Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Προκαθήμενοι της Εκκλησίας της Ελλάδος


Νεόφυτος Μεταξάς (1850-1861)

Αθηναίος την καταγωγήν, υπήρξε διαπρεπής Ιεράρχης, εθνικός αγωνιστής και συγγραφεύς δόκιμος. Κατά τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλον, ήτο «εις των μεγάλων αγωνιστών Ιεραρχών, ενεργώς συμμετασχών του ιερού αγώνος και υπέρμαχος των εθνικών δικαίων». Ήτο επίσης «παράδειγμα αρετής έργω μεν και λόγω ταύτην διδάσκων», αλλά και «ζηλωτής αυστηρός των δικαίων της Εκκλησίας τηρητής». Επίσκοπος Αττικής από τους έτους 1833, μετά την αναγνώρισην του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Νεόφυτος ωρίσθη «Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος και πρώτος Μητροπολίτης Αθηνών». Τούτον ο Καποδίστριας είχε διορίσει μέλος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, καί είχε λάβει μέρος εις όλας τας Εθνοσυνελεύσεις. Η μακρά ποιμαντορία του περιλαμβάνει πλείστους όσους τόμεις δράσεως, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να περιληφθούν εις τον παρόντα χώρον. Απέθανε την 29ην Δεκεμβρίου 1861.

Μισαήλ Αποστολίδης (1862)

Ο δεύτερος μετά την απελευθέρωσιν Μητροπολίτης Αθηνών. Προηγουμένως είχε χρηματίσει περίφημος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής, πρύτανις του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατά τα έτη 1852-1861 Αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας. Εκ των ιδρυτικών στελεχών και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Φιλεεκπαιδευτικής Εταιρείας, ανεμίχθη ενεργώς εις φλέγοντα εκκλησιαστικά ζητήματα και είχε εκπροσωπήσει την Ιεράν Σύνοδον εις Κωνσταντινούπολιν κατά την έκδοσιν του Συνοδικού Τόμου του αναγνωρίσαντος το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μητροπολίτης Αθηνών εξελέγη την 31ην Δεκεμβρίου 1861. επί των ημερών του ανηγέρθη το μνημείον του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ και την 21ην Μαΐου 1862 ετέλεσε τα εγκαίνια του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών. Απέθανεν αιφνιδίως την 21ην Ιουλίου 1862 εις ηλικίαν 73 ετών. Υπήρξε διακεκριμένος Ιεράρχης. «επί μικρόν μεν αρχιερατεύσας, αλλά διά της καθόλου εκκλησιαστικής δράσεώς του καταλαβών επιφανή θέσιν εν τω νεωτέρω ελληνικώ κλήρω».

Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος (1862-1873)

Εγεννήθη τω 1790 εις Πάτρας και εξεπαιδεύθη εις Κωνσταντινούπολιν. Εχρημάτισε διάκονος του Παλαιών Πατρών Γερμανού και έλαβεν ενεργόν μέρος εις την προετοιμασίαν διά την επανάστασιν του 1821. ανήλθεν εις τον θρόνον των Αθηνών την 8ην Αυγούστου 1862 μετατεθείς εκ της Αρχιεπισκοπής Αιτωλοακαρνανίας. Εκοσμείτο υπό πολλών προτερημάτων και απελάμβανε γενικής συμπαθείας και του κοινού σεβασμού. Η δράσις του ως Μητροπολίτου συνδέεται κυρίως με την φιλανθρωπίαν. Ενδιεφέρθη ζωηρώς διά την θρησκευτικήν διαπαιδαγώγησιν του λαού και διά την βελτίωσιν της θέσεως των κληρικών. Επί των ημερών του μετεφέρθη εκ της Ρωσίας το ιερόν λείψανον του εθνομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄. Ο Θεόφιλος απέθανε την 15ην Ιουλίου 1873 εις βαθύ γήρας. Το αρχείον του, σωζόμενον εις Πάτρας, εδημοσιεύθη υπό του Κ. Ν. Τριανταφύλλου.

Προκόπιος Α΄ Γεωργιάδης (1874-1889)

Εγεννήθη εις το Αίγιον τω 1813. Εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον των Αθηνών ανήλθε την 27ην Μαΐου 1874. υπήρξε πράος και ταπεινός, απέριττος εις τους τρόπους και ελεήμων. Παρά την αγαθήν του προαίρεσιν ουδέν αξιόλογον ηδυνήθη να επιτελέση, διότι λόγω του σκανδάλου των «Σιμωνιακών» αρχιερέων, είχε διαταραχθεί ο εκκλησιαστικός και πολιτικός βίος της Ελλάδος, και ο ίδιος υπέστη πολλάς επιθέσεις εκ μέρους του Αποστόλου Μακράκη, θεωρήσαντος αυτόν υπαίτιον της πνευματικής καταπτώσεως της Εκκλησίας. Απεβίωσε περί τα τέλη Ιανουαρίου 1889.

