Ο Όσιος Μωυσής, κατά κόσμο Μητροφάνης, έζησε τον 14ο αιώνα μ.Χ. και γεννήθηκε στο Νοβγκοροντ της Ρωσίας. Από την παιδική του ηλικία αγάπησε τον μοναχικό βίο. Γι’ αυτό εγκατέλειψε κρυφά την πατρική του οικία και εισήλθε στη μονή Οτρόχ της πόλεως Τβερ, όπου έγινε μοναχός. Οι γονείς του τον αναζητούσαν παντού. Όταν τον βρήκαν, τον παρακάλεσαν να έρθει κοντά τους και να μονάσει σε κάποια μονή του Νόβγκοροντ. Ο Άγιος, με την ευλογία του ηγουμένου, έπραξε σύμφωνα με την επιθυμία των γονέων του και συνέχισε τον ασκητικό του βίο στη μονή Αγίου Γεωργίου του Νόβγκοροντ. Εκεί χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και αργότερα απεστάλη ως Αρχιμανδρίτης στη μονή Γιούρεφ.
Μετά την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου του Νόβγκοροντ Δαυίδ (τιμάται 21 Δεκεμβρίου), ο Άγιος Μωυσής εξελέγη, το έτος 1325 μ.Χ., Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετά τέσσερα χρόνια υπέβαλε την παράκληση να αποσυρθεί και να ζήσει ασκητικά, μέσα στη σιωπή και την ησυχία. Το 1330 μ.Χ. εγκαταβίωσε στη μονή του Κολμώφ, αλλά δεν έμεινε για πολύ. Βρήκε ένα έρημο τόπο στην περιοχή Ντερεβγιανίτσα, όπου κατέφυγε και ανήγειρε ναό αφιερωμένο στην Ανάσταση του Κυρίου.
Το 1354 μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος (1354 - 1355 μ.Χ., 1364 -1376 μ.Χ.), από βαθύ σεβασμό προς το πρόσωπο του Αγίου Μωυσέως, του έδωσε το προνόμιο να φορεί πολυσταύριο.
Ο Άγιος Μωυσής εξακολούθησε το θεάρεστο έργο του. Ανήγειρε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Σε ένα από αυτά, στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1362 μ.Χ. Το ιερό λείψανό του διατηρήθηκε, με την χάρη του Θεού, άφθαρτο.