
Μετά την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου του Νόβγκοροντ Δαυίδ (τιμάται 21 Δεκεμβρίου), ο Άγιος Μωυσής εξελέγη, το έτος 1325 μ.Χ., Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετά τέσσερα χρόνια υπέβαλε την παράκληση να αποσυρθεί και να ζήσει ασκητικά, μέσα στη σιωπή και την ησυχία. Το 1330 μ.Χ. εγκαταβίωσε στη μονή του Κολμώφ, αλλά δεν έμεινε για πολύ. Βρήκε ένα έρημο τόπο στην περιοχή Ντερεβγιανίτσα, όπου κατέφυγε και ανήγειρε ναό αφιερωμένο στην Ανάσταση του Κυρίου.
Το 1354 μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος (1354 - 1355 μ.Χ., 1364 -1376 μ.Χ.), από βαθύ σεβασμό προς το πρόσωπο του Αγίου Μωυσέως, του έδωσε το προνόμιο να φορεί πολυσταύριο.
Ο Άγιος Μωυσής εξακολούθησε το θεάρεστο έργο του. Ανήγειρε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Σε ένα από αυτά, στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1362 μ.Χ. Το ιερό λείψανό του διατηρήθηκε, με την χάρη του Θεού, άφθαρτο.