Γερμανός Καλλιγάς (1889-1896)

Εγεννήθη εις Καλλιγάτα Κεφαλληνίας τω 1844. Μεγαλοπράγμων και μεγαλεπήβολος εκκλησιαστικός ανήρ, με πολλάς ηγετικάς ικανότητας, ακάματος και αεικίνητος, «εν αντιθέσει προς την προηγηθείσαν αδράνειαν του προκατόχου του», ανήλθεν εις τον θρόνον των Αθηνών την 5ην Ιουλίου 1889 μετατεθείς εκ της Αρχιεπισκοπής Κεφαλληνίας. Ως προκαθήμενος των Αθηνών απέβλεψεν ευθύς εξαρχής εις την αναζωογόνησιν της Εκκλησίας, εις την ηθικήν και πνευματικήν ανύψωσιν του κλήρου, εις την πάταξιν ηθικών παρεκτροπών, εις την αξιοπρεπή αυτού συντήρησιν, εισηγηθείς, χωρίς να εύρη ανταπόκρισιν, την μισθοδοσίαν των Κληρικών εκ μέρους της Πολιτείας. Προώθησε την καλλιέργειαν του θείου κηρύγματος, ίδρυσε την «Γερμάνειον» ιερατικήν Σχολήν, τον «Ιερόν Σύνδεσμον» των Κληρικών και Θεολογικόν Οικοτροφείον. Ανήγειρε το Συνοδικόν μέγαρον και τον Μητροπολιτικόν οίκον επί της οδού Αγίας Φιλοθέης. Απέθανεν αιφνιδίως εις την ακμήν της δράσεώς του εις ηλικίαν 52 ετών «μη προφθάσας να πραγματοποιήσει όσα υπό της μεγάλης αυτού δραστηριότητος και του υπέρ της Εκκλησίας ζήλου ενεπνέετο». Απήλθε του κόσμου τούτου άνευ ουδεμιάς κηλίδος και «η κατά την συνείδησιν της Εκκλησίας διαμορφωθείσα αγαθή φήμη περί αυτού παραμένει σεμνώς μεγαλοπρεπής, ως ο ποδήρης αρχιερατικός μανδύας αυτού».

Προκόπιος Β΄ Οικονομίδης (1896-1901)

Υίος ιερέως, εγεννήθη εις Δουμενά Καλαβρύτων, προικις,ένοος υπό πολλών φυσικών χαρισμάτων και άριστα επιστημονικώς κατηρτισμένος, με σπουδάς εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν Αθηνών, εις την Θεολογικήν Ακαδημίαν της μόσχας, εις την Γενεύην και την Χαϊδελβέργην, εχρημάτισε αρχικώς καθηγητής των θρησκευτικών μαθημάτων της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, της οποίας διετέλεσε κοσμήτωρ. Χειροτονηθείς πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης ανέλαβε παραλλήλως και καθήκοντα Α΄ γραμματέως της Ιεράς Συνόδου. Μητροπολίτης Αθηνών εξελέγη την 11ην Οκτωβρίου 1896. εμφορούμενος και ο Προκόπιος υπό πνεύματος ανορθωτικού διά την Εκκλησίαν, ειργάσθη με γνώσιν και σύνεσιν και απέβλεψεν εις το να καταστήση την αρχιερατείαν του γόνιμον και δημιουργικήν. Ανύστακτος υπήρξεν η μέριμνά του διά το κήρυγμα του θείου λόγου και εξεπόνησε πλήρες πρόγραμμα εκκλησιαστικής ανορθώσεως. Όταν όμως εξερράγησαν τα «Ευαγγελικά», ηνηγκάσθη να παραιτηθή ένεκα πολιτικών λόγων την 3ην Νοεμβρίου 1901. απέθανεν εις Αθήνας την 4ην Ιουλίου 1902 καταλιπων περισπούδαστον έργον.

