτήσεις, αυτός δε καλά μεν ερωτούσεν, αλλά δεν εδέχετο με ευπείθειαν. Διότι δεν θα έφευγε λυπημένος από τας απαντήσεις που τού έδιδεν ο Κύριος, εάν περιφρονητικώς τού απηύθυνε τας ερωτήσεις. Δια τούτο κάπως ανάμικτος μας εφαίνετο η συμπεριφορά του, διότι άλλοτε μεν η Γραφή μας τον δεικνύει άξιον επαίνου, άλλοτε δε αθλιώτατον και καθ' ολοκληρίαν απελπισμένον.
Το να γνωρίση δηλαδή τον αληθινόν διδάσκαλον και να περιφρονήση την αλαζονείαν των φαρισαίων και την γνώμην των νομικών και την ενόχλησιν των γραμματέων, και να αποδώση την ονομασίαν αυτήν εις τον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό ήταν εκείνο που επηνέσαμεν. Εκτός δε τούτου και το να φανή ότι φροντίζει πως θα ημπορούσε να κληρονομήση την αιώνιον βασιλείαν, και αυτό αξίζει να το παραδεχθούμεν. Αν­τιθέτως, εκείνο μάλιστα κρίνει ολόκληρον την διάθεσίν του, που δεν αποβλέπει εις το πραγματικώς καλόν, αλλά προσ­έχει αυτό που αρέσει εις τους πολλούς, το ότι δηλαδή, αφού εδιδάχθη σωτήρια μαθήματα από τον αληθινόν διδά­σκαλον, δεν τα εχάραξεν εις την καρδίαν του και δεν εφήρμοσεν εις την πράξιν τα διδάγματα, άλλ' απήλθεν λυπημέ­νος, τυφλωμένος από το πάθος της φιλοπλουτίας.
Αυτό δε ελέγχει την ανωμαλίαν της συμπεριφοράς και την ασυμφωνίαν προς τον εαυτόν του. Τον ονομάζεις διδάσκαλον  και δεν κάμνεις αυτά που κάμνουν οι μαθηταί; Τον λέγεις αγα­θόν και περιφρονείς αυτά που δίδει; Και όμως είναι φανερόν ότι αυτός που είναι αγαθός παρέχει αγαθά. Και ερωτάς μεν να μάθης δια την αιώνιον ζωήν, αποδεικνύεσαι όμως ότι ολόκληρος είσαι δεμένος εις την απόλαυσιν τού παρόν­τος βίου. Ποίον δε δύσκολον, βαρύν ή δυσβάστακτον λόγον σου απηύθυνεν ο διδάσκαλος; Να πωλήσης όσα έχεις και να τα μοιράσης εις τους πτωχούς . Εάν σου επρότεινε γεωρ­γικάς εργασίας ή τους κινδύνους τού εμπορίου ή όσα άλλα επίπονα προσιδιάζουν εις αυτούς που κερδοσκοπούν, έπρε­πε συ δυσφορών δια την προσταγήν να λυπηθής. Εάν όμως σου υπόσχεται να σε αναδείξη κληρονόμον της αιωνίου ζωής μ' ένα τόσον εύκολον δρόμον που δεν έχει κανένα κόπον και ιδρωτα, δεν χαίρεις δια την ευκολίαν της σωτηρίας, αλλά φεύγεις με οδύνην και πένθος εις την ψυχήν και αχρηστεύεις δια τον εαυτόν σου όλα όσα έχεις κοπιάσει μέχρι τώρα; Διότι εάν δεν εφόνευσες, όπως συ λέγεις, ούτε εμοίχευσες, ούτε έκλεψες, ούτε εψευδομαρτύρησες εναντίον κάποιου , καθιστάς ανώφελον εις τον εαυτόν σου την επιμέλειαν γύρω από αυ­τά, αφού δεν προσθέτεις αυτό που υπολείπεται, με το οποίον θα ημπορέσης να εισέλθης εις την βασιλείαν τού θεού.
Και εάν μεν κάποιος ιατρός σου υπέσχετο να σου διορθώση α­ναπηρίας που υπάρχουν εις σε εκ φύσεως ή από αρρώστιαν, δεν θα ευθυμούσες όταν το ήκουες; Επειδή δε ο μεγάλος ιατρός των ψυχών θέλει να σε τελειοποιήση ως προς αυτά που καιρίως υστερείς, αρνείσαι την δωρεάν και πενθείς και σκυθρωπάζεις; Είναι φανερόν λοιπόν πως στέκεσαι μακρυά από την εντολήν και ψευδώς ωμολόγησες εις τον εαυ­τόν σου ότι έχεις αγαπήσει τον πλησίον σου ωσάν τον εαυ­τόν σου . Διότι να, η προσταγή τού Κυρίου σε αποδει­κνύει ότι απέχεις παρά πολύ μακρυά από την αληθινήν αγάπην. Διότι εάν αυτό που διεβεβαίωσες ήταν αληθινόν, ότι δηλαδή από τα νειάτα σου ετήρησες την εντολήν της αγάπης και έδωκες εις τον καθένα τόσον όσον και εις τον εαυτόν σου, τότε από που προέρχεται αυτή η χρηματική περιουσία; Διότι η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλ. ο καθένας μεν δέχεται ολίγα δια την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μα­ζί μοιράζωνται τα υπάρχοντα που εξοδεύονται δι' όλους. Ώστε αυτός που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον.
Άλλ' ό­μως φαίνεσαι να έχης πολλά κτήματα. Από που αυτά; Από που αλλού παρά από τού ότι είναι φανερόν ότι επροτιμούσες την ιδικήν σου απόλαυσιν από την παρηγορίαν των πολλών. Όσον λοιπόν υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς κατά την αγάπην. Διότι προ πολλού θα είχες σκεφθή να απομακρύνης τα χρήματα, εάν είχες αγαπήσει τον πλησίον. Τώρα δε τα χρήματα είναι συνδεδεμένα μαζί σου περισσότε­ρον από τα μέλη τού σώματος, και ο χωρισμός από αυτά σε λυπεί, σαν τον ακρωτηριασμόν των χρησιμωτέρων μελών. Διότι εάν είχες ενδύσει τον γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρ­τον σου εις αυτόν που πεινά, εάν η πόρτα σου είχεν ανοιγή εις κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας των ορφανών, εάν συνέπασχες με κάθε αδύνατον, δια ποία τώρα χρήματα θα εδοκίμαζες λύπην; Που δε θα εδυσκολευόσουν να διαθέσης τα υπόλοιπα, εάν από πολλού είχες σκεφθή να τα μοιράζης εις τους ενδεείς; Έπειτα, εις μεν τας πανηγύρεις κανένας δεν λυπείται να πωλή τα υπάρχοντά του και να αποκτά άντ' αυτών αυτά που χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τι­μήν αγοράζει τα πολυτίμητα πράγματα, τόσον περισσό­τερον χαίρει, διότι η συναλλαγή του υπήρξε λαμπρά. Εσύ δε λυπείσαι με το να δίδης χρυσίον και αργύριον και κτή­ματα, δηλαδή με το να προσφέρης λίθους και χώμα, δια να απόκτησης την αιώνιον ζωήν.

