Ανατολικά της πόλης του Άργους, σε μια ταπεινή σπηλιά, ασκητεύει ένας ταπεινός και ήρεμος Αθηναίος, ο οποίος στο όνομα της αγάπης του Θεού, εγκαταλείπει το «κλεινόν άστυ» όπου γεννήθηκε το 862 μ.Χ. και με νηστεία και προσευχή λατρεύει τον Κύριο. Πρόκειται για τον Άγιο Θεοδόσιο τον Νέο.
Κακόβουλοι και συκοφάντες άνθρωποι κατηγορούν τον ερημίτη στον Άγιο Επίσκοπο Άργους, ότι δήθεν είναι αγύρτης και λαοπλάνος. Ο Άγιος στενοχωριέται και με θλίψη κατανοεί ότι πρέπει να λάβει μέτρα για το καλό της Εκκλησίας. Σκοπεύει να απομακρύνει τον ασκητή Θεοδόσιο από την περιοχή.Τότε δέχεται την επιστολή του Πατριάρχη Νικολάου να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Αποφασίζει να αντιμετωπίσει το θέμα του ασκητή Θεοδόσιου, μετά την επάνοδο του.
Στην Πόλη και ενώ η Σύνοδος βρίσκεται σε εξέλιξη, παρουσιάζεται στον Άγιο, ως όραμα, ο Θεοδόσιος και του αποκαλύπτει την εις βάρος του σκευωρία. Ταυτοχρόνως όμως παρουσιάζεται και στον Πατριάρχη και τον παρακαλεί να αποτρέψει τον Επίσκοπο να τον εκδιώξει από το ασκητήριο του.
Γίνεται έτσι φανερό το θέλημα του Θεού. Ο Άγιος Πέτρος γυρίζει στο Άργος και, παίρνοντας τον δρόμο μόνος του, πηγαίνει προς συνάντηση του Άγιου ασκητή Θεοδόσιου.
Ο Άγιος Θεοδόσιος, με το Θείο χάρισμα της προορατικότητας, γνωρίζει την επίσκεψη του Επισκόπου του. Τοποθετεί αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι στο σκούφο του και κατεβαίνει να τον προϋπαντήσει. Εκεί, κάτω από το βλέμμα του Θεού, συναντιούνται οι δύο Άγιοι. Η Εκκλησία αγάλλεται. Ο Άγιος Πέτρος μαθαίνει όλη την αλήθεια για τον Θεοδόσιο, τον χειροτονεί Ιερέα και τον ορίζει συνεργό και βοηθό στο έργο του.
Όταν ο Θεός καλεί κοντά του τον Άγιο Θεοδόσιο, ο Άγιος Πέτρος συγκεντρώνει όλο τον κλήρο της περιοχής και τον κηδεύει ιεροπρεπώς, μπροστά στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου, που ο ίδιος ο Άγιος Θεοδόσιος είχε κτίσει.