
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, ὅταν ἀπεστάλη ἀπόφαση ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ καὶ παράνομο βασιλέα Ἰουλιανὸ (361-363 μ.Χ.), ποῦ διέταζε τοὺς πιστοὺς νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνοῦν τοὺς θεοὺς τῶν Ἐθνικῶν, ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσαν νὰ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ μεγάλο θάρρος περιέρχονταν ὅλη τὴν πόλη καὶ ἔλεγαν μὲ μεγάλη φωνή: «Νὰ τιμᾶτε καὶ νὰ λατρεύετε τὸν Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Καὶ οἱ θεοὶ ποὺ δὲν δημιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, ἂς καταστραφοῦν μαζὶ μὲ ὅσους τοὺς λατρεύουν». Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐνέργειάς τους συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ παραδόθηκαν στὴν φυλακή. Κατηγορούμενοι ἀπὸ τὸν Ἰουλιανὸ καὶ μὲ διαταγὴ ἐκείνου πρόθυμα ἀποδέχθηκαν τὸ μαρτύριο. Ἀποκεφαλίσθηκαν, ἀνεβαίνοντας πρὸς τὸν Χριστό, τὸν Ὁποῖο εἶχαν ποθήσει ἀπὸ τὴν βρεφική τους ἡλικία καὶ χωρὶς νὰ Τὸν ἀρνηθοῦν ἔλαβαν βραβεῖο ἀθανασίας.