2. Αλλά τι τον χρειάζεσαι τον πλούτον; Θα ενδυθής με ένδυμα; Δύο πήχεις σου αρκούν λοιπόν δια τον χιτωνίσκον και η ένδυσις ενός ιματίου θα καλύψη ολόκληρον την ανάγκην των ενδυμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτον εις την διατροφήν; Ένας άρτος είναι αρκετός δια να γεμίσης την κοιλίαν σου. Διατί λοιπόν λυπείσαι; Σαν τι να στερήσαι; την δόξαν του πλούτου; Άλλ' εάν δεν αναζητησης την επίγειον δόξαν, θα εύρης την πραγματικήν εκείνην και λαμ­πράν, που σε προάγει εις την βασιλείαν των ουρανών. Αλλά το να έχης απλώς τον πλούτον είναι πράγμα αγαπητόν, έστω και αν δεν προκύπτει κανένα όφελος άπ' αυτόν. Ότι λοιπόν είναι ανόητος η φροντίδα δια άχρηστα πράγματα, είναι εις όλους γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που σκοπεύω να ειπώ, πλην όμως είναι από όλα το πιο αληθινόν. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται, κατά τον τρόπον που ο Κύριος παραγγέλλει, είναι φυσικόν να παραμένη, όταν όμως φυλάσσεται είναι φυσικόν να αποξενώνεται. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Διότι εσκόρπισεν ελευθέρως και εμοίρασεν εις τους πτωχούς· η δικαιοσύνη του παραμένει αιωνίως .
Άλλ' όμως ο πλούτος δια τους περισσοτέρους δεν είναι πε­ριζήτητος ούτε δια τα ενδύματα, ούτε δια τας τροφάς, αλλά υπό τού διαβόλου έχει επινοηθή κάποιο τέχνασμα, που υποβάλλει εις τους πλουσίους απείρους αφορμάς δια δαπάνην, ώστε τα περιττά και τα άχρηστα να θεωρούνται ως σπουδαία και τίποτε να μη είναι αρκετόν δια την εφευρε­τικότητα των εξόδων. Διότι διαμοιράζουν τον πλούτον σύμφωνα και προς την παρούσαν ανάγκην και προς την μελλοντικήν, και ένα μέρος μεν το κρατούν δια τους εαυτούς των και το άλλο να είναι απόθεμα δια τα παιδιά τους. Έπειτα δε τον ίδιον πλούτον κατανέμουν σύμφωνα προς τας ποικίλας ανάγκας. Άκου λοιπόν ποιοι είναι οι κανονισμοί αυτών. Να είναι, λέγει, άλλος μεν πλούτος δια χρήσιν, άλλος δε δια απόθεμα, και αυτός που εξυπηρετεί τας ανάγκας να ξεπερνά το όριον των απαραιτήτων πραγμάτων. Αυτός να υπάρχη δια τας πολυτελείας των σπιτιών και εκείνος να εξυπηρετή τας κοσμικάς επιδείξεις. Ο μεν να παρέχη την άνεσιν όταν οδοιπορής, ο δε να κάμνη την ζωήν σου λαμπράν και αξιοπρόσεκτον όταν μένης εις το σπίτι. Ώστε μου έρχεται εις τον νουν να θαυμάζω την εφεύρεσιν των περιττών αναγ­κών. Υπάρχουν χίλια δύο αμάξια, άλλα μεν που μεταφέρουν τας αποσκευάς, άλλα δε που κουβαλούν τους ιδίους και που είναι καλυμμένα με χαλκόν και άργυρον. Υπάρχουν πάμπολλα άλογα που και αυτά γενεαλογούνται από προγόνους ευγενι­κής ράτσας, όπως οι άνθρωποι. Άλλα μεν τους περιφέρουν εις την πόλιν, όταν διασκεδάζουν, άλλα κυνηγούν μαζί τους και άλλα έχουν εξασκηθή δια οδοιπορίαν. Τα χαλινάρια και αι ζώναι και τα περιδέραια, όλα είναι αργυρένια, όλα χρυ­σοκέντητα. Πορφυρένια σαΐσματα που κοσμούν τα άλογα σαν γαμβρούς· πληθώρα από μουλάρια, που κατά χρώμα είναι χωρισμένα. Οι οδηγοί αυτών, ο ένας κατόπιν του άλ­λου· αυτοί που τρέχουν εμπρός και αυτοί που ακολουθούν από οπίσω. Απειράριθμοι από τους άλλους υπηρέτας που αρκούν δια κάθε πολυτέλειαν και άνεσιν, δηλαδή επιστάται, ταμίαι, γεωργοί, τεχνίται, έμπειροι διαφόρων επαγγελμά­των, που έχουν εφευρεθή και δια τα αναγκαία, αλλά και δια την άνετον και απολαυστικήν ζωήν. Μάγειροι, αρτο­ποιοί, οινοχόοι, κυνηγοί, γλύπται, ζωγράφοι, δημιουργοί κάθε διασκεδάσεως. Κοπάδια από καμήλας, που άλλαι μεν είναι δια τα φορτία και άλλαι δια βοσκήν, κοπάδια από άλογα, βόδια, ποίμνια, αγέλαι από χοίρους, οι βοσκοί των βοσκοτόπια αρκετά δι' όλα αυτά και γη που με τα προϊόντα της αυξάνει τον πλούτον. Λουτρά εις την πόλιν, λουτρά εξοχικά, σπίτια περίλαμπρα από ποικίλα μάρμαρα, άλλο μεν από λίθον φρυγικόν, άλλο από πλάκα λακωνική ή Θεσσα­λική. Και από αυτά άλλα μεν που ζεσταίνουν τον χειμώνα, άλλα δε που δροσίζουν το θέρος. Το δάπεδον στολισμένον με ψηφιδωτά και η οροφή χρυσοκέντητος. Το μέρος δε των τοίχων που δεν καλύπτεται από μάρμαρον καλλωπίζεται με ζωγραφιστά άνθη.