Θεόκλητος Α΄ Μηνόπουλος  (1901-1917 & 1920-1922)

Εγεννήθη εις Τρίπολιν τον Οκτώβριον του 1848. μετά τας θεολογικάς του σπουδάς εισήλθεν εις τας τάξεις του ιερού Κλήρου. Τον Δεκέμβριον του 1892 εξελέγη Επίσκοπος Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος και την 4ην Νοεμβρίου 1902 διεδέχθη τον Προκόπιον Β΄ εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον των Αθηνών. Ως Μητροπολίτης ο Θεόκλητος κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν διά την ίδρυσιν γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και υπεστήριξε μετά σθένους τα δίκαια της Εκκλησίας έναντι της Πολιτείας. Η ίδρυσις του Εκκλησιαστικού Ταμείου ως και ο περί ενοριών, προσόντων εφημερίων και ενοριακού Κλήρου νόμος απετέλεσαν σταθμόν εις την Ιστορίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Θεόκλητος παρεσύρθη εις το γνωστόν κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου ανάθεμα της 12-12-1916, γεγονός άκρως βλαπτικόν διά την Εκκλησίαν, διό και καθηρέθη υπό του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, διά να επανέλθη εις τον θρόνον τω 1920, αντικανονικώς όμως, χωρίς προηγούμενην αθώωσίν του υπό του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου. Τούτο προκάλεσε πολλάς αντιδράσεις, διό και Μείζων Σύνοδος εκ 18 Αρχιερέων, συγκληθείσα την 30-12-1922, υπό επαναστατικής κυβερνήσεως, αναθεώρησε την ποινήν του Ειδικού Δικαστηρίου, και ο Θεόκλητος αποκατεστάθη μεν εις το αξίωμά του, παρέμεινεν όμως έκπτωτος του θρόνου. Αξιοσημείωτον γεγονός κατά την β΄ περίοδον της Αρχιερατείας του (1920-1922) είναι η αναγνώρις ως Αγίου του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄. Ωσαύτως επί των ημερών του όλαι αι Επισκοπαί προήχθησαν εις Μητροπόλεις και οι Επίσκοποι ωνομάσθησαν Μητροπολίται, η δε Μητρόπολις Αθηνών εκλήθη Αρχιεπισκοπή και ο ποιμενάρχης αυτής έλαβε τον τίτλο «Μακαριώτατος, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Ελλάδος». Ο Θεόκλητος απέθανε την 19ην Δεκεμβρίου 1931, εφησυχάζων εις την Ι. Μονήν Πετράκη.

Μελέτιος Μεταξάκης (1918-1920)

Μετά την καθαίρεσιν του Θεοκλήτου υπό του Ανωτάτου εξ Αρχιερέων Δικαστηρίου, διάδοχός του εξελέγη υπό «αριστίνδην» Συνόδου ο Μελέτιος Μεταξάκης. Κρης την καταγωγήν, γεννηθείς την 21ην Σεπτεμβρίου 1871. Προηγουμένως (1910-1918) είχε χρηματίσει Μητροπολίτης Κιτίου της κύπρου. Η άνοδός του εις τον θρόνον των Αθηνών εγένετο εις περίοδον πολιτικής και εκκλησιαστικής αναταραχής. Παρά ταύτα ο Μελέτιος ανεδείχθη δραστήρια και φλογερά ορθόδοξος προσωπικότης, προικισμένη διά πολλών και σπανίων ικανοτήτων. Ίδρυσε τα περιοδικά «Εκκλησιαστικός Κήρυξ» και «Καινή Διδαχή» και ακόμη την «Στέγην της Εκκλησίας» (το σημερινό Ορφανοτροφείον της Βουλιαγμένης), ενδιαφέρθη διά την μόρφωσιν του Κλήρου, επέβλεψεν εις την αγορά εκκλησιαστικού τυπογραφείου, συνέταξε νέον κανονισμόν διοικήσεως της Εκκλησίας και ανέλαβε περιοδείας εντός της Ελλάδος και εις το εξωτερικόν. Επανελθόντος του Θεοκλήτου εις τον θρόνον ο Μελέτιος απεμακρύνθη των Αθηνών. Εξελέβη Οικουμενικός Πατριάρχης (25-11-1921) παραμείνας εις τον θρόνον μόνο 17 μήνας. Την 20ην Μαΐου 1926 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας, όπου και απέθανε την 28ην Ιουλίου 1935, καταλιπών έργον μέγα και πολυσχιδές, εκκλησιαστικόν και συγγραφικόν.

Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1923-1938)

