Στο παρεκκλήσιο της αγίας Σορού (στην νότια πλευρά του ναού των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως) φυλάσσονταν η εσθήτα, ο πέπλος και μέρος της ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σε μια αγρυπνία αυτού του παρεκκλησίου πήγε ο διά Χριστόν σαλός Ανδρέας με τον μαθητή του Επιφάνιο.
Κατά τα μεσάνυχτα βλέπει ο όσιος Ανδρέας τη Θεοτόκο Μαρία να προχωρεί από τις βασιλικές πύλες προς το θυσιαστήριο. Φαινόταν πολύ υψηλή και είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Αγίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Θεολόγος Ιωάννης, που παράστεκαν δεξιά κι αριστερά τη Θεοτόκο. Από τους λευκοφόρους, άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους και άσματα πνευματικά.
Όταν πλησίασε στον άμβωνα, είπε ο όσιος στον Επιφάνιο:
Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;
Ναι, τίμιε πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.
Η Θεοτόκος εν τω μεταξύ είχε γονατίσει και προσευχόταν για πολλή ώρα. Παρακαλούσε τον Υιό της για τη σωτηρία του κόσμου και έραινε με δάκρυα το Άγιο πρόσωπό της. Μετά τη δέηση μπήκε στο θυσιαστήριο, όπου προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν.
Όταν ολοκλήρωσε τη δέησή της, έβγαλε από την άχραντη κεφαλή το αστραφτερό της μαφόριο με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή, και καθώς ήταν μεγάλο και επιβλητικό, το άπλωσε σαν σκέπη με τα πανάγια χέρια της επάνω στο εκκλησίασμα. Έτσι απλωμένο το έβλεπαν κι οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει δόξα Θεϊκή. Όσο φαινόταν εκεί η Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν και η ιερή εσθήτα να σκορπίζει τη χάρη της. Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό, άρχισε και η θεία Σκέπη να συστέλλεται λίγο-λίγο και να χάνεται.
Αυτή η οπτασία, που με τη μεσιτεία του οσίου Ανδρέου είδε και ο Επιφάνιος, έγινε αφορμή να καθιερωθεί η εορτή της αγίας Σκέπης (1 ή 28 Οκτωβρίου).