3. Όταν όμως ο πλούτος που διαμοιράζεται εις απεί­ρους ανάγκας περισσεύη, παραχώνεται εις την γην και φυ­λάσσεται εις μέρη μυστικά. Διότι το μέλλον δεν είναι φανε­ρόν και μη τυχόν απρόβλεπτοι ανάγκαι μας εύρουν. Είναι μεν απρόβλεπτον το μέλλον εάν έλθης προς την ανάγκην τού χρυσού, δεν είναι όμως άδηλος η ζημία από την απανθρωπίαν της συμπεριφοράς. Διότι αφού δεν ημπόρεσες να εξοδεύσης τον πλούτον εις τας απειραρίθμους επινοήσεις, τότε τον απέκρυψες εις την γην. Είναι φοβερά μανία, όσον μεν ο χρυσός ήταν εις μετάλλευμα, να ανασκάπτης την γην, όταν δε ανακαλυφθή, να τον εξαφανίζης και πάλιν εις την γην.
Έπειτα, νομίζω, σου συμβαίνει όταν παραχώνης τον πλούτον να παραχώνης μαζί και την καρδιάν σου. Διότι όπου είναι ο θησαυρός σου, λέγει, εκεί είναι και η καρδία. Δια τούτο λυπούν αι εντολαί. Διότι τους κάμνουν την ζωήν αβίωτον, όταν δεν καταγίνεται με τας ανωφελείς δαπανάς. Και μου φαίνεται ότι το πάθος του νεανίσκου ή των παρο­μοίων με αυτόν είναι όμοιον, όπως εάν κάποιος πεζο­πόρος που λόγω της επιθυμίας να ιδή κάποιαν πόλιν προθύμως διέτρεξε την οδόν μέχρις αυτής, έπειτα δε κατέλυσε κάπου εκεί εις τα ξενοδοχεία που ήταν εμπρός από τα τείχη. Εξ αιτίας της τεμπελιάς να βαδίση ολίγον, αχρήστευσε και τον προηγούμενον κόπον και απέκλεισε τον εαυτόν του από την γνώσιν των καλών πραγμάτων της πόλεως. Τέ­τοιοι είναι αυτοί που καταδέχονται να κάμνουν όλα τα άλ­λα, άλλ' αντιτίθενται εις την απομάκρυνσιν των υπαρχόν­των. Γνωρίζω ότι πολλοί νηστεύουν, προσεύχονται, στε­νάζουν, φανερώνουν όλην την ανέξοδον ευλάβειαν, δεν α­φήνουν όμως ένα οβολόν εις αυτούς που θλίβονται. Ποιον το όφελος των από την λοιπήν αρετήν; Διότι δεν τους δέ­χεται η βασιλεία των ουρανών διότι είναι ευκολώτερον, λέγει, να περάση μία καμήλα από την τρύπαν μιας βελόνας παρά να εμβή ένας πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρα­νών .
Αλλά η απόφασις είναι ολοκάθαρη και αυτός που την είπε δεν διαψεύδεται˙ αυτοί όμως που την πιστεύουν είναι σπάνιοι. Και πως θα ζήσωμεν όταν παραιτηθούμεν από όλα; Ποία δε θα είναι η μορφή τού κόσμου όταν όλοι πωλούν και όλα εγκαταλείπωνται; Μη μ' ερωτάς δια το νόημα των προσταγμάτων του Δεσπότου. Αυτός ο οποίος ενομοθέτησε γνωρίζει πολύ καλά και το αδύνατον να συναρμόζη με τον νόμον. Η καρδία σου ωσάν εις ζυγαριάν ζυ­γίζεται, αν κλίνη προς την αληθινήν ζωήν ή προς την προσωρινήν απόλαυσιν. Διότι αρμόζει αυτοί που σκέπτονται συνετά να θεωρούν την χρήσιν του πλούτου οικονομικήν και οχι απολαυστικήν, και όταν τον αποχωρίζωνται να χαίρουν, ωσάν να αποχωρίζωνται από ξένα, αλλά να μη δυσανασχετούν, ωσάν να εκπίπτουν από οικεία. Διατί λοιπόν λυπείσαι; Διατί καταστενοχωρείσαι ψυχικά, όταν ακούης· Να πώλησης τα υπάρχοντα; Διότι εάν μεν σε συνώδευαν εις το μέλλον ούτε και εις την περίπτωσιν αυτήν θα σου ήταν τόσον περιζήτητα, επισκιαζόμενα από τα εκεί πολύτιμα αγαθά. Εάν δε είναι ανάγκη ακόμη να παραμένουν εδώ, διατί να μη αποκομίσωμεν κέρδος από αυτά με το να τα πωλήσωμεν; Εσύ όμως με το να δίδης χρυσόν και να απο­κτάς άλογον δεν λυπείσαι, με το να πωλής δε πράγματα φθαρτά και να αγοράζης την ουράνιον βασιλείαν, δακρύζεις και αρνείσαι αυτόν πού ζητά και δεν συγκατατίθεσαι να δώσης, με το να εφευρίσκης χιλίας δύο προφάσεις δι' εξόδευμα.