Υιός ιερέως, εγεννήθη εις την Μάδυτον της Ανατολικής Θράκης την 1ην Ιουλίου 1866. Πολυμαθής και ευρυμαθής, εχρημάτισε καθηγητής και διευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού, διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από της ιδρύσεώς της.
Προικισμένος δι’ εξόχων χαρισμάτων, επιβλητικός κατά την εμφάνισιν, ευφυής, χειριστής του λόγου άριστος, ανήλθεν εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον εις δυσκόλους διά την Εκκλησίαν και το Έθνος στιγμάς, χειροτονηθείς την 10ην Μαρτίου 1923, διά να αφοσιωθή «εις την ανόρθωσιν των χαμαί κειμένων, την διαλλαγήν των διεστώτων, την ανασύνταξιν των συγκεχυμένων και τον συντονισμόν των εκκλησιαστικών δυνάμεων προς σκοπούς δημιουργικούς επ’αγαθώ του Ελληνικού Λαού.
Επί της αρχιερατείας του απεφασίσθη η «διόρθωσις» του Ιουλιανού Ημερολογίου και εξεδόθησαν οι Νόμοι «Περί Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας», «Περί Ταμείου Ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος», «Περί Αποστολικής Διακονίας», «Περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων» κτλ. και κυρίως ο «Καταστατικός Νόμος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος» (1923), διά του οποίου απηλλάσετο διά πρώτην φοράν η Εκκλησία από τους χαλκευθέντας υπό του Μάουερ πολιτειακούς δεσμούς.
Τέλος την 4ην Σεπτρμβρίου 1928 εξεδόθη η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις «περί διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», διά της οποίας «απάσαι αι εις το Ελληνικόν Κράτος περιελθούσαι Επαρχίαι του Οικουμενικού Θρόνου... υπάγονται εφεξής υπό την άμεσον διακυβέρνησιν της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, επεκτεινούσης και επί των Επαρχιών τούτων εν πάσι το σύστημα της διοικήσεως και την τάξιν των ιδίων αυτής Επαρχιών».
Ο Χρυσόστομος είναι ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος». Πλέον τούτων, αμέριστον υπήρξε το ενδιαφέρον του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου διά την πνευματικήν οικοδομήν του ποιμνίου του και διά την λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας. Ίδρυσε τα μέχρι σήμερον εκδιδόμενα περιοδικά «Εκκλησία» και «Θεολογία», ο ίδιος δε ως διδάσκαλος, επιστήμων και συγγραφεύς υπήρξεν απαράμιλλος. Ανήρ απειρόκακος και πραύς, αποτελεί μορφήν σπανίως αναφαινομένην εις την ιστορίαν της Εκκλησίας. Απέθανε την 22αν Οκτωβρίου 1938 εις ηλικίαν 70 ετών.

Χρύσανθος Φιλιππίδης (1938-1941)

Εγεννήθη εις Κομοτηνήν κατά το έτος 1881. Απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διήρυνε τας σπουδάς του εις Λωζάννην και Λειψίαν. Την 18ην Μαΐου 1913 εξελέγη Μητροπολίτης Τραπεζούντος αναδειχθείς κορυφαία εθνική φυσιογνωμία. Μετά την Μικρασιαστικήν Καταστροφήν εγκαταστάθη εις Αθήνας και διετέλεσεν αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ανηγορεύθη επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το έτος 1938 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Καίτοι η παραμονή του εις τον θρόνον υπήρξε βραχεία, ο Χρύσανθος ειργάσθη μετά πολλής συναίνεσεως και βαθείας αγάπης προς την Εκκλησίαν. Ερρύθμισε πολλά εκκλησιαστικά ζητήματα και ανέπτυξε πλούσιον φιλανθρωπικόν έργον. Υπήρξεν εμψυχωτής του λαού εις δυσκόλους στιγμάς διά το Έθνος.
Σθεναρά υπήρξεν υπήρξεν η στάσις του έναντι των κατακτητών Γερμανών. Προσκληθείς υπ’ αυτών να ορκίση την κατοχικήν Κυνβέρνησιν Τσολάκογλου ηρνήθη. Ανεδείχθη φύσις βαθέως θρησκευτική, «πολύαθλος αγωνιστής των εθνικών δικαίων» και «μία των μεγάλων μορφών της τε Ελληνικής Εκκλησίας και του Ελληνικού Έθνους». Χαρακτηριστικόν γνώρισμά του η ηγεμονική του ευγένεια και η προσήλωσίς του εις τας εθνικάς και ορθοδόξους παραδόσεις.
Ακυρωθείσης της εκλογής του υπό Μείζονος Συνόδου ως αντικανονικώς γενομένης, την 2αν Ιουλίου 1941, παρέμεινεν εφησυχάζων εις Αθήνας μέχρι του θανάτου του (28 Σεπτεμβρίου 1949) καταλιπών σοβαράν συγγραφικήν παραγωγήν, μαρτυρούσαν «πολύπονον ευρυμάθειαν και κρίσιν βαθυστόχαστον».

