Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μοντανὸς καὶ Μαξίμη, μαρτύρησαν τὸ ἔτος 304 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανού.
Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ πρεσβύτερος Μοντανὸς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Σιντζινδοῦνο μὲ προορισμὸ τὸ Σίρμιον. Ἐκεῖ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα τῆς Κάτω Παννονίας Πρόβου. Ἐκεῖνος τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θυσιάσει ὁ Ἅγιος Μοντανὸς στὰ εἴδωλα. Ὁ ἱερεύς, ὅμως, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, τοῦ εἶπε: «Κάνε ὅτι θέλεις καὶ θὰ δεῖς τί ὑπομονὴ θὰ μοῦ χαρίσει ὁ Κύριος καὶ Θεός μου». Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας τὴν σταθερότητα τοῦ Μοντανοῦ καὶ τῆς Μαξίμης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ριχθοῦν στὸν ποταμὸ Σαῦο. Οἱ δήμιοι ἔδεσαν στὸν λαιμὸ καὶ τῶν δυὸ Ἁγίων ἀπὸ μία πέτρα καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τοὺς ρίξουν μέσα στὸ νερό. Τότε ὁ ἱερεὺς Μοντανὸς ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ λίγο στὸν Θεό. Ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό του νὰ δεχθεῖ τὶς ψυχές τους καὶ νὰ προστατεύει τὸν λαό Του.
Ἔτσι μαρτύρησαν οἱ μακάριοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ Μοντανὸς καὶ Μαξίμη. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους τὰ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ καὶ τὰ ἐνταφίασαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.