Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μελιτινῆς, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Ἐπειδὴ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καταγγέλθηκε στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ συνελήφθη ἀπὸ αὐτούς. Ἀφοῦ δέθηκε, ὁδηγήθηκε στὸν Μαρκιανό, τὸν ὕπατο τῆς χώρας, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε διεξοδικὴ ἀναφορὰ στὴν Θεότητα καὶ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Στηλίτευσε δὲ καὶ χλεύασε τοὺς θεοὺς τῶν Ἐθνικῶν καὶ τὴν πλάνη τους. Ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς στάσης, ἀφοῦ βασανίσθηκε, κλείσθηκε στὴν φυλακή.
Ὁ Μαρκιανὸς ἀνήγγειλε στὸν βασιλέα Δέκιο τὰ γενόμενα. Αὐτὸς διέταξε νὰ ἀπολύσουν τὸν Ἅγιο ἀτιμώρητο καὶ ἀνύβριστο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπελευθερώθηκε ὁ Ἅγιος, περιέφερε στὴν σάρκα του τὰ σημάδια τοῦ Χριστοῦ, φωτίζοντας καὶ ὀδηγώντας πολλοὺς στὴν ποίμνη τοῦ Κυρίου, μὲ θαύματα καὶ διδάγματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.