Δαμασκηνός Παπανδρέου (1941-1949)

Εγεννήθη εις Δορβιτσάν Ναυπάκτου κατά το έτος 1890. Εσπούδασε Θεολογίαν και Νομικήν και ανεδείχθη ανήρ μεγαλεπήβολος και αποφασιστικός, εξέχουσα φυσιογνωμία της νεωτέρας Ελλάδος. Εις ηλικίαν 32 ετών εξελέγη Μητροπολίτης Κορινθίας και τον Δεκέμβριον του 1938 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Όμως κατόπιν προσφυγής εις το Συμβούλιον της Επικρατείας ομάδος επισκόπων και τινών πολιτών, και με την παρέμβαση του τότε δικτατορικού καθεστώτος, διετάχθη επανάληψης της εκλογής ως αντικανονικώς γενομένης, και τοιουτοτρόπως εξελέγη αντ’ αυτού ο Χρύσανθος, διά να επανέλθη εις τον θρόνον ο Δαμασκηνός, την 6ην Ιουλίου 1941, κατόπιν νέας αποφάσεως Μείζονος Συνόδου. Και του Δαμασκηνού η άνοδος εις τον θρόνον των Αθηνών συνέπεσεν εις μίαν δραματικήν διά το έθνος περίοδον λόγω της κατοχής. Κληθείς να αποθέσει την σφραγίδα της προσωπικότητός του εις ιστορικάς στιγμάς τας οποίας διήρχετο η Πατρίς τότε, ωργάνωσεν, ως άξιος ηγέτης, τον Εκκλησιαστικόν Οργανισμόν Χριστιανικής Αλληλεγγύης διά την αντιμετώπισιν του προβλήματος της πείνης, ίδρυσεν Υπηρεσίαν απόρων κρατουμένων, την Υπηρεσίαν προστασίας οικογενειών εκτελουμένων κ.α., μετά δε τα Δεκεμβριανά διετέλεσε Πρωθυπουργός και Αντιβασιλεύς μέχρι της επανόδου του Βασιλέως Γεωργίου Β΄. ακατάβλητος εις δυναμισμόν και δραστηριότητα, ουδέποτε παρημέλησε την προώθησιν επιλύσεως ζωτικών εκκλησιαστικών προβλημάτων. Όπως έγγραφεν και ο μακαριστός διάδοχός του Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, «ο Δαμασκηνός κατέστη ο νέος Μωϋσής, ο οποίος ως πραγματικός ηγέτης επέρασε το ποίμνιον που του ενεπιστεύθη η Εκκλησία διά μέσου φοβερών δεινών και δοκιμασιών τετραχρόνου δουλείας εις το μέγα φως της ελευθερίας, η οποία συνιστά την από Θεού ευλογητήν, κατά το Ευαγγέλιον, κατάστασιν του αληθούς ανθρώπου». Απέθανεν αιφνιδίως εις Αθήνας την 20ην Μαΐου 1949 εις ηλικίαν 57 ετών.

Σπυρίδων Βλάχος (1949-1956)

Εγεννήθη εις την Χηλήν της Βιθυνίας τω 1873. Υπήρξεν απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Τον Σεπτέμβριον του 1906 εχειροτονήθη Μητροπολίτης Βελλάς και κονίτσης, διά να αναδειχθή έκτοτε όχι μόνο εκκλησιαστικός αλλά και εθνικός μαχητής εις αγώνας σκληρούς. Υπήρξεν αγωνιστής εκ των γενναιοτέρων και με υψηλόν το φρόνημα της φιλοπατρίας, με περιφρόνησιν προς τον θάνατον και τας κακουχίας. Τω 1916 μετετέθη εις την μητρόπολιν Ιωαννίνων. Εις αναγνώρισιν των μεγάλων υπηρεσιών που προσέφερεν εις το Έθνος και την Εκκλησίαν εξελέγη την 4ην Ιουνίου 1949, υπό της Ιεραρχίας, παμψηφεί Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Οπαδός των δυναμικών λύσεων, με δεδοκιμασμένον θάρρος και αγωνιστικότητα, ο Σπυρίδων ανέπτυξεν ασυνήθη δραστηριότητα και ως Αρχιεπίσκοπος. Μεταξύ, των άλλων ωργάνωσε την αποστολήν του «δέματος επαναπατρισμού» και την εξόρμησιν διαμαρτυρίας διά τα απαχθέντα Ελληνόπουλα υπό των ανταρτών. Εμερίμνησε διά την μισθοδοσίαν του Κλήρου, ωργάνωσε και εχρηματοδότησε διά πανελληνίου εράνου την ανοικοδόμησιν των εκ του πολέμου καταστραφέντων ναών της χώρας, ενίσχυσε τον θεσμόν της Αποστολικής Διακονίας και εκινήθη δραστηρίως, διά να δοθή υγιής λύσις εις το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πλέον τούτων ετέθη επικεφαλής της Πανελληνίου Ενώσεως Κύπρου και ωμίλησεν εις οργανωθέντα συλλαλητήρια. Δι’ όλης της ζωής του ο Σπυρίδων υπήρξεν εθνικός και εκκλησιαστικός ανήρ, φορεύς των παραδόσεων και του αγωνιστικού φρονήματος του Ορθοδόξου Κλήρου. Απέθανεν εις Αθήνας την 21ην Μαρτίου 1956 εις ηλικίαν 83 ετών, αναλώσας τον εαυτόν του εις την διακονίαν της Εκκλησίας και του Έθνους, διό και κατέλιπε την φωτεινοτέραν παράδοσιν αγωνιστού Ιεράρχου.