4. Τι θα αποκριθής εις τον κριτήν, εσύ που ενδύεις τους τοίχους και δεν ενδύεις άνθρωπον; Που στολίζεις τα άλογα, αλλά περιφρονείς τον άδελφόν που είναι γυμνός; Που καταμουχλιάζεις το σιτάρι και δεν τρέφεις αυτούς που πεινούν; Που παραχώνεις τον χρυσόν και καταφρονείς τον καταπιεζόμενον; Εάν μάλιστα συζή και γυναίκα που αγά­πα τον πλούτον, τότε η αρρώστια είναι διπλασία. Διότι και τας τέρψεις ανάβει και μαζί μ' αυτάς και τας φιληδονίας αυξάνει, και κεντρίζει τας περιέργους επιθυμίας, με το να επινοή διαφόρους λίθους, μαργαριτάρια και σμαράγδια και σαπφείρους και χρυσόν άλλον με το να τον επεξεργάζε­ται εις κοσμήματα, άλλον δε με το να τού υφαίνη και να αυξάνη την ασθένειαν με κάθε πολυτέλειαν. Βέβαια η φροντίδα γύρω άπ' αυτά δεν είναι κάτι το πάρεργον, αλλά φροντί­ζουν δι' αυτά ολόκληρους νύχτας και ημέρας. Πάμπολλοι δε κόλακες, που συντρέχουν εις τας επιθυμίας των, συγκεν­τρώνουν τους ανθοβαφείς15, τους χρυσοχόους, τους αρωματοποιούς, τους υφαντάς, τους διακοσμητάς. Δεν παρέχουν περιθώρια εις τον άνδρα να αναπνεύση από τας συνεχείς παραγγελίας της. Κανένας πλούτος δεν είναι αρκετός να εξυπηρέτηση τας γυναικείας επιθυμίας, ούτε και αν ακόμη ρέη από ποταμούς, όταν αύται προμηθεύωνται το τεχνικόν, ωσάν το λάδι από την αγοράν, και τα θαλασσινά άνθη, την θαλασσινήν πορφύραν16, την πίνναν17, περισσότερον από όσον το μαλλί από τα πρόβατα. Χρυσός δε που περισφίγγει τα πολύτιμα πετράδια, άλλος μεν γίνεται δι' αυτάς στο­λισμός εις το μέτωπον, άλλος δε γύρω από τον λαιμόν, άλ­λος εις τας ζώνας και άλλος περιβάλλει τα χέρια και τα πόδια.
Διότι αύται που αγαπούν το χρυσάφι χαίρουν να είναι δεμέναι με χειροπέδας, μόνον εάν το δέσιμον είναι από χρυσόν. Πότε λοιπόν θα φροντίση δια την ψυχήν του αυτός που δουλεύει εις τας γυναικείας επιθυμίας; Διότι όπως αι καται­γίδες και αι φορτούναι καταποντίζουν τα σαθρά από τα καράβια, έτσι αι πονηραί διαθέσεις των γυναικών κατα­πνίγουν τας ασθενείς ψυχάς των συζύγων. Όταν λοιπόν ο πλούτος από τον άνδρα και την γυναίκα, που ο ένας συνα­γωνίζεται τον άλλον εις τας επινοήσεις των ματαίων, δια­σπαθίζεται εις τόσα πολλά πράγματα, είναι εύλογον να μη μένη καιρός να ενδιαφερθούν δια τους άλλους. Αλλά εάν μεν ακούσης να πωλήσης τα υπάρχοντα και να τα μοιράσης εις τους πτωχούς, δια να έχης εφόδια δια την αιωνίαν απόλαυσιν, τότε φεύγεις λυπημένος εάν δε ακούσης δώσε χρήματα εις γυναίκας, που ζουν πολυτελώς, δώσε εις τους γλύπτας, εις τους οικοδόμους, εις τους τεχνίτας των ψηφι­δωτών, εις τους ζωγράφους, χαίρεις ωσάν να αποκτάς κάτι πολυτιμότερον από χρήματα.
Δεν βλέπεις αυτούς τους τοί­χους που καταρρέουν με τον χρόνον, των οποίων τα λείψανα ωσάν κάποιοι σκόπελοι αναδύονται από ολόκληρον την πόλιν; Όταν οι τοίχοι αυτοί εκτίζοντο, πόσοι υπήρξαν οι πτωχοί εις όλην την πόλιν, που παρεβλέποντο από τους τότε πλουσίους λόγω της φροντίδος των γύρω από αυτά; Που λοιπόν είναι η λαμπρά κατασκευή των έργων; Που δε αυτός που εκαυχάτο με την μεγαλοπρέπειαν αυτών; Δεν έχουν καταστραφή και εξαφανισθή αυτά, όπως αυτά που με το παιχνίδι κατασκευάζουν τα παιδιά εις την αμμουδιάν και αυτός δεν ευρίσκεται εις τον ωδήν, μετανοιωμένος δια την φροντίδα των ματαίων πραγμάτων; Να είσαι μεγαλόψυχος. Οι μικροί δε και οι μεγάλοι τοίχοι εκπληρώνουν την ιδίαν ανάγκην. Όταν εισέλθω εις σπίτι ανδρός ξιπασμένου και νεόπλουτου και το ιδώ να είναι στολισμένον με ποικίλα άνθη, ηξεύρω πολύ καλά ότι αυτός τίποτε από τα βλεπόμενα πο­λυτιμότερον δεν κατέχει, αλλά καλλωπίζει τα άψυχα και έχει αστόλιστον την ψυχήν.
Ποίαν, πες μου, περισσοτέραν ανάγκην παρέχουν τα αργυρένια κρεββάτια και τα αργυρένια τραπέζια, τα ελεφάντινα καθίσματα και τα ελεφάντινα αμάξια, ώστε ο πλούτος εξ αιτίας αυτών να μη περνά εις τους πτωχούς, μολονότι αναρίθμητοι στέκονται έξω από την πόρταν και εκβάλλουν κάθε είδος λυπητεράς φωνής; Εσύ δε αρνείσαι να δώσης, με το να λέγης ότι είναι α­δύνατον να επαρκέσης εις αυτούς που επαιτούν. Και με την γλώσσαν μεν ορκίζεσαι, ελέγχεσαι δε από το χέρι. Διότι το χέρι σου που δεν ομιλεί, αλλά περιαστράπτει από την πέτραν τού δακτυλιδιού, διαλαλεί την ψευδολογίαν σου. Πό­σους ημπορεί να απαλλάξη από τα χρέη ένα ιδικόν σου δα­κτυλίδι; Πόσα σπίτια που καταστρέφονται να ανορθώση; Μία ιματιοθήκη σου ημπορεί να ενδύση ολόκληρον λαόν που τρεμουλιάζει. Άλλ' ανέχεσαι να διώξης άπρακτον τον πτωχόν, χωρίς να φοβάσαι την δικαιοσύνην της ανταποδόσεως από τον κριτήν. Δεν ελέησες, δεν θα ελεηθής. Δεν άνοιξες την πόρταν, θα εκδιωχθής από την βασιλείαν. Δεν έδωσες το ψωμί, δεν θα λάβης την αίωνίαν ζωήν.
