Ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος) γεννήθηκε στην Αναστασίτσα Αρκαδίας το 1782, από τον Σταματέλο Τουρκολέκα και την Σοφία Καρούτσου, που ήταν αδερφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο χωριό του πατέρα του, αλλά σε ηλικία ένδεκα χρόνων ακολούθησε τον πατέρα του, που ήταν κλέφτης. Στη συνέχεια εντάχθηκε ως "μπουλουξής" στο σώμα του περιώνυμου κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιστιώτη, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του και τα σωματικά του χαρίσματα.
Το 1805 με τον διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου πήγε στην Ζάκυνθο, εντάχθηκε στα Ρώσικα τάγματα και πολέμησε στην Ιταλία κατά του Ναπολέοντος. Αργότερα επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι τα είχαν καταλάβει με την συνθήκη Τίλσιτ. Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρίσκονταν στην Καλαμάτα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία από τον Η. Χρυσοσπάθη. Για ένα διάστημα μαζί με τον Αναγνωσταρά και τον Δ. Πλαπούτα περιόδευε την Πελοπόννησο για τους σκοπούς της Εταιρίας. Στις 23 Μαρτίου μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς. 'Υστερα από αυτό κατευθύνθηκε προς την Τριπολιστά και στις 12-13 Μαΐου πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη του Βαλτετσίου Αρκαδίας, επικεφαλής 800 αγωνιστών. Αποφασιστική όμως ήταν η συμβολή του στη νίκη των Ελλήνων στα Δολιανά, όπου, ενώ κατευθυνόταν στον Ναύπλιο, με 150 μόλις αγωνιστές αντιμετώπισε πολλαπλάσιους (περί τους 6000) Τούρκους με επικεφαλή τον Κεχαγιάμπεη. Η φθορά που προκάλεσε στον εχθρό ήταν τόσο εντυπωσιακή ώστε από τότε ονομάστηκε Τουρκοφάγος και προήχθη σε στρατηγό. Λίγο αργότερα στάλθηκε από τον Κολοκοτρώνη να διευθύνει την πολιορκία του Ναυπλίου.Δεν έμεινε όμως για πολύ έφυγε για την Ανατολική Στερεά, όπου οι επαναστάτες της Αθήνας τον εξέλεξαν αρχηγό τους. επειδή αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Μαυρομιχαλαίων, πήγε στην Λιβαδειά και συνεργάστηκε με τον Ο. Ανδρούτσο στις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη τις Λιβαδειάς. Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο, πήρε, υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη, ενεργό μέρος στην πολιορκία της Τριπολιστάς και κατά την άλωση της πόλης ήταν από τους ελάχιστους αρχηγούς που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη διανομή των λαφύρων.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1821 συμμετείχε στην άτυχη έφοδο κατά του Ναυπλίου όπου κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί. Τον Απρίλιο του 1822, μαζί με 700 αγωνιστές, πήγε πάλι στην Ανατολική Στερεά και πολέμησε μαζί με τον Ανδρούτσο στη Στυλίδα και την Αγία Μαρίνα. Κατά την εκστρατεία του Δράμαλη συνέβαλε αποφασιστικά στην απόκρουση των Τούρκων στα Μεγάλα Δερβένια, όπου διασκόρπισε την φρουρά που είχε εγκατασταθεί εκεί, άλλα κυρίως στον 'Αγιο Σώστη στις 26 Ιουλίου 1822, όπου οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλες καταστροφές. Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή του στη μάχη στο Αγιονόρι, δύο ημέρες αργότερα, κατά οι Τούρκοι είχαν πάνω από 600 νεκρούς. Η ανιδιοτέλεια του καταδείχθηκε όταν , όταν από το πλίθος των λαφύρων, πείστηκε να δεχθεί ένα πολύτιμο σπαθί, το οποίο ώμος πρόσφερε αργότερα σε ένα έρανο που από την προσωρινή κυβέρνηση για τον ανεφοδιασμό του Μεσολογγίου.
Το καλοκαίρι του 1823 επέστρεψε την Πελοπόννησο. Κατά τις εμφύλιες διαμάχες που ακολούθησαν στάθηκε στο πλευρό του Θ. Κολοκοτρώνη και έγινε αντίπαλος της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Ωστόσο απέφευγε να παίρνει μέρος στις μάχες και προσπαθούσε πάντα να επιτύχει συμβιβασμό. Μετά την οριστική επικράτηση των κυβερνητικών κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου πέρασε στην υπηρεσία του Δ. Μακρή. Κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή στη δεύτερη πολιορκία.Μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, δόθηκε αμνηστία. Τότε επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Επικεφαλής στρατιωτικού σώματος πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Αιγυπτίων, ενώ παράλληλα αρνήθηκε να υπογράψει το "Ψήφισμα της Υποτέλειας" με το οποίο αναγνωριζόταν ως μοναδική "προστάτιδα" δύναμη της Ελλάδας η Μεγάλη Βρετανία. Το 1826, με 800 αγωνιστές, ακολούθησε τον Γ. Καραϊσκάκη στην εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά. Πήρε μέρος στη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στην Αράχοβα (Νοέμβριος 1826). Αρρώστησε όμως σοβαρά από πλευρίτιδα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Ναύπλιο. Μόλις ανάρρωσε, συνέχισε τον αγώνα κατά του Ιμπραήμ υπό τον Κολοκοτρώνη. Κατά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας είχε διοριστεί αρχηγός της φρουράς. Στη συνέχεια όμως πήγε πάλι στην αττική και συμμετείχε στην εκστρατεία κατά του Κιουταχή υπό τον Καραϊσκάκη και την πανωλεθρία των Ελλήνων στο Φάληρο (24.4.1827) γύρισε στην Πελοπόννησο και αντιμετώπισε τον Ιμπραήμ στην Μεσσηνία.
Επί Καποδίστρια υπήρξε από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη και στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του 'Αργους το 1829 πήρε μέρος ως πληρεξούσιος του Λεονταριού. Πολιτικά ακολουθούσε την Ρωσόφιλη παράταξη και στο διάστημα της αντιπολίτευσης κατά του Καποδίστρια στάθηκε στο πλευρό του. Μετά την άφιξη του 'Όθωνος έζησε απομονωμένος. Όταν όμως εξερράγη αντικυβερνητικό κίνημα στη Μεσσηνία τον 'Αυγουστο του 1834 φυλακίστηκε για λίγο από την βαβαρική Αντιβασιλεία. Το 1839 τον εμφάνισαν σαν ως στρατιωτικό αρχηγό της "Φιλορθόδοξης Εταιρείας", της οποίας στόχοι ήταν η απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και η στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Δικάστηκε στις 11 Ιουλίου 1840, η ενοχή του όμως δεν αποδείχθηκε και αθωώθηκε. Η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης, η οποία τον κράτησε υπό περιορισμό στην Αίγινα. Τελικά αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός και με κατεστραμμένη υγεία στις 18 Σεπτεμβρίου 1841. Αποτραβήχτηκε με την οικογένεια του στον Πειραιά, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μετά την συνταγματική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1847 διορίστηκε μέλος της Γερουσίας. Από εκεί είχε μία μικρή σύνταξη, που ήταν και ο μοναδικός πόρος της ζωής του. Από την γυναίκα του Αγγελίνα, κόρη του Ζαχαριά, απέκτησε έναν γιο, τον Γιάννη, που έγινε στρατιωτικός, καθώς και δύο κόρες: την Ρεγγίνα και άλλη μία που τρελάθηκε από την λύπη της όταν τον είδε σε κακή κατάσταση μετά την πολύμηνη φυλάκιση του στην 'Αιγινα.