Δωρόθεος Κοτταράς (1956-1957)

Εγεννήθη εις την Ύδραν κατά το έτος 1888. Πτυχιούχος της θεολογικής και Νομικής Σχολής Αθηνών, διήρυνε τας σπουδάς του εις την Λειψίαν ειδικευθείς εις το Εκκλησιαστικόν, το Κανονικόν και το Διοικητικόν Δίκαιον. Την 18ην Δεκεμβρίου 1922 εξελέγη Μητροπολίτης Κυθήρων, μετατεθείς την 15ην Ιανουαρίου 1935 εις την Μητρόπολιν Λαρίσης και Πλαταμώνος. Την 29ην Μαρτίου 1956 διεδέχθη τον Σπυρίδωνα εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον των Αθηνών. Η βραχεία παραμονή του εις τον θρόνον δεν του επέτρεψε να εφαρμόση όσα ευρίσκοντο εις τον κύκλον των ενδιαφερόντων του, διότι ασθενήσας σοβαρώς απέθανεν εις Στοκχόλμην την 26ην Ιουλίου 1957. Κατέλιπε συγγραφικόν έργον, καταστάς γνωστός κυρίως διά τας νομοκανονικάς του μελέτας.

Θεόκλητος Β΄ Παναγιωτόπουλος (1957-1962)

Εγεννήθη εις την Δημητσάναν κατά το έτος 1890. μετά την αποφοίτησίν του εκ της Θεολογικής Σχολής Αθηνών διετέλεσεν ιεροκήρυξ Φωκίδος και αρχιγραματεύς της Ιεράς Συνόδου. Τον Οκτώβριον του 1924 εξελέγη τιτουλάριος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως, προαχθείς εις Μητροπολίτην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας τον Μάρτιον του 1931. Την 15ην Νοεμβρίου 1944 μετετέθη εις την Μητρόπολιν Πατρών διαδεχθείς τον Αντώνιον Παράσχην. Την 7ην Αυγούστου 1957 εξελέγη υπό της Ιεραρχίας Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ως Προκαθήμενος ο Θεόκλητος επέτυχε σειράν μέτρων, σπουδαιότερα των οποίων ήταν η κατάργησις του μεταθετού των Μητροπολιτών, η εξύψωσις του Εφημεριακού Κλήρου, η ίδρυσις Σχολής Διακονισσών και του Πνευματικού Φροντηστηρίου Πεντέλης, η δημιουργία εκκλησιαστικών Σχολών, η προβολή νέων κληρικών, η αποστολή ιεροκηρύκων εις τας επαρχίας κ.α. Υπήρξεν «ήρεμος και νουνεχής», θυμόσοφος, διέθετε πρακτικόν νουν και δημιουργικάς ικανότητας. Απέθανεν εις Αθήνας την 8ην Ιανουαρίου 1962.

Ιάκωβος Βαβανάτσος (1962)

Εγεννήθη την 22αν Ιουνίου εις Γαλαξείδιον Παρνασσίδος. Διετέλεσεν αρχιδιάκονος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Πρωτοσύγγελλος της Αρχιεπισκοπής και τιτουλάριος Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως. Τω 1936 εξελέγη Μητροπολίτης της νεοσυσταθείσης Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος και την 13ην Ιανουαρίου 1962 διεδέχθη τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Θεόκλητον. Πριν όμως ηδυνήθη να αναλάβη τα καθήκοντά του, ηναγκάσθη να παραιτηθή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου την 25ην Ιανουαρίου 1962, «ουχί οικεία βουλή, αλλά πολλή και καταθλιπτική πιέσει», συνεπεία του δημιουργηθέντος, μετά την εκλογήν του, μεγάλου εκκλησιαστικού σάλου.