5. Αλλά λέγεις πτωχόν τον εαυτόν σου· και εγώ συμ­φωνώ. Διότι πτωχός είναι αυτός που στερείται από πολλά. Και σας η αχόρταγος επιθυμία σας κάμνει να στερήσθε από πολλά. Εις τα δέκα τάλαντα φροντίζεις να πρόσθεσης άλλα δέκα· όταν γίνουν είκοσι, επιζητείς άλλα τόσα και με το να προστίθεται πάντοτε δεν σου στάματα την ορμήν, αλλά ανάβει την όρεξιν. Διότι όπως εις τους μέθυσους η προσθήκη τού οίνου γίνεται αφορμή τού να μεθούν, έτσι και οι νεό­πλουτοι, αφού αποκτήσουν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, τρέφοντες την ασθένειαν με αυτό που πάντοτε προστίθεται και καταντά η φροντίδα τους εις το αντίθετον. Διότι δεν τους ευφραίνουν τα παρόντα αν και είναι τόσα πολλά, όσον τους λυπούν τα ελλείποντα, όσα βέβαια αυτοί υποθέτουν ότι τους λείπουν, ώστε πάντοτε η ψυχή των να λυώνη από τας φροντίδας, εφόσον επιδιώκουν περισσότερα. Ενώ αυτοί πρέπει να ευφραίνωνται και να είναι ευχαριστημένοι, επει­δή είναι τόσον πολύ εύποροι, αυτοί όμως δυσφορούν και θλίβονται, διότι είναι κατώτεροι από ένα ή δύο υπερπλουσίους. Όταν φθάσουν αυτόν τον πλούσιον, αμέσως αγωνίζον­ται να εξισωθούν με τον πλουσιώτερον. Και όταν και αυτόν τον φθάσουν, τότε μεταφέρουν την φροντίδα εις τον άλλον. Όπως αυτοί που αναβαίνουν την σκάλαν πάντοτε σηκώνοντες το βήμα των εις το παραπάνω σκαλοπάτι, δεν σταματούν προτού φθάσουν εις το τελευταίον, έτσι και αυτοί δεν παύουν την ορμήν της κυριαρχίας ως την στιγμήν που εξυψωθέντες θα καταστραφούν από υψηλόν πέσιμον. Ο κτίστης των όλων έκαμε να είναι αχόρταγον το ακριδοφάγον πτηνόν δια το καλόν των ανθρώπων, εσύ όμως κατέστησες ακόρεστον την ψυχήν σου προς ζημίαν των πολλών. Όσα βλέπει το μάτι, τόσα επιθυμεί ο πλεονέκτης. Το μάτι δεν θα χορτάση από το να βλέπη18 και ο φιλάργυρος δεν θα κορεσθή από το να λαμβάνη. Ο άδης δεν είπεν αρκεί ούτε ο πλεονέκτης είπε ποτέ αρκεί19. Πότε θα χρησιμοποίησης τα παρόντα; Πότε θα τα απολαύσης, όταν πάντοτε δια­κατέχεσαι από τους κόπους της αποκτήσεως; Αλλοίμονον εις σας οι οποίοι ενώνετε οικίαν με οικίαν και παραβιάζετε τα όρια των αγρών δια να αφαιρέσετε κάτι από τον πλησίον20 Εσύ δε τι κάμνεις; Δεν επικαλείσαι άπειρους δικαιολογίας, δια να πάρης κάτι από τον πλησίον; Με επισκιάζει, λέγει, το σπίτι του γείτονος, προκαλεί θορύβους, ή φιλοξενεί τους ζητιάνους ή προφασίζεται ο,τι και αν τύχη, τους στενοχωρεί παντού, διαρκώς τους τραβά και τους σπαράσσει και δεν ησυχάζει προτού τους εξαναγκάση να αλλάξουν κατοικίαν. Τι ήταν εκείνο που εφόνευσε τον Ιεζραηλίτην Ναβουθάν; Δεν υπήρξεν η επιθυμία τού Αχαάβ δια το αμπέλι του21;

Ο πλεονέκτης είναι κακός γείτων εις την πόλιν, κακός και εις την εξοχήν. Η θάλασσα γνωρίζει τα σύνορα της και η νύ­κτα δεν παραβιάζει την πάλαιαν οροθεσίαν. Ο πλεονέκτης όμως δεν σέβεται τον χρόνον, δεν γνωρίζει σύνορα, δεν ανέ­χεται την σειράν της διαδοχής, αλλά μιμείται την ορμητικό­τητα της φωτιάς. Όλα τα αρπάζει, εις όλα εξαπλώνεται. Και όπως τα ποτάμια, αφού αφωρμίσθησαν από μικράν αρχήν πρώτα, έπειτα ολίγον κατ’ ολίγον με τας προσθήκας αφού αυξηθούν αφόρητα, με την ορμητικότητα της φοράς παρασύρουν τα εμπόδια, έτσι και αυτοί που απέκτησαν μεγάλην δύναμιν με το να αποκτούν από αυτούς που έχουν ήδη αδικήσει δύναμιν να αδικούν, περισσότερον καταπιέ­ζουν τους υπολοίπους με αυτούς που προηγουμένως ηδικήθησαν και γίνεται δι’ αυτούς η περιουσία της πονηρίας αύξησις της δυνάμεως των. Διότι αυτοί οι οποίοι προηγου­μένως έχουν αδικηθή με το να προσφέρουν κατ' ανάγκην την βοήθειάν των εις αυτούς, συμπράττουν εις τας βλάβας και τας αδικίας των άλλων. Διότι ποιος γείτων, ποίος συγκά­τοικος, ποίος έμπορος δεν παρασύρεται; Τίποτε δεν αντι­στέκεται εις την δύναμιν τού πλουσίου. Όλα υποκύπτουν εις την τυραννίαν, όλα από φόβον ζαρώνουν εις την καταδυνάστευσιν, ώστε ο καθένας από αυτούς που έχουν αδικηθή έχει κάθε λόγον να μη επιχειρή να πάθη χειρότερον κακόν παρά να ζητήση ικανοποίησιν δι' όσα έπαθεν.
Οδηγεί τα ζευγάρια των βοδιών, οργώνει, σπαίρνει, θερίζει αυτά που δεν τού ανήκουν. Εάν αντιμιλήσης, ακολουθούν τα κτυπήματα˙ εάν οδύρεσαι, σε καταγγέλλει ότι τον εξύβρισες, ότι είσαι υπό δίκην και θα πας φυλακήν. Οι συκοφάνται είναι έτοιμοι να θέσουν εις κίνδυνον την ζωήν σου. Θα είσαι ευχα­ριστημένος αφού δώσης και κάτι παραπάνω να απαλλα­γής από τας ενοχλήσεις.
