Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 14οι αἰῶνος μ.Χ. στὴ Ρωσία. Στὶς 13 Ἀπριλίου 1427 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπός της πόλεως Ροστὼβ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φώτιο, Μητροπολίτη Κιέβου (τιμᾶται 2 Ἰουλίου). Σύμφωνα μὲ τὰ τοπικὰ Χρονικά, ἀμέσως μετὰ τὴν ἄνοδό του στὸν θρόνο, ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς Βαρινίσκιζ τῆς Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου, στὸ Πσκώφ, στὸ μέρος ὅπου βρισκόταν ἡ οἰκία τοῦ εὐγενοῦς Κυρίλλου, πατέρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ.
Ὁ Ἅγιος ἀναδείχθηκε φίλος τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ὑπερασπιστῆς τοῦ κοινοβιακοῦ συστήματος δίνοντας τὴν εὐλογία του γιὰ τὴν ἵδρυση μονῶν.
Σπουδαῖο ρόλο ἀνέπτυξε καὶ στὰ πολιτικὰ – στρατιωτικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα στὶς συγκρούσεις, ποὺ ἀνεφύησαν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1430-1440, γιὰ τὴν ὑπεροχὴ τῶν Ρώσων. Ἂν καὶ ἡ περιοχὴ τοῦ Γκαλὶτς ἀνῆκε στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Μητροπόλεώς του, ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὑπῆρξε σθεναρὸς ἀντίπαλος τῶν ἡγεμόνων τοῦ Γκάλιτς καὶ ὑποστηρικτὴς τῶν ἡγεμόνων τῆς Μόσχας. Τὸ ἔτος 1453 ὁ πρίγκιπας τοῦ Γκάλιτς, Βασίλειος Κοζόυ, ἀπήγαγε τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ἀνάγκασε, μαζὶ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, νὰ ὑπογράψει ἐπιστολὲς καὶ ἐγκυκλίους κατὰ τοῦ ἀντιπάλου του, πρίγκιπα Δημητρίου Σεμζάκα.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὑπῆρξε, ἐπίσης, φλογερὸς πολέμιος τῆς ἑνώσεως Ὀρθόδοξης καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποφασίσθηκε τὸ ἔτος 1439 στὴν Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας καὶ ὑπεγράφη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰσίδωρο, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συμμετεῖχε σὲ ἔκτακτη Σύνοδο τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων τὸ 1440-1441, ἡ ὁποία καταδίκασε τελικὰ τὴν στάση τοῦ λατινόφρονος Ἰσιδώρου.
Τὸ ἔτος 1448 προήδρευσε τῆς Συνόδου τῆς Μόσχας, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἐξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρώσων ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς (τιμᾶται 31 Μαρτίου).
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1454 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ροστώβ. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη του, ἐπίσης, στὶς 23 Μαΐου, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τῶν Ἁγίων του Ροστὼβ καὶ Γιαροσλάβ.