Έστειλε -λέει- ο Θεός τρεις αγγέλους να του φέρουν την πολυτιμότερη σταγόνα που υπάρχει πάνω στη γη.
Ήλθε ο πρώτος και του έφερε μια σταγόνα από την τελευταία ρανίδα του αίματος ενός ήρωα που ξεψυχούσε στο πεδίο της τιμής.
Αργότερα ήλθε ο δεύτερος και του έφερε μιαν άλλη σταγόνα. Ήταν από τον τίμιο ιδρώτα μιας χήρας μάνας, που ζύμωνε το ψωμί των παιδιών της.
Τέλος ήλθε και ο τρίτος που έφερε ένα δάκρυ. Το απέσπασα -είπε- από το εξομολογητάρι. Είναι μια σταγόνα από τα δάκρυα μετάνοιας ενός αμαρτωλού.
Το κοίταξε ο Θεός, το θαύμασε, και είπε:
- Αυτή είναι η πιο πολύτιμη σταγόνα. Είναι η ίδια με του Πέτρου που όταν αλέκτωρ εφώνησε «εξελθών έξω έκλαυσεν πικρώς».
Είναι η μια και μόνη σταγόνα που μπορεί να σβύσει την «γέενα του πυρός της κολάσως».