Ο Όσιος Ευσέβιος ήταν κλεισμένος μέσα σ' ένα κελί πολύ μικρό και σκοτεινό, επειδή δεν είχε κανένα παράθυρο, και εκεί σκληραγωγούσε με διάφορες ασκήσεις το σώμα του.
Ύστερα από συνεχή παρακίνηση ενός πνευματικού του αδελφού, του Αμμιανού (ή Αμμωνίου), πήγε σε μοναστήρι για να δεχτεί την προστασία και την ηγουμενία των αδελφών. Εκεί ζούσε με πραότητα, ταπεινοφροσύνη και πολλή άσκηση. Έτρωγε κάθε τρεις ή τέσσερις ημέρες. Είχε σιδερένια ζώνη στη μέση του και βαρεία αλυσίδα στο λαιμό του.
Όταν κάποιος τον κατηγόρησε γι' αυτό, ο Ευσέβιος απάντησε: «Το κάνω αυτό για να αποφύγω τις παγίδες του διαβόλου, που προσπαθεί να με στερήσει από μεγάλα πράγματα. Δηλαδή τις αρετές, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, Γι' αυτό λοιπόν και εγώ, έστησα πόλεμο εναντίον του μ' αυτά τα μικρά κακοπαθήματα, διότι αν με νικήσει δεν θα υπερηφανευθεί πολύ, αν όμως νικηθεί από μένα, θα είναι για γέλια, επειδή ούτε στα μικρά μπόρεσε να με νικήσει».
Έτσι λοιπόν θεάρεστα αφού έζησε ο όσιος Ευσέβιος, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ.