Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐθαλία καταγόταν ἀπὸ τὴ Σικελία καὶ ζοῦσε στοὺς Λεοντίνους. Ἡ μητέρα της, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὴ Εὐθαλία, ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία. Μία μέρα φάνηκαν στὸν ὕπνο της οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Φιλάδεφος καὶ Κυπρῖνος (τιμοῦνται 10 Μαΐου) καὶ εἶπαν σὲ αὐτήν, ὅτι θὰ θεραπευθεῖ μόνο ἐὰν πιστέψει στὸν Χριστὸ καὶ βαπτισθεῖ. Ἡ γυναῖκα πραγματικὰ πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε. Ὁ εἰδωλολάτρης υἱὸς αὐτῆς Σιρμιλιανός, ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτό, ἐπιτέθηκε κατὰ τῆς μητέρας του γιὰ νὰ τὴν πνίξει. Ἐκείνη ὅμως διέφυγε μὲ τὴν βοήθεια τῆς δούλης της. Τότε ἡ Μάρτυς Εὐθαλία ἔλεγξε μὲ δριμύτητα τὸν ἀδελφό της γιὰ τὴν πράξη του αὐτή. Ἐκεῖνος, μόλις ἄκουσε ὅτι καὶ αὐτὴ ἦταν Χριστιανή, τὴν παρέδωσε σὲ ἕναν ὑπηρέτη, γιὰ ἀτιμία καὶ στὴν συνέχεια μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὴν ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι ἡ Μάρτυς Εὐθαλία εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου της. ἦταν τὸ ἔτος 252 μ.Χ.