6. Θα ήθελα να σε ξεκουράσω ολίγον από τα έργα της αδικίας και να δώσω ευκαιρίαν εις τας σκέψεις σου, δια να ενθυμηθής δια ποίον σκοπόν έγινεν η μελέτη των πραγμάτων αυτών. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδας, κοιλάδας, ποτα­μούς, λιβάδια. Τι λοιπόν θα συμβή ύστερα από όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι όλοι; Δεν θα είναι αρκετόν το βάρος ολίγων πετρών δια να φυλαχθή η δυστυχής σάρκα; Δια ποίον κοπιάζεις; Δια ποίον αδικείς; Διατί με τα χέρια σου μαζεύεις ακαρπίαν; Μακάρι να μαζεύης ακαρ­πίαν και όχι ύλικόν δια το αιώνιον πυρ! Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτήν; Δεν θα υγιάνουν τα λογικά σου; Δεν θα συνέλθης; Δεν θα φέρης εμπρός εις τα μάτια σου το δικαστήριον τού Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν θα σε έχουν περικυκλώσει οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν εις τον δίκαιον κριτήν; Τι Θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγό­ρους θα πλήρωσης; Ποίους; μάρτυρας θα προσκόμισης; Πως θα ξεγελάσης τον δικαστήν που δεν εξαπατάται; Δεν παρ­ίσταται δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει επιχειρηματολογία που να ημπορή να υποκλέψη την αλήθειαν από τον δικαστήν. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το μέγε­θος του αξιώματος. Μόνος χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνήγορον, αναπολόγητος, εντροπιασμένος θα οδηγηθής, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, δειλός. Διότι ό­που και αν περιφέρης το βλέμμα σου θα ιδής καθαράς τας εικόνας των κακών έργων από την μίαν τα δάκρυα του ορφανού, από την άλλην τους στεναγμούς της χήρας, άπ' αλλού τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτας που κατεξέσχισες τας σάρκας, τους γείτονας που εξώργιζες. Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου. Ο πονηρός χο­ρός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι ό­πως η σκιά το σώμα έτσι και αι αμαρτίαι συνοδεύουν την ψυχήν και εξεικονίζουν ολοκάθαρα τας πράξεις. Δια τούτο εκεί δεν χωρεί άρνησις, αλλά βουβαίνεται το στόμα και μάλιστα το αδιάντροπον. Διότι τα ίδια τα πράγματα του καθε­νός, χωρίς να εκβάλλουν φωνήν, αλλά εμφανιζόμενα όποια α­κριβώς από ημάς έχουν διαπραχθή, καταθέτουν ως μάρτυρες.
Πως να ημπορέσω να φέρω τα φρικτά κάτω από τα μάτια σου; Εάν βέβαια ακούσης, εάν βέβαια μετανοιώσης, να ενθυμηθής την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν η οργή τού Θεού φανερώνεται από τον ουρανόν22. Να ενθυμηθής την ένδοξον παρουσίαν τού Χριστού, οπότε θα αναστηθούν εκεί­νοι μεν που έκαμαν το καλόν δια ζωήν, εκείνοι δε που έκα­μαν το κακόν δια καταδίκην23. Τότε αιώνιος εντροπή εις τους αμαρτωλούς και φωτιά που μέλλει να καταφάγη αυτούς που αντιτίθενται εις τον Θεόν 24. Εκείνα να σε λυπούν και να μη σε λυπή η εντολή. Πως να σε κάμω να λυγίσης; Τι να ειπώ; Δεν επιθυμείς την βασιλείαν; Δεν φοβείσαι την κόλασιν; Από που να ευρεθή θεραπεία δια την ψυχήν σου; Διότι εάν τα φρικτά δεν σε πτοούν, τα φαιδρά δεν σε προτρέ­πουν, ομιλώ εις λιθίνην καρδίαν.
7. Κύτταξε προσεκτικά, άνθρωπε, την φύσιν του πλού­του. Διατί τόσον πολύ έχεις συγκλονισθή από τον χρυσόν; Πέτρα είναι ο χρυσός, πέτρα ο άργυρος, πέτρα ο μαργα­ρίτης, πέτρα η κάθε μία από τας πέτρας. Χρυσόπετρα, και βηρύλλιον 25 και αχάτης 26 και υάκινθος 27 και αμέθυστος 28 και ίασπις 29. Αυτά λοιπόν είναι τα άνθη τού πλούτου. Άπ’ αυτάς εσύ άλλας μεν αποθηκεύεις με το να τας παραχώνης, άλλας, τας διαυγείς από τας πέτρας, με σκότος τας καλύπτεις, άλλας δε, τας πιο πολύτιμους από αύτάς, τας περιφέρεις καμαρώνων δια την λάμψιν των. Πες μου, ποίον το όφελός σου να περιστρέφης το χέρι που λαμποκοπά από πέτρας; Δεν κοκκινίζεις να επιθυμής τα πετράδια, όπως αι γυναίκες όταν εγκυμονούν; Διότι και εκείναι ορέγονται τα πετράδια και εσύ επιζητείς με λαιμαργίαν τα άνθη των πολυτίμων λίθων με το να αναζητής σαρδόνυχας 30, ιάσπιδας και αμεθύστους. Ποίος καλλωπιστής ημπόρεσε να προσθέση μίαν ημέραν εις την ζωήν; Ποίον ελυπήθη ο θάνατος δια τα πλούτη του; Ποιος εγλύτωσεν από την αρρώστιαν εξ αίτιας των χρημάτων του;
Ως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι τού θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Ως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, δια τον οποίον κατασκευάζονται όπλα, και ακονίζονται τα ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραγκωνίζουν την συγγένειαν, οι αδελφοί με φονικήν διάθεσιν υποβλέπει ο ένας τον άλλον. Εξ αιτίας τού πλούτου αι ερημίαι φιλοξενούν τους φονιάδες, η θάλασσα τους πειρατάς, αι πόλεις τους συκο­φάντας. Ποίος είναι ο πατέρας τού ψεύδους; ποίος ο δημιουρ­γός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την ψευδορκίαν; Δεν είναι ο πλούτος; Δεν είναι η μέριμνα δι' αυτόν;

