Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Ο Όσιος Μακάριος, ο Αλεξανδρεύς

Ο Όσιος Μακάριος, ο Αλεξανδρεύς, χρημάτισε ιερέας των λεγόμενων κελιών. Υπήρξε υπόδειγμα εγκράτειας και υπομονής και έτσι προικίσθηκε από τον Θεό και με το χάρισμα της θαυματουργίας. Τις αρετές του τις θαύμασε και αυτός ο Μέγας Αντώνιος και είπε: «Ιδού, επαναπαύθηκε επί σέ το Πνεύμα το Άγιο και στο εξής θα είσαι κληρονόμος των αγώνων μου».
Κάθε φορά που ο Όσιος αντιλαμβανόταν ότι κάποιος επιτελούσε ένα σπουδαίο ασκητικό αγώνισμα, υποκινούμενος από έναν Άγιο ζήλο, τον μιμείτο και έκανε και αυτός το ίδιο αγώνισμα. Έτσι, όταν άκουσε ότι οι Ταβεννησιώτες μοναχοί, καθ’ όλη την διάρκεια της Τεσσαρακοστής, έτρωγαν άβραστο φαγητό, πήρε την απόφαση και επί επτά χρόνια δεν έφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο με λάχανα ωμά και όσπρια. Επίσης και τον ύπνο του αγωνίσθηκε να περιορίσει στο ελάχιστο. Και, για να το κατορθώσει αυτό, δεν μπήκε κάτω από στέγη επί είκοσι ολόκληρα ημερόνυχτα, φλεγόμενος από τον καύσωνα της ημέρας και ξεπαγιάζοντας από το ψύχος της νύχτας.
Μια φορά ο Όσιος ενοχλήθηκε από το δαίμονα της πορνείας και, προκειμένου να εξουδετερώσει τον δαίμονα αυτό, κατέφυγε σε ένα εντελώς έρημο και ελώδη τόπο, όπου παρέμεινε επί έξι μήνες. Εκεί υπήρχαν κουνούπια πολύ μεγάλα, σαν σφήκες, τα οποία με τα τσιμπήματά τους τον καταπλήγωναν σε όλο του το σώμα. Όταν, λοιπόν, ύστερα από τους έξι μήνες γύρισε στο κελί του, αναγνωριζόταν μόνο από την φωνή του, αφού το σώμα του εξωτερικά είχε παραμορφωθεί και έμοιαζαν με το σώμα ανθρώπων που πάσχουν από την ασθένεια της ελεφαντίασης.
Κάποια φορά ο Όσιος καθόταν στην αυλή και έλεγε λόγους ωφέλιμους σε παρευρισκόμενους εκεί Χριστιανούς. Τότε μία ύαινα, αφού πήρε μαζί της το νεογνό της, το οποίο ήταν τυφλό, πλησίασε τον Άγιο και το έριξε στα πόδια του. Εκείνος, αφού έπτυσε στα μάτια του μικρού ζώου, του χάρισε το φως. Έτσι, θεραπευμένο πλέον, το πήρε η ύαινα και έφυγε. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί όμως, αυτή γύρισε πάλι στον Άγιο, φέρνοντάς του από ευγνωμοσύνη μια μεγάλη προβιά για στρώμα. Εκείνος όμως είπε στην ύαινα: «πράγματα προερχόμενα από αδικία εγώ δεν τα δέχομαι». Εκείνη τότε, έσκυψε το κεφάλι και έφυγε από την αυλή.
Έτσι, λοιπόν, αφού ασκήθηκε ο Όσιος Μακάριος και έφθασε σε βαθύ γήρας, κοιμήθηκε με ειρήνη το 395 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Μακάριε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Ζωής της μακαριάς φερωνύμως ετύχετε, ως πολιτευθέντες οσίως, θεοφόροι Μακάριοι, εν νόμω γαρ τω θείω ευσεβώς, ιθύναντες τας τρίβους της ζωής θείας δόξης ανεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τους κραυγάζοντας, δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι' υμών πάσιν ιάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος, τῆς ἐγκρατείας, ἀληθῶς σε ἔθετο, ὡσπερ ἀστέρα ἀπλανῆ, φωταγωγοῦντα τά πέρατα, Πάτερ Πατέρων, Μακάριε Ὅσιε.