Χρυσόστομος Β΄ Χατζησταύρου (1962-1967)

Εγεννήθη τω 1880 εις Αιδίνιον της Μικράς Ασίας. Αποφοιτήσας εκ της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης υπηρέτησεν αρχικώς ως αρχιδιάκονος του εθνομάρτυρος Χρυσοστόμου, τότε Μητροπολίτου Δράμας και μετέπειτα Σμύρνης. Τω 1910 εξελέγη βοηθός Επίσκοπος αυτού υπό τον τίτλον της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπης Τράλλεων. Ακολούθως εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και τω 1919 μετετέθη εις την Ιεράν Μητρόπολιν Εφέσου.
Μετά την Μικρασιατικήν καταστροφήν διέφυγε εις Αθήνας, όπου διωρίσθη αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τω 1924 εξελέγη Μητροπολίτης Βερροίας και Ναούσης και μετ’ ολίγον Φιλίππων και Νεαπόλεως και Θάσου. Εκείθεν ανήλθεν εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνο των Αθηνών την 14ην Φεβρουαρίου 1962, μετά μεγάλην δοκιμασίαν της Εκκλησίας. Με το αναμφισβήτητον δε κύρος και την ακτινοβολούσαν μορφήν του συνετέλεσεν εις το να καταπαύση αμέσως ο σάλος και ο δεινός εκείνος κλονισμός της Εκκλησίας, τον οποίον είχε προκαλέσει η άνοδος εις τον θρόνον του Ιακώβου Βαβανάτσου.
Ο Χρυσόστομος ως Αρχιεπίσκοπος ειργάσθη με ασυνήθη αντοχήν εις όλους τους τομείς και ανεδείχθη θρησκευτικός ηγέτης ικανώτατος. «Εποίμανε την Εκκλησία εν δικαιοσύνη, εν πραότητι και πολλή υπομονή». Η πολυποίκιλος εθνική του δράσις και η ενεργός συμμετοχή του εις τους εθνικούς αγώνας, το υψηλόν φρόνημα της φιλοπατρίας, η αμφιλαφής παιδεία του και η αρετή του τον ανέδειξαν μίαν εκ των επιφανών εκκλησιαστικών μορφών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εις ογκώδης «τιμητικός τόμος» επί το Ιωβηλαίω της 50ετηρίδος της Αρχιερατείας του προβάλλει ανάγλυφον την εικόνα του Ιεράρχου.
Μετά την εγκαθίδρυσιν του δικτατορικού καθεστώτος ηρνήθη να παραιτηθή, όπως του υπεδείχθη, αλλ’ εφηρμόσθη και διά τον Αρχιεπίσκοπον το όριον ηλικίας, οπότε εγκατέλειψε τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον την 10ην Μαΐου 1967. Απέθανε την 9ην Ιουνίου 1968, Κυριακή της Πεντηκοστής.

Ιερώνυμος Κοτσώνης (1967-1973)

Εγεννήθη εις τα Υστέρνια της Τήνου το έτος 1905. Μετά από την αποφοίτησίν του εκ της Ριζαρείου και της Θεολογικής Σχολής Αθηνών επραγματοποίησε μεταπτυχιακάς σπουδάς εις Γερμανίαν και Αγγλίαν. Εχρημάτισε διάκονος του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Τω 1959 εξελέγη τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ανεδείχθη εις των πολυγραφωτέρων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πρωθιερεύς των Ανακτόρων, ανήλθεν εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον την 14ην Μαΐου 1967 εκλεγείς υπό «αριστίνδην» Συνόδου εξ οκτώ Αρχιερέων, την οποίαν συνεκάλεσεν η τότε στρατιωτική Κυβέρνησις, διαταραχθείσης ούτω της κανονικής τάξεως εις την Εκκλησίαν.
Ως Αρχιεπίσκοπος ο Ιερώνυμος ωργάνωσε το διοικητικόν και ποιμαντικόν έργον της Εκκλησίας, αποβλέπων δε εις την αποδέσμευσιν αυτής από αυθαιρέτους παρεμβάσεις της Πολιτείας επέτυχε την ψήφισιν νέου Καταστατικού Χάρτου, τον οποίον εξεπόνησεν ο ίδιος. Εθεώρησεν επιτακτικόν χρέος του την αναβάθμισιν του σώματος της Ιεραρχίας, την δε κάθαρσιν του Κλήρου της Εκκλησίας ως αποστολήν και ευθύνην. Επεδίωξε την μισθολογικήν ένταξιν των Κληρικών εις το μισθολόγιον των Δημοσίων Υπαλλήλων, ίδρυσε Νοσοκομείον Κληρικών Ελλάδος, ενδιεφέρθη διά την αξιοποίησιν της εκκλησιαστικής περιουσίας, απέβλεψεν εις την αναβάθμισιν της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως και την λειτουργίαν των εκκλησιαστικών σχολών.
Ύστερον από αρχιερατείαν εξ ετών εγκατέλειψε τον θρόνον διά της από 15ην Δεκεμβρίου 1973 παραιτήρησεώς του, την οποίαν υπέβαλε προς την Ιεράν Σύνοδον. Απέθανε την 15ην Νοεμβρίου 1988 και ενεταφιάσθη ως απλούς μοναχός, άνευ ιδιαιτέρων τιμών, εις την ιδιαιτέραν πατρίδα του, τα Υστέρνια Τήνου.

Σεραφείμ Τίκας (1974-1998)

Εγεννήθη εις Αρτεσιανόν Καρδίτσης τω 1913. Αποφοιτήσας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών εισήλθεν εις τας τάξεις του Ιερού Κλήρου και υπηρέτησεν ως εφημέριος και Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Μετέσχεν ενεργώς εις το κίνημα της Εθνικής Αντιστάσεως υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβαν και ετιμήθη με το χρυσούν αριστείον ανδρείας, τον πολεμικόν σταυρόν και το μετάλλιον εξαιρέτων πράξεων. Την 6ην Σεπτεμβρίου 1949 εξελέγη Μητροπολίτης Άρτης, μετατεθείς τον Μάρτιον του 1958 εις την Μητρόπολιν Ιωαννίνων. Και εις τας δύο αυτάς Μητροπόλεις ο Σεραφείμ διαθέτων υψηλόν φρόνημα φιλοπατρίας ανέπτυξε πολύπλευρον εκκλησιαστικήν και εθνικήν δράσιν. «Η Ήπειρος έγινε η ψυχή του και … ουδέποτε υπέστειλε την σημαία του αγώνα για τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα στοιχειώση διακιώματα των αλυτρώτων αδερφών της Βορείου Ηπείρου».

Xριστόδουλος Παρασκευαΐδης (1998- 2008)

Διάδοχος αντάξιος των γεραρών προκατόχων του ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Χριστόδουλος εγεννήθη εις Ξάνθην κατά το έτος 1939. Πτυχιούχος της Νομικής και της Θεολογικής Σχολής, διδάκτωρ Θεολογίας, γλωσσομαθής και συγγραφεύς πολλών επιστημονικών και εποικοδομητικών βιβλίων, εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος τω 1974, εις ηλικίαν 35 ετών, ενώ την 28ην Απριλίου 1998 ανήλθεν εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον των Αθηνών. Η άνοδος του κ. Χριστοδούλου εις τον θρόνον των Αθηνών έμελλε να αποδείξη περιτράνως ότι διέθετε σπάνια ηγετικά χαρίσματα και δημιουργικόν εκκλησιαστικόν φρόνημα. Φύσει ακαταπόνητος και πλούσιος εις πνευματικά χαρίσματα και αρετάς, εργάζεται αόκνως, έχων ως κίνητρον της φιλεργίας του την πίστην εις τον Χριστόν και την Εκκλησίαν και την αγάπην του προς τον άνθρωπον. Ασυμβίβαστος προς τας κοινωνικάς συμβατικότητας και έχων οξείαν την ιστορικήν όρασιν, βαθείαν δε την πίστην εις τας πνευματικάς αρετάς της ελληνικής φυλής και εις την ελληνοχριστιανικήν αποστολήν του έθνους ημών, υπεραμύνεται του δικαιώματος της Εκκλησίας να πρωταγωνιστή εις τας κοινωνικάς επάλξεις, ασκών ισχυροτάτην επίδρασιν επί του λαού, με την παρρησίαν του, την ανιδιοτέλειαν του βίου του, τα υψιπετή υπέρ της Εκκλησίας και του Έθνους οράματα, με τους ποικίλους αγώνας του και τας πολυπληθείς συγγραφάς του. Το έργον το οποίον είχεν επιτελέσει μέχρι της τελευτής του ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος υπό πολλών θαυμάζεται και επαινείται. Υπήρχον όμως και εκείνοι οι οποίοι το επολέμουν και συστηματικώς το διέβαλλον. Παρέμενεν όμως αμετακίνητος εις τας αρχάς του, διότι εγνώριζε καλώς ότι «ο Έλληνας Ιεράρχης βρίσκεται συχνά μπροστά σε ιστορικές ώρες, κατά τις οποίες θα πρέπει να παλέψη για τα δίκαια του Έθνους. Δεν είναι μόνον η πίστις που τον κινεί, αλλά και το Έθνος. Αυτή η συνάφεια Εκκλησίας και Έθνους που σήμερα κάποιους σκανδαλίζει, υπήρξεν η βάσις της παραδόσεως. Και κάθε Έλληνας Ιεράρχης είναι συχνά υποχρεωμένος να αγωνισθή καθοδηγούμενος από τα οράματα που σαρκώνει η παράδοση». Με δεδομένην την αρχήν αυτήν ηγωνίζετο παντοιοτρόπως και κατήυθηνε το σκάφος της Ελλαδικής Εκκλησίας, μέχρι της μακαρίας τελευτής του στις 5.15 π.μ. τα ξημερώματα της Δευτέρας της 28ης Ιανουαρίου 2008.