Τι κά­μνετε, ω άνθρωποι; Ποιος δια σας έχει στρέψει εναντίον σας τα ιδικά σας πράγματα; Είναι μέσον δια την ζωήν τα χρή­ματα. Μήπως δηλαδή τα χρήματα έχουν δοθή ως εφόδια κα­κών; Είναι λύτρον της ψυχής. Μήπως είναι αιτία καταστρο­φής; Άλλ' ο πλούτος είναι αναγκαίος δια τα παιδιά. Αυτή είναι μία εύλογος δικαιολογία πλεονεξίας. Διότι επικαλείσθε τα τέκνα, δίδετε όμως πληροφορίαν των διαθέσεων της καρδίας σας. Μη κατηγορής τον αναίτιον έχει τον κύριον του, έχει τον οικονόμον του, από άλλον έλαβε την ζωήν, από τον ίδιον περιμένει και τα απαραίτητα δια την ζωήν. Μή­πως τα Ευαγγέλια δεν έχουν γραφή δια τους έγγαμους;
Εάν θέλης να γίνης τέλειος, να πωλήσης τα υπάρχοντά σου και να τα μοιράσης εις τους πτωχούς 31; Όταν εζητούσες από τον Κύριον την καλλιτεκνίαν32, όταν αξίωνες να γίνης πατέρας παιδιών, επρόσθεσες άραγε το εξής· δώσε μου παι­διά, δια να παραβιάσω τας εντολάς σου; Δώσε μου παι­διά, δια να μη φθάσω εις την βασιλείαν των ουρανών; Ποίος όμως θα σου εγγυηθή δια την διάθεσιν τού παιδιού, ότι θα χρησιμοποιήση όπως πρέπει τα δοθέντα; Διότι ο πλούτος εις πολλούς έγινε μέσον της ακολασίας. Ή δεν ακούεις τον Εκκλησιαστήν που λέγει είδα θλιβερόν κακόν, να φυλάσσεται δηλαδή πλούτος από τον κάτοχόν του προς ιδίαν βλάβην33. Και ξανά ότι θα εγκαταλείψω εγώ αυτόν εις τον άνθρωπον, ο οποίος θα με ακολουθήση. Και ποίος γνωρίζει εάν θα είναι σοφός ή άφρων; 34. Πρόσεχε τώρα λοιπόν μη τυχόν, με το να συγκεντρώσης πλούτον ύστερα από πολλούς κόπους, προετοιμάσης δια άλλους υλικόν αμαρτημάτων και έπειτα τιμωρηθής διπλασίως, και δι' αυτά που ο ίδιος αδίκησες και δι' αυτά που εφωδίασες άλλον. Μήπως δεν σου είναι η ψυχή οικειοτέρα από όλα τα, παιδιά; Μήπως δεν συγγενεύεις με αυτήν περισσότερον από όλα; Εις αυτήν πρώτον να αποδώσης τα πρεσβεία της κληρονομιάς, να της προσφέρης πλούσια τα απαραίτητα της ζωής και τότε θα δωρήσης εις τα τέκνα την περιουσίαν. Διότι τα μεν παιδιά που δεν εκληρονόμησαν από τους γονείς, πολλάς φοράς έκαμαν δια τους εαυτούς των σπίτια, η δε ψυχή που έχει εγκαταλειφθή από σε, από ποίον θα ελεηθή;
8. Δια τους πατέρας έχουν λεχθή αυτά που ελέχθησαν. Οι άτεκνοι ποίαν εύλογον δικαιολογίαν της τσιγγουνιάς των επικαλούνται; Δεν πωλώ την πραμάτειαν μου ούτε την μοιράζω εις τους πτωχούς λόγω των αναγκών της ζωής. Λοιπόν δεν είναι διδάσκαλος σου ο Κύριος, ουτε το Ευαγγέλιον κανονίζει την ζωήν σου, αλλά συ ο ίδιος νομοθετείς δια τον εαυτόν σου. Κύττα όμως εις ποίον κίνδυνον ρίχνεσαι όταν έτσι σκέπτεσαι. Διότι εάν ο Κύριος τα διέταξεν εις ημάς ως αναγκαία και εσύ τα διαγράφης ως ανεφάρμοστα, δεν κά­μνεις τίποτε άλλο από το να είσαι φρονιμώτερος από τον νομοθέτην. Άλλ' αφού τα απολαύσω εις ολόκληροη την ζωήν μου μετά τον θάνατον θα κάμω κληρονόμους της περι­ουσίας μου τους πτωχούς, αφού τους καταστήσω κατόχους των ιδικών μου δια γραμμάτων και διαθηκών. Όταν πια δεν θα ευρίσκεσαι ανάμεσα εις τους ανθρώπους, τότε θα γίνης φιλάνθρωπος. Όταν θα σε αντικρύσω νεκρόν, τότε θα σε ονομάσω φιλάδελφον. Σου οφείλεται μεγάλο ευχαριστώ δια την φιλοτιμίαν σου, διότι ενώ κείσαι εις τον τάφον και έχεις διαλυθή εις το χώμα, έγινες άφθονος και μεγαλόκαρδος εις τας δαπανάς. Πες μου, δια ποίους καιρούς θα απαιτήσης τους μισθούς; Δι’ αυτούς που έζησες ή δι’ αυτούς τους με­τά τον θάνατον; Αλλά τον καιρόν κατά τον οποίον εζούσες, ενώ εζούσες την ζωήν σου πολυτελώς και ο πλούτος σου εχύνετο τριγύρω σου, δεν καταδεχόσουν ούτε καν να ρίξης μίαν ματιάν εις τους πτωχούς, τώρα δε που είσαι πεθα­μένος, ποία λοιπόν είναι η ενέργεια; Ποίος μισθός δι’ έργασίαν σου οφείλεται; Δείξε τα έργα και ζήτησε τας ανταμοιβάς. Κανένας μετά την διάλυσιν της πανηγύρεως δεν εμπορεύε­ται. Ούτε στεφανώνεται κανείς όταν έλθη μετά τους αγώνας· ούτε ανδραγαθεί κανείς μετά τον πόλεμον. Όχι λοιπόν είναι ολοφάνεροη ότι ούτε μετά την ζωήν είναι δυνατόν να ευσεβή κανείς. Αλλά δια μελάνης και γραμμάτων εξαγ­γέλλεις τας ευεργεσίας σου. Ποίος λοιπόν θα σου αναγγείλη τον καιρόν τού θανάτου; Ποίος θα σε εγγυηθή δια τον τρό­πον τού θανάτου; Πόσοι δεν έχουν αρπαγή κατά τρόπον αιφνίδιοη, χωρίς να τους επιτρέψη το πάθημα να αφήσουν καν φωνήν; Πόσους ο πυρετός δεν ετρέλλανε; Διατί λοιπόν περιμένεις καιρόν που πολλάς φοράς δεν θα είσαι κύριος των λογικών σου; Νύκτα βαθειά, και ασθένεια βαρεία και βοηθός δεν υπάρχει πουθενά. Και αυτός που παραμονεύει την κληρονομίαν είναι έτοιμος, τα πάντα διοικών προς το συμφέρον του και σου καθιστά άχρηστα τα σχέδια. Έπειτα αφού κυττάξης γύρω εδώ και εκεί και ιδής την ερημίαν που σε περιζώνει, τότε θα αισθανθής την παραφροσύνην, τότε θα αναστενάξης δια την μωρίαν, δια ποίον καιρόν εφύλασσες την εντολήν, οπόταν η μεν γλώσσα παραλύη, το δε χέρι τρέμον ήδη συγ­κλονίζεται από τας νευρικάς συσπάσεις, ώστε ούτε με την φωνήν ούτε με τα γράμματα να καταστή γνωστή η απόφασις. Και όμως, αν και όλα είχαν γραφή φανερά και κάθε λέξις είχε διακηρυχθή απερίφραστος, ένα γράμμα εάν παρεμβληθή είναι αρκετόν να αλλοιώση ολόκληρον την απόφασιν. Μία σφραγίδα εάν παραποιηθή, δύο ή τρεις ψευδομάρτυρες αν υπάρξουν, ολόκληρος η κληρονομιά εις άλλους μεταφέρεται.
