
Ὅταν ὁ Ζαχαρίας μεγάλωσε, ζήτησε τὸ χρυσάφι ἀπὸ τὸν Σέργιο. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀρνήθηκε ὅτι εἶχε παραλάβει κάτι τέτοιο ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Ζαχαρία. Τότε ὁ Ζαχαρίας εἶπε: «Ἀφήσατε τὸν νὰ ὁρκισθεῖ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ἔγινε σαρκικὸς ἀδελφὸς μὲ τὸν πατέρα μου. Καὶ ἂν ὁρκισθεῖ ὅτι δὲν πῆρε τίποτε ἀπὸ τὸν πατέρα μου Ἰωάννη, ἐγὼ δὲν θὰ ζητήσω τίποτε ἀπὸ αὐτόν». Ὅταν ὁ Σέργιος ὁρκίσθηκε αὐτὸ ποὺ ἰσχυριζόταν, ἤθελε νὰ πλησιάσει γιὰ νὰ ἀσπαστεῖ τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ μία δύναμη τὸν κρατοῦσε καὶ δὲν τὸν ἄφησε. Ἄρχισε τότε νὰ κλαίει καὶ νὰ φωνάζει πρὸς τοὺς Ὅσιους Πατέρες Ἀντώνιο καὶ Θεοδόσιο: «Μὴν ἀφήνετε αὐτὸν τὸν ἀνελέητο δαίμονα νὰ μὲ καταστρέψει!». Ἦταν δαίμονας ποὺ τοῦ ἐπιτέθηκε κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Σέργιος ἀποφάσισε νὰ παραδώσει τὸν χρυσὸ στὸν Ζαχαρία. Ὅταν ἄνοιξαν τὸ κιβώτιο διαπίστωσαν ὅτι ἡ ποσότητα εἶχε διπλασιασθεῖ. Ὁ Ζαχαρίας, ἀφοῦ παρέλαβε τὸν χρυσό, τὸν πρόσφερε στὸ μοναστῆρι καὶ ἔγινε μοναχός. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἔγινε πλούσιος σὲ οὐράνια χαρίσματα.