Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου καὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου.Οἱ Ἅγιοι Ἰωνὰς καὶ Βαραχήσιος, ὄντας μοναχοί, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Περσία. Ἐκεῖ στὴν πόλη Μαρβιαβώχ, βρῆκαν τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες Ἄβιβο, Ζανιθά, Ἠλία, Λάζαρο, Μάρη, Μαρουθά, Ναρσή, Σάββα καὶ Σιμιάθη, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι στὴν φυλακὴ καὶ τοὺς ἐνθάρρυναν γιὰ τοὺς μαρτυρικοὺς ἀγῶνες. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στοὺς ἄρχοντες τῶν Περσῶν Μασδράδ, Σιρῶ καὶ Μαρμισή, οἱ ὁποῖοι τοὺς συμβούλευσαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν φωτιά, τὸ νερὸ καὶ τὸν ἥλιο. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑπάκουσαν, τοὺς ἔδεσαν καὶ ἄρχισαν νὰ τοὺς χτυποῦν ἀλύπητα. Καὶ ἀφοῦ τοὺς χτύπησαν, τοὺς ἔσυραν μὲ τραχιὰ ραβδιὰ καὶ τοὺς ἄφησαν ἔξω στὴν παγωνιὰ ὅλη τὴ νύχτα.
Στὴν συνέχεια ἔκοψαν τὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωνὰ καὶ τὸν ἔδεσαν σφικτὰ σὲ δένδρο. Ἐκεῖ τὸν πριόνισαν στὴ μέση καὶ τὸν ἔριξαν σὲ λάκκο. Τὸν Ἅγιο Βαραχήσιο, ἀφοῦ τὸν ἔσυραν γυμνὸ στὰ ἀγκάθια, τὸν ἔριξαν σὲ λάκκο καὶ ἔχυσαν βραστὴ πίσσα ἐπάνω στὸν φάρυγγά του, καὶ ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος του.
Τὸ ἴδιο σκληρὰ βασανίσθηκαν καὶ οἱ ἄλλοι Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι θανατώθηκαν μὲ πικρότατο θάνατο. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ἀγοράστηκαν ἀπὸ κάποιον εὐσεβῆ Χριστιανό, ὁ ὁποῖος τὰ ἐνταφίασε μὲ εὐλάβεια.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορὸν ἐννεάριθμον, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, καὶ λόνοις καὶ πράξεσι, πρὸς μαρτυρίου ὁδόν, λαμπρῶς ἐνισχύσατε, ὅθεν ἠγωνιαμένοι, σὺν αὐτοὶς θεοφρόνως, ἅμα Βαραχησίω, Ἰωνὰ θεοφόρε, πρεσβεύσατε τῷ Κυρίῳ, χάριν δοῦναι ἠμὶν καὶ ἔλεος.