9. Διατί λοιπόν ξεγελάς τον εαυτόν σου με το να δια­θέτης κακώς τώρα τον πλούτον εις απόλαυσιν της σαρκός, και με το να υπόσχεσαι εις το μέλλον αυτά δια τα οποία δεν θα είσαι πλέον κύριος; Όπως το απέδειξεν ο λόγος, η σκέψις είναι πονηρά. Ενόσω ζω θα απολαύσω τας ηδονάς, όταν δε πεθάνω θα πράξω τα όσα έχουν διαταχθή. Θα ειπή και εις σε ο Αβραάμ· απέλαυσες τα αγαθά σου εις την ζωήν σου 35. Η στενή και τεθλιμμένη οδός δεν σε χωρά, εάν δεν αποβάλλης το βάρος του πλούτου. Έφυγες από την ζωήν βαστάζων αυτόν. Διότι δεν τον απέβαλες, όπως διε­τάχθης, όταν εζούσες. Επάνω από την εντολήν έθετες τον εαυτόν σου. Μετά τον θάνατον και την διάλυσιν, τότε επροτίμησες την εντολήν από τους εχθρούς. Δια να μη λάβη δηλαδή ο τάδε, ας τα πάρη, λέγει, ο Κύριος. Και πως να το ονομάσωμεν αυτό; Άμυναν προς τους εχθρούς ή αγάπην προς τον πλησίον; Ανάγνωσε τας διαθήκας σου.
Ήθελα βέβαια ακόμη να ζω και να απολαμβάνω τα ιδικά μου. Η χάρις ανήκει εις τον θάνατον, όχι εις σε. Διότι εάν ήσουν αθά­νατος ούτε καν θα ενεθυμόσουν τας εντολάς. Μη πλανάσθε, ο Θεός δεν εμπαίζεται 36. Το νεκρόν δεν προσφέρεται εις θυσίαν. Να προσφέρης ζωντανήν την θυσίαν. Αυτός που από το περίσσευμα προσφέρει δεν γίνεται δεκτός. Εσύ δε αυτά που σου επερίσσευσαν μετά από ολόκληρον την ζωήν, αυ­τά προσφέρεις εις τον ευεργέτην. Εάν δεν τολμάς με τα πε­ρισσεύματα από το τραπέζι να δεξιωθής τους επισήμους, πως λοιπόν τολμάς να εξιλέωσης τον Θεόν με τα περισσεύματα; Οι πλούσιοι ιδέστε το τέλος της φιλοχρηματίας και σταματήσατε να είσθε παθιασμένοι με τα χρήματα.
Όσον περισσότερον αγαπάς τον πλούτον, τόσον περισσότερον τίποτε δεν χάνεις από αυτά που κατέχεις. Κάμε τα όλα ιδικά σου, κουβάλησε τα όλα, να μη εγκατάλειψης εις άλλους τον πλούτον. Ίσως δε ούτε θα σε στολίσουν οι υπηρέται με τον τελευταίον διάκοσμον, αλλά θα εξαγνίσουν την ταφήν με το να προχωρήσουν λοιπόν σύμφωνα προς την εύνοιαν εις τους κληρονόμους. Και ακόμη ίσως τότε καταφερθούν εναντίον σου με φιλοσοφήματα. Είναι άτοπον, λέγει, να καλλωπίζης νεκρόν και με πολυτέλειαν να κάμης την εκφοράν αυτού, που δεν αισθάνεται πλέον. Τι λοιπόν, δεν είναι καλύτερον να στολίζης αυτούς που επιζούν με την πολυτελή και λαμπράν στολήν από το να κατασαπίζουν μαζί με τον νεκρόν τα πολύτιμα ενδύματα; Ποίον το όφελος από επίσημον μνήμα, από πολυτελή ταφήν και από δαπάνην χωρίς κέρδος; Πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους επιζώντας δια τας ανάγκας της ζωής. Τέτοια θα ειπούν και σε προστα­τεύοντες από το βάρος και χαριζόμενοι εις αυτούς που εκληρονόμησαν τα ιδικά σου. Εκ των προτέρων λοιπόν να ετοιμάσης τα εντάφια εφόδια. Η ευσέβεια είναι καλόν εντάφιον. Αφού ενδυθής όλα, φύγε από την ζωήν.
Κόσμημά σου κάμε τον πλούτον σου. Έχε τον μαζί σου. Να υπακούσης εις τον καλόν σύμβουλον, τον Χριστόν που σε ηγάπησε, που επτώχευσε προς χάριν μας, δια να πλουτήσωμεν ημείς με την πτωχείαν του37. Εις αυτόν που έδωκε τον εαυτόν του δια να μας λυτρώση 38. Ή να τον πιστεύσωμεν ως σοφόν που απο­βλέπει εις το συμφέρον μας ή να τον υπομείνωμεν, διότι μας αγαπά ή να τον ανταμείψωμεν ως ευεργέτην. Εξάπαντος δε να κάμωμεν τα όσα μας έχουν διαταχθή, δια να γίνωμεν κληρονόμοι της αιωνίου ζωής που εις τον ίδιον τον Χριστόν υπάρχει, εις τον οποίον πρέπει η δόξα και η δύναμις εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν